Κάποτε στο Βυζάντιο...
Τον ξύπνησαν οι σάλπιγγες. Οι Άβαροι είχαν επιστρέψει. Σύγκαιρα φάνηκαν κι ο Βώνος με την ακολουθία του και ο Πατριάρχης. Ανήσυχοι κοίταζαν όλοι.
Είχε χάσει πολλούς πολεμιστές ο Χαγάνος, η δύναμή του όμως ήταν μεγάλη ακόμα.
Σε κανελλί άλογο ήταν καβάλα, πορευόταν στο ρημαγμένο του στρατόπεδο δίνοντας προσταγές. Κάποια στιγμή σταμάτησε, το μάτι του πήρε τη χρυσοφορεμένη ακολουθία του Πατριάρχη Σέργιου, τους σιδερωμένους του Βώνου, σήκωσε τη γροθιά του, φώναξε κάτι που δεν έφτασε ως τα τειχιά. Ύστερα, με σκυμμένο το κεφάλι συνέχισε την πορεία του.
- Τα μάγγανα, φώναξε κάποιος στρατιώτης σιμά στο Θεοδόσιο. Παίρνουν τις προβιές, τα καίνε!
- Φεύγουν, λύνουν την πολιορκία, τον αντίσκοψε άλλος.
- Ωσαννά εν τοις Υψίστοις, έψαλλαν οι ιερείς....
Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια!
Ως λυτρωθείσα των δεινών, ευχαριστήρια
αναγράφω σοι, η πόλις Σου, Θεοτόκε.
Αλλ', ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω Σοι, χαίρε, νύμφη ανύμφευτε.
Χαίρε, της Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος!
Χαίρε, της βασιλείας το απόρθητον τείχος!
Χαίρε, δι' ης εγείρονται τρόπαια!
Χαίρε δι' ης εχθροί καταπίπτουσιν!...
ακούστηκε καθάρεια, βροντερή η φωνή του Πισίδη.
- Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια, επανέλαβε, στίχο στο στίχο, όλος ο κλήρος τον ύμνο του ιερωμένου ποιητή.
- Τέκνον μου, την ευλογία μου να 'χεις, αγκάλιασε το Γεώργιο ο Πατριάρχης Σέργιος σαν πέταξαν στα ουράνια τα τελευταία λόγια του Ύμνου της Παναγιάς.
Θα πεθάνουμε μια μέρα, τέκνον μου, όμως οι στίχοι σου θα μείνουνε, και όσο θα υπάρχουν Χριστιανοί, πάντα θα τους ψάλλουν.