Τη πρώτη φορά, νόμιζα ότι μου έκαναν πλάκα. Πώς αλλιώς να το ερμηνεύσω; Όταν σου λέει κάποιος ότι από εδώ και πέρα θα περπατάς με αλυσίδες στα χέρια, δίχως να εξηγεί τίποτα άλλο, το πιο λογικό πράγμα δεν είναι να κλείσεις το τηλέφωνο και να το ξεχάσεις;
Θυμάμαι πολύ καθαρά τη πρώτη νύχτα που με σπάσανε στο ξύλο. Όταν τελείωσαν, μου έδωσαν τις αλυσίδες μου. Και μου είπαν ότι δε θα ξαναβγείς ποτέ στο δρόμο δίχως αυτές.
Το επόμενο πρωί, τις φόρεσα. Δεν αντέχω το ξύλο. Εξω στον δρόμο, είδα κι αρκετούς άλλους να τις φοράνε. Μιλήσαμε. Θυμώσαμε. Κάποιος προσπάθησε να τις βγάλει. Γίναμε πολλοί κι ένιωσα ότι αυτός ο καφκικός εφιάλτης θα έληγε σύντομα. Όσο ισχυροί κι αν ήταν, ήμασταν περισσότεροι. Κάποιοι κατάφεραν να τις αφαιρέσουν. Ανάμεσα τους, κι εγώ.
Το ίδιο βράδυ, έφαγα ακόμα περισσότερο ξύλο. Και δεν ήταν κανείς εκεί για να με βοηθήσει.
Το επόμενο πρωί, τις ξαναφόρεσα. Εξω, όσοι τις φορούσαν, ήταν περισσότεροι απο εχθές. Και, σε αντίθεση με χθες, αυτό που ένιωσα δεν ήταν αγανάκτηση. Αλλά, παρηγοριά. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Ένιωσα ότι δεν ήμουν ο μόνος. Και παρηγοριόμουν για τη δειλία και τη κατάντια μου. Ταυτόχρονα όμως, στεναχωριόμουν για αυτό που έβλεπα: Πρώην περήφανοι άνθρωποι, τώρα να περπατούν με αλυσίδες στα χέρια,
δίχως κανείς να τους εξηγεί έστω γιατί.
Το ίδιο βράδυ, οι ίδιοι βασανιστές, μου έφεραν ένα ζευγάρι αλυσίδες ακόμα.
“Αυτές, στα πόδια.” Είπαν. Κι εφυγαν.
Όταν είδα την οργή να επιστρέφει στα πρόσωπα των διπλανών μου, αναθάρρησα. Θυμήθηκα ότι είμαι άνθρωπος, κι ότι οι άνθρωποι δε πρέπει να περπατουν με αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια.
( Για να είμαι ειλικρινής, το φαινόμενο δεν εμφανιζόταν για πρώτη φορά. Σποραδικά, στο παρελθόν, τύχαινε να πέσω πάνω σε ανθρώπους με αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια. Αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Μπορεί να τη βρίσκουν έτσι, είχα σκεφτεί. Άσε που ήταν και λίγοι και μακρυά από τη γειτονιά μου. Περισσότερο απειλή είχα νιώσει, παρά λύπη ή απορία.)
Θυμήθηκα λοιπόν ότι είμαι άνθρωπος, και μαζί μου, το θυμήθηκαν πολλοί. Αποφασίσαμε να τις βγάλουμε. Στη Πλατεία, είχαμε μαζευτεί κάτι εκατοντάδες χιλιάδες. Και τους τις πετάξαμε στα μούτρα.
Το ξύλο που έφαγα αυτό το βράδυ ήταν ακόμα χειρότερο. Την ώρα που με δέρνανε, λίγο πριν λιποθυμήσω, σκέφτηκα ότι θα πεθάνω. Μα, δε πέθανα. Δίχως καλά καλά να μπορώ να δω τον εαυτό μου στον καθρέπτη, το πρησμένο μου πρόσωπο κι εγώ συμπεράναμε ότι αυτές οι αλυσίδες δε πρέπει ποτέ να ξαναβγούνε από τα χέρια και τα πόδια. Θα δυσκολεύονταν οι κινήσεις μας, δε θα μπορούσαμε να τρέχουμε ή να τρώμε ή να κάνουμε έρωτα το ίδιο με πριν, αλλά δε πειράζει, θα συνηθίζαμε.
