Οι γυναίκες της Πίνδου, στον δύσκολο τούτο πόλεμο εναντίον του Ιταλικού Φασισμού, έδωσαν το δικό τους παρών, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Η προσφορά τους, αυθόρμητη και αυτόβουλη. Αυτές οι αγρότισσες των κακοτράχαλων Ηπειρωτικών βουνών, από την Κόνιτσα, το Ζαγόρι, το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, τον Επτάλοφο, τη Βούρμπιανη κ.λπ., σχημάτιζαν ατέλειωτες φάλαγγες, σκαρφαλώνοντας σε υψόμετρο 2.000 και 2.500 μέτρων, φορτωμένες πολεμοφόδια, όπλα και τρόφιμα στο ανέβασμα, και κουβαλώντας τραυματίες στο κατέβασμα. Για όλες αυτές τις γυναίκες ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1911 - 1991) έγραφε: « Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν. Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιό πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε, μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ' την άλλη »
http://www.vrellis.org/gr/pindos.html
Οι γυναίκες της Πίνδου
Εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές.
Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια...
(Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103.)
Γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά.
7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ' ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!
(Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103)
Ζωντανό τείχος.
Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!
(Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 104)
http://www.fhw.gr/chronos/14/gr/1940_1945/war/pigi05.html
http://www.vrellis.org/gr/pindos.html
Εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές.
Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια...
(Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103.)
Γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά.
7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ' ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!
(Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103)
Ζωντανό τείχος.
Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!
(Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 104)
http://www.fhw.gr/chronos/14/gr/1940_1945/war/pigi05.html
Μνήμη στην γυναίκα της Πίνδου
Εδώ, το ύψωμα του Προφήτη Ηλία υπήρξε ο μάρτυρας του ηρωισμού και της θυσίας του στρατού μας, αλλά και του θάρρους και της γενναιότητας των γυναικών της Πίνδου.
Η γυναίκα της Πίνδου ήταν μαθημένη καθημερινά να κουβαλάει τα ξύλα, να μεταφέρει το νερό απ' την πηγή, να πηγαίνει στα χωράφια, να φροντίζει το σπίτι, την οικογένεια της και όλα αυτά με το μωρό παιδί δεμένο στην ποδιά της.Ήταν σκληρή η ζωή της αγρότισσας και ήταν μαθημένη στις αντίξοες συνθήκες, γι' αυτό πρόθυμα και με κάθε τρόπο βοήθησαν τους φαντάρους μας.
Σε αυτά τα χώματα όμως καθώς και στα κακοτράχαλα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, η γυναίκα Ηπειρώτισσα, έδωσε την δική της μάχη και έγραψε την δική της ιστορία. Τα χωριά της Ηπείρου του χειμώνα του 1940-1941 ήταν σκεπασμένα από το χιόνι. Ούτε δρόμοι ξεχώριζαν, ούτε μονοπάτια. Μέσα σε κάθε φτωχικό όμως σιγόκαιγε το καντήλι εμπρός στο εικόνισμα της Παναγίας, Μάνας και Προστάτιδας της οικογένειας.
Ο ξαφνικός ήχος της καμπάνας τους κάνει όλους να τρέξουν στην εκκλησία.
- Τα παιδιά μας, ο στρατός μας χρειάζεται βοήθεια. Και τότε όλοι αψηφώντας το κρύο, το χιόνι, τον εχθρό ενώνονται με την ίδια πίστη στην καρδιά, για τα ίδια ιδανικά, για έναν τόπο ελεύθερο. Γνωρίζοντας τα μονοπάτια, φόρεσαν τα γουρουνοτσάρουχα στα πόδια για να μην γλιστρούν, ζαλώθηκαν στην πλάτη τα πολεμοφόδια και άρχισαν να ανεβαίνουν. Σκαρφαλωμένες στις αετοράχες της Πίνδου, στο παγωμένο χιόνι, γυναίκες μαυροντυμένες με το φορτίο στην πλάτη, να πέφτουν, να σηκώνονται, ποτέ να μην λυγίζουν, μόνο να αντιστέκονται σαν τα στοιχειά της φύσης. Ατελείωτες φιγούρες νέων και παιδιών να κρέμονται θαρρείς στις ράχες, φάλαγγες βοήθειας, ηρωισμού
και τόλμης που δόξασαν την Ελλάδα.
Οι μαύρες οι μαντίλες τους να ρίχνονται από τον αέρα σαν τα πουλιά στο χιόνι. Με τα μαλλιά τους ξέπλεκα παρηγοριά να δίνουνε σε κάθε λαβωμένο. «Γυναίκες της Πίνδου, Αθάνατες Ελληνίδες» του '40 που με τα κατορθώματά τους και τον ηρωισμό τους έμειναν στην ιστορία και στις καρδιές μας.
«Μανάδες της Λευτεριάς».
Αυτές μετέφεραν τους τραυματισμένους στρατιώτες κουβαλώντας τους στην αγκαλιά τους. Από αυτές άκουγαν λόγια παρηγοριάς, σ' αυτές έδειχναν την φωτογραφία της γυναίκας τους ή του παιδιού τους. Έγιναν μάνες, κόρες και αδελφές. Οι καρδιές τους πόνεσαν και αγκάλιασαν όσα η ψυχή αντέχει. Μα πόσους να χωρέσει μια αγκαλιά; Πόσους μπορεί να γιάνει; Τα μοιρολόγια τους χάνονται στον παγωμένο αέρα. Τα πρόσωπα τους σμιλευμένα από τις δυσκολίες και τον πόνο, αλλά πάντα με την ίδια πίστη, την ίδια αγωνιστικότητα. Το πρωί άνοιγαν τους δρόμους για να περάσει ο στρατός και την νύχτα στα φτωχικά τους σπίτια δίπλα από το φως του καντηλιού, έραβαν τα ρούχα των φαντάρων. Κάθε βελονιά και μια προσευχή στην Παναγιά.
Γυναίκες της Πίνδου αγρότισσες των Ηπειρωτικών βουνών, από το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, το Επταχώρι, την Βούρμπιανη, την Αγία Παρασκευή, χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, που αψήφησαν τον κίνδυνο και προκαλώντας την αντοχή τους έφθαναν με βοήθειες από τρόφιμα και ρούχα εκεί που ούτε καν τα μουλάρια δεν μπορούσαν ν' ανεβούν.
Γυναίκες που όρθωσαν το ανάστημά τους και την ψυχή τους και έδωσαν τον δικό τους αγώνα, ακούραστες, περήφανες, βοηθώντας με την συμμετοχή τους στην νίκη του Ελληνικού στρατού. Η Ηπειρώτισσα μάνα προστάτευε και προστατεύει ως και σήμερα την οικογένεια με σύνεση και μεγαλώνει τα παιδιά της με όλες εκείνες τις διαχρονικές αξίες που διαμορφώνουν αξιόλογες προσωπικότητες. Η γυναίκα της Πίνδου έγινε θρύλος. Ανυπέρβλητο το μεγαλείο των γυναικών της Ηπείρου, ανυπέρβλητη και η δύναμη της ψυχής τους. Υπερήφανες για την μοναδική ταυτότητά τους.
Τα δάκρυα των γυναικών που κύλησαν μαζί με τον ιδρώτα, οι σταλαγματιές από το αίμα τους, τα χνάρια τους και οι πατημασιές τους ρίζωσαν βαθιά στης γης τα σωθικά, μα έμειναν αθάνατα και μέσα στις καρδιές μας. Εδώ ο τόπος κάθε άνοιξη, οι ράχες, τα φαράγγια γεμίζουν με αμάραντα και η φύση από μόνη της τους πλέκει τα στεφάνια. Εμείς οι άνθρωποι όπου κι αν είμαστε έστω και λίγο αν περπατήσαμε, όπου κι αν ζήσαμε αφήσαμε τα χνάρια μας, την δική μας σφραγίδα, τα τραγούδια της χαράς και της λύπης μας.
Γι αυτό..... Ποιος δεν θυμάται τις νυχτιές που έπεφτε το χιόνι και πότε όρθιες, πότε σκυφτές γυναίκες γλίστραγαν σαν τις σκιές να φτάσουν στους φαντάρους μας πάνω στις παγωμένες τις πλαγιές. Τα παλικάρια τα θεριά που άφησαν πίσω τους γυναίκες, μάνες και παιδιά. Καθώς η νύχτα πέφτει βαριά βάζουν τα στήθη τους μπροστά με μια ανάσα, μια δρασκελιά για μια πατρίδα λεύτερη παίρνουν τον θάνατο αγκαλιά.
Τώρα στις ίδιες τις πλαγιές ανθίζουν τα κρίνα Νερά μιλούν ψιθυριστά και μας θυμίζουν ντροπαλά αυτά τα άγνωστα. παιδιά που έμειναν για να φυλάν τις δοξασμένες μας κορφές της όμορφης Πατρίδας.
Μαργαρίτα Κότσια - Βελέκη Φούρκα 20-7-2009
http://www.fourka.gr/events/mneme_sten_gunaika_tes_pindou
Σε αυτά τα χώματα όμως καθώς και στα κακοτράχαλα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, η γυναίκα Ηπειρώτισσα, έδωσε την δική της μάχη και έγραψε την δική της ιστορία. Τα χωριά της Ηπείρου του χειμώνα του 1940-1941 ήταν σκεπασμένα από το χιόνι. Ούτε δρόμοι ξεχώριζαν, ούτε μονοπάτια. Μέσα σε κάθε φτωχικό όμως σιγόκαιγε το καντήλι εμπρός στο εικόνισμα της Παναγίας, Μάνας και Προστάτιδας της οικογένειας.
Ο ξαφνικός ήχος της καμπάνας τους κάνει όλους να τρέξουν στην εκκλησία.
- Τα παιδιά μας, ο στρατός μας χρειάζεται βοήθεια. Και τότε όλοι αψηφώντας το κρύο, το χιόνι, τον εχθρό ενώνονται με την ίδια πίστη στην καρδιά, για τα ίδια ιδανικά, για έναν τόπο ελεύθερο. Γνωρίζοντας τα μονοπάτια, φόρεσαν τα γουρουνοτσάρουχα στα πόδια για να μην γλιστρούν, ζαλώθηκαν στην πλάτη τα πολεμοφόδια και άρχισαν να ανεβαίνουν. Σκαρφαλωμένες στις αετοράχες της Πίνδου, στο παγωμένο χιόνι, γυναίκες μαυροντυμένες με το φορτίο στην πλάτη, να πέφτουν, να σηκώνονται, ποτέ να μην λυγίζουν, μόνο να αντιστέκονται σαν τα στοιχειά της φύσης. Ατελείωτες φιγούρες νέων και παιδιών να κρέμονται θαρρείς στις ράχες, φάλαγγες βοήθειας, ηρωισμού
και τόλμης που δόξασαν την Ελλάδα.
Οι μαύρες οι μαντίλες τους να ρίχνονται από τον αέρα σαν τα πουλιά στο χιόνι. Με τα μαλλιά τους ξέπλεκα παρηγοριά να δίνουνε σε κάθε λαβωμένο. «Γυναίκες της Πίνδου, Αθάνατες Ελληνίδες» του '40 που με τα κατορθώματά τους και τον ηρωισμό τους έμειναν στην ιστορία και στις καρδιές μας.
«Μανάδες της Λευτεριάς».
