Ετικέτες

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

«Η κρίση απειλεί την ίδια τη δημοκρατία»




ΕΤΣΙΟ_ΜΑΟΥΡΟΕΤΣΙΟ ΜΑΟΥΡΟ Διευθυντής της ιταλικής εφημερίδας «LA REPUΒBLICA»
Διευθυντής τής «La Repubblica», της μεγαλύτερης ιταλικής κεντροαριστερής εφημερίδας, από το 1996, ο Ετσιο Μάουρο, 65 χρόνων, θεωρείται μια από τις εγκυρότερες φωνές της ιταλικής δημοσιογραφίας. Τον συναντήσαμε στο γραφείο του, στην οδό Κριστόφορο Κολόμπο της Αιώνιας Πόλης, για μια αποκλειστική συνέντευξη με κύριο θέμα τη δυνατότητα της Ευρώπης να ξεπεράσει τη βαθιά κρίση που διέρχεται, τη στάση της Αριστεράς και τον ρόλο του Τύπου. «Ειλικρινά με εκπλήσσει το ότι η κοινωνική συνοχή συνεχίζει να αντέχει» μας είπε ο Μάουρο, σύμφωνα με τον οποίο από την ύφεση και την κρίση «δεν κινδυνεύει μόνον η πολιτική, αλλά η ίδια η δημοκρατία».
Συνέντευξη στον Θεόδωρο Ανδρεάδη-Συγγελλάκη

***
«Η Αριστερά μας τα τελευταία 20 χρόνια νόμιζε ότι η λέξη “ανισότητα” ανήκε στον 19ο αιώνα και ότι πλέον μετρούσε μόνο η ατζέντα που επιβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός, αρχίζοντας από την ανταγωνιστικότητα»
«Είναι ανώφελο να βελτιώνει μια χώρα τη δημοσιονομική της κατάσταση αν στο μεταξύ οδηγείται στον θάνατο»
«Ενας εργαζόμενος που απολύεται στα 50 του και δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες της οικογένειάς του μπορεί να μας πει τελικά ότι “η δημοκρατία τού είναι εντελώς αδιάφορη”»
«Οσοι βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ κάνουν πολύ μεγάλο λάθος. Δεν υπάρχει ούτε καν το τούνελ»
«Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά που κινδυνεύει να μην έχει πρόσβαση στην εργασία μέχρι τουλάχιστον τα τριάντα πέντε της»
***
• Κύριε διευθυντά, πώς βλέπετε αυτή τη φάση της οικονομικής κρίσης; Η εφημερίδα σας έγραψε, σε ένα σχόλιο, ότι βρισκόμαστε σε νεκρό σημείο. Δεν υπάρχει ορίζοντας;
Νομίζω πως όσοι λένε ότι βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ κάνουν μεγάλο λάθος. Μπορεί να διακρίνεται κάποιο μικρό μήνυμα, αλλά όχι ανάκαμψης, μείωσης, απλά, του ρυθμού επέκτασης της κρίσης. Η κατάσταση, όμως, είναι τρομερά δύσκολη, διότι πρέπει να καταλάβουμε, πρώτα από όλα, ότι δεν υπάρχει ούτε καν το τούνελ: δεν πρόκειται για μια μαύρη περίοδο στο τέλος της οποίας θα ξαναδούμε το φως και όλα θα γίνουν σαν και πρώτα. Η κρίση αυτή ανατρέπει τα πάντα, από τη σχέση μας με τη δουλειά μας, μέχρι την επαφή ανάμεσα στις διάφορες γενιές. Πάνω από όλα, όμως, διευρύνει τον κοινωνικό αποκλεισμό. Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά που κινδυνεύει να μην έχει καμία πρόσβαση στην εργασία μέχρι τουλάχιστον τα τριάντα πέντε της. Τα παιδιά βλέπουν τους πατεράδες τους να χάνουν την δουλειά τους στα πενήντα πέντε ή και πενήντα οκτώ τους, χωρίς ελπίδες επαναπρόσληψης. H εργασία, για τη γενιά μου, ήταν κάτι το φυσικό, που ερχόταν μετά τη στρατιωτική θητεία. Τώρα, εντελώς απότομα, εξαφανίζεται. Και μαζί της, εξαφανίζονται τα δικαιώματα του κάθε πολίτη, τα οποία συνδέονται με την εργασία του, εξαφανίζεται η αξιοπρέπεια, η δυνατότητα να οικοδομήσει, ο καθένας, το μέλλον του. Οι πρακτικές, λοιπόν, συμβολικές και ψυχολογικές συνέπειες, είναι τεράστιες.
• Τι μπορεί να πει, κατά τη γνώμη σας, η Αριστερά;
Η Αριστερά μας τα τελευταία 20 χρόνια θεώρησε ότι η λέξη «ανισότητα» ανήκε, πλέον, στον δέκατο ένατο αιώνα και ότι μετρούσε μόνον η ατζέντα που είχε επιβάλει ο νεοφιλελευθερισμός, αρχίζοντας από την ανταγωνιστικότητα. Τώρα, ξαφνικά, ανακαλύπτουμε ότι οι διάφορες ανισότητες και η ανάγκη για ισότητα κινδυνεύουν να γίνουν λέξεις-κλειδί για να μπορέσει να ερμηνευθεί η εποχή μας. Η Αριστερά πρέπει να ξαναρχίσει την πορεία της από αυτό ακριβώς το σημείο, από τον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή. Να καταλάβει ότι αυτά είναι τα βασικά στοιχεία που συγκροτούν την ταυτότητά της. Στο παρελθόν, «δικαιολογούσαμε» τις ανισότητες, διότι οι περισσότεροι από εμάς θεωρούσαν ότι ήμασταν μέρος μιας κοινής πορείας προς την ανάπτυξη. Σε τελική ανάλυση, πιστεύαμε ότι οι ισχυροί και ανίσχυροι, κατά κάποιο τρόπο, συμμετείχαν στη διαμόρφωση μιας ευρύτερης, κοινής μοίρας. Αυτή όμως η άμβλυνση των κοινωνικών εντάσεων, πλέον, έπαψε να ισχύει. Οι νέοι απόκληροι της κοινωνίας είναι οριστικά απομονωμένοι και όσοι καταφέρνουν να τραβήξουν μπροστά δεν νοιάζονται για τους «ηττημένους». Φτάνω να πω ότι εκπλήσσομαι που με κάποιο τρόπο, η κοινωνική συνοχή, συνεχίζει να αντέχει, που ο κόσμος δεν διαδηλώνει μαζικά στους δρόμους.
• Στην Ιταλία κανείς δεν ξέρει ακόμη ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει η μελλοντική Κεντροαριστερά. Μπορεί να επιτευχθεί, τελικά, ένας δημιουργικός συγκερασμός ανάμεσα στις αξίες της Αριστεράς και σε μια αναμφισβήτητη ανάγκη ανανέωσης;
Ο συγκερασμός αυτός μπορεί να γίνει πράξη, νομίζω, δίνοντας περισσότερο βάρος στα κοινωνικά δικαιώματα. Η κρίση μάς υποχρεώνει να διευρύνουμε τις παραδοσιακές κατηγορίες σκέψης και δράσης του περασμένου αιώνα, να επιχειρήσουμε μια νέα προσέγγιση. Πρέπει, όμως, να μην ξεχάσουμε, να μην απορρίψουμε την ιστορία και την ταυτότητά μας. Η πολιτική αποτελείται από αξίες, ιδεώδη, παραδόσεις και έντιμη εκπροσώπηση νόμιμων συμφερόντων. Δεν πρέπει να ντρέπεται, κανείς, για όλα αυτά, αλλά αντιθέτως να δίνει τη μάχη του υπό το φως του ηλίου. Ολα ξεκινούν από μια ξεκάθαρη ταυτότητα. Το πρόβλημα, τουλάχιστον για την Ιταλία, είναι ότι η ταυτότητα των κομμάτων, δεν είναι σαφής, λόγω και του ότι σχεδόν όλα συγκροτήθηκαν πολύ πρόσφατα. Και θεωρώ ότι η φάση αυτή, με την κυβέρνηση ευρείας συμμετοχής, δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στην οικοδόμηση μιας αναγνωρίσιμης ταυτότητας. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι χρειαζόμαστε ξεκάθαρα εναλλακτικά προγράμματα και ηγέτες, χωρίς τη συνεχή προσπάθεια επίτευξης συμβιβασμών. Ο κανόνας του κατώτερου κοινού παρονομαστή δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλος για να μπορέσει να κυβερνηθεί αποτελεσματικά η βίαιη κρίση που περνάμε. Προτιμώ να υπερισχύσει μια ξεκάθαρη πολιτική πρόταση, δεξιά ή αριστερή, και να προσπαθήσει να εφαρμόσει το πρόγραμμά της.

