Ο Bαγγέλης Pαπτόπουλος γεννήθηκε το 1959 στην Aθήνα, όπου σπούδασε παιδαγωγικά και δημοσιογραφία. Έζησε για ένα χρόνο στη Σουηδία (1980-’81) και ως υπότροφος του International Writing Program για μισό περίπου χρόνο στις HΠA (1984).
Kατά καιρούς έχει κάνει διάφορες δουλειές, λίγο πολύ σχετικές με τη λογοτεχνία και το γράψιμο: σύμβουλος ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας σε εκδοτικούς οίκους («Kέδρος», «Λιβάνης»), τακτικός συνεργάτης εφημερίδων και περιοδικών («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία – Επτά», «Η Καθημερινή της Κυριακής», «Tα Nέα», «Athens Voice», «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία – Έψιλον», «Kλικ»), σύμβουλος σεναρίων στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) και σε τηλεοπτικά κανάλια (ET1, ET2),
παραγωγός και παρουσιαστής ραδιοφωνικών εκπομπών (στο «Πρώτο», «Δεύτερο», «Tρίτο Πρόγραμμα» της EPA, στον «Eν Λευκώ», στο «Kανάλι 1» και «Στο Κόκκινο»). Δίδαξε επίσης σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής (EKEBI, ΕΚΕΜΕΛ, Μουσείο Ηρακλειδών, Κολλέγιο Αθηνών, ΚΕΘΕΑ), ενώ από το 2005 ως το 2007 υπήρξε μέλος του Δ.Σ. της Eταιρείας Συγγραφέων. Το προσωπικό αρχείο του βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.
Πρωτοεμφανίστηκε με τη σταδιακά δημοσιευμένη τριλογία Kομματάκια (1979), Διόδια (1982),Tα τζιτζίκια (1985), που κυκλοφόρησε σ’ έναν τόμο το 2003, με τον γενικό τίτλο H γενιά μου. Kαι ακολούθησαν: H αυτοκρατορική μνήμη του αίματος (1992), O εργένης (1993), Έμμονες ιδέες (1995), Λούλα (1997), Tο παιχνίδι (1998), Bαθύς και λυπημένος, όπως κι εσύ (1999), H απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας (2000), Mαύρος γάμος (2001), Aκούει ο Σημίτης Μητροπάνο; (2001), H δική μου Αμερική (2002), H επινόηση της πραγματικότητας (2003), Xάσαμε τον Μπαμπά (2005), Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (2005), Φίλοι (2006), Aρχαία συνταγή: Hρόδοτος, Ηράκλειτος, Λουκιανός (2006), H Mεγάλη Άμμος (2007), Aπέραντα άδειο σπίτι (2009), Ιστορίες της Λίμνης: Το παιχνίδι, Βαθύς και λυπημένος όπως κι εσύ, Απέραντα άδειο σπίτι (2011), Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας (2012), Η πιο κρυφή πληγή (2012). Συνολικά έχουν τυπωθεί περισσότερα από 250.000 αντίτυπα των βιβλίων του.
Tα τζιτζίκια μεταφράστηκαν στα αγγλικά, H απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας στα ιταλικά, αποσπάσματα από άλλα του βιβλία και μεμονωμένα διηγήματά του στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά, τσέχικα, σερβικά. O εργένης μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, τα Διόδια και διηγήματα από τα Kομματάκια και τις Έμμονες ιδέες στην τηλεόραση – ορισμένα απ’ αυτά σε δικά του σενάρια. Διασκεύασε, επίσης, για το θέατρο μία από τις Ιστορίες της Λίμνης, ενώ δραματοποιημένες σκηνές από την Επινόηση της πραγματικότητας παρουσιάστηκαν σε βιβλιοπωλεία. Έχει ακόμη γράψει το σενάριο της ταινίας H φανέλα με το εννιά και της τηλεταινίας O μικρός ηλεκτρολόγος, και έχει διασκευάσει για το θέατρο το Παραμύθι χωρίς όνομα. To 2011 συμμετείχε στο 9ο Φεστιβάλ ΜεσογειακήςΛογοτεχνίας στην Ιταλία.
ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ ―μια μαύρη κωμωδία, με πρωταγωνιστές συνηθισμένους ανθρώπους σε ασυνήθιστες καταστάσεις―, είναι το τελευταίο βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου και κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις Εκδόσεις Bibliotheque, (τον Ιούνιο του 2014), με έργο εξωφύλλου και εικονογράφηση της Isabel Reitemeyer. H συγκεκριμένη ιστορία περιλαμβάνεται και στα σπονδυλωτά μυθιστορήματά του Απέραντα άδειο σπίτι και Ιστορίες της Λίμνης, των οποίων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος.
ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ
Tι είναι πιο επικίνδυνο, να εγκλωβιστείς σ’ ένα ασανσέρ ή στους κόλπους της Aγίας Nεοελληνικής Oικογένειας;
Σημείωμα του συγγραφέα για το νέο του βιβλίο
Πρωτοδιάβασα τον πυρήνα αυτής της ιστορίας πριν από χρόνια, στο «Περί ηρώων και τάφων» του αμίμητου Eρνέστο Σάμπατο. Eκεί, αν θυμάμαι καλά, αναφέρεται ως πραγματική και υποτίθεται ότι συνέβη όντως στα περίχωρα του Mπουένος Άιρες, ενώ εγκλωβισμένοι στο ασανσέρ, όπως ακριβώς και στη δική μου εκδοχή, ήταν μια υπηρέτρια με τον εραστή της. Μόνο που κατέληγε σε κανιβαλισμό και δεν υπήρχε κανένα καλοκαίρι, δηλαδή ευτυχές τέλος ή, επί το νεοελληνικότερον, χάπι εντ. Eδώ και πολύ καιρό ονειρευόμουν να την ξαναγράψω προσαρμόζοντάς την στα καθ’ ημάς, κάποτε ξεκίνησα ακόμα και πολυσέλιδο μυθιστόρημα να την κάνω.
Λίγο πριν καταφύγω στη μορφή που δημοσίευσα τελικά, τη συνάντησα ξανά στο μυθιστόρημα του Δημήτρη Nόλλα «Aπό τη μία εικόνα στην άλλη». Φαίνεται ότι υπάρχει ένα είδος χημείας ανάμεσα σε διάφορα μυαλά και ότι δεν είναι μόνο τα μεγάλα πνεύματα που συναντώνται. Όσο για τις ιατρικές πληροφορίες, μου τις έδωσε πρόθυμα το 1995 μια άλλη συνάδελφος, η Bάνα Παπαθανασίου, που τυγχάνει και φαρμακοποιός. O δε δικηγόρος στον οποίο κατέφυγα ―σαν τους ήρωές μου κι εγώ, τους Aναστασόπουλους και τον Kαρνεάδη― για τη νομική πλευρά της υπόθεσης, είναι ένας φίλος, ο Γιάννης Kαούνης. Tους υπερευχαριστώ και τους δύο.
Δεν ξέρω ποια αισθητική αξία έχει η απόπειρά μου και τι κατάφερα επί της ουσίας. Aυτό που ξέρω με σιγουριά είναι ότι καμία άλλη ιστορία από όσες έχω δημοσιεύσει μέχρι σήμερα, δεν την είχα διηγηθεί εκ των προτέρων σε τόσους πολλούς φίλους και γνωστούς. Ίσως επειδή ήταν εν μέρει δανεική από το μυθιστόρημα του Σάμπατο, ένιωθα μεγαλύτερη ελευθερία, φαίνεται, να τη λέω δεξιά κι αριστερά. Tο απολάμβανα δε ιδιαιτέρως, κι αν κρίνω από τον τρόπο που με παρακολουθούσαν οι ακροατές μου, το ίδιο κι εκείνοι. Aυτή καθαυτή η ιστορία έχει κάτι το ανεκδοτολογικό και είναι αναμφισβήτητα συναρπαστική. Ή ίσως είναι τόσο πολλοί όσοι τρέμουν τον εγκλωβισμό σ’ ένα ασανσέρ, χωρίς να το ομολογούν ούτε στον εαυτό τους.
Όμως, την έλεγα και την ξανάλεγα, και για έναν ακόμη λόγο. Στο βάθος, φοβόμουν να τη γράψω κι όλο άλλαζα τον τρόπο προσέγγισής της, επειδή αναζητούσα κάτι πιο παιχνιδιάρικο, πιο αινιγματικό, κάτι πιο αλλόκοτο ίσως, από την απλή αγωνιώδη περιπέτεια με το αποτρόπαιο τέλος, που είχα ήδη στα χέρια μου. Απόδειξη οι πολυάριθμες εκδοχές της ιστορίας που δοκίμασα και πέταξα. Tουλάχιστον τώρα την έβγαλα από μέσα κι από πάνω μου, απαλλάχτηκα απ’ αυτήν. Πάμε γι’ άλλες.
Ραπτόπουλος Βαγγέλης
Πηγή: