Η λέξη «μαλλιαρός» σημαίνει εκείνον που έχει μαλλιά, που είναι τριχωτός σ’ όλο του το σώμα, το δασόμαλλο. Μα αυτό το επίθετο, από ένα τυχαίο περιστατικό πήρε και μια δεύτερη σημασία.
Το 1898 ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Ιωάννης Κονδυλάκης είδε να περνούν δύο αδελφοί ποιητές που συνεργάζονταν στο περιοδικό «Τέχνη» και που κατά το συνήθειο τότε των ποιητών είχαν μακριά μαλλιά που σκέπαζαν τον τράχηλό τους. «Δέστε», είπε στους φίλους που κάθονταν δίπλα του, «περνά η μαλλιαρή φιλολογία!».