Του Μανώλη Γεωργουδάκη – Ισλαμολόγου
Το
θέμα κρίθηκε από πολλούς ανεπίκαιρο ή ακόμη και άστοχο καθώς μάλιστα
μας ξεβολεύει από ένα δύσκολο πρόβλημα, το οποίο η οικονομική κατάρρευση
της πατρίδος μας, είχε θέσει βολικά στο περιθώριο.
Ωστόσο,
από την άλλη πλευρά, επανέρχεται το θέμα, καθώς μονοπωλείται η τέλεση
της μουσουλμανικής λατρείας από εξωθεσμικούς παράγοντες, υπόπτων
διασυνδέσεων με κίνδυνο την δημιουργία σοβαρών προβλημάτων, σε μια
στιγμή που η Ελλάδα αδυνατεί πλήρως να αντεπεξέλθει στην εξωτερική
πολιτική, ακόμη και εν συγκρίσει προς παρελθόντα έτη αστοχιών!
Χαρακτηριστικά
παραδείγματα, η αποθράσυνση των υποκινουμένων επεισοδίων στο τζαμί της
Ρόδου, η πιθανή άφιξη Σύρων προσφύγων, αλλά και οι εκβιασμοί περί δήθεν
χρεών του Ναού της Αναστάσεως, στους λογαριασμούς ύδρευσης (και όχι όλου
του Πατριαρχείου όπως αμελώς και προχείρως γράφτηκε) ή οι πρόσφατοι
εξυπνακισμοί του Ερντογάν περί οικοδομής με τουρκική χορηγία και άλλα.
Νομίζω
ότι η πρόταση που ακολουθεί για την διαχείριση και τελικώς επίλυση του
προβλήματος είναι η καλύτερη δυνατή από πολλές πλευρές.
Κατ’ αρχήν όμως χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις ως προς τις προϋποθέσεις και προ πάντων τις ηθικές.
Η
Ελλάδα θα πρέπει να παραχωρήσει λατρευτικούς χώρους, όχι όμως ως
αντάλλαγμα για την πανάρχαια ύπαρξη χριστιανικών ναών σε μουσουλμανικές
χώρες, καθώς ιστορικά και νομικά οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες της Μέσης
Ανατολής όχι μόνο προϋπήρχαν των μουσουλμάνων και των κρατών που
σχημάτισαν, αλλά αποτελούν ιθαγενείς υπηκόους ή πολίτες εκείνων των
κρατών και όχι της Ελλάδος, ενώ επίσης υπάγονται σε εκκλησιαστικές
δικαιοδοσίες πέραν του Ελληνικού κράτους.
Πολλώ μάλλον εξωχώριες εκκλησιαστικές επαρχίες εκτείνονται εντός του Ελλαδικού Κράτους παρά το αντίθετο!
Άρα
δεν μπορεί να θεωρηθεί εξισορρόπηση προς την ύπαρξη του Πατριαρχείου
Αλεξανδρείας και τους ναούς του η ίδρυση τζαμιού, για τους ως άνω
λόγους:
Όχι
μόνο το Πατριαρχείο προϋπήρχε, αλλά και αποτελεί αιγυπτιακό νομικό
πρόσωπο κλπ. εξ ίσου όπως η Αλβανική Εκκλησία ή το Πατριαρχείο
Αντιοχείας είναι αλβανικά και συριακά νομικά πρόσωπα και όχι ελληνικά.
Ωστόσο
στο πλαίσιο μίας διαπραγμάτευσης θα εγερθεί ένα τέτοιο θέμα και θα
μπορούσε να γίνει ενδεχομένως ακόμη και αποδεκτό αλλά υπό όρους: όπως πχ
ότι αν αναγνωρίζεται μία απαίτηση της Παλαιστινιακής Αρχής ή της Συρίας
ή της Αιγύπτου για αμοιβαιότητα, εν τοιαύτη περιπτώσει θα πρέπει και de jure η
Ελλάδα να αναγνωριστεί ως προστάτης και μητροπολιτική χώρα των
χριστιανών Ελληνορθοδόξου δόγματος με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται
για τους πληθυσμούς αυτούς και το δικαίωμα παρέμβασης της Ελλάδος,
θεσμικά πλέον, στα εκείσε νομικά κλπ ζητήματα των ελληνορθοδόξων
υπηκόων.
Θα
πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτό αποτελεί μία επί του παρόντος κακή
λύση, όχι μόνο επειδή ιστορικά δεν τεκμηριώνεται, αλλά προ πάντων επειδή
θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου για παρεμβάσεις, όχι φυσικά από την
αείποτε αδύναμη Ελλάδα, αλλά από τρίτους για λογαριασμό της Ελλάδος,
είτε λέγεται ΕΕ είτε Ρωσία είτε ΗΠΑ.
Ο νοών νοείτω, καθώς δεν έχει νόημα η σεναριολογία ακόμη και εάν βασιστεί σε προηγούμενα ιστορικά δεδομένα.
Αυτομάτως
λοιπόν μένει η άλλη λύση, η επί μηδενικής βάσης διαπραγμάτευση μεταξύ
των ενδιαφερομένων πλευρών, ήτοι της Ελλάδος και εκάστης μίας των
ισλαμικών χωρών.
Αυτόχρημα όμως προκύπτει θέμα πολλών τζαμιών και όχι ενός!
Παρά ταύτα φαίνεται ότι η λύση αυτή είναι η μόνη που προσφέρει τα περισσότερα και ουσιωδέστερα πλεονεκτήματα:
1)
Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ενός εκάστου ισλαμικού ιδρύματος θα
απορρέουν από την αντίστοιχη διακρατική συμφωνία και άρα δεν θα μπορούν
να εγείρονται άτοπα ζητήματα από ακραίους.
2)
Δίδεται το περιθώριο για την διασφάλιση παραχωρήσεων στους κατά τόπους
ελληνορθοδόξους πληθυσμούς, ώστε η Ελλάδα να καταστεί de facto μητρόπολή
τους.
Σκοπός
είναι η διαφύλαξη της ιστορικής συνέχειας των συνεχώς συρρικνουμένων
κοινοτήτων και της πνευματικότητάς τους. Πέραν αυτού ούτε μπορούσε ούτε
ήθελε ποτέ η Ελληνική Πολιτεία κάτι περισσότερο, καθώς ήδη από την εποχή
του αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά έχει εγκαταλειφθεί κάθε προσπάθεια
περαιτέρω ανάκτησης εδαφών και μάλιστα σε εποχές όπου το ελληνορθόδοξο
στοιχείο αποτελούσε κατά τόπους ακόμη και το ήμισυ του πληθυσμού πολύ
μακριά από το σημερινό επίσημο 8% και ακόμη μακρύτερα από το θλιβερό
αλλά πραγματικότερο 2-3% (Συρία, Ιορδανία, Παλαιστίνη) -με την εξαίρεση
του Λιβάνου, όπου όμως και εκεί κατακρημνίζονται τα ποσοστά καθημερινώς
λόγω της μετανάστευσης.
Συνεπώς
ο χαρακτηρισμός της Ελληνικής παρουσίας στις Εκκλησίες της Μέσης
Ανατολής και ως ιμπεριαλισμός είναι για άλλους λόγους το λιγότερο
ανιστόρητος.
3)
Η Ελληνική Πολιτεία δεν θα επωμιστεί ούτε το οικονομικό βάρος ούτε την
θεσμική ευθύνη οικοδομής και εύρυθμης λειτουργίας του κάθε τζαμιού, και
ιδίως το δεύτερο θα πρέπει να το αποφύγουμε.
Αντιθέτως
οι πιστοί θα τελούν σε συνεννόηση με τις οικείες διπλωματικές αρχές, οι
Λίβυοι με τους Λιβύους, οι Αιγύπτιοι με τους Αιγυπτίους, οι Ιρακινοί με
τους Ιρακινούς κλπ.
Με
τον τρόπο αυτό οι μεν πρεσβείες καθίστανται υπόλογες για κάθε
παρεκτροπή των υπηκόων τους, συγχρόνως δε αποφεύγεται η συγκέντρωση
ακραίων «σταγονιδίων» από κάθε εθνότητα σε ένα μεγάλο ισλαμικό ίδρυμα,
όπου θα μπορούσαμε να δούμε ακρότητες και εσωτερικές αντιπαραθέσεις περί
της νομιμότητος του Α ή Β ιμάμη. Αν η Ελλάδα αναλάβει την θεσμική
ευθύνη, καθιστάμεθα μέρος των ενδοϊσλαμικών ανταγωνισμών που θα
προκύψουν.
Έτσι
η κάθε χώρα θα διορίζει τον ιμάμη για την προσευχή όπως η Ελλάδα
στέλνει ιερείς και διδασκάλους στα σχολεία και τους ναούς των Ευρωπαϊκών
χωρών, και οι ιμάμηδες αυτοί θα είναι υπόλογοι όχι μόνο στους
Ελληνικούς Νόμους αλλά και στην χώρα τους.
Συγχρόνως,
αν προκύψει, όπως είναι αναπόφευκτο, κάποιο πρόβλημα (όπως οι
βανδαλισμοί στο ελληνικό νεκροταφείο της Λιβύης), δεν θα έχει η Ελλάδα
να αντιμετωπίσει, πχ τον Αραβικό Σύνδεσμο ή την Ισλαμική Συνδιάσκεψη,
αλλά μόνο την διπλωματία της αντίστοιχης χώρας κρατώντας το πρόβλημα
περιορισμένο στις διμερείς σχέσεις και τις ιδιαιτερότητές της.
4)
Η οικοδομική δραστηριότητα που θα προκύψει, από τις χώρες που θα
ενδιαφερθούν με δεδομένο τον αριθμό των μουσουλμανικών χωρών (περί τις
30 το πολύ πιθανές αξιώσεις), θα αποτελέσει μία ελάχιστη αναπτυξιακή
δραστηριότητα.
Αριθμητικά μιλούμε για περίπου 20 έως 30 το πολύ τεμένη, εξ ών μάλιστα τα πλείστα μικρά (στην λογική του μάστζιντ και όχι του τζάμια).
Δηλαδή λιγότερα από τα παράνομα τεμένη που λειτουργούν τώρα, καθώς η
αραβική Βικιπαίδεια αναφέρει για την Αθήνα 130 παρανόμους
μουσουλμανικούς ευκτηρίους οίκους. Συγκριτικά, μία μεγάλη Μητρόπολη
έχει περί τις 30 ενορίες.
5)
Η ανεύρεση καταλλήλων οικοπέδων αποτελεί σημαντική παράμετρο και
βεβαίως το βάρος πέφτει όχι τόσο στα Μεσόγεια, αλλά στο κέντρο ή όπως
νομίζω ότι είναι καλύτερο το μήκος της οδού Πειραιώς, όπου βρίθει από
παλαιά βιομηχανικά εγκαταλελειμμένα κτίρια.
Αυτό
θα επιτρέψει έναν σχεδιασμό και για την τέλεση μεγάλων θρησκευτικών
εορτών των μουσουλμάνων με τρόπο που δεν θα σκανδαλίζει, ενώ η πρόσβαση
με την συγκοινωνία θα είναι ευκολότερη. Παράλληλα, όλα αυτά τα παλαιά
βιομηχανικά κτήρια έχουν προαύλια επαρκή για χώρους στάθμευσης ΙΧ των
πιστών, υπαίθρια προσευχή λόγω αυξημένης προσέλευσης σε γιορτές κλπ.
Παράλληλα
η θρησκευτική κατήχηση των μουσουλμάνων θα ακολουθήσει τις εκάστοτε
εθνικές κατευθύνσεις όχι μόνο της Ελλάδος αλλά και των αντιστοίχων
κρατών:
Δεν
θα δημιουργούνται τριβές ούτε π.χ. για τον τρόπο ανάγνωσης του Κορανίου
και της προσευχής, ούτε για συμβουλές της τάδε ή δείνα ισλαμικής
νομικής σχολής, διότι ας μη γελιόμαστε θα είναι αναπόφευκτο σε ιδιωτικό
επίπεδο, πολλώ μάλλον που θεσμικά στην Ελλάδα ισχύει για την μειονότητα
της Θράκης η σαρία για το οικογενειακό δίκαιο!
Κατ’
αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα δεν θα γίνει εύκολα άντρο των κάθε λογής
ισλαμιστικών παραφυάδων, ούτε θα επιβαρυνθεί με τον συνολικό τους έλεγχο
ερχόμενη ενδεχομένως σε προστριβές με το σύνολο του ισλαμικού κόσμου.
Οι ανεξέλεγκτοι ευκτήριοι οίκοι θα περιοριστούν καθώς και η όποια
παραβατικότητα ενδέχεται να αναπτύσσεται σε τέτοια αφανή μέρη, ενώ
συγχρόνως όσα παράνομα τεμένη συνεχίσουν την λειτουργία τους θα υποστούν
τις νομικές συνέπειες.
