Είχα ταξιδέψει ως την Αλόννησο εκείνο το καλοκαίρι που διάβασα τον Δρ Ζιβάγκο. Έμενα μόνος σ’ ένα σπίτι πλάι στη θάλασσα κι ενώ τα πεύκα έτριζαν απ’ τη ζέστη και τα τζιτζίκια χαλούσαν τον κόσμο, εγώ περνούσα τις ώρες μου στις παγωμένες στέπες της Ρωσίας, παρέα με τον Γιούρι Αντρέγιεβιτς και την αγαπημένη του Λάρα. Ήταν ένα από τα πιο ωραία καλοκαίρια της ζωής μου.
Ο Μπορίς Πάστερνακ, ο πιο σημαντικός  ρώσος ποιητής του 20ου αιώνα, έγινε ευρύτερα γνωστός χάρη σ’ ένα μυθιστόρημα, το περίφημο «Δόκτωρ Ζιβάγκο» που κυκλοφόρησε το 1957.

Ένα χρόνο αργότερα ο Μπορίς Πάστερνακ βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το οποίο ωστόσο αναγκάζεται να αρνηθεί εξ αιτίας της οργής του ΚΚΣΕ και της σφοδρής κριτικής που δέχεται στην Σοβιετική Ένωση.
Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο Μπορίς Πάστερνακ γεννήθηκε στη Μόσχα το 1890, ενώ ο Τολστόι ήταν ήδη 62 χρόνων κι ο Ντοστογιέφσκι δεν ζούσε πια. Ο πατέρας του ήταν ένας φημισμένος ζωγράφος κι η μητέρα του μια λαμπρή πιανίστα.
Στη χρυσή του εφηβεία ανακατεύτηκε στις πολιτικές ταραχές του 1905 ενώ δυο χρόνια αργότερα θα ανακαλύψει την ποίηση του Ρίλκε που θα τον επηρεάσει βαθιά. Ανήσυχος νεαρός ο Πάστερνακ σπούδασε νομικά, τα οποία εγκατέλειψε στην πορεία για να κάνει διδακτορικό στην φιλοσοφία. Ούτε εκεί όμως στέριωσε κι όταν ήταν πια 22 χρόνων στράφηκε στην ποίηση κι άρχισε να γράφει συστηματικά. (Προφανώς δεν ανήκε στη γενιά των 500 χάρτινων ρουβλίων).
Στα 32 του εκδίδει το βιβλίο  «Η αδελφή μου η ζωή», ένα βιβλίο που προκαλεί εκνευρισμό στους κομμουνιστές κι αναγκάζει τον Τρότσκι να γράψει ότι:  «Η συλλογή αυτή δεν αντανακλά την πραγματικότητα. Ο ποιητής δεν είναι παρά ένας ατομιστής δεμένος με την αστική ιδεολογία». Αυτή η ρετσινιά τον ακολούθησε για πάντα σα ζοφερή σκιά κι έκανε τη ζωή του δύσκολη σε μια χώρα όπου η δύσκαμπτη γραφειοκρατία κι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός αγκύλωνε κάθε μορφή τέχνης.
Το 1930 αυτοκτόνησε ο Μαγιακόφσκι.
Ο σαραντάρης τότε Πάστερνακ νιώθει το χρέος να θέσει το πρόβλημα της ηθικής ευθύνης του καλλιτέχνη  και υπερασπίζεται τολμηρά  την ανεξαρτησία της τέχνης απέναντι στην θέληση της εξουσίας να την υποδουλώσει. Έρχεται σε καθαρή ρήξη με την επίσημη γραμμή του Κόμματος καθώς  και με τους κομμουνιστές συγγραφείς που απαιτούν από κάθε λογοτέχνη να επιδεικνύει «εκατό τοις εκατό κομμουνιστική ιδεολογία».
Την ίδια εκείνη χρονιά γνωρίζει τη Ζινάιντα Νόιχαους, την παντρεύεται και το ζευγάρι μετακομίζει στη Γεωργία. Ο τόπος αυτός θα ασκήσει μια αναγεννητική επίδραση στον ποιητή, ανάλογη μ’ εκείνην που είχε ασκήσει ο Καύκασος στον Πούσκιν, τον Λέρμοντοφ και τον Τολστόι.
Ακολούθησαν χρόνια δύσκολα με διώξεις, αυτοκτονίες και τουφεκισμούς φίλων του (όπως του  Μπουχάριν, το 1938). Ο συγγραφέας νιώθει να στερεύει δημιουργικά κι αρχίζει να μεταφράζει Σαίξπηρ και Γκαίτε για βιοποριστικούς λόγους.
Λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ξεκίνησε να γράφει τον «Δρ Ζιβάγκο» που ωστόσο δεν τολμούσε να εκδώσει στην Σοβιετική Ένωση εξαιτίας της στυγνής λογοκρισίας.
Στις 5 Μαρτίου 1953 πεθαίνει ο Στάλιν.
Ο Πάστερνακ δηλώνει αντί νεκρολογίας: «Ο άνθρωπος αυτός σκότωσε την ιντελιγκέντσια της πατρίδας του». Τέσσερα  χρόνια αργότερα θα εκδοθεί στην Ιταλία ο «Δόκτωρ Ζιβάγκο».
Ο Πάστερνακ ήταν 67 χρόνων όταν κυκλοφόρησε το διάσημο μυθιστόρημά του, ήταν 68 χρόνων όταν πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας και 70 χρόνων όταν πέθανε από την επάρατο νόσο.
Όταν μαθεύτηκε το νέο του θανάτου του, χιλιάδες αναγνώστες του ταξίδεψαν από τη Μόσχα στο κοντινό Περεντέλκινο όπου κατοικούσε μέχρι τότε ο συγγραφέας για να παραβρεθούν στην κηδεία του. Ολάκερη τη μέρα, απλοί άνθρωποι του λαού, εργάτες  καλλιτέχνες και διανοούμενοι τον αποχαιρετούσαν με σπαραγμό ψυχής.
Πάνω από τον ανοιχτό του τάφο διάβασαν για στερνή φορά το απαγορευμένο του ποίημα «Άμλετ».
Ήταν ο ίδιος ένας πρίγκιπας.