Το καλοκαίρι του 1843, η Ελλάδα έπρεπε να αποπληρώσει στην τραπεζική ελίτ της Ευρώπη χρεολύσια και τόκους δανείων που είχε λάβει τα προηγούμενα χρόνια. Δυστυχώς, πέρα από τους επαχθείς όρους των δανείων αυτών, τα χρήματα δεν είχαν διοχετευθεί ώστε να δημιουργηθούν υποδομές που θα βοηθούσαν την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία, αλλά είχαν σπαταληθεί στους εμφυλίους της επανάστασης, στο παλάτι και στους Βαυαρούς συμβούλους.
Οι τόκοι που έπρεπε να καταβάλλονται κάθε χρόνο ήταν 7 εκατομμύρια δραχμές και ισοδυναμούσαν με το μισό των συνολικών εσόδων του ελληνικού κράτους που έφταναν μετά βίας τα 14 εκατομμύρια ετησίως. Προκειμένου να συγκεντρωθούν τα χρήματα για την αποπληρωμή των τόκων και κάτω από την πίεση των κυρώσεων η κυβέρνηση έλαβε μέτρα λιτότητας την άνοιξη του 1843 τα οποία όμως φάνηκε πως δεν απέδιδαν και ότι δε θα ήταν αρκετά για να συγκεντρωθεί το απαιτούμενο κεφάλαιο και έτσι τον Ιούνιο του 1843 η ελληνική κυβέρνηση ενημερώνει τις ξένες κυβερνήσεις ότι αδυνατεί να καταβάλει το ποσό που χρωστάει και ζητά νέο δάνειο από τις μεγάλες δυνάμεις, ώστε να αποπληρώσει τα παλιά….Αυτές αρνούνται κατηγορηματικά και αντί να εγκρίνουν νέο δάνειο, εκπρόσωποι των τριών μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία) κάνουν μια διάσκεψη στο Λονδίνο για το ελληνικό χρέος και καταλήγουν σε καταδικαστικό πρωτόκολλο. Οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων με το πρωτόκολλο στο χέρι, παρουσιάζονται στην ελληνική κυβέρνηση και απαιτούν την ικανοποίηση του. Αρχίζουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα δύο μέρη και μετά από έναν μήνα υπογράφουν μνημόνιο, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα έπρεπε να πάρει μέτρα ώστε να εξοικονομήσει υπέρ των δανειστών της μέσα στους επόμενους μήνες το αστρονομικό ποσό των 3,6 εκατομμυρίων δραχμών.