«Τα χωράφια σας δικά μας, τα ζώα σας δικά μας, και σεις δικοί μας»
(Λόγοι Γερμανού αξιωματικού στο Ροδοβάνι Σελίνου Χανίων[1]).
Μετά 4 έτη κατοχής, από τον αγροτικόν πλούτον της
Κρήτης δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτε. Ότι ο εν αυτή παραμένων
γερμανικός και ιταλικός στρατός διετρέφετο εις βάρος του πληθυσμού, ήτο
το ελαφρότερον. Τα προϊόντα της νήσου εστέλοντο και εις την Βόρειον
Αφρικήν – όσον καιρόν εμάχοντο εκεί οι Γερμανοί – και εις την Γερμανίαν.
Ό,τι δεν ηδύνατο να καταναλωθή ή να μεταφερθή, οι Γερμανοί επροτιμούσαν συχνά να το καταστρέφουν παρά
να το αφήσουν εις τους κατοίκους, διά να ζήσουν κι αυτοί. Επίσης
κατέστρεψαν ελαιώνας, μωρεώνας, δάση δρυών, κυπαρίσσων κτλ. είτε δια να
πληρώσουν τας ανάγκας των (ναυπηγική, θέρμανσις κτλ)
είτε προς τιμωρίαν είτε δια την ηδονήν της καταστροφής και μόνον.»[2].Στις
παραπάνω φράσεις συμπυκνώνεται η ουσία της πολιτικής του Γ’ Ράιχ: η
τρομοκρατία της πείνας και των εκτελέσεων, η μεταμόρφωση της χώρας σε
κρανίου τόπο, η πλήρης καταστροφή των υποδομών και των προοπτικών της
Ελλάδας ήταν ό,τι άφησε πίσω του ο χιτλερικός εφιάλτης. Η Κρήτη και η
Ελλάδα στο σύνολό της πρωτοστάτησαν στην απόκρουση και στη συνέχεια τη
συντριβή του φασισμού, είχαν το ηρωικό «προνόμιο» τα χωριά τους να
γίνουν τα πρώτα στην Ευρώπη που ολοκαυτώθηκαν με βάση το αποτρόπαιο
ναζιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης, ο πληθυσμός τους συμμετείχε
καθολικά στην Αντίσταση και πλήρωσαν αναλογικά το βαρύτερο φόρο αίματος.
Μια θυσία που πότισε απλόχερα το δέντρο της ελευθερίας, της εθνικής
ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας – ένα δέντρο με γερές ρίζες στην Ελλάδα,
που όμως έχει δεχθεί στις μέρες μας ισχυρά χτυπήματα από τα μνημόνια, τα
οποία καθιστούν την Ελλάδα μια χώρα υπό ιδιότυπο αποικιοκρατικό
καθεστώς – έρμαιο των διαθέσεων του ξένου παράγοντα, και ιδίως των
Γερμανών.