Την επόμενη μέρα, αυτό που παρατηρούσα στον δρόμο πια δεν ήταν πόσοι φοράνε τις αλυσίδες.
Αλλά πόσοι, δε τις φοράνε. Δε τους έβλεπα ως αδούλωτους, δε τους έβλεπα ως κουράγιο.
Τους έβλεπα ως παραφωνία. Ως κάτι που μου χαλάει τη σκλαβιά. Όσοι φορούσαν τις αλυσίδες, παράδοξο μεν αλλά με ελευθέρωναν. Από τη σκέψη ότι κατάντησα σκλάβος. Όσοι δε τις φορούσαν, με κάποιο τρόπο, μου υπενθύμιζαν ότι είμαι σκλάβος. Το ότι είμαι σκλάβος, τη πραγματική αυτή κατάσταση μπορούσα να την αντέξω. Τη σκέψη όμως ότι είμαι σκλάβος, όχι.
Κοιταγα τους μη αλυσοδεμένους, και αισθανόμουν το ίδιο μίσος που είχα νιώσει εκείνο το πρώτο πρωινό για τους βασανιστές μου. Το μίσος αυτό με γιατρευε, έκλεινε τις πληγες στα χέρια και στα πόδια, τις πληγές από τις αλυσίδες.
Το επόμενο βράδυ, οι ίδιοι βασανιστές εμφανίστηκαν ξανά. Δε πίστευα στα αυτιά μου όταν μου ανακοίνωσαν ότι από εδω και πέρα, θα περπατάω στα τέσσερα, όπως τα σκυλιά. Ρώτησα γιατί, δε μου απάντησαν αρχικά. Κάποιος ξεστόμισε κάποιες δικαιολογίες, δε τις κατάλαβα. Η Ελλάδα βρίσκεται σε κίνδυνο, είπε. Αν δε μάθουμε να περπατάμε σα τα σκυλιά, θα χαθούμε. Δε τόλμησα καν να ρωτήσω γιατί εσείς περπατάτε σαν άνθρωποι, δίχως αλυσίδες. Δεν ήθελα να ξαναφάω ξύλο, δεν το άντεχα.
Το πρωί, βρέθηκαν αρκετοί να φωνάξουν ότι γεννηθηκαμε άνθρωποι, ότι γεννηθηκαμε να κοιτάμε στον ουρανό κι όχι στη γη, ότι δεν είμαστε τετράποδα για να περπατάμε στα τέσσερα, ότι αν το δεχτούμε αυτό, τότε τίποτα δε τους εμποδίζει να εξισώσουν τις ζωές των ανθρώπων όχι με τα σκυλιά, αλλά με το τίποτα. Δεν ήμουν ο μόνος που τους άκουγε καχύποπτα. Τα γόνατα μου, άπειρα από την επαφή τους με την άσφαλτο και το χώμα, τσουρουφλίζονταν και γδέρνονταν. Η μέση μου πονούσε. Όταν έμαθα ότι κάπου εκεί υπήρχε γκρεμός και ότι κάποιοι σέρνονταν μέχρι εκεί για να πέσουν τελειώνοντας έτσι το μαρτύριο, ένιωσα ξανά κάτι που είχα καιρό να νιώσω: Συμπόνοια, θλίψη και οργή.
Ήταν λες και οι νεκροι συν-βασανισθέντες μου, με ενδιέφεραν περισσότερο από τους ζωντανούς.
‘Αρχισα να σκέφτομαι ότι κάτι που αγαπάς περισσότερο όταν είναι νεκρό, δεν είναι κάτι που νοιάζεσαι ή αγαπάς. Μάλλον είναι κάτι που προτιμάς να πεθαίνει,
όχι τόσο γιατί είμαστε πολλοί και δε μπορούν να μας συντηρήσουν όλους αλλά γιατί είναι κάτι που μπορεί να σου ξυπνήσει μέσα σου πέντε -δεκα συναισθήματα. Ήταν σα να λέγαμε στους υποψήφιους αυτόχειρες, αυτοκτονήστε για να συγκινηθούμε. Για να θυμηθούμε ότι, μολονότι περπατάμε πια στα τέσσερα, ήμαστε ακόμα άνθρωπου, για να επιβεβαιωθούμε ότι μπορούμε ακόμη να νιώσουμε.
Το βέβαιο είναι ότι ασχολούμασταν περισσότερο με αυτούς που έπεφταν στο γκρεμό, παρά με αυτούς που μας φώναζαν να σηκωθούμε στα πόδια μας. Είχαν αρχίσει να φαίνονται πια λίγο ενοχλητικοί.
Εκνευριστικοί. Αλαζονικοί. Στον κόσμο τους. Παραφωνία.
Kι όταν κάποια γυάλινα βλέμματα σε μία γυάλινη οθόνη, μου έλεγαν ότι δε πρέπει να σηκωθώ ξανά στα δύο μου πόδια, αναρωτήθηκα μήπως έχουν δίκιο.
Πριν τις αλυσίδες, είχα μερικά λεφτά, μου είπαν μαζί τα φάγαμε και μάλλον είχαν δίκιο, έπρεπε να τους τα δώσω.
Πριν τις αλυσίδες, αν ήμουν νέος μου είπαν ότι περίσσευα κι ότι έπρεπε να φύγω ‘εξω,
είχαν δίκιο,
έφυγα.
Πριν τις αλυσίδες, αν ήμουν γέρος, μου είπαν ότι οι γέροι δε πεθαίνουν κιόλας, κι είχαν δίκιο,
πέθανα.
Φόρεσα τις αλυσίδες, δεν είχα πια λεφτά, ο Ολάντ με έλεγε φαφούτη
http://www.iefimerida.gr/news/168911/
κι είχε δίκιο,
γιατι τα δόντια μου έχουν αρχίσει να χαλάνε.
Φόρεσα τις αλυσίδες, σιγά σιγά άρχισα να τρελαίνομαι, η Λιθουανή Υπουργός Υγείας είπε ότι η ευθανασία είναι κάτι που πρέπει σιγά σιγά να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για τους ψυχικά ασθενείς,
κι έχει δίκιο,
γιατί στη κατάσταση που είμαι δε μπορώ να βοηθήσω στην ανάπτυξη και στη παραγωγική ανασυγκρότηση
http://www.iatronet.gr/eidiseis-nea/perithalpsi-asfalisi/news/27939/lithoyania-efthanasia-gia-xronioys-pasxontes-proteinei-i-ypoyrgos-ygeias.html
Φόρεσα τις αλυσίδες και μου είπαν ότι το ρεύμα δεν είναι κοινωνικό αγαθό,
κι είχαν δίκιο,
άσχετα αν στη προσπάθεια μου να ζεσταθώ ή να κρατηθώ στη ζωή με μηχανήματα στο σπίτι,
πέθανα και πάλι.
Ετσι, τί πιο λογικό, από το να ακούσω με μεγάλη σοβαρότητα και συγκατάβαση τους πρώην βασανιστές μου
-είχαν πάψει να με βασανίζουν γιατί ήμουν πια πειθαρχημένος,
η ψυχή και το μυαλό μου,
ένα σύνδρομο Στοκχόλμης-
‘οταν μου ανακοίνωσαν ότι από δω και πέρα, θα έπρεπε να ζω σε ένα σκυλόσπιτο. Πόσο δίκιο είχαν αυτή τη φορά,
πώς θα μπορούσε κάποιος που περπατάει στα τέσσερα να ζει σε ανθρώπου σπίτι;
Τους παρέδωσα το σπίτι μου ακούγοντας, και σύρθηκα στη νέα μου κατοικία.
Μέσα ήταν πιο ευρύχωρο από ότι φαινόταν απέξω.
