xaint
Ο Χάιντεγκερ γυρίζει πίσω και απευθύνεται στους νεκρούς. Είναι ο φιλόσοφος των νεκρών. Είναι ο μαθητής του Παρμενίδη που έγινε πρύτανης στο Φράιμπουργκ και δημόσιος υπάλληλος του εθνικοσοσιαλισμού. Είναι η κότα που κυκλοφορούσε ελεύθερη στα πεδία μαχών της Ευρώπης πότε κάνοντας κουτσουλιές και πότε χρυσά αυγά στα χαρακώματα της παρηκμασμένης σκέψης. Της σκέψης που μέσα στη βαρβαρότητα στέκει σαν τον οβελίσκο. Της απαράμιλλης γλώσσας της νεκροκεφαλής του πνεύματος, του αθάνατου σκιάχτρου πριν το εξομολογήσει ο κεφαλαιοκράτης, τοποθετώντας το στα ράφια της ακαδημίας και στους πάγκους των προσφορών στα σούπερ μάρκετ της γνώσης και της απόγνωσης. Ο Χάιντεγκερ νιώθει ότι ο φιλόσοφος δεν μπορεί να πει τίποτε και ότι μόνο ο ποιητής μπορεί να μιλήσει νόμιμα για το Είναι και ότι ο δικός του ρόλος δεν μπορεί να είναι άλλος παρά να το σχολιάσει. Ο σχολιασμός όμως, έστω και «φιλοσοφικός», ενός ποιήματος, χωρίς να επιδιώκεται η απόδειξη του αν είναι αληθές ή ψευδές, δεν είναι φιλοσοφία, όπως δεν είναι φιλοσοφία ο αντίστοιχος «φιλοσοφικός» σχολιασμός ενός εξ αποκαλύψεως θρησκευτικού κειμένου.