Ετικέτες

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Η ζωή του Τάσου Τούση. Πρώτου νεκρού του Μάη του ’36

της Ρούλας Γκόλιου*
Ο Τάσος Τούσης γεννήθηκε στο Ασβεστοχώρι το 1906, ανήμερα πρωτοχρονιά. O παππούς του, ο γερο Τούσης είχε μαζέψει από βραδίς στο πατρικό το σπίτι, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε χρόνο, τα 6 παιδιά του, τις νύφες του, τους γαμπρούς του και τα εγγόνια του για να γιορτάσουν μαζί τον ερχομό του καινούργιου χρόνου. Σαν ήρθε ο καινούργιος χρόνος έκοψαν τη βασιλόπιτα κι ο γέρο Τούσης μοίρασε τα κομμάτια σε όλους για να δουν σε ποιον θα πέσει το φλουρί. Η Κατίνα, η νύφη του, γυναίκα του Γιώργου, δεν πρόλαβε να ψάξει για το φλουρί. Την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. «Απόψε θα γεννήσω», είπε στον άνδρα της κι εκείνος την πήρε, την πήγε στο δωμάτιό τους κι έτρεξε να φωνάξει τη μαμή. Ως το πρωί η Κατίνα γέννησε ένα όμορφο και υγιές αγοράκι.
Το πρωί της πρωτοχρονιάς, μετά τη λειτουργία, το Τουσέικο γέμισε κόσμο. Ο παππούς συνήθιζε να καλεί εκείνη τη μέρα για κεράσματα κι ευχές τον παπά του χωριού, τους ψάλτες, τον καντηλανάφτη, όλη τη δημογεροντία, φίλους και συγγενείς. Την ώρα που τσούγκριζαν τα ποτήρια κι εύχονταν ο ένας τον άλλο «καλή χρονιά» μπαίνει ο Γιώργος στο δωμάτιο, ξαναμμένος και χαρούμενος. «Η Κατίνα γέννησε! Γέννησε αγοράκι!» φώναξε. Παππούς και γιαγιά παράτησαν τους καλεσμένους κι έτρεξαν να δουν το νεογέννητο. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας αλλά το πρώτο αγόρι. Ο παππούς κρέμασε με καμάρι στα φασκιά του μωρού ένα μαλαματένιο σταυρό και στη νύφη του, την Κατίνα, έδωσε μια χρυσή λίρα. Η γιαγιά η Τούσαινα κρέμασε στο μωρό ένα φλουρί κωσταντινάτο. Το μωρό αυτό θα είναι πολύ τυχερό, είπαν όλοι. Αφού γεννήθηκε ανήμερα πρωτοχρονιά, χώμα θα πιάνει και μάλαμα θα γίνεται...

Κώστας Σαραντίδης: Ο Έλληνας που πολέμησε στο πλευρό των Βιετκόνγκ.


 

Ο Κώστας Σαραντίδης ή Nguyen Van Lap, όπως ονομάζεται στο Βιετνάμ, ή αλλιώς ο «Έλληνας Βιετκόνγκ» πολέμησε στον πόλεμο του Βιετνάμ που έληξε σαν σήμερα το 1975.
Γεννημένος στην Κάτω Τούμπα, από γονείς πρόσφυγες, το 1927, ο Κώστας Σαραντίδης εγκατέλειψε το σχολείο στην τετάρτη δημοτικού, γιατί δεν ήθελε να πάει στη νεολαία του Μεταξά.
Στην Κατοχή, οι Γερμανοί τον επιστράτευσαν στα Τάγματα Εργασίας και ξεκίνησε αναγκαστική πορεία, με τα πόδια, μαζί με εκατοντάδες άλλους, για την Κεντρική Ευρώπη. Στο δρόμο κατάφερε να αποδράσει με έναν φίλο του Γιουγκοσλάβο. Για έναν χρόνο κρύβονταν στην Ευρώπη πάνω στα τρένα, έχοντας κλέψει δυο στολές Γερμανών. Με τη λήξη του πολέμου φτάνει στην Ιταλία και θέλει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Οι αρχές του το απαγορεύουν, γιατί, όπως του λένε, έχει ξεκινήσει ο Εμφύλιος.