Τα επόμενα χρόνια ασχολήθηκε με την οργάνωση του κράτους του, την
ενίσχυση της οικονομίας και του στρατού πάνω σε υγιείς βάσεις και την
προετοιμασία της επιστροφής στην Κωνσταντινούπολη. Πέθανε το 1222
αφήνοντας ως διάδοχό του τον γαμπρό του, Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη. Ο
Θεόδωρος Α' ενυμφεύφθη τρεις φορές. Πρώτα το 1198/9 την Άννα Αγγελίνα,
θυγατέρα του Αλεξίου Γ' Αγγέλου, αυτοκράτορος των Ρωμαίων και της
Ευφροσύνης Δούκαινας Καματηράς. Παιδιά αυτού του γάμου είναι: Ειρήνη
Λασκαρίνα, η οποία παντρεύτηκε πρώτα τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο και μετά
τονΙωάννη Γ' Δούκα Βατάτζη μετέπειτα αυτοκράτορα των Ρωμαίων,Μαρία
Λασκαρίνα (π.1206-1270), που παντρεύτηκε τον Bela IV Arpad μετέπειτα
βασιλιά της Ουγγαρίας (του υιού τους Stephen V Arpad η κόρη Anna Arpad
θα υπανδρευθεί τον Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο αυτοκράτορα των Ρωμαίων), και
άλλα τρία τέκνα. Μετά το θάνατο της Άννας Αγγελίνας το 1212, ο Θεόδωρος
Α' παντρεύτηκε την Philippa Rupenid, κόρη του Rupen III, κυρίου της
Μικράς Αρμενίας (στην Κιλικία) και της Isabella Toron. Από αυτό τον γάμο
γεννήθηκε τo 1214 ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης. Ο Θεόδωρος Α' χώρισε τη
σύζυγό του το 1216 και το 1219 παντρεύτηκε την Maria de Courtenay, κόρη
του Πέτρου του Κουρτεναί λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και
της Yolanda Hainaut-Flanders. Ο γάμος δεν είχε απογόνους.
Η μάχη
στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου (γνωστή και ως μάχη του Alaşehir) είναι μια
σημαντική σύγκρουση μεταξύ των Βυζαντινών της αυτοκρατορία της Νίκαιας
και τωνΣελτζούκων Τούρκων. Έλαβε χώρα στην Αντιόχεια επί του ποταμού
Μαιάνδρου (τουρκικά: Μεντερές), στη Φρυγία, τον Ιούνιο (πιθανά στις 17)
του 1211. Η ήττα των Σελτζούκων σταθεροποίησε την εξουσία της
αυτοκρατορίας της Νίκαιας στη δυτική Μικρά Ασία. Όταν η Βυζαντινή
Αυτοκρατορία διαμελίστηκε από τους Σταυροφόρους το 1204, ο έκπτωτος
αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος βρήκε καταφύγιο στην αυλή του Σελτζούκου
σουλτάνου Καϊχοσρόη Α΄ (Kaykhusraw) στο Ικόνιο. Εν τω μεταξύ, ο
Θεόδωρος Α' Λάσκαρης κατόρθωσε να εδραιώσει την εξουσία του στη δυτική
Μικρά Ασία και, το 1208, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου (αν και
στην ιστοριογραφία, επικράτησε το κράτος του να αποκαλείταιαυτοκρατορία
της Νίκαιας). Ο Τούρκος σουλτάνος ενημέρωσε, διαμέσου πρεσβείας, τον
Θεόδωρο για την άφιξη του πεθερού του Αλεξίου Γ΄ στο Ικόνιο, και τον
κάλεσε να παραιτηθεί υπέρ του τελευταίου. Μετά την άρνηση του Θεόδωρου, ο
σουλτάνος συγκέντρωσε στρατό και εισέβαλλε στα εδάφη της αυτοκρατορίας
της Νίκαιας, την άνοιξη του 1211, συνοδευόμενος από τον Αλέξιο.
Ο
Βυζαντινός αυτοκράτωρ της Νίκαιας συγκέντρωσε 2.000 άνδρες (από τους
οποίους οι 800 ήταν αξιόμαχοι "Λατίνοι" Ιταλοί μισθοφόροι),. Άγνωστη
παραμένει η αριθμητική δύναμη του σελτζουκικού στρατού, με τις
βυζαντινές πηγές να δίνουν αριθμούς που θεωρούνται γενικά διογκωμένοι,
ωστόσο σύγχρονος ιστορικός εκτιμά πως οι 20.000 που μαρτυρά ο Γρηγοράς
είναι πιθανώς κοντά στην πραγματικότητα. Η βυζαντινή στρατιά, με γρήγορη
πορεία, στρατοπέδευσε προς στιγμήν στη Φιλαδέλφεια της Λυδίας (σημ.
Alaşehir) και κατόπιν κατέφθασε έξω από την Αντιόχεια, την οποία
πολιορκούσαν οι Τούρκοι του Καϊχοσρόη. Η επίθεση ξεκίνησε από την πλευρά
των Βυζαντινών, με το ιππικό των Λατίνων μισθοφόρων να επιτίθεται
ορμητικά και να εξολοθρεύεται από τους Τούρκους. Ο υπόλοιπος στρατός του
Λάσκαρη τράπηκε σε φυγή και οι νικηφόροι Τούρκοι έφτασαν μέχρι το
βυζαντινό στρατόπεδο, όπου και σταμάτησαν για να το λεηλατήσουν. Έτσι
δόθηκε η ευκαιρία στον υπόλοιπο βυζαντινό στρατό να ανασυγκροτηθεί και
να εφορμήσει εναντίον των αποδιοργανωμένων Τούρκων. Σε μια φάση της
μάχης, ο έφιππος Λάσκαρης μονομάχησε με τον ίδιο τον Καϊχοσρόη, ο οποίος
επέβαινε σε άλογο χαρακτηριστικά μεγάλων διαστάσεων, και τον σκότωσε.
Οι πηγές συμφωνούν ότι, αρχικά, ο Καϊχοσρόης χτύπησε και έριξε τον
Λάσκαρη από το άλογό του αλλά κατόπιν ο δεύτερος κατάφερε να ρίξει κάτω
τον Καϊχοσρόη, χτυπώντας τα πόδια του αλόγου του. Καθώς ο σουλτάνος ήταν
πεσμένος στο έδαφος, αποκεφαλίστηκε από τον αυτοκράτορα, κατά τις
βυζαντινές πηγές, ενώ ο Ibn Bibi, Πέρσης ιστορικός στην υπηρεσία των
Σελτζούκων, αναφέρει πως σκοτώθηκε από Φράγκο μισθοφόρο του αυτοκράτορα.
Ο σελτζουκικός στρατός τράπηκε σε φυγή και ο πρώην αυτοκράτορας Αλέξιος
συνελήφθη, φυλακίστηκε και τελικά πέθανε κλεισμένος σε μοναστήρι. Μετά
τη μάχη, οι Τούρκοι μετέφεραν τη σορό του σουλτάνου τους στο Ικόνιο,
όπου και την έθαψαν στο βασιλικό μαυσωλείο, στο τέμενος του Alaeddin
(γνωστό σήμερα και ως Μουσείο Μεβλανά). Ο στρατός του Λάσκαρη υπέστη
βαρύτατες απώλειες, ειδικά στο λατινικό ιππικό του, το οποίο
καταστράφηκε σχεδόν εντελώς. Έτσι ο Λάσκαρης δεν μπόρεσε να αποκρούσει
επιτυχώς μεταγενέστερη επίθεση του Λατίνου αυτοκράτορα της
Κωνσταντινούπολης και αναγκάστηκε να του παραχωρήσει εδάφη στην περιοχής
της Προποντίδας (Μαρμαρά). Παρ' όλα αυτά, ο θάνατος του σουλτάνου και η
διάλυση του στρατού του προσέδωσε σημαντικό γόητρο στον Λάσκαρη, ενώ η
σύλληψη του Αλεξίου τερμάτισε την εσωτερική αντίδραση στην εξουσία του.
Μετά τη μάχη, ο αυτοκράτορας έστειλε επιστολές σε όλες τις ελληνικές
επαρχίες, αναγγέλοντας θριαμβευτικά τη νίκη του και ζητώντας να τον
στηρίξουν ως νόμιμο αυτοκράτορα και μελλοντικό απελευθερωτή τους από
τους Λατίνους. Η μάχη ελευθέρωσε την αυτοκρατορία της Νίκαιας από τη
σελτζουκική πίεση και σύντομα ο γιος του Καϊχοσρόη Izz al-Din Kaykhaus
έκλεισε ειρήνη με τον Λάσκαρη.
www.autokratoriatisnikaias.gr