(σα σήμερα 12/04/1204· πώς οι «πολιτισμένοι» Ευρωπαίοι έκλεψαν και κατέστρεψαν την Βασιλεύουσα)
Γράφει η Σοφία Τ.
Μετά την αποτυχία της Γ’ Σταυροφορίας(1189-92) για την κατάληψη των Αγίων Τόπων, το ενδιαφέρον των δυτικοευρωπαίων ατόνησε. Την Ιερουσαλήμ και το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας και της Αιγύπτου, ήλεγχε η μουσουλμανική δυναστεία των Αγιουβιδών. Το λατινικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ μόνο κατ’ όνομα υπήρχε, περιορισμένο σε λίγες πόλεις στις ακτές της Παλαιστίνης. Το ενδιαφέρον για μια νέα σταυροφορία ανακίνησε ο πάπας Ινοκέντιος Γ’ (1198). Στην αρχή συνάντησε τη γενική αδιαφορία των εστεμμένων της Ευρώπης, που είχαν δικά τους προβλήματα. Κάποιοι ευγενείς(1199), κυρίως από τα εδάφη της σημερινής
Γαλλίας, πείσθηκαν να συγκροτήσουν ένα εκστρατευτικό σώμα, με επικεφαλής τον Κόμη Τιμπό της Καμπανίας. Ο Τιμπό πέθανε τον επόμενο χρόνο και αρχηγός της Δ’ Σταυροφορίας ανακηρύχθηκε ο ιταλός κόμης Βονιφάτιος ο Μομφερατικός. Το σχέδιο προέβλεπε τη συγκέντρωση των Σταυροφόρων στη Βενετία και από εκεί θα κατευθύνονταν στην Αίγυπτο, όπου θα άρχιζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με σκοπό την κατάληψη της Ιερουσαλήμ. Η Δ’ Σταυροφορία(1201-4) είχε στόχο την κατάληψη της Ιερουσαλήμ μέσω εισβολής στην Αίγυπτο. Ο Βονιφάτιος θεώρησε δελεαστική την πρόταση και μαζί με τον Αλέξιο Άγγελο μετέβησαν στην Κέρκυρα για να συναντήσουν τους Σταυροφόρους που συμμετείχαν στην κατάληψη της Ζάρα και να ενημερώσουν τους αρχηγούς της Σταυροφορίας. Κάποιοι συμφώνησαν με την εκτροπή της Σταυροφορίας, άλλοι διαφώνησαν και αποχώρησαν, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους. Ανάμεσα σε αυτούς που είδαν με καλό μάτι την πρόταση του Αλέξιου ήταν οι Ενετοί. Λαός ναυτικός, επιζητούσαν την αύξηση της επιρροής τους στην Α εις βάρος της Γένουας και της Πίζας, οι κύριοι ανταγωνιστές τους. Τους μισούσαν και ήθελαν εκδίκηση για τη σφαγή των συμπατριωτών τους(αντιπαπικές ταραχές Κωνσταντινούπολη, 1182). Παρέκκλινε από το στόχο της και οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τελικά την Κωνσταντινούπολη, καταλύοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ιδρύοντας τη Λατινική Αυτοκρατορία. Αποτέλεσε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ιστορικό φαινόμενο, το οποίο υπήρξε αποτέλεσμα συμφερόντων και συναισθημάτων: θρησκευτικά αισθήματα, ελπίδες των Σταυροφόρων για ηθική ανταμοιβή και επιθυμία για κέρδη και περιπέτειες και υλικά κέρδη. Όμως, η επικράτηση των υλικών συμφερόντων, αισθητή και στις προηγούμενες Σταυροφορίες, εκδηλώθηκε κατά την Δ’ με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης(1204).
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ
ΑΓΙΟΙ ΤΟΠΟΙ Η Παλαιστίνη την εποχή εκείνη ανήκε στην αιγυπτιακή δυναστεία των Αγιουβιδών. Μετά τον θάνατο του Σαλαδίνου(Μάρτιος 1193), τα μέλη αυτής ήλθαν σε σύγκρουση. Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή για μια επικείμενη Σταυροφορία. Στα χέρια των Σταυροφόρων είχαν μείνει μόνο 2 σημαντικές πόλεις: Αντιόχεια(Συρία) και Τρίπολη(Παλαιστίνη) και ένα παραλιακό κάστρο(Άκρα). Επιτακτική λοιπόν η ανάγκη για κήρυξη Σταυροφορίας για την επανάκτηση των Αγίων Τόπων(κυρίως Ιεροσόλυμα).
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ Στο Βυζάντιο πριν την Σταυροφορία επικρατούσε αναβρασμός και ήμαστε λίγο πριν από έναν εμφύλιο, λόγω της ανεπάρκειας της δυναστείας των Αγγέλων. Μιλάμε προφανή παρακμή, ενώ είχαν αρχίσει οι αποσχιστικές τάσεις από φιλόδοξους τοπάρχες. Ο λαός στέναζε από τη βαριά φορολογία. Στην Πελοπόννησο, ο τοπικός άρχοντας Λέων Σγουρός είχε αποστατήσει. Με έδρα το Άργος επέκτεινε την κυριαρχία Β, μέχρι την Κ Εύβοια και τη Λάρισα. Στη Ρόδο αποστάτησε ο τοπικός άρχοντας, Λέων Γαβαλάς. Στην Μικρά Ασία σημαντικό υπήρξε το κίνημα του Θεόδωρου Λάσκαρη στη Βιθυνία. Στον Πόντο(Απρίλιος 1204), η Τραπεζούντα καταλήφθηκε με γεωργιανό στρατό από τον εγγονό του Ανδρόνικου, Αλέξιο Α’-ίδρυσε εκεί την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας-. Η περιοχή της Σμύρνης, είχε αποσπαστεί από το Βυζάντιο(1198). Η περιοχή της Φιλαδέλφειας(1203) αποστάτησε με επικεφαλής τον τοπικό της άρχοντα. Η Αττάλεια είχε και αυτή ανεξάρτητο δικό της κυβερνήτη, κάποιον Ιταλό τυχοδιώκτη. Η άλλοτε ισχυρή κεντρική εξουσία της Αυτοκρατορίας ήταν πια σκιώδης.
Η Δ ΜΕΤΑ ΤΗΝ Γ’ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ Η επιρροή των Γερμανών ήταν αισθητή στην Ιταλία(τέλη 12ου αι., εποχή Ερρίκου ΣΤ’, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Τα σχέδια του απειλούνταν από το Βυζάντιο. Ο νέος Πάπας, Ιννοκέντιος Γ’(1198), θέλησε την πλήρη αποκατάσταση της παπικής εξουσίας-εμπόδιο οι Γερμανοί Αυτοκράτορες- και την τοποθέτησή του ως αρχηγού κατά του Ισλάμ σε επικείμενη Σταυροφορία. Οι πόλεις της Ιταλίας, αντιδρώντας στην γερμανική επιρροή, βρίσκονταν στο πλευρό του. Θεωρώντας ως εχθρό του παπισμού και της Ιταλίας την γερμανική αυτοκρατορική δυναστεία των Hohenstaufen, ο Πάπας άρχιζε να υποστηρίζει την αντίπαλη φατρία του Όθωνα του Braunschweig. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας, Αλέξιος Γ’ πιστεύοντας πως θα μπορούσε να αποτελέσει το Βυζάντιο κοσμικό κράτος, απέστειλε επιστολή στον Πάπα λέγοντας ότι μονό αυτός, ως απόγονος της γνήσιας οικουμενικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα ήταν δυνατό να επιβληθεί πολιτικά σε όλο τον Δ κόσμο. Στην πραγματικότητα, η πολύπλοκη εσωτερική και εξωτερική κατάσταση του Βυζαντίου δεν άφηνε καμία ελπίδα για επιτυχία τόσο φιλόδοξων σχεδίων.
