By MICHAEL SPENCE*
Παγκοσμιοποίηση είναι η διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται η ενοποίηση των αγορών σε διεθνές επίπεδο. Κατά την τελευταία εξηκονταετία η διαδικασία αυτή παρουσίασε σταθερούς ρυθμούς επιτάχυνσης, καθώς οι νέες τεχνολογίες και οι υψηλές επιδόσεις στον τομέα του μάνατζμεντ οδήγησαν σε μείωση του κόστους μεταφορών και συναλλαγών, ενώ παράλληλα μειώθηκαν οι δασμοί και οι τεχνητοί φραγμοί στο διεθνές εμπόριο. Ο αντίκτυπος ήταν καταπληκτικός.
Ολοένα και περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες γνώρισαν ρυθμούς συνεχούς ανάπτυξης της τάξεως του 7-10%. Δεκατρείς χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, παρουσίασαν ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης ανώτερο του 7% επί 25 και πλέον έτη. Παρά το γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή δεν ήταν εξαρχής σαφής, ο κόσμος τώρα αντιλαμβάνεται ότι έχει ήδη μόλις διέλθει το μέσον μιας εκατονταετούς πορείας, κατά την οποία σημειώθηκε σύγκλιση των επιπέδων εισοδήματος των αναπτυσσομένων χωρών προς εκείνα των ανεπτυγμένων.
Στις μέρες μας, αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς η επίδραση των αναδυομένων οικονομιών επί της διεθνούς οικονομίας αλλά και επί των προηγμένων οικονομιών.
Μέχρι πριν από μία δεκαετία, οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στην κατανομή του πλούτου και στις θέσεις εργασίας ήταν ως επί το πλείστον ήπιες. Κατά μέσον όρο, οι προηγμένες οικονομίες παρουσίαζαν έναν αξιοπρεπή ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 2,5%, ενώ στις περισσότερες από αυτές τις οικονομίες το εύρος και η ποικιλία των επαγγελματικών ευκαιριών στα διάφορα επίπεδα εκπαίδευσης παρουσίαζε αυξητικές τάσεις. Χάρη στην εξωτερική βοήθεια, ακόμη και οι χώρες που είχαν καταστραφεί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέκαμψαν. Καθώς οι αναδυόμενες αγορές συνδέθηκαν με την παγκόσμια οικονομία, τα εισαγόμενα αγαθά έγιναν φθηνότερα, κερδίζοντας καταναλωτές τόσο από τις ανεπτυγμένες όσο και από τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Καθώς, όμως, οι αναπτυσσόμενες χώρες γίνονταν μεγαλύτερες και πλουσιότερες, οι οικονομικές δομές τους μεταβάλλονταν, ανταποκρινόμενες στις δυνάμεις του συγκριτικού πλεονεκτήματος : κινήθηκαν ανοδικά στην αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας. Σήμερα, ολοένα και περισσότερο οι αναπτυσσόμενες χώρες παράγουν το είδος εκείνο των υψηλής προστιθέμενης αξίας συστατικών στοιχείων, που πριν από 30 χρόνια αποτελούσαν αποκλειστικό προνόμιο των προηγμένων οικονομιών. Αυτή η άνοδος αποτελεί μια μόνιμη και μη αναστρέψιμη αλλαγή. Με δεδομένο ότι η Κίνα και η Ινδία, οι οποίες μαζί αριθμούν ποσοστό ανώτερο του 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, αναρριχώνται με αποφασιστικότητα σε αυτήν την κλίμακα, στο μέλλον οι διαρθρωτικές οικονομικές μεταβολές στις αναδυόμενες χώρες θα επιδράσουν περισσότερο μόνο στον υπόλοιπο κόσμο.
Με τη μετατόπιση ορισμένων κρίκων των διεθνών αλυσίδων προσφοράς, η παγκοσμιοποίηση επέδρασε σχεδόν παντού στην τιμή των αγαθών, στον σχεδιασμό της εργασίας και στους μισθούς. Προκαλεί αλλαγή στη διάρθρωση των προσωπικών οικονομικών, με τρόπο που να επηρεάζει διαφορετικά τις επιμέρους ομάδες εντός των χωρών αυτών. Στις προηγμένες οικονομίες, η παγκοσμιοποίηση γίνεται αιτία αναδιανομής των επαγγελματικών ευκαιριών και των εισοδημάτων.
Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της μεταπολεμικής περιόδου, όσοι ασχολήθηκαν με τη χάραξη πολιτικής στις ΗΠΑ, θεωρούσαν ότι η ανάπτυξη και η απασχόληση βαδίζουν χέρι-χέρι. Σε γενικές γραμμές, η απόδοση της αμερικανικής οικονομίας επιβεβαίωσε αυτήν την υπόθεση. Ωστόσο, η σημερινή διαρθρωτική εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας και οι επιπτώσεις της στην αμερικανική οικονομία, φανερώνουν ότι, για πρώτη φορά, στις Ηνωμένες Πολιτείες η ανάπτυξη και η απασχόληση αρχίζουν να αποκλίνουν. Οι μεγαλύτερες αναδυόμενες οικονομίες γίνονται πιο ανταγωνιστικές σε περιοχές όπου παραδοσιακά οι ΗΠΑ ήταν κυρίαρχες, όπως για παράδειγμα στον σχεδιασμό και την κατασκευή ημιαγωγών, φαρμακευτικών προϊόντων και υπηρεσιών πληροφορικής τεχνολογίας.
Την ίδια ώρα, πολλές θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ μετατοπίζονται από τους τομείς που αναπτύσσονται περισσότερο και από εκείνους που αναπτύσσονται λιγότερο. Το αποτέλεσμα είναι οι αυξανόμενες ανισότητες στο εισόδημα και την απασχόληση σε ολόκληρο το εύρος της αμερικανικής οικονομίας, με τους υψηλότερης εκπαίδευσης εργαζόμενους να απολαμβάνουν περισσότερων ευκαιριών εύρεσης εργασίας απέναντι σε εκείνους με χαμηλότερη μόρφωση, των οποίων το εισόδημα παραμένει στάσιμο και οι επαγγελματικές προοπτικές τους δείχνουν να μειώνονται. Η αμερικανική κυβέρνηση πρέπει επειγόντως να αναπτύξει μια μακροπρόθεσμη πολιτική αντιμετώπισης αυτών των φαινομένων ανισοκατανομής και των δομικών τους ερεισμάτων και να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη στην οικονομία των ΗΠΑ.
