(Ιστορίες του Αδάμ)
Θυμάσαι καθαρά, με την ασαφή ένταση που έχουν οι οσφρητικές μνήμες,
τα γράμματα που σου έστελνε ένα κορίτσι, πριν πολύ καιρό. Τα διακοσμούσε
απ’ έξω, έγραφε στίχους από τραγούδια («how i wish, how i wish you were
here»), τα ζωγράφιζε και γέμιζε τους φακέλους και τα επιστολόχαρτα με
κάθε είδους στολίδια.
Κάθε γράμμα κάλυπτε το πλήρες φάσμα των αισθήσεων σου. Τα δάχτυλα σου
ένιωθαν την τραχιά επιφάνεια του χαρτιού (διάλεγε πάντα μπεζ φακέλους),
με τις ίνες να πετάγονται σαν τις τρίχες της γίδας, στο χειροποίητο
τουμπερλέκι που αγόρασες στην Αλεξάνδρεια.
Έσκιζες πάντα το φάκελο, αργά και τρυφερά, για να ακούσεις το συριστικό, ίδιο με φιδιού, τρίξιμο του. Απειλητικό μερικές φορές.
Δε σκέφτηκες ποτέ να χρησιμοποιήσεις και τη γεύση, αλλά το ξέρεις
τώρα πια πως το χαρτί θα είχε την αλμυρή γεύση του δέρματος της.
Όμως είναι η ανάμνηση του αρώματος που σε συγκινεί ακόμα. Καθόσουν
στο μαθητικό σου γραφείο, άνοιγες το φάκελο και η ερωτική μυρωδιά του
γιασεμιού χυνόταν στο δωμάτιο σου.
Νότο θύμιζε το γιασεμί που πότιζε τα επιστολόχαρτα της και ο γραφικός της
χαρακτήρας σου
φανέρωνε κάθε φορά την ψυχική της διάθεση. Όποτε διάβαζες με
τρεμουλιαστές γραμμές και άνισους χαρακτήρες- να γράφει: «Μου λείπεις…» Ή
γράμματα στεγνά, αυστηρά και απομακρυσμένα, να σου ανακοινώνουν: «Δε θα
‘ρθω».
Ακόμα και η απώλεια του έρωτα ήταν εμφανής στα γράμματα της. Πρώτα
σταμάτησε να τα διακοσμεί εξωτερικά, μετά έγραφε χωρίς πάθος και
τρεμούλιασμα, χωρίς ορθογραφικά λάθη, σαν απομαγνητοφωνημένα δικανικά
τεχνάσματα (όλο υπεκφυγές και σοφιστείες), ύστερα περιορίστηκε σε λίγες
ανούσιες γραμμές, σαν χριστουγεννιάτικες κάρτες, ώσπου τελικά έπαψε να
εμποτίζει τις άκρες του χαρτιού στο έλαιο.
Γνήσια φιλάρεσκη, κράτησε μέχρι το τέλος το συμβολικό αισθησιασμό του αρώματος.
Χρόνια μετά τη λήθη εκείνου του εφηβικού έρωτα βρήκες τα γράμματα της σε ένα συρτάρι.
Είχες βγάλει το επιστολόχαρτο με ευλαβικές κινήσεις και το είχες
μυρίσει. Την ίδια νύχτα είχες σημειώσει στο ημερολόγιο σου: «Τα γράμματα
της δε μυρίζουν πια γιασεμί, μυρίζουν χαμένες ευκαιρίες.»
~~{}~~
«Τι γράφεις;» σε ρωτάει ο Θανάσης.
«Για ένα κορίτσι», λες και ασυναίσθητα κρύβεις το γραπτό σου.
«Που σε παράτησε;» λέει ο Θανάσης και χαμογελάει.
«Ναι! Που το κατάλαβες;»
«Αν δε σε είχε παρατήσει δε θα έγραφες για αυτήν», λέει κυνικά και πάει προς την τουαλέτα.
Εσύ σκέφτεσαι για λίγο αυτό που σου είπε και επιστρέφεις στο γραφτό σου μόνο όταν ακούς μια ηχηρή πορδή από την τουαλέτα.