Θα
πρέπει να προσέξουμε, ώστε αυτό όλο να αποτελέσει μία χειρονομία καλής
θελήσεως της χώρας μας απέναντι σε κατά κύριο λόγο γειτονικές χώρες, η
οποία όμως να μπορεί και να αναιρεθεί εάν η διαγωγή των φιλοξενουμένων
δεν είναι η ενδεδειγμένη.
Έτσι δεν θα πρέπει να οργανωθούν ως προέκταση των διπλωματικών αποστολών και της σχετικής ασυλίας.
Εν
μέσω κρίσης λοιπόν ίσως αποτελεί μία καλή ευκαιρία για μία δυναμική
διαπραγμάτευση με τις ισλαμικές χώρες σε διμερές επίπεδο, διά της οποίας
η Ελλάδα όχι απλώς θα επιλύσει ένα χρονίζον ζήτημα, αλλά μπορεί να το
εντάξει και σε μία συνολικότερη πολιτική επαναδιαπραγμάτευσης των
σχέσεών της με τις διάφορες μουσουλμανικές χώρες.
Είναι
αυτονόητο ότι ορισμένες χώρες θα χρειαστούν ειδική διαχείριση, καθώς
είναι αυστηρά απαγορευτικές σε τέτοιου είδους παραχωρήσεις από την
πλευρά τους.
Κλείνοντας
θα πρέπει να σκεφτούμε ότι ίσως είναι μία ευκαιρία, να απογαλακτιστεί
το μέρος εκείνο της εγχωρίου μειονότητος που κατοικεί πλέον στην Αθήνα,
καθώς δεν θα υπόκειται στους περιορισμούς της συνθήκης της Λωζάννης ή
όποια ρύθμιση, καθώς δεν εμπίπτουν πλέον στο πλαίσιο της Θράκης. Όμως
αυτό είναι ένα νομικό και πολιτικό θέμα που απαιτεί περισσότερη προσοχή
και ακριβέστερη διαχείριση προς αποφυγήν ανωμαλιών.
Ωστόσο ας δούμε ιδιαιτέρως την περίπτωση της Τουρκίας εντός του άνωθι σχήματος:
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι το Τουρκικό τζαμί δεν θα λειτουργήσει όπως το Προξενείο.
Για να γίνει αυτό όμως,
1)
Οι Θρακιώτες μουσουλμάνοι θα πρέπει να έχουν δικό τους τέμενος στην
Αθήνα ή ίσως και μέχρι τρία, για λόγους διαχωρισμού των φυλετικών
ομάδων. Αυτό άλλωστε είναι κάτι που συνηθιζόταν από παλιά στο Ισλάμ
ακόμη μάλιστα και αν επρόκειτο για ομοεθνείς και ομογλώσσους Άραβες,
αλλ’ όχι φυλετικά ομογενείς (Συνάδει με το 39,5 της Λωζάννης, ενώ οι
Μπουχάρι, Βαλάδουρι και Τάμπαρι αναφέρουν την κατασκευή τζαμιών ανά φυλή
ήδη κατά τα πρώτα 10 χρόνια του Ισλάμ στην Αραβία. Για τους μη
γνωρίζοντες ιδίως ο Μπουχάρι και ο Τάμπαρι είναι οι δύο κορυφαίοι
συλλογείς ισλαμικών παραδόσεων και συντάκτες σχετικών συλλογών – χαντίθ,
οι οποίες αποτελούν μαζί με το Κοράνι τις πηγές δικαίου της σαρία).
2)
Η είσοδος σε όλα τα τζαμιά θα πρέπει να γίνεται με καταγραφή
εισερχομένων για λόγους ασφαλείας πρωτίστως, όπως γίνεται σε όλες τις
ΔΕΚΟ και τα Υπουργεία.
3)
Τα τζαμιά των μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων θα πρέπει να εποπτεύονται
από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων με καθεστώς ανάλογο των
μουσουλμάνων της Ρόδου και της Κω, έξω από το πλαίσιο της συνθήκης της
Λωζάννης καθώς θα βρίσκονται εκτός μειονοτικής περιοχής (Άρθρο 2).