Και δεν είμαι εγκληματίας επειδή έμαθα να ζω με αλυσίδες, άλλωστε πριν λίγο καιρό μου τις έβγαλαν από τα χέρια και τα πόδια, δε χρειάζονται πια, έμαθα να περπατώ με χέρια και πόδια δεμένα δίχως αυτές, τώρα που οι αλυσίδες είναι στη ψυχή.
Και δεν είμαι εγκληματίας επειδή έμαθα να περπατάω στα τέσσερα, άλλωστε τα γόνατα δε γδέρνονται πια, σκλήρυναν, συνήθισαν το χώμα και την άσφαλτο.
Και δεν είμαι εγκληματίας επειδη έμαθα να ζω μες σε ένα σκυλόσπιτο, μακρυά από ο,τιδήποτε ανθρώπινο που συνειδητοποίησα πια ότι δε μου ανήκει.
Ειμαι εγκληματίας γιατί τα παιδιά που θα φέρνω στον κόσμο, δε θα σκεφτούν ποτέ ότι είναι αφύσικο το να περπατάς στα τέσσερα, με χέρια και πόδια δεμένα απο αόρατες αλυσίδες. Είμαι εγκληματίας γιατί τα παιδιά μου θα σκεφτούν ότι σε ένα σκυλόσπιτο είναι φυσιολογικό να μένεις. Κι ότι κάθε αμφισβήτηση για τη κατάσταση αυτή, είναι παράλογη, σχεδόν ανήθικη, ουτοπική. ‘Οτι η ανθρώπινη κατάσταση δε πρέπει να διαφέρει από αυτή του σκύλου.
Κι αυτός θα είναι ο κανόνας. Απαράλλακτος και αμετάβλητος για τα επόμενα χρόνια.
Απλά, όπως κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του, έτσι και κάθε δράση έχει αντίδραση,
‘ετσι και κάθε κατάσταση έχει τις ανεπιθύμητες συνέπειες/παρενέργειες της.
Κάποια από τα σκυλιά αυτά, θα γεννηθούν μολυσμένα. Μολυσμένα από τη σκέψη ότι αυτό που βιώνουν είναι παράλογο. Μολυσμένα από τον ατράνταχτο ρασιοναλισμό του ότι, από τη στιγμή που έχουν δύο πόδια, δε πρέπει να περπατούν στα τέσσερα. Κάποια έχουν ήδη γεννηθεί. Αλλά και κάποιοι αλυσοδεμένοι είναι κοντά στο να τις σπάσουν.
Όταν μαθαίνεις σε κάποιον να είναι σκύλος, να περιμένεις ότι μπορεί να πάθει κι ότι παθαίνουν μερικά από αυτά: Να λυσσάξει.
Κι ένα σκυλί που λυσσάει, είναι επικίνδυνο. Μπορεί τη στιγμή που περπατάς έσυ στα δύο σου πόδια, ανυποψίαστος κι αμέριμνος δίπλα του, να σε δει με κακό μάτι. Να ξεχάσει τους βασανιστές του. Να θυμηθεί φευγαλέα τί ήταν κάποτε. Και να σε δαγκώσει. Να σε δαγκώσει με τα φαφούτικα του δόντια. Γιατί, τα χαλασμένα δόντια, παραμένουν δόντια. Και θα το θυμηθείς όταν θα μπήγονται στη σάρκα σου.
Όπως έπεσε ο πρώτος στον γκρεμό κι ακολούθησαν χιλιάδες, έτσι χιλιάδες θα ακολουθήσουν και τα δόντια του πρώτου αυτού σκυλιού στη μαλακή σου σάρκα.
Αφού από άνθρωπο με έκανες σκύλο, μπορεί κάποτε να αντιληφθείς εξ ιδίων, τι παθαίνουν τα σκυλιά όταν λυσσάνε.
Τι παθαίνεις κι εσύ, όταν αμέριμνος περπατάς ανάμεσα τους.
Πηγή. http://celinathens.blogspot.com/2014/09/blog-post.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου