Του Γεωργίου Παππά
Διδάκτωρα της Φιλοσοφικής Σχολής,
καθηγητή Διδασκαλείου Ξένων Γλωσσών
του Παν/μίου Αθηνών.
Η γλώσσα έχει χαρακτηριστεί, γενικά, ως όργανο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, το μέσο με το οποίο εκφράζει ο άνθρωπος τα συναισθήματά του και τις σκέψεις του.Φαινόμενο κατ’ εξοχήν πολυδιάστατο (ατομικό συγχρόνως και κοινωνικό), η γλώσσα έχει αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης από διάφορες οπτικές γωνίες και μεθοδολογικά πρότυπα που απηχούν σε μεγάλο βαθμό την ποικιλία των διαστάσεων από την οποία μπορεί να μελετηθεί (θεωρία γλώσσας, κοινωνιογλωσσολογία, ψυχογλωσσολογία, φιλοσοφία) αλλά και τις επικρατούσες τάσεις ανάλυσης.
Έτσι, έχει κατά καιρούς αντιμετωπιστεί ως σύστημα αντιθέσεων και διαφορών στην προφορική, αλλά και τη γραπτή μορφή της (συστηματική διάσταση, Saussure), ως έμφυτος μηχανισμός γεννητικά προκαθορισμένος στον άνθρωπο ο οποίος ενεργοποιείται στην δεδομένη γλωσσική κοινότητα (γενετική, βιολογική διάσταση, Chomsky) και ως φαινόμενο κοινωνικό στα πλαίσια των κοινωνικών επιστημών και ανθρωπολογίας στη σχέση της με τις κοινωνικές παραμέτρους και που ρυθμίζουν τις μορφές και τις χρήσεις της (κοινωνιογλωσσολογική διάσταση, Labov). Παράλληλα η γλώσσα αντιμετωπίζεται σε σχέση με ζητήματα καθαρώς φιλοσοφικά και γνωστικά που σηματοδοτούν τη βασική της διάσταση να μεταδίδει και να αποκωδικοποιεί μηνύματα. Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο ιδιαίτερα σημαντική είναι η σχέση της με τη νόηση και, γενικότερα, με τη σκέψη και ο ρόλος που παίζει ο συσχετισμός αυτός με τη μάθηση.
Τα ερωτήματα που γεννιούνται, κατ’ αρχήν από τον συσχετισμό γλώσσας και σκέψης συνοψίζονται στα εξής:
<!--[if !supportLists]-->· Κατευθύνεται η σκέψη μας από τη γλώσσα;
<!--[if !supportLists]-->· Μπορούμε να σκεφτόμαστε χωρίς γλώσσα;
<!--[if !supportLists]-->· Πώς σχετίζεται η γλώσσα με την ανθρώπινη ικανότητα της λογικής;
Τα παραπάνω ερωτήματα είναι εύλογα, αν αναλογιστούμε την πολυπλοκότητα της σχέσεως γλώσσας και σκέψης και τη δυσκολία στην κατανόησή της. Σύμφωνα με μια άποψη, η σχέση είναι μεν αιτιώδης αλλά μονόδρομη και η γλώσσα είναι αναγκαία για τη σκέψη στο βαθμό που αυτή καθορίζει τον τρόπο σκέψης (Whorf). Άλλη άποψη είναι ότι αυτή η αιτιώδης σχέση έχει αντίθετη κατεύθυνση και η ανάπτυξη της σκέψης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη της γλώσσας. Άποψη που υποστηρίχτηκε από τον Piaget. Υπάρχει και η άποψη (θεωρία του Vygotsky), σύμφωνα με την οποία στα πρώτα στάδια γλώσσα και σκέψη ακολουθούν ανεξάρτητη αναπτυξιακή πορεία, ενώ αργότερα υπάρχει αμοιβαία αλληλεπίδραση.
Εξετάζοντας τη σχέση μεταξύ της γλώσσας και της σκέψης, διατυπώνουμε το ερώτημα ως εξής: Στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση ποια από τις δύο επικρατεί; Για να απαντήσουμε και να προσεγγίσουμε το ερώτημα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η γλώσσα εξυπηρετεί τόσο την εξωτερική επικοινωνία του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του, όσο και τον εσωτερικό χειρισμό των σκέψεών του. Έτσι, ο άνθρωπος δύναται με τη χρήση της γλώσσας να μεταφράζει τις σκέψεις του σε γλωσσική έκφραση και να εσωτερικοποιεί την πραγματικότητα με βάση το σημασιολογικό περιεχόμενο των γλωσσικών εκφράσεων.
Το γενικό συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι μόνη της η γλώσσα δεν είναι αρκετή για τη γνωστική ανάπτυξη, αλλά το άτομο που υστερεί στη γλωσσική λειτουργία, αναμφίβολα υστερεί και στη γνωστική ανάπτυξη (1). Το θέμα γλώσσα και μάθηση αποτελεί ένα από τα καίρια ζητήματα της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας οι ποικίλες διαστάσεις της οποίας θα φανούν από την περαιτέρω ανάπτυξη.
Η γλώσσα δεν είναι ο μόνος παράγοντας που συμβάλλει στην ανάπτυξη των πνευματικών ενεργειών του ατόμου. Στη νοητική συγκρότηση και εξέλιξη των ανθρώπων συμμετέχει και η ωρίμανση του νευρικού συστήματος και ο διάλογος με το περιβάλλον. Κατά τη μάθηση ο διάλογος αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όταν η δράση του παιδιού στο περιβάλλον και η άντληση των εμπειριών του από αυτή μεταφράζονται σε γλωσσική μορφή. Ο δάσκαλος καλείται να οργανώσει τη μάθηση (σχεδόν δεν υπάρχει μάθηση που να μην γλωσσοποιείται), δημιουργώντας τη γλωσσική ατμόσφαιρα.
Σημαντικό χαρακτηριστικό στην πορεία μάθησης της γλώσσας είναι η μετάβαση από το ενορατικό στο συνειδητό πεδίο. Μαθαίνουμε τη γλώσσα χωρίς να έχουμε συλλάβει και θεωρητικά τις τυπικές και συντακτικές της μορφές ή τη λειτουργία του σημαντικού της δυναμικού. Η συνειδητοποίηση που έρχεται με την προσπάθεια γνωριμίας της δομής και χρήσης της γλώσσας σημαίνει την επίτευξη μιας απόστασης από αυτήν και αυξημένη εγρήγορση πάνω στα προβλήματα και τις δυνατότητες που παρουσιάζει η γλωσσική έκφραση.
Όταν μιλάμε για κατάκτηση της γλώσσας αναφερόμαστε στην κατάκτηση όσων ακούει το παιδί και στη χρήση της γλώσσας με στόχο την επικοινωνία. Μέσα στην κοινότητά του το παιδί πρέπει να εκφράσει γλωσσικά τις έννοιες που κατάφερε να κατανοήσει. Αυτό επιτυγχάνεται ύστερα από συστηματική ανάλυση του γλωσσικού συστήματος που ακούει και μετά από οργάνωση του δικού του συστήματος, που θα το καταστήσει ικανό να επικοινωνεί αποτελεσματικά με τους άλλους (2). Ο όρος «γλωσσική ικανότητα» αναφέρεται στην ικανότητα κατανόησης του συστήματος της γλώσσας (γραμματικοί κανόνες, λεξιλόγιο, συνδυασμός λέξεων). Ο όρος «γλωσσική πραγμάτωση» αναφέρεται στην παραγωγή (ομιλία, γραφή) και κατανόηση (ακρόαση, διάβασμα) της γλώσσας (3).
Στην οικειοποίηση του υπερβολικά πολύπλοκου συστήματος επικοινωνίας, που είναι η γλώσσα, αλληλοεμπλέκονται δύο παράγοντες: το άτομο και το περιβάλλον. Το νέο άτομο εμφανίζει μόνιμη τάση για κοινωνικοποίηση, που μεταφράζεται ως διάθεση επικοινωνίας με τα πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντός του. Το περιβάλλον παρέχει πρότυπα συμπεριφοράς, ερεθίσματα, συναισθηματική στήριξη. Αυτά αποτελούν συνιστώσες που αλληλεπιδρούν και συμβάλλουν δυναμικά στη νοητική ανάπτυξη του παιδιού και στη βαθμιαία οικειοποίηση του γλωσσικού κώδικα, με αποτέλεσμα την επίτευξη επικοινωνίας.
Παραπομπές: