Θεόδωρος Α. Σπανέλης
Όταν έγραφε ο Θουκυδίδης τη συγγραφή του για τον Πελοποννησιακό πόλεμο ένοιωσε την ανάγκη να σημειώσει τα εξής λόγια: «Κι όταν ακούει κανεὶς την ιστορία, ίσως δε φαίνεται τόσο ευχάριστο ότι δε μοιάζει με παραμύθι• όσοι όμως θελήσουν να εξετάσουν την καθαρήν αλήθεια των όσων έγιναν, και εκείνων που μέλλουν κάποτε να ξαναγίνουν, όπως είναι ἡ φύση των ανθρώπων, ή τα ίδια ή παρόμοια, θα μου φτάσει αν αυτοί τα κρίνουν ωφέλιμα. Γιατί το έργο μου έχει συγγραφεί περισσότερο για να το 'χουν οι άνθρωποι αιώνιο χτήμα τους παρά σαν αγώνισμα για να τ' ακούσει κανεὶς μία μόνο φορά». Πιστεύουμε ότι ο Θουκυδίδης το έγραψε για να αποδείξει τη διαχρονικότητα του λόγου του, με τον ισχυρισμό ότι όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου θα επαναλαμβάνει εσαεί τα ίδια λάθη.
Ωστόσο στην περίπτωση την δική μας, την ελληνική δηλαδή, κατά παράδοξο τρόπο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα αναπαράγουμε τις ίδιες παθογένειες – ίσως αυτό να είναι ένα ισχυρό επιχείρημα της διαχρονικότητας της φυλής. Αν φτάσουμε και στους νεώτερους χρόνους, μετά την απελευθέρωση έχουμε μια συγκλονιστική ομοιότητα μεταξύ διαφορετικών εποχών.
Και να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, το 1896 με την χρεωκοπία οδηγήθηκε η χώρα σε Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, το πολιτικό σύστημα κατέρρευσε και ο λαός για πολλά χρόνια έζησε σε μεγάλη δυστυχία και φτώχεια. Αν όλα αυτά σας θυμίζουν τα όσα περνάμε σήμερα δεν είστε καθόλου λάθος. Ωστόσο εκείνη την εποχή γράφτηκαν μερικά εξαιρετικά ποίημα που τα διαβάζεις σήμερα και έχεις την εντύπωση ότι είναι συγκαιρινά μας. Κι όμως μας χωρίζουν 100 χρόνια και βάλε. Είναι εκείνη η στιγμή που ο ποιητής συναντιέται με την Ιστορία. Για παράδειγμα το παρακάτω, που γράφτηκε από τον Κωστή Παλαμά το 1908:
Γύριζε
«Γύριζε, μη σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης είδωλο είν᾿ εδώ, το προσκυνά ἡ πλεμπάγια,
ἡ Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμὴ δε θάβρῃ.
Αλάργα. Μόρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Από θαμποὺς ντερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,
ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτοὺς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοὶ καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περιγελά και των αρχαίων παλιάτσοι.
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ώ κοπάδια, οι πιστικοὶ και ψωριασμένοι οι σκύλοι
κι οι χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!».
Πέρασαν για την ακρίβεια 104 χρόνια και είναι σαν να μην πέρασε μια ημέρα από τότε. Γιατί; Τι είναι αυτό που μας κρατάει δέσμιους σε αυτή την κατάσταση; Ποια κατάρα μας υποβάλει συνεχώς στο σισύφειο μαρτύριο; Να χτίζουμε και να γκρεμίζουμε με την ίδια ευκολία και να ξεκινάμε πάντα από την αρχή;