Γράφεις:
«Έξω μπουμπουνητά, αστραπές, βροντές και κεραυνοί, μανιώδεις άνεμοι,
λαίλαπες, ουραγκάν, τυφώνες και φυσικές καταστροφές, μέσα πηχτή ακινησία
και καπνός, τηλεοπτική αποχαύνωση και απροθυμία, νωχέλεια, αβελτηρία,
συναισθηματική παράλυση και φυσικές ανάγκες… Είμαστε ελεύθεροι
πολιορκημένοι και μας καταδυναστεύουν οι βάρβαρες ορδές»,
(σκέφτεσαι πορδές και χαμογελάς)
«του πολιτισμού μας… Οι φύλακες είμαστε εμείς και τις φυλακές τις
πλάσαμε μόνοι μας. Κανείς δε μας απαγορεύει να ζήσουμε, να αγαπήσουμε,
να δοθούμε, να τολμήσουμε αυτό το πρώτο βήμα προς τον άλλο. Αν έκανε ο
καθένας μας ένα βήμα η απόσταση θα ήταν πιο μικρή ή όπως έλεγαν οι
ψυχεδελικοί τροβαδούροι της εφηβείας μας: Αν ήμουν καλός άνθρωπος θα
καταλάβαινα τις αποστάσεις μεταξύ των φίλων.»
~~{}~~
Είσαι μέσα σε ένα άδειο βαγόνι, μπορεί όλο το τρένο να είναι άδειο,
και πηγαίνεις στην Αθήνα. Άργησες να ξυπνήσεις, άργησες να ξεκινήσεις
και έχει ήδη νυχτώσει.
Μόνη ζωντανή ψυχή μέσα στο βαγόνι, μπορεί και σε όλο το τρένο, είσαι
εσύ και τα δύο είδωλα σου. Το ένα στο δεξί τζάμι, το άλλο στο αριστερό,
λίγο πιο μακριά. Κι εσύ κάπου ανάμεσα, όχι ακριβώς στη μέση.
Γυρνάς κάθε τόσο και κοιτάς τον έναν και τον άλλο εαυτό σου.
Εκείνος
στα δεξιά είναι ο όμορφος και γεμάτος αυτοπεποίθηση, αλλά λίγο
επιπόλαιος. Ο άλλος, στα αριστερά, φαίνεται να στοχάζεται, να σκέφτεται
το νόημα της ζωής και το κόστος μιας ρινοπλαστικής.
Το πρόσωπο σου ήταν και είναι στραβό. Το δεξί σου προφίλ ήταν πάντα
το «καλό» σου. Η μύτη σου φαίνεται πιο μικρή από τα δεξιά και το πιγούνι
σου σχεδόν θεληματικό. Ακόμα και το αυτί σου, το δεξί αυτί, είναι πιο
στρογγυλό και πιο καλοφτιαγμένο από το ελεφαντίσιο αριστερό.
Κοιτάς εκείνον στα δεξιά και του χαμογελάς σαν να προσπαθείς να τον
σαγηνεύσεις. Σου ανταποδίδει το χαμόγελο. Έπειτα γυρνάς προς τον άλλο,
τον αποτυχημένο και ανάξιο εραστή. Σε παρατηρεί με απογοητευμένο βλέμμα,
σαν να προσπαθεί να απολογηθεί για την έλλειψη γοητείας. Του κάνεις
νόημα να μη στεναχωριέται και κοιτάς μπροστά.
Αν υπήρχε ένας καθρέφτης εκεί, ανφάς, τι θα έβλεπες; Το μέσο όρο
γοητείας των δύο πλευρών ή ένα παράξενο ον, σχεδόν ανθρώπινο, φτιαγμένο
από δύο αταίριαστα μισά;
Κάποιον αινιγματικό, σαν τη Μόνα Λίζα, ερμαφρόδιτο και αναποφάσιστο, ή
έναν αριστουργηματικό διπρόσωπο σαν τον Ερμή του Πραξιτέλη, με την
κλασική του αμφιθυμία;
Μήπως αυτό είχε στο μυαλό του ο Πραξιτέλης όταν σμίλευε το μάρμαρο;
Μήπως είχε βρεθεί κι αυτός, μόνος, σε ένα άδειο βαγόνι, μπορεί και σε
ένα άδειο τρένο, που ταξίδευε νύχτα προς την Αθήνα;
Σηκώνεσαι, χωρίς να κοιταχτείς στο τζάμι, και πας προς την τουαλέτα.
