Ν. Εγγονόπουλου: Ρήγας Φερραίος |
του Τάσου Χατζηαναστασίου,
φιλολόγου στο ΕΠΑΛ Ναυπλίου
Και
ξαφνικά εμείς οι φιλόλογοι, η ελίτ του σχολείου, οι θεματοφύλακες της
ελληνικής παιδείας, συνειδητοποιήσαμε ότι εν τέλει μπορεί και να μην
είμαστε τόσο απαραίτητοι στο σχολείο της αποικίας Ελλάδα και ότι
υπάρχουν κι άλλοι που μπορούν να διδάξουν τα πολυπληθή και πολυποίκιλα
διδακτικά μας αντικείμενα. Κι έτσι καθόμαστε και απελπιζόμαστε τώρα εδώ
και άλλο δεν σκεπτόμαστε, τον νουν μας τρώγει αυτή η τύχη.
Αλλά
δεν ακούσαμε ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον; Ανεπαισθήτως μας απέκλεισαν
από τας αναθέσεις;-Όχι βέβαια! Βάλαμε κι εμείς το χεράκι μας. Συνειδητά
και συστηματικά στρώσαμε τον δρόμο για να διαβούν και να θερίσουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα. Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ.
Όταν επί δεκαετίες παραμείναμε προσηλωμένοι σ’ έναν τρόπο παρουσίασης
των διδακτικών αντικειμένων χωρίς συσχέτιση με την πραγματικότητα
(κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική, οικονομική)˙ όταν ο παροιμιώδης
συντηρητισμός μας δεν κρατούσε τις Θερμοπύλες της παράδοσης ως όφειλε,
παρά ήταν απλώς ανέκαθεν κομφορμιστικός που προσαρμοζόταν προθύμως και
δουλοπρεπώς στις εκάστοτε κυρίαρχες επιλογές˙ όταν η ελλιπής διδακτική
και μεθοδολογική μας επάρκεια μάς μετέτρεψε από επαναπαυμένους
φιλολόγους των πέντε σταθερών και αμετάβλητων για δεκαετίες αντικειμένων
σε ασθμαίνοντες και πανικόβλητους δήθεν παντογνώστες – ακόμη κι εμείς
οι πτυχιούχοι από το προοδευτικόν Άριστον και Τέλειον της Θεσσαλονίκης –
που όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν από λατινικό συντακτικό μέχρι
Αναγνωστάκη και από Όμηρο μέχρι την Ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου κι
από κοντά ψυχολογίες, φιλοσοφίες και εσχάτως σύγχρονες γλωσσολογικές
θεωρίες˙ όταν επαναπαυθήκαμε στην δήθεν αδιαμφισβήτητη χρησιμότητά μας˙
όταν απέναντι στη χρεοκοπία του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους και την
προγονοπληξία, αντιδράσαμε συμπλεγματικά και ενοχικά, κι έτσι περάσαμε
στο άλλο άκρο: απαξιώσαμε την ελληνική γλώσσα και παράδοση που φτάσαμε
να πιστοποιούμε ως επαρκείς και συχνά με υψηλή βαθμολογία, στρατιές
ολόκληρες αγραμμάτων – ακόμη και αναλφάβητων – και το χειρότερο, φτάσαμε
να επιβραβεύουμε κακομαθημένα με φουσκωμένα μυαλά και αχαλίνωτο
υπερεγώ. Πολύ λογικά λοιπόν σήμερα και εν όψει των απολύσεων να
προσγειωνόμαστε ανωμάλως σε μία πραγματικότητα στην οποία αυτό που τελεί
υπό διωγμόν δεν είναι ειδικά ο κλάδος ΠΕ2, αλλά πρωτίστως η ίδια η
Παιδεία, και ειδικά η ανθρωπιστική, ως περιττή και πλεονάζουσα.
Η Αρετή και ο αδελφός της (από το τραγούδι του νεκρού αδερφού) |
Και
η μεγάλη μας ευθύνη είναι ότι δεν την υπερασπιστήκαμε όταν συνειδητά
και συστηματικά η Παιδεία κατεδαφιζόταν για να κτιστούν ολόγυρα μας
υψηλά τείχη. Όταν στο όνομα της αποδόμησης του «εθνικού αφηγήματος» και
των «εθνικών μύθων», ανεχτήκαμε, ή/και υποστηρίξαμε ορισμένοι, τη
ρεπούσια αθλιότητα της περιφρόνησης, υποβάθμισης και κατασυκοφάντησης
της αντιστασιακής παράδοσης του ελληνισμού˙ όταν ανεχτήκαμε ή/και
υποστηρίξαμε, αντί να ξεσηκωθούμε, την αποκοπή της νεοελληνικής
λογοτεχνίας από τη διαχρονική ιστορική διαδρομή της ελληνικής
λογοτεχνικής παράδοσης, και όταν επιπλέον δεχτήκαμε αδιαμαρτύρητα την
κατάργηση της ίδιας της λογοτεχνίας από το νέο αναλυτικό πρόγραμμα της
νεοελληνικής λογοτεχνίας στην Α΄ Λυκείου. Και δεν αντισταθήκαμε γιατί
εξακολουθούσαμε να αντιμετωπίζουμε την ελληνική παράδοση και ιστορία σα
μουσειακό είδος, που μέσα στο σημιτικό καταναλωτικό παροξυσμό, δεν
συγκινούσε πια κανέναν. Δεν καταλάβαμε, δεν συνειδητοποιήσαμε, δεν
πιστέψαμε ότι αυτό το μαρμάρινο κεφάλι που μας εξαντλεί τους αγκώνες και
δεν ξέραμε πού να το ακουμπήσουμε ήταν η ο ίδιος μας ο εαυτός. Κι εμείς
το είδαμε σαν τη νεκροκεφαλή που κρατάει ο Άμλετ στη σκηνή που
αναρωτιέται για το νόημα της ζωής. Έτσι όμως συμβάλλαμε στον
αυτοχειριασμό μας όχι απλώς ως κλάδου, αυτό είναι το λιγότερο, αλλά ως
εθνικής ετερότητας.