Η Μονή Ιβήρων (φωτ.: Παντελής Σαββίδης)
Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις πως ο ομφάλιος λώρος που σε δένει με κάτι
κόβεται, και μένεις μετέωρος στο κενό. Τέτοιος είναι ο θάνατος της
μητέρας για τη ζωή του καθενός. Και για το θέμα μας, σήμερα, τέτοιος
ήταν –για μας και τη σχέση μας με το Όρος– ο θάνατος του Γέροντα
Ιερόθεου.
Βεβαίως, από τις επισκέψεις μας στο Όρος που χρονολογούνται από το
1975, ωφεληθήκαμε τα μέγιστα από τις συζητήσεις με γέροντες και τις
συναντήσεις σε μονές, σκήτες και κελιά.
Ακόμη και σήμερα. Αλλά ο Ιερόθεος ήταν το σταθερό σημείο αναφοράς μας
μόλις φτάναμε στις Καρυές. Κατεβαίναμε από το λεωφορείο που
αγκομαχώντας μας μετέφερε από το επίνειο του Όρους τη Δάφνη στην
πρωτεύουσα τις Καρυές, και κατευθυνόμασταν στο βιβλιοπωλείο του. Εκεί,
τον συναντούσαμε, πάντοτε πίσω από το γραφείο του, μονίμως σε μια έντονη
δραστηριότητα. Μιλούσε, τηλεφωνούσε, έδινε συμβουλές, βοηθούσε. Και
πάντα με έναν καλό λόγο. Ο Ιερόθεος ήταν από τους μοναχούς που
εκτιμούσαν οι γέροντες στο Όρος. Και επειδή συνήθως ταυτίζαμε την
προσκυνηματική επίσκεψη με την εργασία μας, όταν είχαμε κάποια δυσκολία
–σύνηθες φαινόμενο στο Όρος, διότι οι γέροντες δεν μιλούν εύκολα–, μας
την έλυνε ο Ιερόθεος.
Ήταν μια προσωπικότητα που η εμβέλειά της είχε επεκταθεί σε όλη την
ελλαδική επικράτεια. Είναι πολλά τα σημαντικά πρόσωπα της χώρας που
γνώριζαν τον Ιερόθεο, τον εκτιμούσαν και ένιωθαν την ανάγκη να τον
επισκεφθούν στις Καρυές και να μείνουν στο φιλόξενο κελί του συζητώντας
από την τέχνη μέχρι τις λεπτομέρειες της αγιορείτικης ζωής. Ο Ιερόθεος
είχε τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που μπορούμε να ονομάσουμε άρχοντα.
Μαζί με τον Γέροντα Μωυσή, που έφυγε λίγο νωρίτερα, εξέδιδαν το
περιοδικό Πρωτάτο, το οποίο κατέγραφε την αγιορείτικη ζωή.
Φέτος συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από το 1975, όταν για πρώτη φορά
επισκέφθηκα το Όρος. Ως φοιτητής, βοηθούσα στο γραφείο Θεσσαλονίκης τον
ανταποκριτή της Αυγής Πάνο Καϊσίδη. Με έστειλε να καλύψω την επίσκεψη
του τότε Προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου. Είδα έναν
άλλο κόσμο – έξω από κάθε φαντασία μου. Προσπαθούσα να καταλάβω πού
βρίσκομαι, τι είναι αυτοί οι άνθρωποι και τι κάνουν εκεί. Με δυο λόγια,
έμεινα άναυδος.