Γράφει ο Βενιζέλος Λεβεντογιάννης
Ο Κωστής Μανουσιδάκης χάιδεψε το παλιό του όπλο. Τον “Γκρά”. Περίμενε χωμένος μέσα σε θάμνους όλο το βράδυ μαζί με άλλους κρητικούς. Σε λίγο θα ξημέρωνε και τίποτε δεν είχε φανεί ακόμη στον κρητικό ουρανό που εκείνη τη στιγμή, έπαιρνε ένα υπέροχο σκούρο γαλάζιο χρώμα. Ήθελε να σηκωθεί να ξεμουδιάσει και να τινάξει από το μαύρο πουκάμισο του και τη καφετιά κρητική βράκα του τα αγκάθια. Δεν το έκανε. Ίσιωσε στο κεφάλι,το μαντήλι του και κούνησε λίγο τα στιβάνια του, τις μαύρες δερμάτινες μπότες του. Έστριψε ένα τσιγάρο με επιδεξιότητα και το άναψε. Από το βάθος του ουρανού πέρα από τη θάλασσα, ακούστηκε ένας υπόκωφος βόμβος που συνεχώς γινόταν εντονότερος. Εκατοντάδες αεροπλάνα πλησίαζαν... Κοίταξε τριγύρω του. Οι άλλοι κρητικοί του χαμογέλασαν δίχως να πάρουν τα μάτια τους από ψηλά. Ο Μάικ ο Αυστραλός δίπλα του με τα κοντά παντελονάκια και το ανοιχτόχρωμο πουκάμισο του έσφιξε τον ώμο. “Έρχονται” του είπε και όπλισε.
Ο ουρανός μέσα σε λίγα λεπτά μαύρισε. Δεν ήταν πια γαλάζιος. Ο ήχος τώρα δεν ήταν υπόκωφος. Ήταν ο ήχος των μηχανών των μεταγωγικών πάνω από τα κεφάλια τους. Ξαφνικά οι κοιλιές των αεροπλάνων άνοιξαν και από μέσα τους χιλιάδες στρατιώτες άρχισαν να πηδούν στο κενό. Ο Κωστής χάιδεψε το παχύ μαύρο μουστάκι του και έφερε τον “Γκρά” στο μάγουλό του. Σημάδεψε και πυροβόλησε. Η σφαίρα των 11χλσμ έφυγε και διέγραψε με ασύλληπτη ταχύτητα μια ανοδική πορεία...