Τη πρώτη φορά, νόμιζα ότι μου έκαναν πλάκα. Πώς αλλιώς να το
ερμηνεύσω; Όταν σου λέει κάποιος ότι από εδώ και πέρα θα περπατάς με
αλυσίδες στα χέρια, δίχως να εξηγεί τίποτα άλλο, το πιο λογικό πράγμα
δεν είναι να κλείσεις το τηλέφωνο και να το ξεχάσεις;
Θυμάμαι πολύ καθαρά τη πρώτη νύχτα που με σπάσανε στο ξύλο. Όταν
τελείωσαν, μου έδωσαν τις αλυσίδες μου. Και μου είπαν ότι δε θα
ξαναβγείς ποτέ στο δρόμο δίχως αυτές.
Το επόμενο πρωί, τις φόρεσα. Δεν αντέχω το ξύλο. Εξω στον δρόμο, είδα
κι αρκετούς άλλους να τις φοράνε. Μιλήσαμε. Θυμώσαμε. Κάποιος
προσπάθησε να τις βγάλει. Γίναμε πολλοί κι ένιωσα ότι αυτός ο καφκικός
εφιάλτης θα έληγε σύντομα. Όσο ισχυροί κι αν ήταν, ήμασταν περισσότεροι.
Κάποιοι κατάφεραν να τις αφαιρέσουν. Ανάμεσα τους, κι εγώ.
Το ίδιο βράδυ, έφαγα ακόμα περισσότερο ξύλο. Και δεν ήταν κανείς εκεί για να με βοηθήσει.
Το επόμενο πρωί, τις ξαναφόρεσα. Εξω, όσοι τις φορούσαν, ήταν
περισσότεροι απο εχθές. Και, σε αντίθεση με χθες, αυτό που ένιωσα δεν
ήταν αγανάκτηση.
Αλλά, παρηγοριά. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο.
Ένιωσα ότι δεν ήμουν ο μόνος. Και παρηγοριόμουν για τη δειλία και τη
κατάντια μου. Ταυτόχρονα όμως, στεναχωριόμουν για αυτό που έβλεπα: Πρώην
περήφανοι άνθρωποι, τώρα να περπατούν με αλυσίδες στα χέρια,
δίχως κανείς να τους εξηγεί έστω γιατί.
Το ίδιο βράδυ, οι ίδιοι βασανιστές, μου έφεραν ένα ζευγάρι αλυσίδες ακόμα.
“Αυτές, στα πόδια.” Είπαν. Κι εφυγαν.