Άνεργος στις ΗΠΑ
Μεταξύ του 1990 και του 2008, ο αριθμός των εργαζόμενων αυξήθηκε στις ΗΠΑ από περίπου 112 εκατ. ανθρώπους σε 149 εκατ. Από τις περίπου 27 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν, το 98% ανήκε στον τομέα των λεγόμενων «μη εμπορεύσιμων» αγαθών της οικονομίας, τον τομέα που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που πρέπει να καταναλωθούν εγχωρίως. Οι μεγαλύτεροι εργοδότες στην αμερικανική βιομηχανία «μη εμπορεύσιμων» αγαθών ήταν το κράτος (με 22 εκατ. θέσεις εργασίας το 2008) και ο κλάδος Υγείας (με 16 εκατ. θέσεις εργασίας το 2008). Μαζί, οι δύο αυτοί τομείς δημιούργησαν δέκα εκατομμύρια θέσεις εργασίας από το 1990 ως το 2008, ή αλλιώς το 40% των συνολικών νέων θέσεων εργασίας. (Το λιανεμπόριο, οι κατασκευές, τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία συνεισέφεραν επίσης σημαντικά στην αύξηση της απασχόλησης). Στο μεταξύ, η απασχόληση αυξήθηκε οριακά στον κλάδο των «εμπορεύσιμων» αγαθών της αμερικανικής οικονομίας, τον κλάδο που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που μπορούν να καταναλωθούν στο οπουδήποτε: Βιομηχανικά προϊόντα, μηχανολογικές λύσεις και συμβουλευτικές υπηρεσίες. Αυτός ο κλάδος που απασχολούσε 34 εκατ. εργαζομένους το 1990, διευρύνθηκε κατά μόλις 600.000 νέες θέσεις εργασίας μεταξύ 1990 και 2008. Ατυχώς, οι νέες τεχνολογίες στις υπηρεσίες πληροφορικής εξοικονόμησαν θέσεις εργασίας σε ολόκληρη την αμερικανική οικονομία. Αλλά η απασχόληση στις ΗΠΑ επηρεάστηκε ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι πολλές βιομηχανικές δραστηριότητες, κυρίως εκείνες με χαμηλότερη προστιθέμενη αξία μετανάστευσαν στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Αυτή η τάση είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση της απασχόλησης σε ολόκληρο τον βιομηχανικό κλάδο των ΗΠΑ, εκτός εκείνου που παρουσιάζει την υψηλότερη προστιθέμενη αξία. Ωστόσο, η απασχόληση αυξάνεται σε άλλους τομείς του κλάδου «εμπορεύσιμων» αγαθών – στον σχεδιασμό και κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στην διοίκηση πολυεθνικών εταιρειών. Όπως και στο καλύτερο κομμάτι του βιομηχανικού κλάδου, αυτοί οι ευημερούντες τομείς απασχολούν συνήθως πρόσωπα με εξαιρετικές σπουδές, και αποτελούν τις οικονομικές δραστηριότητες όπου η οικονομία των ΗΠΑ διατηρεί ακόμα ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και μπορεί με επιτυχία να συναγωνιστεί στον παγκόσμιο οικονομικό στίβο.
Με άλλα λόγια, η δομή της απασχόλησης στις ΗΠΑ απομακρύνεται από τον κλάδο των «εμπορεύσιμων» αγαθών, εκτός από όπου υπάρχει υψηλή προστιθέμενη αξία και κινείται προς τον κλάδο «μη εμπορεύσιμων» αγαθών. Αυτό αποτελεί πρόβλημα, επειδή ο κλάδος «μη εμπορεύσιμων» αγαθών μοιάζει να δημιουργεί λιγότερες νέες θέσεις εργασίας από όσο υπολογιζόταν για το μέλλον. Επιπλέον, το φάσμα των ευκαιριών απασχόλησης στον κλάδο των «εμπορεύσιμων» αγαθών στενεύει, το οποίο σημαίνει λιγότερες ευκαιρίες εργασίας για την μεσαία τάξη των αμερικανών πολιτών. Δεν θα ήταν έξυπνο να συμπεράνει κανείς ότι κάτω από τις σημερινές συνθήκες η απασχόληση στο δημόσιο και στον τομέα Υγείας θα συνεχίσει να αυξάνεται στις ΗΠΑ, όπως αυξανόταν πριν την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης. Αν ο κλάδος «μη εμπορεύσιμων» αγαθών χάσει την ικανότητά του να απορροφά νέους εργαζόμενους όπως το έκανε τα προηγούμενα χρόνια, και αν ο κλάδος «εμπορεύσιμων» αγαθών δεν γίνει μια γεννήτρια απασχόλησης, οι ΗΠΑ θα βαλτώσουν σε μια μακρά περίοδο υψηλής ανεργίας.
ΓΙΑ ΟΣΟ ΑΞΙΖΕΙ
Ένας τρόπος για να αξιολογήσει κανείς το μέγεθος μιας επιχείρησης, βιομηχανίας ή οικονομίας είναι να προσδιορίσει την απόδοσή της, το συνολικό προϊόν της. Αλλά ένας καλύτερος τρόπος είναι να προσδιορίσει την προστιθέμενη αξία της, δηλαδή την διαφορά μεταξύ της αξίας του αποτελέσματός της, της αξίας των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγει, και του κόστους των εισροών της, όπως είναι οι πρώτες ύλες και η ενέργεια που καταναλώνει. (Η προστιθέμενη αξία προκύπτει από το κεφάλαιο και την εργασία που μετατρέπει τις εισροές σε προϊόν). Αγαθά και υπηρεσίες από άλλες επιχειρήσεις ή βιομηχανίες, είναι συχνά εισροές, όπως για παράδειγμα η χρήση νομικών υπηρεσιών από μια επιχείρηση. Η προστιθέμενη αξία που παράγεται από όλες τις επιχειρήσεις όλων των κλάδων μιας οικονομίας προσθέτει στο ΑΕΠ του αντίστοιχου κράτους.
Αντίθετα από την απασχόληση, η προστιθέμενη αξία στους κλάδους «εμπορεύσιμων» και «μη εμπορεύσιμων» αγαθών της αμερικανικής οικονομίας αυξήθηκε με παρόμοιο τρόπο από το 1990 και μετά. Στον κλάδο «μη εμπορεύσιμων» αγαθών που γνώρισε μεγάλη αύξηση απασχόλησης, αυτό σημαίνει ότι η προστιθέμενη αξία αυξήθηκε με βραδύτερο ρυθμό από όσο η απασχόληση: Η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο αυξήθηκε συγκρατημένα με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό 0,7% από το 1990 και μετά. Στον κλάδο «εμπορεύσιμων» αγαθών της αμερικανικής οικονομίας, όπου η απασχόληση αυξήθηκε οριακά, και η συνολική προστιθέμενη αξία και η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο αυξήθηκαν πολύ γρήγορα καθώς ο κλάδος «εμπορεύσιμων» αγαθών των ΗΠΑ κέρδιζε θέσεις στην κλίμακα της προστιθέμενης αξίας και μεγάλωνε συγχρόνως με την παγκόσμια οικονομία. Ενώ στον κλάδο «μη εμπορεύσιμων» αγαθών η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο αυξήθηκε από τις 72.000 δολάρια στις 80.000 $ μεταξύ 1990 και 2008, στον κλάδο «εμπορευσίμων» αγαθών αυξήθηκε από τις 79.000 δολάρια στις 120.000 $, με άλλα λόγια αυξήθηκε κατά περίπου 12% στον κλάδο «μη εμπορεύσιμων» αγαθών ενώ στον κλάδο «εμπορευσίμων» αγαθών αυξήθηκε πολύ κοντά στο 52%.
Πιο εντυπωσιακές είναι οι τάσεις εντός του κλάδου των «εμπορευσίμων» αγαθών.
Η προστιθέμενη αξία αυξήθηκε σε όλο τον κλάδο, συμπεριλαμβανομένου του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπου η απασχόληση αυξήθηκε, και στη μεταποιητική βιομηχανία, όπου η απασχόληση κατά κύριο λόγο μειώθηκε. Γεγονός είναι ότι στα ανώτερα τμήματα της μεταποιητικής αλυσίδας, η προστιθέμενη αξία αυξήθηκε τόσο ώστε υπερκέρασε τις απώλειες στα χαμηλότερα τμήματα της μεταποιητικής αλυσίδας, οι οποίες προκλήθηκαν από την μετανάστευση σχετικών οικονομικών δραστηριοτήτων από τις ΗΠΑ προς άλλες χώρες. Η προστιθέμενη αξία αντιπροσωπεύει εισόδημα για κάποιον. Για τους εργαζόμενους σημαίνει προσωπικό εισόδημα. Για τους μετόχους και άλλους ιδιοκτήτες κεφαλαιουχικών αγαθών σημαίνει κέρδος ή απόδοση κεφαλαίου. Για την κυβέρνηση, φορολογικά έσοδα. Γενικά, το εισόδημα των εργαζομένων διασυνδέεται στενά με την προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο (όμως αυτό δεν συμβαίνει στην εξορυκτική βιομηχανία και στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, παρά ταύτα, όπου η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο είναι σημαντικά υψηλότερη από τους μισθούς επειδή στις δραστηριότητες αυτές επικρατούν συνθήκες έντασης κεφαλαίου τότε η προστιθέμενη αξία αποτελεί απόδοση κεφαλαίου). Εφόσον η προστιθέμενη αξία στον κλάδο «μη εμπορεύσιμων» αγαθών δεν αυξήθηκε πολύ, το ίδιο συνέβη και με το μέσο εισόδημα στον κλάδο. Αντιθέτως, στον κλάδο «εμπορεύσιμων» αγαθών τα εισοδήματα αυξήθηκαν πολύ, σε αναλογία με την αύξηση της προστιθέμενης αξίας ανά εργαζόμενο. Αυτό συνέβη για δύο λόγους ταυτόχρονα. Πρώτον εξαιτίας των αυξανόμενων κερδών από την παραγωγικότητα σε μερικούς τομείς και δεύτερον από την μετανάστευση χαμηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας σε άλλες χώρες. Και εφόσον οι περισσότερες νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν στον κλάδο «μη εμπορεύσιμων» αγαθών, στον οποίο οι μισθοί αυξήθηκαν ελάχιστα, η κατανομή του εισοδήματος στην αμερικανική οικονομία κατέστη ακόμη πιο ανισοβαρής.
Η συνολική εικόνα είναι ξεκάθαρη: οι πιθανότητες για εργασία και εισόδημα είναι υψηλότερες και αυξανόμενες για ανθρώπους με πολύ καλή παιδεία και στο υψηλότερο τμήμα του κλάδου «εμπορευσίμων» αγαθών της αμερικανικής οικονομίας, αλλά μειώνονται στο χαμηλότερο τμήμα. Και δε υπάρχει κανένας λόγος για να μην πιστέψουμε ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί. Όσο οι αναπτυσσόμενες οικονομίες συνεχίζουν να ανεβαίνουν την κλίμακα της προστιθέμενης αξίας –και πρέπει εφόσον θέλουν να αναπτύσσονται- ο κλάδος «εμπορευσίμων» αγαθών στις προηγμένες οικονομίες θα απαιτεί λιγότερους εργαζόμενους και οι τομείς εντάσεως εργασίας θα μεταναστεύουν στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Οι αμερικανοί εργαζόμενοι που έχουν υψηλή εκπαίδευση ήδη έλκονται από τους τομείς της αμερικανικής οικονομίας που βρίσκονται ψηλά στην κλίμακα της προστιθέμενης αξίας, ιδιαίτερα στον κλάδο «εμπορεύσιμων» αγαθών. Όπως σημείωσαν οικονομολόγοι που ειδικεύονται στα περί την εργασία, η απόδοση της επένδυσης σε εκπαίδευση αυξάνει. Μόνον οι εργαζόμενοι με υψηλή μόρφωση απολαμβάνουν ευκαιρίες εργασίας και υψηλό εισόδημα. Ο ανταγωνισμός για πολύ καλά εκπαιδευμένους εργαζόμενους στον κλάδο «εμπορευσίμων» περνάει και στον κλάδο «μη εμπορευσίμων», ανεβάζοντας τις αποδοχές στο κομμάτι του κλάδου αυτού που βρίσκεται ψηλά από πλευράς προστιθέμενης αξίας. Αλλά με λιγότερες θέσεις εργασίας στα χαμηλότερα τμήματα του κλάδου «εμπορευσίμων» από πλευράς προστιθέμενης αξίας, ο ανταγωνισμός για ανάλογες θέσεις εργασίας στον κλάδο «μη εμπορευσίμων» αυξάνει. Αυτό, με τη σειρά του, αποσυμπιέζει περαιτέρω την αύξηση του εισοδήματος στο κάτω τμήμα της κλίμακας προστιθέμενης αξίας του κλάδου «μη εμπορευσίμων».
Συνεπώς, η διαρθρωτική εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας έχει διαφορετικές επιδράσεις σε διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες μέσα στις ΗΠΑ. Οι ευκαιρίες διευρύνονται για τους πολύ καλά μορφωμένους: Πληθαίνουν μέσα στον κλάδο «εμπορευσίμων» επειδή η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται αλλά πληθαίνουν και στον κλάδο των «μη εμπορευσίμων» γιατί και αυτό το τμήμα της αγοράς εργασίας πρέπει να παραμείνει ανταγωνιστικό με τον κλάδο «εμπορευσίμων». Αλλά οι ευκαιρίες σπανίζουν για τους ολιγότερο καλά εκπαιδευμένους.
Αντιμέτωποι με ένα ανεπιθύμητο οικονομικό εξαγόμενο, οι οικονομολόγοι τείνουν να θεωρούν ότι η αιτία είναι μια αποτυχία της αγοράς. Οι αποτυχίες της αγοράς έρχονται σε πολλές μορφές, από ανεπάρκειες εξαιτίας κενών πληροφόρησης ως ανυπολόγιστες επιδράσεις από εξωτερικούς παράγοντες όπως είναι το φυσικό περιβάλλον. Αλλά οι επιδράσεις επί της αμερικανικής οικονομίας από την διαρθρωτική εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας δεν αποτελούν αποτυχίες της αγοράς: Δεν πρόκειται περί ενός ανεπαρκούς οικονομικού αποτελέσματος. (Αν μη τι άλλο, η παγκόσμια οικονομία γίνεται γενικών πιο αποτελεσματική). Αλλά παρόλα αυτά είναι αίτιο ανησυχίας καθώς δημιουργεί ένα πρόβλημα κατανομής στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Δεν κερδίζουν όλοι σε αυτές τις χώρες, μερικοί, μάλιστα, χάνουν.
Παρά το ότι ο καθένας μπορεί να επωφεληθεί από τις χαμηλές τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών, οι άνθρωποι επίσης δίνουν μεγάλη σημασία στην πιθανότητα να είναι παραγωγικά απασχολούμενοι και μάλιστα σε ποιοτικό περιβάλλον. Αποκλιμακούμενες ευκαιρίες απασχόλησης γίνονται αμέσως και πραγματικά αισθητές. Δεν ισχύει το ίδιο για την αύξηση του εισοδήματος μέσω της μείωσης των τιμών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, ένας σημαντικός αριθμός αμερικανών πιστεύει ότι τα παιδιά τους θα έχουν μικρότερο αριθμό ευκαιριών από τους ίδιους. Η αργή ανάκαμψη από την πρόσφατη οικονομική κρίση μπορεί να επηρεάζει αυτές τις αντιλήψεις κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να διαλυθούν όσο η κατάσταση βελτιώνεται και η ανάπτυξη επιστρέφει. Αλλά η μακροπρόθεσμη δομική εξέλιξη των οικονομιών παγκοσμίως και στις ΗΠΑ δείχνει ότι τα ζητήματα σχετικά με την κατανομή του πλούτου παραμένουν. Και αυτό πρέπει να εκληφθεί με μεγάλη σοβαρότητα.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΙ
Οι αναλυτές γρήγορα επισήμαναν ότι δεν χρειάζεται να αποδοθούν όλες οι διαρθρωτικές αλλαγές που συμβαίνουν στην αμερικανική οικονομία στο αυξανόμενο άνοιγμα της παγκόσμιας οικονομίας. Μερικές από τις σημαντικότερες αλλαγές στα πρότυπα απασχόλησης και στην κατανομή εισοδήματος έρχονται σαν αποτέλεσμα των τεχνολογιών πληροφορικής που «εξοικονομούν» θέσεις εργασίας αλλά και της αυτοματοποίησης των συναλλαγών. Η αυτοματοποίηση αναμφίβολα έχει περικόψει θέσεις εργασίας στους τομείς της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας που είναι έντασης πληροφοριών και συναλλαγών, και στους δύο κλάδους, «εμπορεύσιμων» και «μη εμπορεύσιμων» αγαθών. Αλλά αν ήταν αυτή η μόνη τάση, τότε γιατί η απασχόληση μειώθηκε τόσο πολύ στην μεταποίηση και όχι και σε άλλους τομείς;
Μια απάντηση μπορεί να είναι ότι η αυτοματοποίηση και η πληροφορική καταλαμβάνουν ένα σημαντικότερο τμήμα στην αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας από όσο η μεταποίηση. Για παράδειγμα, η επεξεργασία πληροφοριών εξοικονόμησε θέσεις εργασίας σε όλο το φάσμα της αμερικανικής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων του χρηματοπιστωτικού τομέα, του λιανεμπορίου αλλά και του δημόσιου τομέα – όλοι τομείς όπου η απασχόληση αυξήθηκε. Οι διαρθρωτικές τάσεις που επηρεάζουν την αμερικανική οικονομία δεν μπορούν να εξηγηθούν από της αλλαγές στην τεχνολογία και μόνον αυτές. Το να σκεφτεί κανείς αλλιώς οδηγεί στο να υιοθετήσει κανείς το παραπλανητικό συμπέρασμα ότι είναι η τεχνολογία και όχι η παγκόσμια οικονομία ο βασικός λόγος για τις προκλήσεις στο ζήτημα της απασχόλησης στην Αμερική και ότι η πιο σημαντική δύναμη που εξασκείται στη διάρθρωση της οικονομίας των ΗΠΑ είναι εγχώρια, όχι εξωγενής. Στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί οι παράγοντες σχετίζονται, με μερικούς να είναι σημαντικότεροι σε μερικούς τομείς της οικονομίας έναντι άλλων.
Εάν το να θεωρούμε την τεχνολογία ως την καλύτερη εξήγηση για τα προβλήματα ανισοκατανομή στην αμερικανική οικονομία είναι ένας τρόπος να αγνοήσουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές της παγκόσμιας οικονομίας, η επίκληση των πολυεθνικών εταιρειών ως σαν την προτιμώμενη εξήγηση είναι ένας τρόπος να υπερεκτιμηθεί η επίδρασή τους. Λέγεται ότι οι πολυεθνικές εταιρείες υποαμείβουν ή αλλιώς εκμεταλλεύονται τους φτωχούς ανθρώπους στις υπό ανάπτυξη χώρες, εξάγοντας εργασίες που θα έπρεπε να παραμείνουν εντός των αμερικανικών συνόρων. Οι πολυεθνικές, πράγματι, παίζουν έναν κεντρικό ρόλο στην διαχείριση της εξέλιξης της παγκόσμιας οικονομίας. Είναι οι κυρίαρχοι αρχιτέκτονες των διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού και μετακινούν την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών ανά τον κόσμο προσαρμοζόμενες στις ευκαιρίες σχετικά με τον εφοδιασμό και τις αγορές που συνεχώς αλλάζουν.
Οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν δημιουργήσει ανάπτυξη και θέσεις εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες και με το να μετακινήσουν στις χώρες αυτές κάποιες από τις δραστηριότητές τους με χαμηλότερη προστιθέμενη αξία, αύξησαν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα στις ανεπτυγμένες οικονομίες όπως εκείνη των ΗΠΑ. Μια μελέτη του Ιουνίου του 2010 από το McKinsey Global Institute εκτιμά ότι οι αμερικανικές πολυεθνικές ευθύνονται για το 31% της ανάπτυξης του ΑΕΠ από το 1990.
Με την διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού να είναι άφθονη σε διάφορα επίπεδα δεξιοτήτων και εκπαίδευσης στον κλάδο «εμπορεύσιμων» αγαθών, οι εταιρίες έχουν πολύ μικρό κίνητρο να επενδύσουν σε τεχνολογίες που εξοικονομούν θέσεις εργασίας ή να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα στις δραστηριότητες εντάσεως εργασίας στις προηγμένες οικονομίες. Εν συντομία, το ιδιοτελές συμφέρον των εταιρειών, το κέρδος, και το δημόσιο συμφέρον, η απασχόληση, δεν ευθυγραμμίζονται με τέλειο τρόπο. Αυτές οι συνθήκες μπορεί να μην διατηρηθούν: Αν η ανάπτυξη εξακολουθήσει να είναι ισχυρή στις αναδυόμενες οικονομίες, μέσα σε δύο ή τρεις δεκαετίες θα υπάρχει εκεί λιγότερο διαθέσιμο φθηνό εργατικό δυναμικό. Αλλά, δύο ή τρεις δεκαετίες είναι πολύς καιρός.
Στο μεταξύ, παρά το ότι το δημόσιο και το ιδιωτικό συμφέρον δεν ευθυγραμμίζονται σήμερα τελείως, δεν είναι και τελείως αντίθετα. Με σχετικά ήπιες κινήσεις θα γινόταν να συγχρονιστούν καλύτερα. Με δεδομένο το τεράστιο μέγεθος του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, δεν θα χρειαστούν σημαντικές διαρρυθμίσεις για να ανακτηθεί η αύξηση της απασχόλησης στον αμερικανικό κλάδο των «εμπορευσίμων» αγαθών. Ειδικότερα, ο σωστός συνδυασμός τεχνολογιών που προάγουν την παραγωγικότητα μαζί με ανταγωνιστικά επίπεδα μισθών θα κρατήσουν εντός των ΗΠΑ (αλλά και εντός άλλων προηγμένων χωρών) μερικές μεταποιητικές βιομηχανίες ή τουλάχιστον μερικές από τις παραγωγικές τους διαδικασίες που έχουν προστιθέμενη αξία. Αλλά για να συμβεί αυτό χρειάζεται παραπάνω από μια απόφαση της αγοράς: Πρέπει να εμπλακούν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες και οι κυβερνήσεις. Η Γερμανία, για παράδειγμα, κατάφερε να κρατήσει στο έδαφός της τις προηγμένες μεταποιητικές της βιομηχανίες αίροντας δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας και κάνοντας συνειδητή προσπάθεια να εστιάσει στην αξία της απασχόλησης έναντι της γρήγορης αύξησης των εισοδημάτων. Μπορεί οι μισθοί να αυξήθηκαν ελαφρά στη Γερμανία τα τελευταία δέκα χρόνια αλλά η ανισοκατανομή του εισοδήματος είναι πολύ μικρότερη από όσο στις ΗΠΑ, όπου το χάσμα είναι μεγαλύτερο από τις περισσότερες άλλες βιομηχανικές χώρες και διευρύνεται συνεχώς.
Βάζοντας προϋποθέσεις εγχώριας παραγωγής προκειμένου να υπάρχει πρόσβαση στην εγχώρια αγορά είναι μια μορφή προστατευτισμού και ένας τρόπος να περιοριστεί η έξοδος θέσεων εργασίας και εργασιών προστιθέμενης αξίας από την χώρα. Και τούτη η αντίδραση είναι πιο συνηθισμένη από όσο υποθέτει κανείς. Ισχύει στην αεροδιαστημική βιομηχανία και στις δεκαετίες του 1970 και του 1908 και στις αυτοκινητοβιομηχανίες. Ποσοστώσεις για εισαγωγές ιαπωνικών προϊόντων στις ΗΠΑ οδήγησαν στην εξάπλωση της ιαπωνικής αυτοκινητοβιομηχανίας σε αμερικανικό έδαφος. Όμως, αν οι μεγάλες οικονομίες (όπως η κίνα, η Ιαπωνία, η Ευρωπαϊκή Ένωση ή οι ΗΠΑ) υιοθετήσουν προστατευτικά μέτρα σε μεγάλο εύρος, η παγκόσμια οικονομία θα υπονομευθεί. Εν τούτοις αυτό ακριβώς μπορεί να συμβεί αν προβλήματα όπως αυτό της απασχόλησης που επηρεάζουν τις ΗΠΑ δεν αντιμετωπιστούν διαφορετικά. Συνυπολογίζοντας την πίεση στους κρατικούς προϋπολογισμούς σε όλα τα επίπεδα, το ταχέως αυξανόμενο κόστος της περίθαλψης, την εύθραυστη αγορά ακινήτων, την προσπάθεια να μειωθεί η κατανάλωση (μετά την οικονομική κρίση) και να αυξηθεί η αποταμίευση αλλά και με την πιθανότητα μιας δεύτερης οικονομικής κρίσης προ των πυλών, είναι εξαιρετικά απίθανο να δει κανείς την καθαρή απασχόληση στον αμερικανικό κλάδο «μη εμπορεύσιμων» αγαθών να αυξάνεται με το ρυθμό που αυξανόταν στο παρελθόν.
Η πτώση στην εγχώρια κατανάλωση κληροδότησε στις ΗΠΑ ένα έλλειμμα συνολικής ζήτησης. Μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις θα βοηθούσαν αλλά η δημοσιονομική εξυγίανση που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη κάνει την επέκταση των δημοσίων επενδύσεων δυσκολότερη. Στο μεταξύ, επειδή οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα προσαρμόζονται στα επίπεδα ζήτησης και τώρα η ζήτηση είναι χαμηλή εξαιτίας της κρίσης και της αυξημένης αποταμίευσης από τα νοικοκυριά, νέες επενδύσεις δεν πρόκειται να γίνουν μέχρις ότου αυξηθεί η εγχώρια κατανάλωση ή οι εξαγωγές. Συνεπώς, οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να εστιάσουν στην αύξηση των θέσεων εργασίας στον κλάδο των «εμπορεύσιμων» προϊόντων. Κάποια αύξηση θα προέλθει φυσιολογικά από το ανώτερο κομμάτι της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας του κλάδου αυτού. Αλλά το ερώτημα είναι εάν θα υπάρξει επαρκής αύξηση και εάν το επίπεδο εκπαίδευσης των αμερικανών εργαζομένων θα συνάδει με τις αυξημένες απαιτήσεις των θέσεων εργασίας αυτού του επιπέδου. Εδώ, υπάρχουν λόγοι να είναι κανείς σκεπτικός.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ
Είναι κοινή αντίληψη ότι η αγορά θα λύσει τις ανισότητες στην απασχόληση και τα εισοδήματα μόλις η κρίση τελειώσει και η ανάπτυξη επιστρέψει. Ο Warren Buffet και άλλοι ιδιαίτερα ευφυείς, έμπειροι και σημαντικοί opinion-makers το ισχυρίζονται ξεκάθαρα. Αλλά όπως αυτή η ανάλυση προτείνει, ίσως να μην έχουν δίκιο. Και όσο η δική τους άποψη κυριαρχεί στην αμερικανική κοινή γνώμη και την πολιτική των ΗΠΑ, θα είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν με συστηματικό τρόπο ζητήματα σχετικά με τις διαρθρωτικές αλλαγές και την απασχόληση στις ΗΠΑ.
Αυτό που είναι αναγκαίο απέναντι στην καλοπροαίρετη αδράνεια είναι, πρώτον, να συμφωνηθεί ότι είναι βασικός στόχος η αποκατάσταση ικανοποιητικών ευκαιριών απασχόλησης για ολόκληρο το φάσμα των αμερικανών εργαζομένων. Με αυτό το σκοπό ως σημείο εκκίνησης, θα είναι πλέον απαραίτητο να αναπτυχθούν τρόποι αύξησης τόσο της ανταγωνιστικότητας όσο και της συμμετοχικότητας της αμερικανικής οικονομίας. Αλλά αυτό είναι εν πολλοίς αχαρτογράφητο έδαφος: τα ζητήματα κατανομής είναι δύσκολο να επιλυθούν γιατί απαιτούν διορθώσεις στο προϊόν των διεθνών αγορών χωρίς να γίνει μεγάλη ζημιά στην αποτελεσματικότητα ή την ελευθερία της διεθνούς οικονομίας. Αλλά πάλι, το να παραδεχτούμε ότι δεν είναι γνωστές όλες οι απαντήσεις είναι ένα καλό σημείο για να ξεκινήσει κανείς.
Με δεδομένο ότι υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των διάφορων πολιτικών που εφαρμόζονται, ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς τα προβλήματα ανισοκατανομής είναι πολύπλευρος και πολυμερής. Η σχετική γνώση αναφορικά με πολλά υποσχόμενες νέες τεχνολογίες και ευκαιρίες της αγοράς διαχέονται ανάμεσα στον επιχειρηματικό κόσμο, την κυβέρνηση, το εργατικό δυναμικό και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η γνώση αυτή πρέπει να συγκεντρωθεί και να μετατραπεί σε πρωτοβουλίες. Ο Πρόεδρος Ομπάμα δημιούργησε ήδη μια επιτροπή, υπό τον Jeffrey Immelt, τον επικεφαλής ( CEO) της General Electric, για να εστιάσουν σε θέματα ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης της αμερικανικής οικονομίας. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Αλλά θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επενδύσει κανείς όσο είναι αναγκαίο σε ανθρώπινο κεφάλαιο, τεχνολογία και υποδομές σε εποχές δημοσιονομικής στενότητας και μειούμενης απασχόλησης στον δημόσιο τομέα. Και τούτο, ενώ είναι γνωστό πως είναι απαραίτητο να γίνουν οι θυσίες αυτές σήμερα προκειμένου να υπάρχει ελπίδα ανάκαμψης στο μέλλον.
Με δεδομένες τις διαρθρωτικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην οικονομία των ΗΠΑ την εποχή αυτή (ειδικά η αυξανόμενη αξιολόγηση των εργαζομένων με υψηλή εκπαίδευση στο ανώτερο κομμάτι της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας) η Παιδεία πρέπει να ενισχυθεί. Όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι θα πρέπει να μπορέσουν να συναγωνιστούν σε αυτό το κομμάτι της οικονομίας. Αλλά εάν ο στόχος αυτός είναι ξεκάθαρος, οι τρόποι για να τον πετύχει κανείς είναι πολύ λιγότερο καθαροί. Η βελτίωση των επιδόσεων του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί προτεραιότητα εδώ και αρκετά χρόνια αλλά τα αποτελέσματα δημιουργούν αμφιβολίες. Για παράδειγμα, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) πραγματοποίησε μια σειρά τυποποιημένων τεστ, το Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών, σε περισσότερες από 60 χώρες, προηγμένες και αναπτυσσόμενες, προκειμένου να μετρήσει τις γνωστικές ικανότητες των μαθητών. Οι ΗΠΑ κατατάχθηκαν κοντά στο μέσο όρο της λίστας για την ανάγνωση και τις επιστήμες και πολύ πίσω από άλλες χώρες στα μαθηματικά.
Τα προβλήματα στην ποιότητα και την αποτελεσματικότητα τμημάτων του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος έχουν αναγνωριστεί εδώ και καιρό. Πολυάριθμες προσπάθειες να βελτιωθούν τα πράγματα, συμπεριλαμβανομένων της διενέργειας πανεθνικών τεστ και της παροχής αξιοκρατικών αποζημιώσεων (σ.σ. πριμ, αμοιβών), έχουν μέχρι τώρα αποδώσει αποτελέσματα που δεν επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων. Και το πρόβλημα εκτείνεται πέραν της σχολικής κοινότητας. Η έλλειψη δέσμευσης προς την εκπαίδευση που επιδεικνύουν οι οικογένειες και οι κοινότητες στην Αμερική κάνουν ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα να μοιάζει μη ελκυστικό, ρίχνοντας το ηθικό σε αφοσιωμένους δασκάλους και απομακρύνοντας φοιτητές με ταλέντο από το να διδάσκουν. Αυτό, με τη σειρά του, μειώνει τα κίνητρα των πολιτών να αξιολογήσουν την υπεροχή που προσφέρει η εκπαίδευση. Για να διακοπεί αυτός ο φαύλος κύκλος είναι απαραίτητο να μεταβληθούν οι αξίες των πολιτών(1) –και του κράτους- σχετικά με την εκπαίδευση μέσω μιας ηθικής ηγεσίας, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Το να δημιουργηθούν ελκυστικές ευκαιρίες απασχόλησης στη βάση μιας επιτυχούς εκπαίδευσης είναι άλλο ένα σημαντικό κίνητρο. Με άλλα λόγια αυτός είναι ο πλήρης κύκλος: Για να είναι οι ΗΠΑ ανταγωνιστικές χρειάζεται αύξηση της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης και η υπόσχεση για ικανοποιητική απασχόληση είναι απαραίτητο κίνητρο για να επιδιωχθεί η βελτιωμένη εκπαίδευση.
Όσο σημαντική και αν είναι η εκπαίδευση, δεν αποτελεί τη μοναδική λύση. Οι ΗΠΑ δεν θα βγουν από το πρόβλημα μέσω της εκπαίδευσης. Τόσο οι πολιτειακές όσο και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να ακολουθήσουν συμπληρωματικές τακτικές. Πρέπει να επενδύσουν στις υποδομές, γεγονός που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας βραχυπρόθεσμα και θα αυξήσουν τις αποδόσεις για τον ιδιωτικό τομέα μεσο-μακροπρόθεσμα. Πρέπει επίσης να επενδύσουν στις τεχνολογίες που μπορούν να διευρύνουν τις ευκαιρίες απασχόλησης στον κλάδο «εμπορευσίμων» αγαθών αλλά σε επίπεδα αμοιβών που δεν είναι τα υψηλότερα. Ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να βοηθήσει στην καθοδήγηση αυτών των επενδύσεων καθώς διαθέτει σημαντική γνώση για το πού κρύβονται οι ευκαιρίες. Αλλά η προσπάθεια αυτή απαιτεί και την συμμετοχή του δημόσιου τομέα. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ επενδύει ήδη εντατικά στις επιστήμες και την τεχνολογία αλλά όχι με κεντρικό στόχο την αύξηση των θέσεων εργασίας. Αυτό συνήθως εκλαμβάνεται ως ένα θετικό παράπλευρο γεγονός. Είναι καιρός να αφιερωθούν χρηματοδοτήσεις του δημοσίου στην ανάπτυξη υποδομών και τεχνολογιών με τον εξειδικευμένο στόχο της ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας και της αύξησης της απασχόλησης στον κλάδο των «εμπορεύσιμων» αγαθών.
Το φορολογικό σύστημα επίσης πρέπει να αναδιαρθρωθεί. Πρέπει να απλοποιηθεί και να ανασχηματιστεί έτσι ώστε να προάγει την ανταγωνιστικότητα, τις επενδύσεις και την απασχόληση. Όλα τα «παραθυράκια» και οι στρεβλώσεις πρέπει να καταργηθούν. Για παράδειγμα, η φορολόγηση των επιχειρήσεων και η φορολόγηση στις αποδόσεις των επενδύσεων πρέπει να μειωθούν ώστε να κάνουν τις ΗΠΑ πιο ελκυστικές για επιχειρήσεις και επενδύσεις. Οι πολυεθνικές με κέρδη εκτός των αμερικανικών συνόρων σήμερα έχουν ισχυρό κίνητρο να κρατήσουν τα κέρδη τους και να τα επανεπενδύσουν εκτός των ΗΠΑ καθώς τα κέρδη φορολογούνται στην χώρα που δημιουργούνται και ξαναφορολογούνται στις ΠΑ εφόσον επαναπατριστούν. Χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές θα σημάνουν μείωση στα έσοδα της κυβέρνησης, αλλά αυτά μπορούν να αντικατασταθούν από φόρους στην κατανάλωση, γεγονός που θα έχει το πρόσθετο όφελος της μεταβολής της ζήτησης από εγχώρια σε διεθνή – μια απαραίτητη κίνηση αν οι ΗΠΑ θέλουν να αποφύγουν την υψηλή ανεργία και ένα μη βιώσιμο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Αλλά ακόμη και αυτά τα μέτρα μπορεί να μην είναι επαρκή. Η παγκοσμιοποίηση επανακαθόρισε τον ανταγωνισμό για απασχόληση και εισόδημα στις ΗΠΑ. Συμβιβασμοί πρέπει να γίνουν ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Η Γερμανία διάλεξε ξεκάθαρα να προστατέψει την απασχόληση στους τομείς του κλάδου των «εμπορευσίμων» αγαθών που βρέθηκαν κάτω από ανταγωνιστική απειλή. Τώρα, οι αμερικανοί πολιτικοί ηγέτες πρέπει να διαλέξουν επίσης.
Κάποιοι θα επιχειρηματολογήσουν λέγοντας ότι οι δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς πρέπει να αφεθούν να λειτουργήσουν χωρίς παρεμβάσεις. Οι παρεμβάσεις στις ισορροπίες της αγοράς, συνεχίζει το επιχείρημα, διακινδυνεύουν να στρεβλώσουν τα κίνητρα που υπάρχουν και να μειώσουν την αποτελεσματικότητα και την καινοτομία. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη προσέγγιση ούτε είναι η καλύτερη. Η κατανομή του εισοδήματος σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες (και τις κύριες αναδυόμενες οικονομίες) διαφέρει χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, η σχέση ανάμεσα στο μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού και στο μέσο εισόδημα του 20% του φτωχότερου είναι 4 προς ένα στη Γερμανία και οκτώ προς ένα στις ΗΠΑ. Πολλές άλλες αναπτυγμένες χώρες έχουν πιο ισορροπημένη κατανομή εισοδήματος σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, κάτι που σημαίνει ότι συμβιβασμοί μεταξύ των δυνάμεων της αγοράς και της ισότητας είναι εφικτοί. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να τους ασχοληθεί με το θέμα.
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ
Οι τεράστιες αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία από την εποχή του Β’ παγκοσμίου Πολέμου είχαν κατακλυσμιαία θετικές επιδράσεις. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι στον αναπτυγμένο κόσμο ξέφυγαν από την φτώχια και ακόμη περισσότεροι θα το πετύχουν στο μέλλον. Η παγκόσμια οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται – πιθανώς τουλάχιστον στα επόμενα 30 χρόνια. Το κέρδος ενός ατόμου δεν είναι απαραίτητα η ζημία ενός άλλου. Η παγκόσμια ανάπτυξη δεν πλησιάζει καν το να είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αποτελέσματος. Αλλά η παγκοσμιοποίηση πλήττει ορισμένες ομάδες πολιτών μέσα στα κράτη, συμπεριλαμβανομένων και των ανεπτυγμένων.
Ο αείμνηστος αμερικανός οικονομολόγος Paul Samuelson είπε κάποτε ότι «κάθε καλός σκοπός αξίζει και κάποια ανεπάρκεια». Βεβαίως, ισότητα και κοινωνική συνοχή βρίσκονται ανάμεσα σε αυτούς. Η πρόκληση για την αμερικανική οικονομία θα είναι να βρει τη θέση της στην ταχέως εξελισσόμενη παγκόσμια οικονομία, μια θέση που να διατηρεί τον δυναμισμό και την οικονομική ελευθερία ενώ θα προσφέρει σε όλους τους αμερικανούς ικανοποιητικές ευκαιρίες απασχόλησης και έναν λογικό βαθμό ισότητας. Αυτό δεν είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζεται με εύκολες λύσεις. Καθώς το ζήτημα γίνεται πιο πιεστικό, η ιδεολογία και ο δογματισμός θα πρέπει να μπουν κατά μέρος ενώ η δημιουργικότητα, η ευελιξία και ο πραγματισμός θα πρέπει να ενθαρρυνθούν. Οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να συμπεράνουν τον δρόμο προς τις λύσεις, θα πρέπει να πειραματιστούν με τα βήματα προς τα εμπρός.
* Ο MICHAEL SPENCE είναι Διακεκριμένος Επισκέπτης Συνεργάτης στο Council on Foreign Relations και συγγραφέας του βιβλίου The Next Convergence: The Future of Economic Growth in a Multispeed World. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Nobel για την Οικονομία το 2001. Το δικό του website είναι:
www.thenextconvergence.com.