ΠΑΠΑΣ ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΣ Γ’ Ο Ιννοκέντιος, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, δεν έβλεπε το Βυζάντιο ως σχισματικό κράτος και άρχισε συνεννοήσεις για την ένωση των Εκκλησιών. Απειλούσε ότι σε περίπτωση που ο Αλέξιος Γ’ φέρει αντιρρήσεις θα υποστηρίξει τον εκθρονισθέντα αυτοκράτορα Ισαάκιο, που η κόρη του είχε παντρευτεί τον Γερμανό Φίλιππο της Σουηβίας. Ο Αλέξιος Γ’ δεν συμφώνησε με την πιθανή ένωση των εκκλησιών και σε επιστολή του υποστήριξε ότι η αυτοκρατορική εξουσία είναι ανώτερη από την πνευματική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενταθούν οι μεταξύ τους σχέσεις. Ο Ιννοκέντιος οργάνωνε, ταυτόχρονα με τις διπλωματικές προσεγγίσεις την επικείμενη Σταυροφορία, κατά την οποία οι Χριστιανοί Α και Δ θα ενώνονταν για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Απεσταλμένοι του Πάπα εστάλησαν σ’ όλους τους άρχοντες της Ευρώπης που ταυτόχρονα υπόσχονταν άφεση αμαρτιών σε περίπτωση συμμετοχής. Στο κάλεσμα δεν ανταποκρίθηκε ικανοποιητικός αριθμός: ο βασιλιάς Φίλιππος Αύγουστος Β’ της Γαλλίας είχε αφορισθεί λόγω του διαζυγίου του, ο Ιωάννης ο Ακτήμων της Αγγλίας ήταν απασχολημένος σε συγκρούσεις με τους βαρόνους του και στη Γερμανία, είχε ξεσπάσει αγώνας μεταξύ του Όθωνα του Braunschweig και του Φιλίππου του Σουηβίας. Από τους σημαντικούς βασιλιάδες μόνο αυτός της Ουγγαρίας έλαβε μέρος στην Σταυροφορία. Οι πιο εκλεκτοί ιππότες της Δ, κυρίως από τη Β Γαλλία, συμμετείχαν.
ΔΟΓΗΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ Σημαντικό ρόλο στην Δ’ Σταυροφορία έπαιξε ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 80 ετών, αλλά ήταν δυναμικός και είχε πλήρη επίγνωση των επιδιώξεων της Βενετίας, κυρίως οικονομικών. Επίσης υπήρξε μεγαλοφυής διπλωμάτης, πολιτικός και πολύπειρος οικονομολόγος. Οι σχέσεις Βενετίας και Βυζαντίου δεν ήταν φιλικές. Βρισκόταν σε Ένας θρύλος αναφέρει ότι ο Δάνδολος, όταν ήταν νεώτερος και έμενε για ένα διάστημα φιλοξενούμενος στην Κωνσταντινούπολη, τυφλώθηκε από κάποιους Βυζαντινούς με ένα κοίλο κάτοπτρο που αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου και το γεγονός αυτό ήταν η αιτία του μίσους που έτρεφε για το Βυζάντιο. Η δυσπιστία και ο ανταγωνισμός μεταξύ των 2 κρατών είχαν βαθύτερα αίτια. Ο Δάνδολος είχε αντιληφθεί καλά ότι η Α(χριστιανική και μωαμεθανική) ήταν πηγή πλούτου και έστρεψε την προσοχή του πρώτα στον πλησιέστερο αντίπαλο, το Βυζάντιο. Ως 1ο βήμα ζήτησε την πλήρη αποκατάσταση όλων των εμπορικών προνομίων της Βενετία παλαιότερα στο Βυζάντιο και είχαν περιοριστεί την εποχή των Κομνηνών. Όπως και ο Πάπας, έτσι και ο Δάνδολος απειλούσε ότι θα υποστηρίξει τις αξιώσεις επί του βυζαντινού θρόνου της οικογένειας του εκθρονισθέντος Ισαάκιου Αγγέλου.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Κατά τη διάρκειά της 2 χαρακτήρες έπαιξαν σημαντικό ρόλο: ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ ως αντιπρόσωπος του πνευματικού παράγοντα και ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, ως εκπρόσωπος του κοσμικού παράγοντα-προτεραιότητα στους υλιστικούς εμπορικούς σκοπούς. Ο κόμης Θεοβάλδος Γ’ της Καμπανίας εξελέγη αρχηγός του στρατού των Σταυροφόρων, αλλά πέθανε πριν αρχίσει η Σταυροφορία. Τον διαδέχθηκε ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός, έτσι η αρχηγία περιήλθε σε Ιταλό πρίγκιπα.
ΕΝΑΡΞΗ Τη δύναμη των Σταυροφόρων: 33.500 άνδρες και 4.500 άλογα και τη διεκπεραίωσή τους στην Αίγυπτο ανέλαβαν έναντι ανταλλαγμάτων οι Ενετοί(1200). Έπρεπε να συγκεντρωθούν αρχικά στη Βενετία. Αντί ορισμένου χρηματικού ποσού αυτή ανέλαβε να τους μεταφέρει με τα πλοία της στην Α. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας δεν ήθελε να τους μεταφέρει πριν εισπράξει ολόκληρο το χρηματικό ποσό που της είχε υποσχεθεί. Ζήτησαν 85.000 αργυρά μάρκα, τα μισά εδάφη που θα κατακτούσαν οι Σταυροφόροι και προθεσμία ενός έτους για τις ετοιμασίες της φιλόδοξης εκστρατείας. Το μεγαλύτερο μέρος των Σταυροφόρων έφθασε στη Βενετία(1201). Όμως, οι ηγέτες τους δεν τήρησαν τη συμφωνία και μόλις και μετά βίας συγκέντρωσαν 51.000 αργυρά μάρκα. Οι Ενετοί εξοργίσθηκαν και τους φυλάκισαν στο νησάκι Λίντο, έως ότου αποφασίσουν. Μην έχοντας όλο το ποσό οι Σταυροφόροι αναγκάστηκαν να δεχτούν την πρόταση του Δάνδολου: να τον βοηθήσουν να καταλάβει τη δαλματική πόλη Ζάρα(σημ. Ζαντάρ) που είχε αποσπαστεί από τη Βενετία για να προσαρτηθεί στην Ουγγαρία. Ο γηραιός δόγης αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την περίσταση και να χρησιμοποιήσει τους Σταυροφόρους για τους δικούς του σκοπούς. Στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, όπου η επίσημη τελετή υποδοχής τους, πρότεινε στους αρχηγούς τους να επιτεθούν πρώτα στο λιμάνι της Ζάρας στη Δαλματία (σημ. Κροατία), προκειμένου για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Η Ζάρα, που προμήθευε με ξυλεία τον στόλο του δόγη, είχε αποσκιρτήσει από τη Βενετία και βρισκόταν υπό προστασία του βασιλιά των Ούγγρων. Οι κάτοικοί της ήταν χριστιανοί καθολικοί. Αν και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας μετείχε στην Σταυροφορία, οι Σταυροφόροι δέχτηκαν την πρόταση του δόγη και κατευθύνθηκαν εναντίον της Ζάρα, μιας πόλης που επρόκειτο να συμμετάσχει στη Σταυροφορία. Έτσι η Σταυροφορία που προορίζονταν να στραφεί κατά των μουσουλμάνων «απίστων» άρχισε την πολιορκία μιας χριστιανικής πόλης στην οποία ζούσαν Σταυροφόροι. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Πάπα και τις απειλές για μαζικούς αφορεσμούς, οι σταυροφόροι κατέλαβαν και κατέστρεψαν τη Ζάρα. Δεν πτοήθηκαν ούτε όταν οι κάτοικοι της πόλης τοποθέτησαν στα τείχη Εσταυρωμένους. Όταν ο Πάπας πληροφορήθηκε την κατάληψή της και άκουσε τα εναντίον των Σταυροφόρων και των Ενετών παράπονα του Βασιλιά της Ουγγαρίας, προέβη σε αφορισμό τους. Αυτό, όμως, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, αν και ανακάλεσε μετέπειτα τον αφορισμό κατά των Σταυροφόρων άφησε «τιμωρημένους» τους Βενετούς. Ο Ιννοκέντιος δεν απαγόρευσε στους Σταυροφόρους να έρχονται σε επαφή με τους αφορεσμένους Βενετούς και έτσι η συνεργασία τους συνεχίστηκε.
ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ ΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ζάρα, αναδείχτηκε μια νέα προσωπικότητα: ο γιος του εκθρονισμένου βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου, Αλέξιος, που είχε καταφύγει στη Δ, για να ζητήσει βοήθεια για την αποκατάσταση του θρόνου του. Ενώ αρχικά κατέφυγε στην Γερμανία, ο Όθωνας του Braunschweig ήταν ανίκανος να τον υποστηρίξει, λόγω εσωτερικών προβλημάτων, έστειλε όμως αντιπροσωπεία στη Ζάρα, ζητώντας από τη Βενετία και τους Σταυροφόρους να τον βοηθήσουν. Για τη βοήθεια αυτή ο Αλέξιος υποσχέθηκε-θρησκευτικός τομέας- να υποτάξει το Βυζάντιο στη Ρώμη, να πληρώσει μεγάλο χρηματικό ποσό μετά την αποκατάστασή του και να συμμετάσχει και ο ίδιος στην Σταυροφορία. Ο Δάνδολος αντιλήφθηκε αμέσως τα πλεονεκτήματα αυτής της πρότασης και ήθελε να παίξει κύριο ρόλο στην εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης. Έβλεπε ότι ανοίγονταν μεγάλες ευκαιρίες. Αρχικά, οι Σταυροφόροι δεν ενέκριναν αυτή την αλλαγή στα σχέδια, όμως τελικά συμφώνησαν με τον Δάνδολο. Οι περισσότεροι Σταυροφόροι αποφάσισαν να συμμετάσχουν κατά της Κωνσταντινούπολης, υπό τον όρο μετά να κατευθυνθούν προς την Αίγυπτο. Ο ενετικός στόλος με τον Δάνδολο, τον Βονιφάτιο Μομφερατικό και τον πρίγκιπα Αλέξιο, απέπλευσε από τη Ζάρα(Μάιος 1203) και ύστερα από ένα μήνα έκανε την εμφάνισή του στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Πολλοί ερευνητές πάντως έχουν δώσει μεγάλη σημασία στο ζήτημα της παρέκκλισης της Σταυροφορίας προς Κωνσταντινούπολη. Η εκδοχή των τυχαίων συμπτώσεων που οδήγησαν τελικά την Σταυροφορία κατά του Βυζαντίου, υποστηρίζεται από τον ιστορικό Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, που είχε συμμετάσχει στην Σταυροφορία και ήταν κύρια πρωτογενής πηγή της. Άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι η πορεία κατά της Κωνσταντινούπολη είχε μυστικά αποφασιστεί από τον Πάπα και τον Γερμανό βασιλιά Φίλιππο της Σουηβίας. Από διαφορετικές πηγές έχουν διατυπωθεί τα 2 σενάρια, δηλ. τα «τυχαία γεγονότα» και η «προμελέτη». Μια άλλη ιστορική πηγή, υποστήριξε ότι η Βενετία, είχε μυστική συνθήκη με τον Σουλτάνο της Αιγύπτου και, με δεξιοτεχνία ανάγκασε τους Σταυροφόρους να εγκαταλείψουν τον βασικό τους στόχο, την Αίγυπτο, και να κατευθυνθούν εναντίον του Βυζαντίου. Οι πηγές συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα: επικράτησε η ισχυρή θέληση του Δάνδολου, ο οποίος είχε ανησυχήσει από την οικονομική ανάπτυξη των άλλων ιταλικών κρατών(Γένουα και Πίζα) και προσδοκούσε στον απεριόριστο πλούτο και λαμπρό μέλλον από την κατάκτηση των αγορών της Α. Ο στόλος των Σταυροφόρων έφτασε στην Κωνσταντινούπολη(τέλη Ιουνίου 1203), η οποία την εποχή εκείνη κατά τον Νικήτα Χωνιάτη, θύμιζε στους Δυτικοευρωπαίους «την Σύβαρη, γνωστή για την μαλθακότητά της». Από σύγχρονες Δ πηγές, αναφέρεται ο απεριόριστος θαυμασμός που έτρεφαν οι Σταυροφόροι για το πλούτο της Πόλης.
Α’ ΑΛΩΣΗ(1203) Η οχυρωμένη βυζαντινή πρωτεύουσα θα μπορούσε να αντισταθεί στους Σταυροφόρους, των οποίων ο αριθμός δεν ήταν τόσο μεγάλος. Οι τελευταίοι, όμως, αποβιβάστηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και κατέλαβαν τον Γαλατά, έσπασαν την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο και εισχώρησαν σ’ αυτόν πυρπολώντας τα πλοία που βρίσκονταν εκεί. Ταυτόχρονα οι ιππότες επιτέθηκαν κατά της πόλης, που παρά την απεγνωσμένοι αντίσταση, ιδιαίτερα από τους μισθοφόρους Βαράγγους, καταλήφθηκε( Ιούλιος 1203) από τους Σταυροφόρους. Ο Αλέξιος Γ’-δεν είχε ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να αντισταθεί-, εγκατέλειψε την πόλη και διέφυγε με το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Ο Ισαάκιος Β’ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και επανήλθε στον θρόνο, ενώ ο γιος του Αλέξιος που είχε φτάσει μαζί με τους Σταυροφόρους ανακηρύχθηκε συν-αυτοκράτορας (Αλέξιος Δ’). Η 1η αυτή πολιορκία και κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους έγινε με σκοπό την αποκατάσταση του Ισαάκιου Β’.
ΑΛΛΑΓΗ ΣΧΕΔΙΩΝ Η συνέχεια της Σταυροφορίας δεν ήταν αυτή που είχε σχεδιαστεί στη Ζάρα. Το αυτοκρατορικό ταμείο πλέον ήταν άδειο. Απελπισμένος ο νέος συν-αυτοκράτορας προσπαθεί να συλλέξει το χρηματικό ποσό που έχει υποσχεθεί στους Σταυροφόρους με διάφορους τρόπους: πρόσθετοι φόροι, δασμοί, συλλογή ασημιού και χρυσού από το στολισμό της εκκλησιαστικής περιουσίας. Όμως ο λαός της Κωνσταντινούπολης τρέφει εχθρικά αισθήματα για την νέα του εξουσία, την θεωρούσε προδοτική καθώς συναίνεσε στην Άλωση. Η επανάσταση δεν άργησε. Τον ανέτρεψε και ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Αλέξιο Ε’ Μούρτζουφλο. Αυτός, γνωστός και ως Αυτοκράτορας Αλέξιος Ε’, υποστηριζόταν από την παράταξη που διατίθεντο εχθρικά προς τους Σταυροφόρους και δεν δέχεται να τηρήσει τους όρους των προκατόχων του με τους Σταυροφόρους και αρνείται οποιονδήποτε συμβιβασμό. Αντίθετα προσπαθεί να οργανώσει την άμυνα της πόλης για ενδεχόμενη επίθεση που δεν άργησε. Οι Σταυροφόροι μετά το θάνατο του Ισαάκιου και του Αλέξιου, ύστερα από διαταγή του Μούρτζουφλου, θεώρησαν εαυτούς απαλλαγμένους από κάθε υποχρέωση που έναντι του Βυζαντίου. Η ευθεία σύγκρουση Ελλήνων και Σταυροφόρων ήταν πια αναπόφευκτη. Οι 2οι άρχισαν να σχεδιάζουν την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Πραγματοποιήθηκε μεταξύ Βενετίας και Σταυροφόρων συνθήκη(Μάρτιος 1204), σχετικά με τη διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η 1η πρότασή της είναι εντυπωσιακή: «Εν ονόματι του Χριστού, πρέπει να καταλάβουμε, δια των όπλων, την πόλη». Τα κύρια σημεία της: Η κυβέρνηση των Λατίνων θα εγκαθίστατο στην πόλη και οι σύμμαχοι τους θα συμμετείχαν στην κατανομή των λαφύρων. Επιτροπή αποτελούμενη 6 Βενετών και 6 Γάλλων, θα εξέλεγε εκείνον που, κατά τη γνώμη τους, θα κυβερνούσε καλύτερα τη χώρα «προς δόξαν του Θεού, της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας». Ο Αυτοκράτορας θα είχε στη διάθεσή του το 1/4 της πόλης, την έξω από την πόλη περιοχή και 2 ανάκτορα εντός της πόλης. Τα ¾ θα δίνονταν κατά το ήμισυ στους Βενετούς και το υπόλοιπο στους άλλους Σταυροφόρους. Όλοι οι Σταυροφόροι που θα λάμβαναν μικρές ή μεγάλες κτήσεις, εκτός από τον Ερρίκο Δάνδολο, όφειλαν να ορκιστούν πίστη στον Αυτοκράτορα.
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΛΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ Ο στόλος των Ενετών και Σταυροφόρων έφθασε προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης(23/06/1203). Οι νεοφερμένοι έμειναν κατάπληκτοι από όσα έβλεπαν: «Δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι υπήρχε στον κόσμο τόσο οχυρή πόλη. Είδαν τα υψηλά τείχη, τους ισχυρούς πύργους, τα θαυμαστά παλάτια, τις μεγάλες εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές ώστε κανείς δεν θα το πίστευε αν δεν τις έβλεπε με τα μάτια του. Το μήκος της, το πλάτος της, έδειχναν πως ήταν βασιλεύουσα». Με τα λόγια αυτά περιγράφει τις πρώτες του εντυπώσεις ο ιστορικός και εκ των ηγετών της Σταυροφορίας Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος. Αφού οι Σταυροφόροι δέχθηκαν τους όρους, άρχισαν την προσπάθειά τους να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη με συνδυασμένες επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα. Αρχικός τους στόχος ήταν να αποκαταστήσουν στον θρόνο τον Ισαάκιο Β’ Άγγελο. Οι κάτοικοι της Πόλης τους υποδέχθηκαν εχθρικά, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Αλέξιου Άγγελου. Οι Σταυροφόροι αποβιβάσθηκαν(17/07) στη στεριά και επιτέθηκαν από τη ΝΑ πλευρά της Πόλης. Έβαλαν μεγάλη φωτιά, που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Οι κάτοικοι στράφηκαν κατά του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’ Άγγελου, ο οποίος έφυγε την νύχτα από την Πόλη. Ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος αφέθηκε ελεύθερος και αποκαταστάθηκε στο θρόνο του. Ο γιος του Αλέξιος Άγγελος(01/08) αναγορεύθηκε σε αυτοκράτορα, ως Αλέξιος Δ’ Άγγελος. Το Βυζάντιο βρισκόταν και πάλι σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, αφού υπήρχαν 2 νόμιμοι αυτοκράτορες(Αλέξιος Γ’ Άγγελος και Αλέξιος Δ’ Άγγελος). Ο νέος ηγεμόνας βρήκε τα ταμεία άδεια και συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις δεσμεύσεις του προς τους Σταυροφόρους. Διέταξε να καταστραφούν εικόνες και αντικείμενα λατρείας, μόνο και μόνο για να πάρει τον χρυσό και τον άργυρο που περιείχαν. Ο λαός εξαγριώθηκε και θεώρησε ιεροσυλία την απόφαση αυτή του αυτοκράτορα. Ο αυλικός Αλέξιος Δούκας, γνωστός ως Μούρτζουφλος, εξαιτίας των πυκνών φρυδιών του, εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση. Τον ανέτρεψε και τον στραγγάλισε. Ο Αλέξιος Δούκας ανέβηκε στο θρόνο ως Αλέξιος Ε’. Ο πρώην αυτοκράτορας Ισαάκιος Β’ Άγγελος πέθανε ύστερα από λίγο, από φυσικά αίτια. Επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για μια ακόμη φορά(08/04/1204), για να τιμωρήσουν τον δολοφόνο του Αλέξιου Δ’ Άγγελου. Ο Αλέξιος Ε’ αντέταξε ισχυρή άμυνα, με σύμμαχο τον άσχημο καιρό. Οι επιτιθέμενοι το θεώρησαν θεϊκό σημάδι και θέλησαν να λύσουν την πολιορκία. Οι καθολικοί κληρικοί που τους συνόδευαν κατόρθωσαν να τους πείσουν να παραμείνουν και να καταλάβουν την Πόλη, με τα επιχειρήματα ότι οι Βυζαντινοί είναι προδότες και δολοφόνοι επειδή σκότωσαν τον σεβαστό Αλέξιο Δ’ και χειρότεροι από τους Εβραίους. Ο Πάπας Ινοκέντιος Γ’, για μια ακόμη φορά, είχε διαμηνύσει στους Σταυροφόρους να μην επιτεθούν και να μην σκοτώσουν ούτε ένα χριστιανό, αλλά και πάλι η επιστολή του απεκρύβη από τους παπικούς απεσταλμένους. Σταυροφόροι και Βενετοί, χωρίς προστάτες πλέον σε μια εχθρική περιοχή, βρέθηκαν προς στιγμή σε αμηχανία. Μια 1η επίθεση(πρωί 09/04/1204) εναντίον του θαλάσσιου τείχους αποκρούστηκε. Οι Σταυροφόροι πραγματοποίησαν(12/04/1204) την τελική τους έφοδο κατά της Κωνσταντινούπολης, βοηθούμενοι και από τον καλό καιρό. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε’ Μούρτζουφλος την είχε εγκαταλείψει κι έτσι την κατέλαβαν με σχετική ευκολία, παρά την αντίσταση της αυτοκρατορικής φρουράς. Για 3 μέρες οι «Στρατιώτες του Χριστού» επιδόθηκαν σε παντός είδους βανδαλισμούς και φρικαλεότητες. Δεν δίστασαν να βεβηλώσουν ακόμη και ιερούς χώρους, ανεβάζοντας στον πατριαρχικό θρόνο μία πόρνη, σύμφωνα με τον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη. Όταν ο Πάπας έμαθε για τις βδελυρές πράξεις των εξέφρασε την ντροπή και τον αποτροπιασμό του. Για τα επόμενα 59 χρόνια ο ελλαδικός χώρος θα ζήσει υπό καθεστώς Φραγκοκρατίας. Η τάξη θα αποκατασταθεί το 1261, με την εκδίωξη των Λατίνων και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο. Η Δ’ Σταυροφορία, μόνο κατ’ όνομα υπήρξε. Σχεδόν κανένας από τους Λατίνους μαχητές δεν πάτησε το πόδι του στους Αγίους Τόπους, παρά μόνο διοχέτευσαν όλη τους την ενέργεια στην καταστροφή του Βυζαντίου. Η κληρονομιά της Δ’ Σταυροφορίας: η ολοκλήρωση του Σχίσματος μεταξύ Καθολικής Δ και Ορθόδοξης Α και ο τεμαχισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε λατινικά(Πριγκιπάτο της Αχαΐας, Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, Βασίλειο των Αθηνών, Βασίλειο του Αιγαίου, Ηγεμονία της Κωνσταντινούπολης) και ελληνικά κρατίδια(Δεσποτάτο της Ηπείρου, Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, Αυτοκρατορία της Νικαίας). Η αποτυχία του να ελέγξει του Σταυροφόρους έγινε μάθημα στον Ινοκέντιο και τους διαδόχους του κι έτσι δεν υποστήριξαν αμέσως καμία από τις επόμενες Σταυροφορίες. Επαναλήφθηκε(12/04) στο τείχος του Κεράτιου. Οι Βενετοί-είχαν δέσει τις γαλέρες τους ανά 2 και τις είχαν υπερυψώσει με ξύλινες κατασκευές- τις οδήγησαν γεμάτες στρατό κατά των πύργων. Μετά από σκληρή μάχη, το απόγευμα κατόρθωσαν να καταλάβουν 2 πύργους και να δημιουργήσουν πρώτα ένα άνοιγμα στα τείχη και να ανοίξουν 3 πύλες από όπου άρχιζαν να εισχωρούν στην πόλη. Όταν νύχτωσε, οι Σταυροφόροι είχαν καταλάβει ένα μικρό μέρος της περιοχής κοντά στον Κεράτιο κόλπο. Η βυζαντινή ηγεσία απέδειξε πως δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις περιστάσεις. Ο Αλέξιος Ε’ Μουρτζούφλος και πολλοί ευγενείς εγκατέλειψαν την πόλη από τις χερσαίες πύλες προς τη Θράκη. Έτσι την επόμενη μέρα οι επιτιθέμενοι άρχισαν να προελαύνουν χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Η πρωτεύουσα «έπεσε αφού υπέστη την επίθεση αυτής της εγκληματικής και πειρατικής εκστρατείας που λέγεται Δ’ Σταυροφορία». Μετά την κατάληψη, επί 3 μέρες, οι Λατίνοι λεηλάτησαν κάθε τι που είχε συγκεντρωθεί, δια μέσου των αιώνων, στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτα δεν έμεινε σεβαστό: εκκλησίες, λείψανα, μνημεία τέχνης. Οι ιππότες της Δ και οι στρατιώτες τους και οι Λατίνοι μοναχοί και ηγούμενοι, έλαβαν και αυτοί μέρος στη λεηλασία. Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της πόλης, δίνει μια τρομακτική εικόνα της λεηλασίας, της βίας και της ερήμωσης που έφεραν οι Σταυροφόροι. Κατά τη διάρκεια της λεηλασίας, χάθηκαν πολλά πολύτιμα έργα τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε ανελέητα. Ο Βιλλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ, σε καμία πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα». Μετά από αυτή την Σταυροφορία, όλη η Δ Ευρώπη κοσμήθηκε με τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι περισσότερες εκκλησίες της Δ Ευρώπης απέκτησαν μέρος από τα «ιερά λείψανα» της πόλης. Το μεγαλύτερο μέρος τους-σε μοναστήρια της Γαλλίας- καταστράφηκε στην Γαλλικής Επανάστασης(1789). Τα 4 ορειχάλκινα άλογα, ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκαν από τον Δάνδολο στην Βενετία και διακοσμούν σήμερα την εξώθυρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Μάρκου.
ΝΕΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ Προέκυψε το πρόβλημα της οργάνωσης της κατακτηθείσας περιοχής από τους Σταυροφόρους. Τελικά αποφασίστηκε η ίδρυση μια Αυτοκρατορίας, όμοιας με την προϋπάρχουσα και τέθηκε ζήτημα εκλογής Αυτοκράτορα. Επικρατέστερος φαίνονταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός. Ο Δάνδολος όμως αντιτάχθηκε στην υποψηφιότητα αυτή, θεωρώντας τον πολύ ισχυρό και φοβούμενος ότι οι κτήσεις του βρίσκονταν πολύ κοντά στην Βενετία. Έτσι παραμερίστηκε και επιλέχτηκε ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας, που απείχε περισσότερο από τη Βενετία και ήταν λιγότερο δυναμικός.