Αυτές μετέφεραν τους τραυματισμένους στρατιώτες κουβαλώντας τους στην αγκαλιά τους. Από αυτές άκουγαν λόγια παρηγοριάς, σ' αυτές έδειχναν την φωτογραφία της γυναίκας τους ή του παιδιού τους. Έγιναν μάνες, κόρες και αδελφές. Οι καρδιές τους πόνεσαν και αγκάλιασαν όσα η ψυχή αντέχει. Μα πόσους να χωρέσει μια αγκαλιά; Πόσους μπορεί να γιάνει; Τα μοιρολόγια τους χάνονται στον παγωμένο αέρα. Τα πρόσωπα τους σμιλευμένα από τις δυσκολίες και τον πόνο, αλλά πάντα με την ίδια πίστη, την ίδια αγωνιστικότητα. Το πρωί άνοιγαν τους δρόμους για να περάσει ο στρατός και την νύχτα στα φτωχικά τους σπίτια δίπλα από το φως του καντηλιού, έραβαν τα ρούχα των φαντάρων. Κάθε βελονιά και μια προσευχή στην Παναγιά.
Γυναίκες της Πίνδου αγρότισσες των Ηπειρωτικών βουνών, από το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, το Επταχώρι, την Βούρμπιανη, την Αγία Παρασκευή, χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, που αψήφησαν τον κίνδυνο και προκαλώντας την αντοχή τους έφθαναν με βοήθειες από τρόφιμα και ρούχα εκεί που ούτε καν τα μουλάρια δεν μπορούσαν ν' ανεβούν.
Γυναίκες που όρθωσαν το ανάστημά τους και την ψυχή τους και έδωσαν τον δικό τους αγώνα, ακούραστες, περήφανες, βοηθώντας με την συμμετοχή τους στην νίκη του Ελληνικού στρατού. Η Ηπειρώτισσα μάνα προστάτευε και προστατεύει ως και σήμερα την οικογένεια με σύνεση και μεγαλώνει τα παιδιά της με όλες εκείνες τις διαχρονικές αξίες που διαμορφώνουν αξιόλογες προσωπικότητες. Η γυναίκα της Πίνδου έγινε θρύλος. Ανυπέρβλητο το μεγαλείο των γυναικών της Ηπείρου, ανυπέρβλητη και η δύναμη της ψυχής τους. Υπερήφανες για την μοναδική ταυτότητά τους.
Τα δάκρυα των γυναικών που κύλησαν μαζί με τον ιδρώτα, οι σταλαγματιές από το αίμα τους, τα χνάρια τους και οι πατημασιές τους ρίζωσαν βαθιά στης γης τα σωθικά, μα έμειναν αθάνατα και μέσα στις καρδιές μας. Εδώ ο τόπος κάθε άνοιξη, οι ράχες, τα φαράγγια γεμίζουν με αμάραντα και η φύση από μόνη της τους πλέκει τα στεφάνια. Εμείς οι άνθρωποι όπου κι αν είμαστε έστω και λίγο αν περπατήσαμε, όπου κι αν ζήσαμε αφήσαμε τα χνάρια μας, την δική μας σφραγίδα, τα τραγούδια της χαράς και της λύπης μας.
Γι αυτό..... Ποιος δεν θυμάται τις νυχτιές που έπεφτε το χιόνι και πότε όρθιες, πότε σκυφτές γυναίκες γλίστραγαν σαν τις σκιές να φτάσουν στους φαντάρους μας πάνω στις παγωμένες τις πλαγιές. Τα παλικάρια τα θεριά που άφησαν πίσω τους γυναίκες, μάνες και παιδιά. Καθώς η νύχτα πέφτει βαριά βάζουν τα στήθη τους μπροστά με μια ανάσα, μια δρασκελιά για μια πατρίδα λεύτερη παίρνουν τον θάνατο αγκαλιά.
Τώρα στις ίδιες τις πλαγιές ανθίζουν τα κρίνα Νερά μιλούν ψιθυριστά και μας θυμίζουν ντροπαλά αυτά τα άγνωστα. παιδιά που έμειναν για να φυλάν τις δοξασμένες μας κορφές της όμορφης Πατρίδας.
Μαργαρίτα Κότσια - Βελέκη Φούρκα 20-7-2009
http://www.fourka.gr/events/mneme_sten_gunaika_tes_pindou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου