«
Η
μεγαλύτερη κρίση, που αυτή τη στιγμή περνάει σχεδόν απαρατήρητη, και η
οποία θα αποδειχθεί πολύ πιο καταστροφική για το μέλλον της δημοκρατικής
αυτο-κυβέρνησης, ακόμα κι από την οικονομική κρίση, είναι η κρίση στην
εκπαίδευση». Αυτά γράφει η
Martha Nussbaum σε ένα από τα άρθρα της με τίτλο «
Εκπαιδεύονται όχι για το Kέρδος, Εκπαιδεύοντας για την Eλευθερία».
Στη
συνέχεια θα αναφερθούμε σε αποσπάσματα του εκτεταμένου αυτού άρθρου.
Περιέχει πολλά ενδιαφέροντα σημεία, και άλλα τα οποία δεν μας βρίσκουν
σύμφωνους, όπως για παράδειγμα η χρηματοδότηση των ΑΕΙ από ιδιώτες στους
οποίους αποδίδει τα αγνότερα των κινήτρων. Παρά ταύτα, αξίζει να
διαβαστεί για την ουσιαστική κριτική της στη λογική του εκπαιδευτικού
συστήματος των περισσότερων χωρών σήμερα.
«Ριζικές αλλαγές
συμβαίνουν σ’ αυτά που οι δημοκρατικές κοινωνίες διδάσκουν στους νέους,
και τα οποία δεν έχουν καλοσκεφτεί. Πρόθυμα για κέρδος, τα κράτη και τα
εκπαιδευτικά τους συστήματα, χαραμίζουν αστόχαστα δεξιότητες, οι οποίες
είναι απαραίτητες για να κρατούν τη δημοκρατία ζωντανή. Αν η τάση αυτή
συνεχιστεί, τα κράτη σε όλο τον κόσμο σύντομα θα ικανοποιούν τις φριχτές
προβλέψεις του
Rabindranath Tagor,
με το να παράγουν γενιές χρήσιμων μηχανών, παρά πολίτες οι οποίοι
μπορούν να σκεφτούν από μόνοι τους, να κρίνουν την παράδοση και να
κατανοούν τη σημασία της δυστυχίας και των κατορθωμάτων των άλλων
ανθρώπων.
Η Ιστορία έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου ο
ηθικός άνθρωπος, ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, ολοένα και περισσότερο δίνει
χώρο, σχεδόν χωρίς καν να το γνωρίζει, στον
αγοραίο, στον άνθρωπο
περιορισμένου σκοπού. Η διαδικασία αυτή γιγαντώνεται σε αναλογία και
δύναμη, προκαλώντας τη διατάραξη της ηθικής ισορροπίας του ατόμου,
συσκοτίζοντας την ανθρώπινη πλευρά του κάτω από τη σκιά μιας απρόσωπης
οργάνωσης.
Οι ανθρωπιστικές επιστήμες και οι τέχνες
εξοβελίζονται σχεδόν σε κάθε μέρος του κόσμου. Ιδωμένες από αυτούς που
ασκούν πολιτική, σαν περιττά μπιχλιμπίδια, σε εποχές μάλιστα, όπου
πρέπει να γίνονται περικοπές σε κάθε τι άχρηστο, ώστε να επιτευχθεί η
αύξηση της ανταγωνιστικότητας στην παγκόσμια αγορά, χάνουν τάχιστα τη
θέση τους στα προγράμματα σπουδών, για να μην αναφερθούμε και στα μυαλά
και τις καρδιές των γονιών και των παιδιών.
Πράγματι, οι
ανθρωπιστικές πλευρές της επιστήμης και των κοινωνικών επιστημών, η
φαντασία δηλαδή, η δημιουργικότητα και η ακριβής κριτική σκέψη, χάνουν
επίσης έδαφος, καθώς τα κράτη προσανατολίζονται στο κυνήγι του
βραχυπρόθεσμου κέρδους με την καλλιέργεια χρήσιμων, και εφαρμοσμένων
δεξιοτήτων, κατάλληλων για να αποφέρουν κέρδος».
Ένα, από τα τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα που παραθέτει η Nussbaum, αφορά στα
κριτήρια αξιολόγησης των πανεπιστημιακών και των ερευνητικών τους δραστηριοτήτωνστα
βρετανικά πανεπιστήμια από την επιτροπή RAE ( Research Assessment
Exercise). Σύμφωνα με τα νέα κριτήρια, το 25% της βαθμολογία κάθε
ερευνητή θα βασίζεται στην «
απήχηση» που αυτός έχει προσωπικά, γεγονός το οποίο μεθερμηνεύεται ως η
ατομική του συμβολή στην
οικονομική ανάπτυξη και επιτυχία. Έτσι, οι των ανθρωπιστικών επιστημών
θα υποχρεωθούν να μετατραπούν σε πωλητές προϊόντων, και τότε μόνο θα
μπορούν να δικαιολογούν πόρους και την ίδια τους την ύπαρξη, εφ’ όσον
αποδείξουν την βραχυπρόθεσμη οικονομική τους συμβολή. Το αποτέλεσμα
αυτής της πρακτικής είναι ότι από το 2009 που πρωτοεφαρμόστηκε, πολλά
τμήματα φιλοσοφίας υποχρεώθηκαν σε λουκέτο. Δεδομένου, ότι κάθε κράτος
επιδιώκει την οικονομική του ανάπτυξη, πολύ λίγες ερωτήσεις έχουν τεθεί,
τόσο στον αναπτυσσόμενο, όσο και στον αναπτυγμένο κόσμο για την
κατεύθυνση της παιδείας και, μαζί μ’ αυτή, της δημοκρατικής κοινωνίας.
Το 1867, ο
John Stuart Mill επαινούσε
τα σκωτικά πανεπιστήμια για τη δέσμευσή τους στην πλατειά δημοκρατική
παιδεία, στην οποία μετείχαν όλοι οι φοιτητές ανεξαρτήτως του ειδικού
πεδίου, το οποίο είχαν διαλέξει να σπουδάσουν. «Η διακυβέρνηση και η
κοινωνία των πολιτών», έλεγε, «είναι από τα πλέον περίπλοκα ζητήματα που
έχει να αντιμετωπίσει ο ανθρώπινος νους. Και αυτός που θα συνδιαλλαγεί
μαζί τους σαν στοχαστής και όχι σαν οπαδός, χρειάζεται όχι μόνο μια
γενική γνώση των κύριων συνιστωσών της ζωής, αλλά και μια πειθαρχημένη
και εξασκημένη κατανόηση αυτών, πάνω στις αρχές και τους κανόνες της
υψηλής σκέψης. Και η υψηλή σκέψη κατακτάται με τη μελέτη της λογικής και
των φιλοσοφικών επιχειρημάτων».
Και περαιτέρω, ο Mill,
εξυμνούσε τον τρόπο με τον οποίον εκλεπτύνονται και καλλιεργούνται η
φαντασία και το ηθικό συναίσθημα, μέσα δηλαδή από τη μελέτη της ποίησης
και της λογοτεχνίας. Αν επρόκειτο ο Mill να γυρίσει στην Αγγλία, την
στενότητα αντίληψης της οποία πάντοτε ελεεινολογούσε, θα ανακάλυπτε ότι η
πλατιά παιδεία ποτέ δεν βρήκε εκεί καλή υποδοχή. Αν γιαυτόν ο εχθρός
της δημοκρατικής παιδείας ήταν η ελιτίστικη κλασσική εκπαίδευση, που
διδασκόταν μηχανιστικά και άψυχα, χωρίς να στοχεύει στον εμπλουτισμό της
ψυχής και τη δημιουργία πολιτών,
σήμερα ο εχθρός είναι η ανελέητη
δίψα των κρατών για οικονομικά οφέλη, η οποία και οδηγεί τις αντίστοιχες
εκπαιδευτικές πολιτικές.
Επομένως,
τι είδους νοητικές ποιότητες θα χρειαζόταν να παράγουμε, αν ήμασταν
προσκολλημένοι στο οικονομικό κέρδος και μόνο, θεωρώντας το ως το
μοναδικό κριτήριο ανάπτυξης και ποιότητας ζωής; Σύμφωνα με τη νέα
θεώρηση των πραγμάτων, ο στόχος κάθε κράτους θα πρέπει να είναι η
οικονομική ανάπτυξη, χωρίς να νοιάζεται για την κατανομή του πλούτου,
την κοινωνική ισότητα, τις προϋποθέσεις για μια σταθερή δημοκρατία, την
ισότητα των φύλων, την ίση πρόσβαση στην υγεία και παιδεία.
Ένα παράδειγμα του τι αυτό το μοντέλο αφήνει εκτός, είναι η
Νότια Αφρική στην
περίοδο του απαρχάιντ, με τους οικονομικούς της δείκτες να
εκτοξεύονται. Υπήρχε πολύς πλούτος εκείνη την εποχή, ο οποίος και
επιβραβευόταν, αγνοώντας ταυτόχρονα τις φοβερές ανισότητες, τη φυλετική
καταπίεση και την ανεπαρκή περίθαλψη και μόρφωση.