Διανομή των εδαφών της Κωνσταντινούπολης, βάσει της συμφωνίας: ο Βαλδουίνος έλαβε τα 5/8 και ο Δάνδολος τα 3/8 μαζί με την Αγία Σοφία. Ο Βαλδουίνος έλαβε και την περιοχή της Ν Θράκης, ένα μικρό τμήμα της ΒΔ Μικράς Ασίας στον Ελλήσποντο και μερικά νησιά του Αιγαίου. Ο Βονιφάτιος πήρε τη Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη και τη Β Θεσσαλία και γινόταν υποτελής του Βαλδουίνου. Η Βενετία, εξασφάλισε τη μερίδα του λέοντος. Η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου έλαβε μερικές περιοχές στις ακτές της Αδριατικής(π.χ. Δυρράχιο, νησιά Ιονίου, μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, περιοχές σε Πελοπόννησο, Κρήτη, μερικούς λιμένες στην Θράκη. Βάσει της συμφωνίας, η Αγία Σοφία περιήλθε στα χέρια του κλήρου της Βενετίας και ο Βενετός Θωμάς Morozini έγινε Πατριάρχης και κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας της Νέας Αυτοκρατορίας. Δημιουργήθηκαν εστίες ελληνικής αντίστασης. Είχαν δημιουργηθεί η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Αμέσως, μετά ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας ιδρύει το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα. Η Δ’ Σταυροφορία ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’(1201), για την κατάληψη των Αγίων Τόπων, που κατείχαν οι Μουσουλμάνοι. Ολοκληρώθηκε(12/04/1204), με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την προσωρινή κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χωρίς τη θέληση του Ποντίφικα
h**p://www.romanity.oodegr.com/stavroforia.html
«Η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους
δεν έχει το αντίστοιχό της στην Ιστορία»
Σερ Στήβεν Ράνσιμαν.
“Ιστορία των Σταυροφοριών”
Η Δ’ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ:
ΤΟ ΑΛΟΘΙ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΟΛΑΤΙΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
Ενώ τονίζεται η 29η Μαϊου 1453 ως το τέλος της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας μας, το κυριότερο γεγονός που κλόνισε την ύπαρξή της ανεπανόρθωτα, και οδήγησε στον οριστικό τερματισμό της υλικής και οικονομικής υπεροχής του κράτους μας σε όλη την Ευρώπη, και τελικά στο 1453, δηλαδή η καταστροφή της Ρωμανίας από τη Δύση, με την Άλωση της Νέας Ρώμης/Κωνσταντινούπολης την 13η Απριλίου 1204 από τους Σταυροφόρους, αποσιωπάται ή δεν του δίνεται η πρέπουσα σημασία. Θα έλεγε κανείς, ότι επειδή ο προσανατολισμός του νεοελληνικού κράτους ήταν προς τη Δύση, οι ηγέτες του σκέφτηκαν ότι αυτός ο προσανατολισμός συνεπάγεται απαραίτητα και τη λήθη της ιστορίας, τη λήθη του γεγονότος ότι εξαιτίας της Άλωσης του 1204 Η Ρωμηοσύνη στάθηκε αδύναμη να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Με άλλα λόγια, η Άλωση του 1204 οδήγησε στα 400-600 χρόνια Τουρκοκρατίας, αλλά αυτό το συμπέρασμα απωθήθηκε, πιθανότατα λόγω του ιδεολογικού προσανατολισμού της ηγετικής τάξης του Ελληνικού κράτους. Είναι σήμερα γενικά παραδεκτό, πως αυτή ήταν η αιτία της επικράτησης των Τούρκων στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Ένα Ρωμαίικο Κράτος που δεν θα είχε υποστεί την Άλωση του 1204, πιθανότατα θα ανέκαμπτε, όπως είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν άλλωστε, και θα αντιμετώπιζε τους Τούρκους νικηφόρα, όπως και τους Άραβες. Αλλα αυτή η ευκαιρία δεν δόθηκε στην ρωμηοσύνη
Η ευκαιρία να χτυπηθεί η Ρωμηοσύνη, δεν άργησε να δοθεί στους Φραγκολατίνους. Ήδη από τον 12 αι πολλές δεκάδες χιλιάδες από αυτούς υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη. Απολάμβαναν προνόμια και ήταν προκλητικοί προς τους Ρωμηούς της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός παραχώρησε το 1082 υπέρμετρα δικαιώματα που τους έκαναν μισητούς στους Ρωμαίους. Ο Ιωάννης ο Β’ έκανε κάποιες προσπάθειες ώστε θα θέσει τέλος στα προνόμια αυτά. Αλλά η ενέργεια του αυτή, είχε ως αποτέλεσμα εχθροπραξίες από μέρους τους τόσο στο Αιγαίο, όσο και στο Ιόνιο και την Αδριατική. Αναγκάστηκε, ο αυτοκράτορας να ξαναδώσει πίσω τα προνόμια, όταν ο στόλος των Βενετών κινήθηκε εχθρικά προς τα εδάφη της Ρωμανίας. Οι Λατίνοι. είχαν αλλοιώσει πολλές πλευρές της δημόσιας ζωής και οικονομικά διείσδυαν στον εμπορικό / επαγγελματικό ιστό συμβάλλοντας στην παρακμή της αυτοκρατορίας. Η Ρωμαϊκή οικονομία, πλέον ήταν υποχείριο της δύσης.
Ο λαός της Ρωμηοσύνης, αντιστάθηκε στις προκλήσεις τους, με μεγάλες εξεγέρσεις, οι οποίες βάφτηκαν με αίμα. Τον Μάιο του 1182, έγινε η πρώτη εξέγερση κατά των Λατίνων. Μια επανάσταση που χαρακτηρίστηκε από σφαγές και εξανδραποδισμούς. Κάτω από την πίεση της κατάστασης ο Ανδρόνικος ο Α’ αναγκάστηκε να υιοθετήσει την αντιλατινική πολιτική. Όπως είναι φυσικό, οι Λατίνοι αντέδρασαν κατά της Ρωμανίας. Η επεκτατική πολιτική τους εκφράστηκε με την επίθεση των Ούγγρων στη βαλκανική το 1183 καθώς και με την επίθεση των Νορμανδών κατά των Ρωμαϊκών εδαφών το 1185, με αποτέλεσμα την άλωση της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε νέα επανάσταση του δυσαρεστημένου από τα γεγονότα λαού στη την οποία σφαγιάστηκε ο Ανδρόνικος.
Αυτοκράτορας έγινε ο Iσαάκιος ο B΄ ο Άγγελος. Δυστυχώς, εκείνη την περίοδο, η Ρωμανία έπασχε από ελλιπή ηγεσία Οι Άγγελοι ήταν ίσως η χειρότερη δυναστεία! Ο Παπαρρηγόπουλος λέει (Δ΄ Β 237): “η ολεθρία των Αγγέλων γενεά”. ο Iσαάκιος προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους Λατίνους και να τους παραχωρήσει ξανά, ευνοϊκή μεταχείριση. Το 1187 επαναφέρει τα προνόμια των Βενετών, οι οποίοι έχουν πλέον την υποχρέωση να μην συνάπτουν συμμαχίες ενάντια στην Αυτοκρατορία. Το 1195 ανατρέπεται ο Ισαακιος από τον Αδελφό του Αλέξιο Γ’ , πράγμα το οποίο κάνει τους Βενετούς σκεπτικούς, αν και τα προνόμια τους ανανεώνονται.
Ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ’ ήταν ο πνευματικός πατέρας της 4ης Σταυροφορίας. Υπήρχε σε αυτήν ένα ανάμεικτο πνεύμα αρρωστημένης θρησκευτικότητας και «ιπποτικής» ιδεολογίας. Έστειλε τους Λατίνους ιεροκήρυκες να προωθήσουν την υπόθεση του ιερού πολέμου στην Δυτική Ευρώπη. την κήρυξη του ιερού πολέμου. Ο Θεοβάλδος ο Γ΄., κόμης της Καμπανίας , κήρυξε τελικά τον (ανίερο) πόλεμο. Οι Σταυροφόροι “Ήταν ένα περίεργο ανακάτωμα από ευσεβείς και θρήσκους άνδρες, αλλά και από αποβράσματα της κοινωνίας, από ανθρώπους, δηλαδή, που ήταν ικανοί για κάθε έγκλημα” [Παντίτ Νεχρού “Παγκόσμιος Ιστορία”, επιστολή 62α]. Μυριάδες λαού έσπευσαν στο κάλεσμα των κηρύκων της Σταυροφορίας. Η θρησκευτικότητα ήταν πρόσχημα και επικάλυψη της κατάκτησης. Οι ελευθερωτές των Αγίων Τόπων έγιναν κατακτητές της Ανατολής, κοσμικοί και πνευματικοί αφέντες και δυνάστες. Το φεουδαρχικό κλίμα της Φράγκικης Δύσης μεταφυτεύτηκε στην Ανατολή.
To συμβούλιο που αποτελείτο από τους Φεουδάρχες οι οποίοι λάμβαναν μέρος στην σταυροφορία αποφάσισε πως η συγκέντρωση θα γινόταν στην Βενετία και κατόπιν θα κατευθύνονταν είτε στην Συρία, είτε στην Αίγυπτο. Οι σταυροφόροι έπασχαν τόσο από πλευράς οργάνωσης και εξοπλισμού, όσο και στα οικονομικά. Γι’ αυτό συνάψανε συμφωνία με τους Βενετούς, με την οποία θα παρείχετο τροφή και υποστήριξη , έναντι 85.000 μάρκων. Επίσης προσέφεραν και τα μισά εδάφη που θα κατακτούσαν οι σταυροφόροι. Οι περισσότεροι έφτασαν το 1202, αργοπορημένα στην Βενετία. Η οργάνωση, ο εξοπλισμός και τα οικονομικά τους ήταν σε άθλια κατάσταση. Μια και δεν μπορούσαν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους , οι σταυροφόροι αναγκάστηκαν να βοηθήσουν τους Βενετούς χτυπώντας εχθρικές πόλεις, ως «πληρωμή». Κατέστρεψαν και λεηλάτησαν την πόλη Ζάρα.
Ο Βολταίρος έλεγε ότι η “Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους” δεν ήταν ούτε αγία, ούτε ρωμαϊκή ούτε καν αυτοκρατορία! Η Βενετική “Serenissima Repubblica” (Γαληνότατη Δημοκρατία) κατ’ αναλογία , ούτε γαλήνια, ούτε και Δημοκρατία ήταν. Ήταν ένα κράτος βαθιά ιμπεριαλιστικό, πλουτοκρατικό, αποικιοκρατικό και ρατσιστικό / αριστοκρατικό. Το Βενετικό κράτος ήταν «εμπορικό». Βεβαίως, δεν γνωρίζουμε αν το να είσαι κλέπτης και κλεπταποδόχος είναι «εμπόριο». Ο Φράγκος σταυροφόρος εντυπωσίασε , κλέβοντας και διαλύοντας την Ρωμηοσύνη. Δεν είναι μόνο τα «ελγίνεια» μάρμαρα που ξέρουμε όλοι. Όποιος έχει επισκεφθεί την Ιταλία, θαυμάζει , στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, τα τέσσερα χάλκινα άλογα που κοσμούν τον εξώστη του ναού, τα οποία κάποτε στόλιζαν τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης! Ακόμα και η βαριά μεγαλοπρεπής χαλύβδινη πόρτα του ναού, κάποτε κοσμούσε την Αγία Σοφία! Η Βενετία, ξεκίνησε ως μία καθαρά Ρωμαίικη πόλη, αλλά τελικά κατάληξε να αλωθεί πολιτισμικά από τους Φράγκους και να γίνει και αυτή Φραγκική. Αυτό συνέβη, κυρίως, μετά την κατάληψη του Πατριαρχείου Ρώμης από τους Φράγκους. Για παράδειγμα, ως τον 10ο αιώνα τα δημόσια έγγραφα της Βενετίας άνοιγαν με το όνομα του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Στα τέλη του 12ου αιώνα όλοι οι Δόγηδες έφεραν τίτλους Ρωμηών αυλικών αξιωματούχων. Το σύστημα χρονολόγησης των εγγράφων παρέμεινε Ρωμαϊκό και συνέχισε να χρησιμοποιεί το μεσαιωνικό Index, ενώ ως την ενθρόνιση του τελευταίου βενετού Δόγη το 1789 το τελετουργικό ακολουθούσε αυστηρά τη Ρωμαίικη παράδοση. [GHERARDO ORTALLI, «H Βενετία και τα ίχνη του Βυζαντίου», ΤΟ ΒΗΜΑ , 24-10-2004 ] Μόνο μετά το 1797, οπότε και εγκαθιδρύθηκε η «Γαληνότατη Δημοκρατία», η Βενετία απέταξε εντελώς τα σύμβολα της Ρωμαίικης αυτοκρατορίας.
-
Στην πόλη Ζάρα στην Αδριατική Ακτή, αρχές του 1203, οι σταυροφόροι δέχτηκαν τους αντιπροσώπους του Αλέξιου Δ΄ Αγγελου , υιού του εκθρονισμένου και τυφλωμένου Ισάκιου Β΄ Αγγελου,. Η αδελφή του Αλέξιου είχε παντρευτεί τον βασιλιά της Σουηβίας Φίλιππο. Ο Αλέξιος Δ΄ έχει χαρακτηριστεί ο «Εφιάλτης» της Ρωμανίας! Αυτός έφερε τους Λατίνους Σταυροφόρους στην Κωνσταντινούπολη. Ήθελε να αποκαταστήσει, στον θρόνο, τον πατέρα του Ισαάκιο. Συνεργάστηκε όμως, με τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, για να πετύχει τον σκοπό του. Οι Σταυροφόροι δεν μπόρεσαν αν αποφασίσουν, και απέπλευσαν προς Κέρκυρα, όπου ο Αλέξιος επανέλαβε τις προτάσεις του.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο δόγης της Bενετίας Eρρίκος Δάνδολος, ο οποίος έτρεφε μίσος κατά των Ρωμηών. Ο Δάνδολος έγινε Δόγης όταν ήταν 85 ετών. Είχε τυφλωθεί στην Κωνσταντινούπολη , ενώ ήταν επικεφαλής μίας πρεσβείας των Βενετών στον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό. Το 1171, ο αυτοκράτορας, έχοντας απηυδήσει από την “ανυπόφορη” συμπεριφορά των Βενετών εμπόρων, είχε συλλάβει μερικούς από αυτούς. Ο Δάνδολος θα έλθει, τότε, σε σύγκρουση με τον Μανουήλ Α΄ και σε μια συμπλοκή στην Πόλη, τραυματίστηκε και τυφλώθηκε, σύμφωνα με τον Στήβεν Ράνσιμαν. Έτσι, ο Δάνδολος μισούσε θανάσιμα τους Ρωμηούς και ανέμενε κάποια ευκαιρία, για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Επόμενο ήταν να «αρπάξει την ευκαιρία» και να ασκήσει και αυτός επιρροή , ώστε η εκστρατεία να κατευθυνθεί προς την Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη.
Τον Μάιο του 1203 ο στόλος των σταυροφόρων έφυγε από την Κέρκυρα και έφθασε στην Βασιλεύουσα τον Ιούνιο. O ιππότης Γοδεφρείδος Bιλλεαρδουΐνος, που μετείχε ο ίδιος στη Σταυροφορία, έκπληκτος και αυτός, έγραψε χρονογραφία («Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης») που δίνει σαφή εικόνα των εντυπώσεων, σχετικά με το μέγεθος του ρωμαϊκού πολιτισμού, που αντίκρισαν οι στρατιώτες:
Παράγραφος 128.: «Τώρα μπορείτε να μάθετε πως κοίταζαν επίμονα την Κωνσταντινούπολη εκείνοι που δεν την είχαν δει ποτέ [σ.σ.: αναφέρεται στην στιγμή όπου τα δυτικά στρατεύματα πρωτοαντίκρισαν την Πόλη, 24 Ιουνίου 1203]. Γιατί δεν μπορούσαν καθόλου να σκεφτούν πως μπορεί να υπάρχει σε όλο τον κόσμο μια τόσο ΠΛΟΥΣΙΑ πόλη, όταν είδαν αυτά τα ψηλά της τείχη και τους ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ πύργους κι αυτά τα ΠΛΟΥΣΙΑ παλάτια με τις ψηλές εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα το πίστευε αν δε το έβλεπε με τα μάτια του, και ακόμα το μήκος της πόλης που κυβερνούσε τις υπόλοιπες. Και μάθετε πως δεν υπήρξε άνθρωπος, άνθρωπος τόσο ασυγκίνητος, που να μην ανατριχιάσει. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου περίεργο, γιατί ποτέ δεν ανέλαβαν άνθρωποι μια τόσο μεγάλη επιχείρηση από τότε που χτίστηκε ο κόσμος.»
Τρομοκρατημένος ο σφετεριστής αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ διέφυγε στην Θράκη παίρνοντας μαζί του το κρατικό θησαυροφυλάκιο. Με την βοήθεια των Φράγκων που παρέμειναν έξω από την πόλη, ο τυφλωμένος πρώην αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος αποκαταστάθηκε στον θρόνο του. Συναυτοκράτορας έγινε ο υιός του Αλέξιος Δ΄ Άγγελος. Ο Iσαάκιος επικύρωσε με χρυσόβουλλο όλες τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στους Σταυροφόρους ο Aλέξιος ο Δ΄. Η βασιλεία τους, όμως, δεν κράτησε πολύ.
Ο λαός αντέδρασε στην υποδούλωση στους δυτικούς, που ήταν εμφανής και ξέσπασε επανάσταση. Την αγανάκτηση του πληθυσμού προκάλεσαν η επιβολή βαριάς φορολογίας και η ληστρική συμπεριφορά των σταυροφόρων. Η επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα ο Αλέξιος Δ’ να χάσει τόσο το στέμμα, όσο και την ίδια τη ζωή του. Στο θρόνο ανέβηκε ο γαμπρός του Αλέξιου Γ’, Αλέξιος Ε’ Δούκας Μούρτζουφλος τον Ιανουάριο του 1204. Οι σταυροφόροι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία και αποφάσισαν να επέμβουν, αυτή τη φορά όμως για να τοποθετήσουν όχι μια Ρωμαίικη κυβέρνηση, αλλά μια δική τους. Με εισήγηση του δόγη της Βενετίας Δάνδολου υπέγραψαν μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης συμφωνία διανομής των εδαφών της Ρωμανίας (Partitio Romaniae) και άρχισαν την πολιορκία της πόλης που έπεσε στα χέρια τους στις 13 Απριλίου 1204. Η ειρωνεία της τύχης είναι πως ο Δάνδολος πέθανε στην Κων/πολη και θάφτηκε στην Αγία Σοφία.
Η “βασιλίδα των πόλεων”, απόρθητη από την εποχή της ίδρυσής της υπέκυψε για πρώτη φορά στον εχθρό. Φοβερές λεηλασίες και σφαγές ακολούθησαν την άλωση της Πόλης. Kύριοι της Kωνσταντινούπολης οι σταυροφόροι και οι συνεργάτες τους Bενετοί επέβαλαν το δίκαιο του κατακτητή. Οι σφαγές και η λεηλασία των δημόσιων κτηρίων και των ιδιωτικών κατοικιών ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Άπληστοι και ακόρεστοι οι ιππότες της Δύσης επέπεσαν πάνω στα θαυμαστά πλούτη και τους θησαυρούς που είχαν συγκεντρώσει αιώνες πολιτισμού στη Bασιλεύουσα. [«H Δ’ Σταυροφορία και η πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης», Nίκος Γ.Mοσχονάς Iνστιτ. Bυζαντ. Eρευνών, ενθετο "Επτά Ημέρες" εφημ "Καθημερινή", 1-11-98].
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ (1198-1216), θα απειλήσει, δήθεν, τους Σταυροφόρους με αφορισμό, αλλά θα φροντίσει να λησμονήσει, εγκαίρως, την απειλή του. Μετά την καταστροφή της Βασιλεύουσας, θα γράψει προς τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη ότι «οι Λατίνοι υπήρξαν όργανο της Θείας Προνοίας, που τιμώρησε τους ‘Ελληνες για την άρνησί τους να δεχθούν την ηγεσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας» [Αρχιεπισκόπου πρ. Θυατείρων και Μ. Βρεταννίας Μεθοδίου Γ. Φούγια, Μητροπολίτου Πισιδίας, “'Ελληνες και Λατίνοι”, Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα , σ. 278,] Σε ολόκληρη την Δύση θα ψάλλουν ύμνους για να πανηγυρίσουν την πτώση της «μεγάλης ανίερης (profana) πόλεως».
Στη θέση του αυτοκράτορα τοποθετήθηκε νέα λατινική κυβέρνηση. Οι κληρονόμοι του Ρωμαϊκού θρόνου, από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, επρόκειτο να συνεχίσουν τους αγώνες, μέχρι την ανάκτησή της το 1261 από το Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο.
-
ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ:
«Οι επιπτώσεις της Τέταρτης Σταυροφορίας επί του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν εξ ολοκλήρου καταστρεπτικές. Η λάμψη του ελληνικού πολιτισμού, την οποία το Βυζάντιο (σ.σ: διάβαζε Ρωμανία) συντηρούσε επί εννέα αιώνες μετά από την επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας, έσβησε ξαφνικά… Το έγκλημα της Τέταρτης Σταυροφορίας παρέδωσε την Κωνσταντινούπολη και τη Βαλκανική Χερσόνησο σε έξι αιώνες βαρβαρότητας… Προκειμένου να αντιληφθούμε την πλήρη σημασία της λατινικής κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, πρέπει να προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε ποιος θα ήταν σήμερα ο πολιτισμός της Δυτικής Ευρώπης, αν η προ έξι αιώνων Ρωμανία δεν είχε καταστραφεί. Μπορεί κανείς να φανταστεί όχι μόνο τη Μαύρη Θάλασσα, τον Βόσπορο και τον Μαρμαρά να περιβάλλονται από προοδευτικά και πολιτισμένα έθνη. αλλά ακόμα και τα ανατολικά και νότια παράλια της Μεσογείου να έχουν επιστρέψει υπό μια καλή διακυβέρνηση και υπό μια θρησκεία η οποία δεν αποτελεί φραγμό στον πολιτισμό…» [σερ Έντουιν Πήαρς, «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204»]
Η λεηλασία και απογύμνωση της Κωνσταντινουπόλεως από όλα της τα πλούτη, δεν είχε όμοιο της. Όσοι τολμούσαν να αντισταθούν σφάζονταν επί τόπου. Δεν έμεινε παλάτι, αρχοντικό εκκλησία μεγάλη ή μικρή, μοναστήρι, χαμοκέλα, που να μην υποστεί φρικώδη λεηλασία. Ιδίως τους προσέλκυσε ο μυθικός πλούτος της Αγίας Σοφίας. Μπήκαν μέσα στον Ιερό Ναό με άλογα και μουλάρια που λέρωναν με τις κοπριές τους το μαρμάρινο δάπεδο. Και άρχισαν με φρενιτιώδη ταχύτητα να ξηλώνουν και να παίρνουν τα πάντα: από άγια δισκοπότηρα, ευαγγέλια, ιερά άμφια, άγιες εικόνες, την Αγία Τράπεζα, και το ασημένιο εικονοστάσιο του Τέμπλου, αφού προηγουμένος το έκαναν κομμάτια, μανουάλια, πολυκάνδηλα, μέχρι και κουρτίνες. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεηλασίας μια Γαλλίδα πόρνη ανεβασμένη στον πατριαρχικό θρόνο χόρευε ασεμνα μισόγυμνη και τραγουδούσε. Ούτε οι τάφοι των Αυτοκρατόρων γλύτωσαν: συλήθηκαν όλοι, ενώ τα λείψανα πετάχτηκαν εδώ κι εκεί. π.χ. το πτώμα του Βασίλειου Β’ Μακεδόνα πετάχτηκε έξω και στα χέρια του τοποθέτησαν οι Φράγκοι μια φλογέρα –ειρωνικά -. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Παλαμάς έγραψε το ποίημα «η φλογέρα του βασιλιά».
Κυρίως όμως καταστράφηκαν αναρίθμητα έργα τέχνης. Τόσο της κλασσικής αρχαιότητας (π.χ. αγάλματα του Δια, του Απόλλωνα, των Διοσκούρων, το χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή από τον Λύσσιπο τον Σικυώνιο, της Άρτεμης, της Ηρας, της Ελένης του Μενελάου κ.ά. που κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και παλάτια της Βασιλεύουσας) όσο και της Ρωμαϊκής περιόδου, τα οποία κομμάτιαζαν για να αφαιρέσουν το χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, ενώ τα κατασκευασμένα από χαλκό τα έλυωναν στα καμίνια για να κόψουν νομίσματα. Τα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα καίγονταν από τους σταυροφόρους, για να ψήσουν τα κρεατικά τους! Οι πιο φρικτοί από όλους ήταν οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί, ενώ αντιθέτως οι Βενετοί που ήταν εξοικειωμένοι με το Ρωμάϊκο πολιτισμό ήταν οι πλέον φιλεύσπλαχνοι έναντι των ηττημένων: Ήταν τέτοια η έκταση της καταστροφής που στο τέλος το άλλοτε περικαλλές άστυ, η Βασιλίδα των πόλεων της οικουμένης, που επί 9 αιώνες είχε συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη, κατάντησε σκέτο κουφάρι!
Μεθυσμένοι από τη νίκη τους οι Φραγκοδυτικοί περιγελούσαν τους νικημένους, φορούσαν με γελοίο τρόπο τα ρούχα που τούς είχαν αρπάξει, τοποθετούσαν στα κεφάλια των αλόγων τους τις καλύπτρες και τα κοσμήματα των Ρωμηών. Άλλοι κρατούσαν αντί για σπαθί χαρτιά, μελανοδοχεία, και βιβλία, και περιφέρονταν στους δρόμους της Πόλης, παριστάνοντας τους λογίους. Το πιο τραγικό από όλα ήταν όμως ότι ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως, αδιακρίτως ηλικίας ή ιδιότητας (μοναχές) υποβλήθηκε στην τρομερή διαδικασία του βιασμού. Τότε ακριβώς εσφάγησαν οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους: διότι στην προσπάθειά τους οι πατεράδες και οι σύζυγοι να διαφυλάξουν την τιμή των θυγατέρων και των συζύγων έπεσαν θύματα των αποχαλινωμένων Δυτικών. Βόγκηξε η Κωνσταντινούπολη από τον ατελείωτο βιασμό. Δεν περιγράφονται τα μαρτύρια που υπέστησαν οι κάτοικοι επί τρεις συνεχείς ημέρες, διότι τους βασάνιζαν απάνθρωπα για να τους αποκαλύψουν τα μέρη όπου είχαν κρύψει χρυσά και αργυρά νομίσματα και κυρίως τιμαλφή. Μόνο όταν κορέστηκε η δίψα τους για αρπαγή, αίμα και γενετήσιες απολαύσεις, ησύχασαν, αφού πρώτα τους τρόμαξε μια έκλειψη σελήνης. Κατόπιν συγκέντρωσαν όλη τη λεία και την έθεσαν υπό την φύλαξη των ευγενών.
Γράφει κι ο Νικήτας Χωνιάτης για την Άλωση της Πόλης:
«Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. (..)Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους (…) Τέτοιες παρανομίες έκαναν οι στρατοί από τη Δύση εναντίον της κληρονομιάς του Χριστού, χωρίς να δείξουν σε κανένα φιλανθρωπία, αλλά γυμνώνοντάς τους όλους από χρήματα και κτήματα, από σπίτια και ρούχα. (…) και το πιο σημαντικό, αυτοί που πήραν το σταυρό στους ώμους και πολλές φορές ορκίστηκαν σε αυτόν και στα θεία λόγια ότι θα περάσουν δίχως να πειράξουν τις χώρες των Χριστιανών, χωρίς να κοιτάξουν αριστερά ή να εκκλίνουν προς τα δεξιά, αλλά θα οπλιστούν κατά των Σαρακηνών και να βάψουν τα ξίφη τους με το αίμα τους.(…) Οι δε Σαρακηνοί δεν έκαναν έτσι, και φέρθηκαν πολύ φιλάνθρωπα και ευγενικά όταν κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ. Γιατί ούτε πείραξαν τις γυναίκες των Λατίνων, ούτε τον κενό τάφο του Χριστού έκαναν ομαδικό τάφο,(…) και αφήνοντας όλους να φύγουν με ένα ορισμένο αριθμό χρυσών νομισμάτων και από τον καθένα έπαιρναν μερικά πράγματα αφήνοντας τα υπόλοιπα στους κατόχους τους, ακόμα κι αν αυτά ήταν σαν την άμμο. Κι έτσι φέρθηκε το γένος που μάχονταν το Χριστό [σ.σ: οι Άραβες] προς τους αλλόπιστους Λατίνους, ούτε με ξίφος ούτε με φωτιά ούτε με λιμό ούτε με διωγμούς ούτε με άλλα δεινά. Σε εμάς όμως τα προκάλεσαν αυτά τα παραπάνω οι φιλόχριστοι και ομόδοξοι [σ.σ: οι Δυτικοί της Δ΄ Σταυροφορίας], όπως είπαμε με συντομία, αν και δεν είχαμε κάνει κάποιο αδίκημα»
Και βεβαίως , είναι φυσικό που οι Ρωμηοί ένοιωθαν απορία με το μέγεθος της καταστροφής, αφού , με τον πόλεμο με τους άραβες , ουδέποτε είχαν γνωρίσει τέτοια κτηνωδία, τους φαινόταν ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ πως άνθρωποι με πίστη στον Χριστό , ήταν δυνατόν να φέρονται έτσι. Σε αντίθεση με την γενικότερη έλλειψη ανεκτικότητας της Δύσης, στη Ρωμανία οι «μισαλλόδοξοι Ρωμηοί» (όπως αρέσκονται κάποιοι να αποκαλούν) είχαν κτίσει ήδη από τις αρχές του 8ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη τζαμί, για να προσεύχονται οι μουσουλμάνοι που περνούσαν από εκεί (π.χ. εμποροι), κι αργότερα έχτισαν και άλλα δύο. Ας μάς πει κανείς, πότε πρωτοχτίστηκε ισλαμικό τέμενος σε κράτος της Δυτικής Ευρώπης; Από τον 8ο αιώνα, οι Ρωμηοί δεν είχαν πρόβλημα να υπάρχει τζαμί στην πρωτεύουσα ενός χριστιανικού κράτους, το οποίο αντιμαχόταν τους Μουσουλμάνους και ήταν σε πόλεμο με αυτούς. Αν αυτό δε σημαίνει ανεκτικότητα, τότε τι σημαίνει, σε μια εποχή όπου οι Δυτικοί έκαναν Σταυροφορίες;
Διαβάζουμε, από την περιγραφή του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, που συμμετείχε στη πολιορκία, στο “Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης”:
247. “Εκείνη τη νύχτα [σ.σ: 12 προς 13 Απριλίου 1204], μπροστά στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου του Μονφερατικού, δεν ξέρω ποιοι άνθρωποι, που φοβόντουσαν μην τους επιτεθούν οι Έλληνες, βάλανε φωτιά στο χώρο ανάμεσα σε αυτούς και στους Έλληνες. Και η πόλη άρχισε να αρπάζει φωτιά και να καίγεται πολύ άσχημα, και καιγόταν όλη εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα μέχρι το απόγευμα. Και τούτη ήταν η τρίτη πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη από τότε που ήρθανε οι Φράγκοι στην χώρα. Και υπήρχαν περισσότερα καμένα σπίτια από όσα υπήρχαν στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας.
248. Και τα λάφυρα ήταν τόσα πολλά που κανείς δεν ήξερε να πει πόσα, χρυσάφι, και ασήμι και σκεύη και πολύτιμα πετράδια και μετάξια και γούνινα φορέματα από γκρίζο σκίουρο και από ερμίνα, και όλα τα ακριβά πράγματα που βρέθηκαν ποτέ στη γη. Και δίνει βέβαιη μαρτυρία ο Γοδεφρίδος ο Μαρεσάλης της Καμπανίας, αληθινά και έχοντας σωστά τα λογικά του, πως από τότε που χτίστηκε ο κόσμος δεν πάρθηκαν τόσα λάφυρα από μια μόνο πόλη.
249. Ο μαρκήσιος Βονιφάτιος του Μονφερράτου προχώρησε κατά μήκος της ακτής προς το παλάτι του Βουκολέοντα. Και σαν έφτασε εκεί, του το παρέδωσαν, για να σώσουν τη ζωή τους, εκείνοι που ήταν μέσα. Εκει βρήκε τις περισσότερες από τις πιο σπουδαίες κυρίες όλου του κόσμου, που είχαν καταφύγει στο κάστρο. Εκεί βρισκόταν η αδελφή του βασιλιά της Γαλλίας, που ήταν κάποτε αυτοκράτειρα [Αγνή, κόρη του Λουδοβίκου Ζ΄], και η αδελφή του βασιλια της Ουγγαρίας που ήταν κι αυτή αυτοκρατειρα, και πολλές σπουδαίες κυρίες. Για το θησαυρό που βρισκόταν σε εκείνο το παλάτι, δε πρέπει καθόλου να μιλάμε. Γιατί υπήρχαν τόσα που δεν έχουν ούτε τέλος ούτε αριθμό.
251. Ο καθένας πήρε για να μείνει όποιο σπίτι ήθελε, και υπήρχαν πολλά. Και έπρεπε να δοξάσουν πολύ τον Κύριο Ημών, γιατί δεν είχαν πάνω από είκοσι χιλιάδες οπλισμένους ανθρώπους ανάμεσά τους και με τη βοήθεια του Θεού νίκησαν τετρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους ή και περισσότερους, και μάλιστα μέσα στην πιο ισχυρή πόλη που υπήρξε σε όλον τον κόσμο, που ήταν μεγάλη πόλη, και η πιο καλά οχυρωμένη.
-
Όμως η λεηλασία και η άλωση, δεν σταμάτησε στο «1204». Η Φραγκικη αγνωμοσύνη και τάση προς την καταστροφή, συνεχίστηκαν και στους επόμενους αιώνες. Χαρακτηριστικό , είναι το εξής: Το 450 μ.Χ. ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Κατόπιν, το 1453, κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων πλέον, εξελίχθηκε σε τζαμί. Το 1674, ο Γάλλος πρεσβευτής Μαρκήσιος του Nointel επισκεύτηκε την Αθήνα συνοδευόμενος από τον Jacques Carrey, ο οποίος έκανε κάποια σχέδια του Παρθενώνα. Στα σχέδια του Carrey φαίνεται ότι εκείνη την εποχή ο Παρθενώνας παρέμενε ακόμα άθικτος. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1687, ο Βενετός στρατηγός Francesco Morosini πολιόρκησε την Ακρόπολη. Τη βομβάρδισε παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως οι Τούρκοι τη χρησιμοποιούσαν ως πυριτιδαποθήκη. Από την έκρηξη που δημιουργήθηκε καταστράφηκε μεγάλο μέρος του Παρθενώνα.
Διονύσιος Βούτος είπε