Δεν ήταν τόσο ελαφρόμυαλος κι επιφανειακός όσο φαινόταν, όσο ήθελε να φαίνεται. Η άβυσσος της ψυχής του ήταν το ίδιο σκοτεινή όσο και κάθε άλλου ανθρώπου κι ο Μιλάν πολύ συχνά βυθιζόταν στα βάθη της, όπου έκανε παρέα με διάφανους μικροοργανισμούς, ψάρια-οχιές που φώτιζαν με βιοφωταύγεια τα ωκεάνια ρήγματα και αλμπίνους αστακούς που περιφέρανε τις κουρελιασμένες τους δαγκάνες στα πατώματα των σιωπηλών θαλασσών.
Η δικιά του άβυσσος ήταν η ηρωίνη. Την είχε κόψει, οριστικά, τέσσερις φορές. Και κάθε φορά μετρούσε την αποχή σε μέρες, ώρες, δευτερόλεπτα.
Στην αρχή κάθε προσπάθειας είχε ν’ αντιμετωπίσει τον οδοστρωτήρα. Ήταν ένας ολοκαίνουριος αστραφτερός οδοστρωτήρας, που ζύγιζε καμιά δεκαριά τόνους και κατέφτανε πιο γρήγορα κι από ειδησεογραφικό κανάλι στο επίκεντρο ταραχών, μόλις ο Μιλάν το έπαιρνε απόφαση να καθαρίσει.