4) Αυτονοήτως δεν τίθεται ζήτημα «επιστροφής» παλαιών ιστορικών τεμενών (όπως στο Μοναστηράκι) για πολλούς λόγους:
α)
Το μεν ένα (Φετίχ) που βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού περιβόλου
είναι χτισμένο πάνω σε χριστιανικό ναό, άρα θα αποτελούσε σοβαρή αιτία
σκανδαλισμού, ενώ το δεύτερο το υπερυψωμένο στον σταθμό του ΗΣΑΠ,
(Τζισδαράκη) είναι ήδη μουσείο και στεγάζει στο ισόγειο καταστήματα και
είναι βέβαιο ότι θα επέφερε σοβαρότερες προστριβές κατά τις ώρες των
εορτών και της προσευχής εξ αιτίας της εμπορικής κίνησης, επισκευών,
κλπ. δραστηριοτήτων εμπόρων και πελατών.
β)
Αν και προσωπικά θεωρώ το (α) σοβαρότερο, ωστόσο ήδη η Συνθήκη της
Λωζάννης έχει προβλέψει την εκκαθάριση και των βακουφικών περιουσιών,
δηλ. των περιουσιών θρησκευτικών ιδρυμάτων (VI, 9,10). Άρα εκ πρώτης
αναγνώσεως δεν φαίνεται να μπορεί να τεθεί κάποιο θέμα, αλλά αυτό
μπορούν να το δουν οι νομικοί προσεκτικότερα.
γ)
Εν πάση περιπτώσει τα εν λόγω κτίρια λόγω αρχαιολογικής αξίας δεν
μπορούν να παραδοθούν για χρήση τέτοια, όπως άλλωστε το ίδιο συμβαίνει
και με την Ροτόντα και άλλους βυζαντινούς ναούς στην Θεσσαλονίκη ή και
αλλού στην χώρα. Άρα και πάλι δεν τίθεται θέμα διάκρισης.
5)
Όπως και τα άλλα τζαμιά θα πρέπει ευλόγως να υπηρετούν πληθυσμιακές
ανάγκες και με δεδομένο τον μικρό αριθμό των Τούρκων υπηκόων ανάλογο
μέγεθος θα πρέπει να έχει και το τζαμί.
6)
Θα πρέπει βεβαίως να συνταχθεί πολεοδομικός κανονισμός, θα πρέπει να
απαγορευθεί η οικοδομή μιναρέ, καθώς αυτό είναι ένα αρχιτεκτονικό
στοιχείο σχετικώς μεταγενέστερο στο Ισλάμ, που μάλιστα θα αλλοίωνε την
οικοδομική φυσιογνωμία της πόλης παράλληλα με τον σκανδαλισμό που θα
δημιουργούσε. Φυσικά θα πρέπει να ισχύσουν περιορισμοί στα μεγάφωνα κλπ.
αυτονόητα θέματα καθώς η Αθήνα δεν είναι ούτε επιτρέπεται να λάβει
ισλαμικά χαρακτηριστικά για ένα πλήθος ιστορικών λόγων αλλά και
σύγχρονων πολύ πραγματικών, καθώς άλλο πράγμα η φιλοξενία και άλλο η μετατροπή σε συνδικαιούχο!
Εν τέλει είναι καλύτερο να δωθεί το ένα εκατομμύριο ευρώ στην ανακούφιση των Ελληνορθοδόξων της Αντιόχειας παρά στο τζαμί.
Όμως
η Ελλάδα δεν έχει ευμοιρήσει σε ειδικούς περί το Ισλάμ καθώς οι
επαΐοντες σπανίζουν, αφού ούτε εκπαιδευτική υποδομή υπάρχει ούτε εύκολα
μπορεί κανείς να εκμάθει μία των γλωσσών (Αραβικά, Περσικά, Τουρκικά,
Ουρντού, Παστούν κλπ.) ακόμη και εάν διέθετε κανείς χρήματα, ούτε
υποτροφίες παρέχονται επαρκείς (μέχρι πρότινος 1-2 κάθε χρόνο από το
ΙΚΥ) ούτε -προ πάντων- υπάρχει επαγγελματική αξιοποίηση σε ένα τόσο
κρίσιμο τομέα. Μέχρι στιγμής οι μεταφραστικές ανάγκες καλύπτονται από
ομογενείς Αιγυπτιώτες ή Κωνσταντινουπολίτες ή αλλοδαπούς.
Οι συνέπειες βρίσκονται μπροστά μας: Ανυπαρξία εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής απέναντι στο Ισλάμ.