Αδελφοί Καραμαζὠφ του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι,
Μετάφραση από τα ρώσικα Ελένη Μπακοπούλου,
– Μιὰ εἰσαγωγὴ εἶναι ἀπαραίτητη.
Ἡ δράση ἐξελίσσεται στὸν 16ο αἰῶνα στὴν Ἱσπανία, στὴ Σεβίλλη, τὴν πιὸ
φρικτή περίοδο τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, τότε που στό όνομα της δόξας του
Θεοῦ ἄναβαν καθημερινά πυρές και σε μεγαλοπρεπῆ ὁλοκαυτώματα ἒκαιγαν
αιρετικούς. Ἓκείνη την στιγμή ὃχι με τον τρόπο ποὺ ὑποσχέθηκε νὰ
ξαναγυρίσει, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, μὲ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, σ᾿ ὅλη
του τὴν οὐράνια δόξα, ἃλλά ξαφνικά ξαναγυρίζει κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους, μὲ
τὴ μορφὴ ποὺ εἶχε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τριῶν χρόνων τῆς δημόσιας ζωῆς
του. Σιωπηλός, περνᾷ καταμεσὶς τοῦ πλήθους, μ᾿ ἕνα χαμόγελο ἀπέραντης
συμπάθειας. Ἡ καρδιά του πλημμυρίζει ἀπὸ ἀγάπη, τὰ μάτια του ἀντανακλοῦν
τὴ Γνώση, τὸ Φῶς, τὴ Δύναμη, ποὺ φωτίζουν καὶ ξυπνοῦν τὴν ἀγάπη στὶς
καρδιές, τοὺς ἁπλώνει τὰ χέρια, τοὺς εὐλογεῖ, μιὰ ἀρετὴ ἐξυγίανσης
βγαίνει ἀπ᾿ τὴν κάθε ἐπαφὴ μαζί του κι᾿ ἀκόμη ἀπ᾿ τὰ φορέματά του. Ὁ
λαὸς χύνει δάκρυα χαρᾶς καὶ φιλᾷ τὸ χῶμα ὅπου πατᾷ. Τὰ παιδιὰ σκορπίζουν
λουλούδια στὸ πέρασμά του καὶ φωνάζουν «Ὡσαννά!» Ἐκεῖνος, φωνάζουν.
Εἶναι Ἐκεῖνος! δὲν μπορεῖ παρὰ νἆναι Ἐκεῖνος. Κάνει θαύματα μοιράζει
έλεος. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ περνᾷ ἀπὸ τὴν πλατεῖα ὁ καρδινάλιος Μέγας
Ἱεροεξεταστής. Εἶν᾿ ἕνας ψηλὸς γέρος, σχεδὸν αἰωνόβιος, μὲ στεγνὸ
πρόσωπο, μάτια χωμένα στὶς κόγχες, μὰ ποὺ μέσα του λάμπει ἀκόμη μιὰ
σπίθα. Δὲ φορεῖ πιὰ ἐκείνη τὴν περίλαμπρη στολή, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ
ξεχωρίζει χτὲς μέσα στὸ πλῆθος, τὴν ὥρα ποὺ ἔκαιγαν τοὺς ἐχθροὺς τῆς
Καθολικῆς Ἐκκλησίας· ἔχει ξαναβάλει τὸ παλιό, ἀσκητικό του ράσο. Οἱ
βοηθοί του κι ὁ Μέγας Σκευοφύλακας τὸν ἀκολουθοῦν ἀπὸ ἀπόσταση, ὅλο
σεβασμό. Σταματᾷ πλάι στὸ πλῆθος καὶ κοιτάζει ἀπὸ μακριά. Ζαρώνει τὰ
πυκνά του φρύδια καὶ στὰ μάτια του ἀστράφτει μία τρομερὴ φλόγα. Τὸν
δείχνει μὲ τὸ δάχτυλο καὶ διατάζει τοὺς φρουρούς του νὰ τὸν πιάσουν.
Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ δύναμή του καὶ ὁ λαὸς τόσο συνηθισμένος νὰ τὸν
ὑπακούει, ποὺ ὅλοι παραμερίζουν, ὑπακούουν τρέμοντας· μέσα σε μία
θανάσιμη σιωπή, οἱ χωροφύλακες τὸν πιάνουν καὶ τὸν φέρνουν μπροστά του.
Σὰν ἕνας ἄνθρωπος ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος γονατίζει μπρὸς στὸ Μεγάλο
Ἱεροεξεταστὴ ποὺ σηκώνει τὸ χέρι του καὶ τὸν εὐλογεῖ κι ὕστερα χωρὶς νὰ
πεῖ μία λέξη ἐξακολουθεῖ τὸ δρόμο του. Ὁδηγοῦν τὸν Κρατούμενο στὸ
θλιβερὸ καὶ παλιὸ κτίριο τῆς Ἁγίας Σκεύης, καὶ τὸν κλείνουν ἐκεῖ, σ᾿ ἕνα
μικρὸ ὑπόγειο κελλί. Ἡ ἡμέρα περνᾷ κι ἔρχεται ἡ νύχτα, μιὰ νύχτα
Σεβιλλιάνικη ζεστὴ κι ἀποπνικτική. Ἡ ἀτμόσφαιρα «μυρίζει δάφνη και
λεμόνι»
1. Μέσα στο βαθύ σκότος ἀνοίγει ἡ σιδερένια πόρτα τῆς
φυλακῆς κὶ ὁ μεγάλος ἱεροεξεταστὴς αὐτοπροσώπως, με μια λαμπάδα στο
χέρι, μπαίνει άργά στο κελλί. Εἶναι μόνος, ἡ πόρτα πίσω του κλείνει
ἀμέσως. Σταματάει στὸ κατώφλι κι ἐπι μακρόν, ἓνα λεπτό ἢ δύο,
περιεργάζεται το πρόσωπό Του. Τελικὰ πλησιάζει, ἀκουμπάει το κηροπήγιο
στὸ τραπέζι καὶ τοῦ λέει: