Η γυναίκα της Πίνδου ήταν μαθημένη καθημερινά να κουβαλάει τα ξύλα, να μεταφέρει το νερό απ' την πηγή, να πηγαίνει στα χωράφια, να φροντίζει το σπίτι, την οικογένεια της και όλα αυτά με το μωρό παιδί δεμένο στην ποδιά της.Ήταν σκληρή η ζωή της αγρότισσας και ήταν μαθημένη στις αντίξοες συνθήκες, γι' αυτό πρόθυμα και με κάθε τρόπο βοήθησαν τους φαντάρους μας.

Σε αυτά τα χώματα όμως καθώς και στα κακοτράχαλα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, η γυναίκα Ηπειρώτισσα, έδωσε την δική της μάχη και έγραψε την δική της ιστορία. Τα χωριά της Ηπείρου του χειμώνα του 1940-1941 ήταν σκεπασμένα από το χιόνι. Ούτε δρόμοι ξεχώριζαν, ούτε μονοπάτια. Μέσα σε κάθε φτωχικό όμως σιγόκαιγε το καντήλι εμπρός στο εικόνισμα της Παναγίας, Μάνας και Προστάτιδας της οικογένειας.

Ο ξαφνικός ήχος της καμπάνας τους κάνει όλους να τρέξουν στην εκκλησία.
- Τα παιδιά μας, ο στρατός μας χρειάζεται βοήθεια. Και τότε όλοι αψηφώντας το κρύο, το χιόνι, τον εχθρό ενώνονται με την ίδια πίστη στην καρδιά, για τα ίδια ιδανικά, για έναν τόπο ελεύθερο. Γνωρίζοντας τα μονοπάτια, φόρεσαν τα γουρουνοτσάρουχα στα πόδια για να μην γλιστρούν, ζαλώθηκαν στην πλάτη τα πολεμοφόδια και άρχισαν να ανεβαίνουν. Σκαρφαλωμένες στις αετοράχες της Πίνδου, στο παγωμένο χιόνι, γυναίκες μαυροντυμένες με το φορτίο στην πλάτη, να πέφτουν, να σηκώνονται, ποτέ να μην λυγίζουν, μόνο να αντιστέκονται σαν τα στοιχειά της φύσης. Ατελείωτες φιγούρες νέων και παιδιών να κρέμονται θαρρείς στις ράχες, φάλαγγες βοήθειας, ηρωισμού
και τόλμης που δόξασαν την Ελλάδα.

Οι μαύρες οι μαντίλες τους να ρίχνονται από τον αέρα σαν τα πουλιά στο χιόνι. Με τα μαλλιά τους ξέπλεκα παρηγοριά να δίνουνε σε κάθε λαβωμένο. «Γυναίκες της Πίνδου, Αθάνατες Ελληνίδες» του '40 που με τα κατορθώματά τους και τον ηρωισμό τους έμειναν στην ιστορία και στις καρδιές μας.
«Μανάδες της Λευτεριάς».

Αυτές μετέφεραν τους τραυματισμένους στρατιώτες κουβαλώντας τους στην αγκαλιά τους. Από αυτές άκουγαν λόγια παρηγοριάς, σ' αυτές έδειχναν την φωτογραφία της γυναίκας τους ή του παιδιού τους. Έγιναν μάνες, κόρες και αδελφές. Οι καρδιές τους πόνεσαν και αγκάλιασαν όσα η ψυχή αντέχει. Μα πόσους να χωρέσει μια αγκαλιά; Πόσους μπορεί να γιάνει; Τα μοιρολόγια τους χάνονται στον παγωμένο αέρα. Τα πρόσωπα τους σμιλευμένα από τις δυσκολίες και τον πόνο, αλλά πάντα με την ίδια πίστη, την ίδια αγωνιστικότητα. Το πρωί άνοιγαν τους δρόμους για να περάσει ο στρατός και την νύχτα στα φτωχικά τους σπίτια δίπλα από το φως του καντηλιού, έραβαν τα ρούχα των φαντάρων. Κάθε βελονιά και μια προσευχή στην Παναγιά.

Γυναίκες της Πίνδου αγρότισσες των Ηπειρωτικών βουνών, από το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, το Επταχώρι, την Βούρμπιανη, την Αγία Παρασκευή, χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, που αψήφησαν τον κίνδυνο και προκαλώντας την αντοχή τους έφθαναν με βοήθειες από τρόφιμα και ρούχα εκεί που ούτε καν τα μουλάρια δεν μπορούσαν ν' ανεβούν.

Γυναίκες που όρθωσαν το ανάστημά τους και την ψυχή τους και έδωσαν τον δικό τους αγώνα, ακούραστες, περήφανες, βοηθώντας με την συμμετοχή τους στην νίκη του Ελληνικού στρατού. Η Ηπειρώτισσα μάνα προστάτευε και προστατεύει ως και σήμερα την οικογένεια με σύνεση και μεγαλώνει τα παιδιά της με όλες εκείνες τις διαχρονικές αξίες που διαμορφώνουν αξιόλογες προσωπικότητες. Η γυναίκα της Πίνδου έγινε θρύλος. Ανυπέρβλητο το μεγαλείο των γυναικών της Ηπείρου, ανυπέρβλητη και η δύναμη της ψυχής τους. Υπερήφανες για την μοναδική ταυτότητά τους.
Τα δάκρυα των γυναικών που κύλησαν μαζί με τον ιδρώτα, οι σταλαγματιές από το αίμα τους, τα χνάρια τους και οι πατημασιές τους ρίζωσαν βαθιά στης γης τα σωθικά, μα έμειναν αθάνατα και μέσα στις καρδιές μας. Εδώ ο τόπος κάθε άνοιξη, οι ράχες, τα φαράγγια γεμίζουν με αμάραντα και η φύση από μόνη της τους πλέκει τα στεφάνια. Εμείς οι άνθρωποι όπου κι αν είμαστε έστω και λίγο αν περπατήσαμε, όπου κι αν ζήσαμε αφήσαμε τα χνάρια μας, την δική μας σφραγίδα, τα τραγούδια της χαράς και της λύπης μας.

Γι αυτό..... Ποιος δεν θυμάται τις νυχτιές που έπεφτε το χιόνι και πότε όρθιες, πότε σκυφτές γυναίκες γλίστραγαν σαν τις σκιές να φτάσουν στους φαντάρους μας πάνω στις παγωμένες τις πλαγιές. Τα παλικάρια τα θεριά που άφησαν πίσω τους γυναίκες, μάνες και παιδιά. Καθώς η νύχτα πέφτει βαριά βάζουν τα στήθη τους μπροστά με μια ανάσα, μια δρασκελιά για μια πατρίδα λεύτερη παίρνουν τον θάνατο αγκαλιά.

Τώρα στις ίδιες τις πλαγιές ανθίζουν τα κρίνα Νερά μιλούν ψιθυριστά και μας θυμίζουν ντροπαλά αυτά τα άγνωστα. παιδιά που έμειναν για να φυλάν τις δοξασμένες μας κορφές της όμορφης Πατρίδας.
Μαργαρίτα Κότσια - Βελέκη Φούρκα 20-7-2009
http://www.fourka.gr/events/mneme_sten_gunaika_tes_pindou