Στην αριστερή σου τσέπη έχεις ένα τσιγάρο. Είναι το τελευταίο σου. Τα
λεφτά που είχες που έφτασαν με το ζόρι για το εισιτήριο.
Το ανάβεις και απολαμβάνεις την πρώτη τζούρα με κλειστά μάτια. Κρατάς
τον καπνό μέσα σου και μετά τον βγάζεις προσπαθώντας να φτιάξεις
κυκλάκια. Πριν καπνίσεις τη δεύτερη κρύβεις το τσιγάρο στην παλάμη σου
και πλησιάζεις το τζάμι για να κάνεις έλεγχο.
Δεν βλέπεις τον ελεγκτή, αλλά μένεις ακίνητος λες και είδες φάντασμα.
Στο διπλανό βαγόνι, στο μεσαίο κάθισμα, κάθεται η γιασεμόστηθη κόρη, η
επιστολογράφος, και καπνίζει αμέριμνη. Αργείς να συνειδητοποιήσεις τι
βλέπεις και όταν το συνειδητοποιείς κάνεις άλλο τόσο για να το
πιστέψεις. Είναι αυτή, σίγουρα, αλλά είναι και τόσο διαφορετική.
Τα μακριά κορακίσια μαλλιά της τα έχει κομμένα σε ένα περιποιημένο
καρέ ως τους ώμους. Είναι μαλλιά μοιραίας γυναίκας, γυναίκας που θα
παγίδευε τον ντέντεκτιβ στο φιλμ νουάρ, ενώ παλιά ήταν τα μαλλιά ενός
κοριτσιού της διπλανής πόρτας, ενός όμορφου κοριτσιού της διπλανής
πόρτας.
Το πρόσωπο της είναι αδυνατισμένο και το μακιγιάζ της επιμελημένο,
ενώ παλιά απέφευγε τα φτιασίδια και τα μάγουλα της θύμιζαν μάγουλα
καλοταϊσμένου μωρού.
Και το ντύσιμο της σου φάινεται παράξενο. Φοράει ένα αεράτο ταγιέρ με
βαθύ ντεκολτέ και μεγάλο σκίσιμο στη φούστα. Το καλτσόν της είναι
δικτυωτό και μπορείς να δεις τα γυμνασμένα πόδια της ως το μηρό.
Ψηλοτάκουνες γόβες και ένα χρυσό βραχιόλι στον αριστερό αστράγαλο.
Όμως η μεγαλύτερη αλλαγή πάνω της είναι ο τρόπος που κάθεται, το ύφος της, ο τρόπος που καπνίζει.
Θα σου φαινόταν πιο φυσιολογικό αν την έβλεπες να κοιτάζει αφηρημένα έξω
από το παράθυρο, χυμένη στο κάθισμα λες και είχε να κοιμηθεί δέκα
εικοσιτετράωρα, ενώ θα έπαιζε με μια τούφα από τα μακριά μαλλιά της.
Εκείνη όμως κάθεται ευθυτενής σαν χορεύτρια σε δεξίωση. Μιλάει
χειρονομώντας στο blue tooth που έχει στο αυτί της (για λίγο νόμισες ότι
παραμιλάει και χάρηκες) και το πρόσωπο είναι αυστηρό, σχεδόν θυμωμένο.
Μπορείς εύκολα να καταλάβεις ότι βλέπεις μια γυναίκα –όχι πια
κορίτσι- η οποία είναι σίγουρη για τον εαυτό της, χωρίς υπαρξιακές
αναζητήσεις και χωρίς –αυτή είναι η μεγαλύτερη αλλαγή- ίχνος
μελαγχολίας.
Για μια στιγμή κοιτάει προς το μέρος σου και μιλάει. Νομίζεις ότι σε
είδε και ότι μιλάει σε εσένα, όμως αυτή γυρνάει το κεφάλι προς έναν
χαρτοφύλακα που έχει ακουμπισμένο στα γόνατα της και βγάζει από εκεί
μέσα κάποια έγγραφα.
Σκέφτεσαι να πας να της μιλήσεις. Την ξανακοιτάς και αλλάζεις γνώμη.
Καπνίζεις τις τελευταίες τζούρες και πας να φύγεις. Τότε ακούς την πόρτα
πίσω σου να ανοίγει. Γυρνάς μόνο το κεφάλι και βλέπεις την
επιστολογράφο να σε κοιτάει έκπληκτη.
«Αδάμ!» λέει με φωνή βραχνή, πολύ διαφορετική από αυτή που θυμόσουν. «Αδάμ, εσύ είσαι;»
Νεύεις καταφατικά και λες μόνο: «Βάσω.»
«Βασιλική, παρακαλώ», σε διορθώνει αυτή, σε τραβάει στο βαγόνι και σε αγκαλιάζει.
Ο λαιμός της μυρίζει τόσο όμορφα που σου έρχεται να τη δαγκώσεις.
Εκείνη τραβιέται πίσω και σε κοιτάει στο πρόσωπο, έτοιμη να πει κάτι
σαν: «Δεν άλλαξες καθόλου» ή «είσαι πιο γοητευτικός από ποτέ».
Λέει μόνο: «Έλα να κάτσουμε να μου πεις τα νέα σου», και σε τραβάει προς το κάθισμα.
Την ακολουθείς χωρίς να αφήσεις το χέρι της, την παλάμη της, που
κάποτε ίδρωνε σαν υπέρβαρος δεκαθλητής και τώρα είναι στεγνή και κρύα
σαν αλουμινένιο κουτάκι αναψυκτικού πεταμένο στην σκοτεινή πλευρά της
σελήνης.
Όπως κάθεστε τα γόνατα της ακουμπούν τα δικά σου και τραβιέσαι λίγο προς τα πίσω.
«Λοιπόν», σου λέει η τέως Βάσω, «πες μου… Τι κάνεις, τα νέα σου.» Σε
βλέπει να κοιτάς σαν χαζός τριγύρω, οπότε γίνεται πιο συγκεκριμένη. «Με
τι ασχολείσαι;»
«Με διάφορα», λες εσύ και κοιτάς τα παπούτσια σου.
«Με διάφορα», κάνει η νυν Βασιλική και κοιτάει κι αυτή τα παπούτσια σου.
Αντιλαμβάνεσαι ότι τα παπούτσια σου είναι λιγάκι τρύπια και τα χώνεις
πίσω από τις γάμπες σου.
«Παντρεύτηκες;» σου λέει η Βασιλική χαμογελώντας.
«Ποια θα με παντρευόταν εμένα;» λες και κοιτάς τα τσιγάρα της.
«Γιατί το λες αυτό; Μια χαρά παιδί είσαι», σου λέει και ανοίγει το πακέτο της. «Καπνίζεις;»
Παίρνεις ένα. Το ανάβεις και κοιτάς δεξιά. Ο γοητευτικός εαυτός σου μοιάζει να είναι και αυτός καταρρακωμένος.
Την κρυστάλλινη αμηχανία θρυμματίζει το τηλέφωνο της Βασιλικής.
«Με συγχωρείς», απολογείται αυτή, λες και σε διέκοψε από τον απολογισμό των επιτευγμάτων σου.
Βάζει το blue tooth στο αυτί και ξεκινάει να μιλάει, θυμωμένη, για
συμβόλαια, φαξ και πελάτες. Την κοιτάς έκπληκτος. Είναι σίγουρα η Βάσω
που ήξερες; Μήπως σε μπερδεύει με κάποιον άλλο; Μήπως πρόκειται για μια
–όχι και τόσο απλή- συνωνυμία; Μπορεί να είχε γνωρίσει κάποτε έναν Αδάμ
που να σου έμοιαζε και εσύ
μια Βάσω που να έμοιαζε με τη Βασιλική;
Όπως μιλάει γυρνάει προς τα δεξιά και βλέπεις πάνω από το γόνατο ένα
μελανό σημάδι – «μοιάζει με πεταλούδα», έλεγες τότε στη Βάσω και αυτή
γελούσε.
Αν δεν είναι συνωνυμία τότε συμβαίνει κάτι το μεταφυσικό. Είναι όπως
τότε –μέσα σε τρένο ξανά- που είχες δει τον εαυτό σου –ή κάποιον που σου
έμοιαζε πολύ- και είχες αλλάξει βαγόνι γρήγορα, γιατί, όπως λένε: «
Αν συναντήσεις τον εαυτό σου τότε θα πεθάνεις πριν να ξημερώσει».
Μπορεί να συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Αν η Βασιλική κλείσει το τηλέφωνο
και σου πει ότι τη Βάσω την απήγαγαν εξωγήινοι και ότι έβαλαν εκείνη στη
θέση της, έναν ανθρωπόμορφο κλώνο, θα την πιστέψεις χωρίς να ζητήσεις
αποδείξεις. Αυτό το εξωφρενικό σενάριο σου φαίνεται πιο πιθανό.
Αποφασίζεις να τη δοκιμάσεις, ρωτώντας την κάτι προσωπικό.
Η Βασιλική κλείνει το τηλέφωνο και ανάβει τσιγάρο. Μετά σε κοιτάει χαμογελώντας.
«Θυμάσαι με τι άρωμα πότιζες τα γράμματα που μου έστελνες;» τη ρωτάς και
παρατηρείς προσεχτικά το πρόσωπο της για να εντοπίσεις ενδείξεις
ψεύδους και πανικού. Εκείνη γελάει ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω.
«Τα γράμματα που σου έστελνα; Που το θυμήθηκες αυτό;»
«Έτσι μου ‘ρθε», λες εσύ έτοιμος να σηκωθείς να φύγεις τρέχοντας. «Δε θυμάσαι;»
«Πως δε θυμάμαι, θυμάμαι», λέει η Βασιλική και κοιτάει για λίγο ψηλά.
«Πρέπει να ήταν γιασεμί», μονολογεί και μετά απευθύνεται σε σένα:
«Γιασεμί δεν ήταν;»
«Ναι», κάνεις εσύ και αναγκάζεσαι να αποδεχτείς την πεζή πραγματικότητα:
Η Βάσω μεγάλωσε, άλλαξε και έγινε Βασιλική.
«Τι χαζομάρες κάναμε τότε», λέει αφηρημένα εκείνη.
«Όμορφα ήταν», λες εσύ.
«Βαρετά», λέει κοφτά η Βασιλική και ανοίγει το χαρτοφύλακα της.
«Τι δουλειά κάνεις;» ρωτάς για να αλλάξεις θέμα, αν και ξέρεις ότι
αυτό το «βαρετά» θα σε κυνηγάει για πολλά χρόνια, κάνοντας την ερωτική
σου ζωή πολύ πιο αγχώδη.
«Έχω αναλάβει την εταιρεία του πατέρα μου», σου λέει η Βασιλική και αφού
καταλαβαίνει ότι δε θυμάσαι τίποτα για την εταιρεία του πατέρα της
διευκρινίζει:
«Real estate… Κτηματομεσιτική… Βασικά, οι πιο πολλοί πελάτες μας είναι συνταξιούχοι Ευρωπαίοι. Γερμανοί κυρίως.»
«Πουλάς την Ελληνική γη σε αυτούς που κάποτε την αιματοκύλισαν», κάνεις
εσύ με το περίφημο χιούμορ σου που δεν καταλαβαίνει ποτέ κανείς.
«Κάνω τα όνειρα τους πραγματικότητα», λέει η Βασιλική και από τον τρόπο
που προφέρει τις λέξεις καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι το σλόγκαν της
εταιρίας.
«Μικρά όνειρα», σκέφτεσαι φωναχτά.
«Τετρακόσια τετραγωνικά με δέκα στρέμματα κήπο. Δεν είναι ακριβώς μικρά.»
«Όπως το δει κανείς.»
«Και εσύ; Δε μου είπες. Τι κάνεις;» ρωτάει η προσβεβλημένη Βασιλική.
«Κάνω τα δικά μου όνειρα πραγματικότητα», λες εσύ.
«Και πoια είναι τα δικά σου μεγάλα όνειρα;» ρωτάει η Βασιλική υπογραμμίζοντας με ειρωνεία το «μεγάλα».
«Απλά πράγματα», κάνεις εσύ κοιτώντας το πακέτο της. «Τα βιβλία μου, τα γραπτά
μου,
μια δουλειά που να μη με εξοντώνει, μια γυναίκα να αγαπήσω, ίσως και
ένα παιδί… Λίγα τετραγωνικά, χωρίς κήπο, αρκεί να βλέπω θάλασσα.»
Χαμογελάς. «Και για την ώρα το όνειρο μου είναι να καπνίσω ένα τσιγάρο.»
Δείχνεις το πακέτο της. «Θα κάνεις το όνειρο μου πραγματικότητα;»
«Πάρε», σου λέει αυτή και ανάβει και ένα για τον εαυτό της.
Όσο καπνίζετε είστε σιωπηλοί. Μόλις το σβήνεις, και προτού χρειαστεί
να πεις κάτι για να πεις κάτι, τα ηχεία φωνάζουν ότι φτάνετε στην
Ελευσίνα.
«Πρέπει να πάω να ετοιμάσω τα πράγματα μου», λες, αν και γνωρίζεις
ότι θα κάνετε άλλη μισή ώρα μέχρι το σταθμό της Αθήνας. Σηκώνεται και η
Βασιλική. Δε σε αγκαλιάζει, σου σφίγγει απλά το χέρι. Είναι το ίδιο
κρύο.
«Χάρηκα που σε είδα», λέει χωρίς να το πιστεύει.
«Κι εγώ», ανταποδίδεις, επίσης χωρίς να το πιστεύεις.
«Εύχομαι όλα τα όνειρα σου να πραγματοποιηθούν», λέει, χωρίς καθόλου να την νοιάζει τι θα συμβεί σε σένα και στα όνειρα σου.
«Αν χρειαστεί θα έρθω να μου πουλήσεις κανά μεγάλο», ανταποδίδεις σηκώνοντας το φρύδι.
Επιστρέφεις στο κάθισμα σου. Ο γοητευτικός εαυτός σου, που
αχνοφαίνεται τώρα πια, αφού έχετε εισέλθει σε κατοικημένη και φωτισμένη
περιοχή, σου κάνει νόημα ότι τα πήγες καλά. Και ο άλλος, στα αριστερά,
φαίνεται να συμφωνεί. Τους ευχαριστείς και ανοίγεις να διαβάσεις Ελύτη.
Σαν φτάνετε στην Αθήνα καθυστερείς να κατέβεις για να είσαι σίγουρος
ότι δε θα συναντήσεις αυτό το ον που έκλεψε την ταυτότητα της Βάσως.
Βγαίνεις λίγο πριν ξεκινήσει το τρένο για Πειραιά. Παίρνεις τηλέφωνο το
Θανάση από το σταθμό για να βεβαιωθείς ότι είναι σπίτι. Αυτός σου λέει
να βρεθείτε στην πλατεία Αττικής για να πάτε να δείτε τη Ζωή.
Βγαίνεις έξω και περπατάς για το μετρό. Αφού κάνεις λίγα μέτρα
σταματάει μπροστά σου ένα τζιπάκι. Το οδηγεί ένας «γοητευτικός»
σαραντάρης και στη θέση του συνοδηγού κάθεται η Βασιλική.
«Μήπως θες να σε πετάξουμε κάπου;» ρωτάει εκείνη για να δείξει ότι δε
σου κρατάει κακία. Ο γοητευτικός σαραντάρης ούτε που σε κοιτάει.
«Όχι, ευχαριστώ», κάνεις εσύ. «Έχω τον Ροσινάντε μου.»
«Όπως νομίζεις. Καλή τύχη.»
Φεύγουν με το πολυτελές αυτοκίνητο τους και εσύ κατεβαίνεις τα σκαλιά του μετρό για να ταξιδέψεις λαθραία.
Πηγή.