Οι κατακτήσεις στην υγεία και παιδεία πολύ λίγο συσχετισμό έχουν με την οικονομική ανάπτυξη. Ούτε
φυσικά και οι πολιτικές και θρησκευτικές ελευθερίες, όπως φαίνεται από
το παράδειγμα της Κίνας. Ούτε προφανώς και η δημοκρατία.
Κάποια, επίσης,
κρατίδια της Ινδίας,
(Andhra Pradesh, Gujarat), είδαν αύξηση του ΑΕΠ εξ αιτίας της
εκπαίδευσης μια τενχικής ελίτ η οποία έχει καταστήσει την περιοχή
ελκυστική στους ξένους επενδυτές. Παρά ταύτα, τα οικονομικά αποτελέσματα
δεν έχουν διαχυθεί στο φτωχό αγροτικό λαό, ούτε στην εκπαίδευση, ούτε
στην υγεία.
Φυσικά, η νοοτροπία που κυριαρχεί, είναι ότι δεν υπάρχει λόγος να τους μορφώσεις όλους αυτούς. (
Σημ. δική μου.
Αυτό ακριβώς κατοχυρώνεται σήμερα και στην Ελλάδα με τον νέο νόμο για τα ΑΕΙ).
Το βασικό πρόβλημα με την αποτίμηση του ΑΕΠ, είναι ότι δίνει μεγάλους
βαθμούς σε κράτη στα οποία ενδημούν τεράστιες ανισότητες.
Αυτή είναι και η μεγάλη αλήθεια με την εκπαίδευση.
Δεδομένης
της φύσης της πληροφορικής, τα κράτη μπορούν να αυξάνουν το ΑΕΠ τους
χωρίς να νοιάζονται και πολύ για την εξάπλωση της μόρφωσης, αφού μπορούν
να δημιουργούν μια ανταγωνιστική τεχνοκρατική και επιχειρηματική ελίτ. Η Ινδία ειδικά, το δρόμο αυτό, τον πήγε μέχρι το τέρμα!
Έτσι
η κριτική σκέψη, δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της εκπαίδευσης που
στοχεύει στην οικονομική μεγέθυνση και ποτέ άλλωστε δεν υπήρξε σε χώρες
που την κυνήγησαν ανελέητα, όπως η Σιγκαπούρη και η Κίνα.
Εδώ, θα κλείσω, με ένα απόσπασμα από άρθρο του
Stefan Collini, καθηγητή λογοτεχνίας από το Cambridge, ο οποίος σχολιάζει τα κριτήρια αξιολόγησης του RAE:
”
Ο λόγος που κανόνες όπως αυτοί δεν προκαλούν ισχυρή αντίδραση είναι ότι
τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες οι ευαισθησίες μας έχουν νεκρωθεί από
τον πολλαπλασιασμό της γλώσσας της γραφειοκρατίας, όπως «ικανοποίηση του
χρήστη», «οι δυνάμεις της αγοράς», «λογοδοσία», κ.λ.π. Πιθανόν, τ’
αυτιά μας, να μην μπορούν πλέον ν’ ακούσουν πόσο
ανόητη και αμφιλεγόμενη είναι η φράση «
Πλαίσιο για την Αριστεία στην Έρευνα»,
ή πόσο γελοία είναι η πρόταση, η ποιότητα μιας έρευνας να αξιολογείται
από τον «αριθμό των εξωτερικών χρηστών αυτής», ή από τη γκάμα των
«δεικτών απήχησης».
Αντί ν’ αφήνουμε όλη αυτή τη σαχλαμάρα
να γίνεται το μοναδικό λεξιλόγιο στη δημόσια συζήτηση, αξίζει να
επιμείνουμε ότι αυτό που ονομάζουμε ανθρωπιστικές επιστήμες, είναι μια
συλλογή τρόπων συνάντησης της ανθρώπινης δραστηριότητας σε όλον της τον
πλούτο και ποικιλία. Το να επιχειρήσουμε να εμβαθύνουμε την κατανόησή
μας γιαυτή και την άλλη πλευρά της δραστηριότητας, αποτελεί σκοπό από
μόνο του.
Αν δεν ανατραπούν αυτοί οι κανόνες αξιολόγησης,
οι καθηγητές στα βρετανικά πανεπιστήμια θα μετατραπούν σε πωλητές, από
πόρτα σε πόρτα, εκχυδαϊσμένων εκδόσεων των προϊόντων τους για κατανάλωση
στις αγορές”.
Και καταλήγει, « Μπορεί και να μην είναι τόσο αργά για να το εμποδίσουμε να συμβεί!».
Υ.Γ. Τις ευχαριστίες μου στον Γιάννη Β. ο οποίος και μού έθεσε υπ’ όψιν το άρθρο της Nussbaum.
Πηγή.