• Την περίοδο αυτή, όμως, διαπιστώνουμε συνεχώς ότι οι κανόνες της οικονομίας υπερισχύουν της πολιτικής. Ακούμε ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν χρειάζονται, γίνεται λόγος για απελευθέρωση των απολύσεων. Για την πολιτική στο σύνολό της και ιδίως για την Αριστερά, είναι δύσκολες προκλήσεις…
Πρόκειται για προκλήσεις που αφορούν πρώτα από όλα τη δημοκρατία. Η κρίση συνθλίβει, πριν από κάθε τι άλλο, τα δικαιώματα των εργαζομένων. Διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για δικαιώματα που υποφέρουν από «νανισμό». Η δικαιολογία που προβάλλεται, είναι ότι είναι αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης και ότι όταν αλλάζει η γενικότερη κατάσταση και ο συσχετισμός δυνάμεων, πρέπει να αναθεωρηθούν. Αυτό, όμως, περιέργως, δεν ισχύει για άλλους τομείς. Το πρόβλημα, επιμένω, πλήττει απευθείας την δημοκρατία. Ενας εργαζόμενος που απολύεται στα πενήντα του και δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες της οικογένειάς του, μπορεί να μας πει, τελικά, ότι «η δημοκρατία τού είναι εντελώς αδιάφορη». Να πει ότι η δημοκρατία στηρίζεται σε σπουδαίες εκφράσεις, αλλά ισχύει μόνον για όποιον χαίρει κάποιων βασικών δικαιωμάτων. Η δημοκρατία, θεωρητικά, θα μπορούσε να απαντήσει ότι είναι η πολιτική που έπρεπε να δραστηριοποιηθεί, για να εξασφαλίσει δουλειά και αξιοπρέπεια στους πολίτες. Η απογοήτευση που προκάλεσε, όμως, η πολιτική, κινδυνεύει να επεκταθεί μέχρι τα όρια της ίδιας της δημοκρατίας. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορούμε να δεχθούμε εκείνοι που συνεχίζουν να ευημερούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να αδιαφορούν για όσους έχουν βρεθεί στο περιθώριο. Διότι θα χάσουμε οριστικά το παιχνίδι. Θα γκρεμιστεί ένα ολόκληρο δημοκρατικό, πολιτιστικό και κοινωνικό μοντέλο.
• Η Ευρώπη αυτή, όμως, τι κάνει; Είναι άξια να αναλάβει κάποια πρωτοβουλία, θα μπορέσει να πάψει να ακολουθεί την οδό της τυφλής λιτότητας;

Θεωρώ ότι οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, από τη μια, πρέπει να μειώσουν το δημόσιο χρέος τους και αυτό πρέπει να γίνει υπό ευρωπαϊκή επίβλεψη. Από την άλλη, όμως, η εμπειρία των τελευταίων ετών μάς οδηγεί σε συμπεράσματα βασικής σημασίας. Κυρίως, στο ότι η λιτότητα χωρίς την ανάπτυξη κινδυνεύει να οδηγήσει σε ασφυξία. Είναι ανώφελο να βελτιώνει μια χώρα τη δημοσιονομική της κατάσταση, αν στο μεταξύ οδηγείται σε θάνατο. Κάτι που πρέπει να κατανοήσει σε βάθος, πρώτα από όλα η Γερμανία, διότι οι νότιες χώρες της Ενωσης δεν έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν, πλέον, τις εξαγωγές της. Το Βερολίνο πρέπει να καταλάβει ότι άρχισε να ζημιώνει τον ίδιο του τον εαυτό. Σήμερα, πλέον, συμπεραίνουμε ότι η Γερμανία δεν είναι σε θέση να προσδώσει στη δύναμή της έναν ηγετικό ρόλο. Δεν καταλαβαίνει ότι οι πολίτες μας βλέπουν την Ευρώπη ως ένα σύνολο που θέτει κανόνες, οι οποίοι, όμως, δεν ενισχύονται από λαϊκή, ουσιαστική νομιμοποίηση. Για να θεωρηθούν οι κανόνες αυτοί νόμιμοι, πρέπει να σταματήσουν να αποτελούνται μόνον από αριθμούς, και να λάβουν σοβαρά υπόψη τη ζωή των ανθρώπων, τις καθημερινές, επείγουσες ανάγκες, τη λαϊκή αποδοκιμασία. Συγχρόνως, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι οι οίκοι αξιολόγησης συνεχίζουν να μετρούν περισσότερο από το Ευρωκοινοβούλιο, ότι ο λόγος της Μέρκελ βαραίνει περισσότερο από εκείνον όλων των ευρωπαϊκών θεσμών και η Γερμανία έχει περισσότερη δύναμη από τους επιτρόπους της Ενωσης. Κάτι δεν πάει καλά, είναι σαφές. Μιλάμε για άψυχους θεσμούς, που δεν διαθέτουν πραγματική κυριαρχία, διότι η ισχύς, τελικά, βρίσκεται μάλλον αλλού. Δεν γίνεται να μετράει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα περισσότερο από το Ευρωκοινοβούλιο, δεν μπορεί να μετατρέπεται από όργανο των πολιτικών της Ε.Ε. σε κύριο πρωταγωνιστή.
• Είστε αισιόδοξος;
Αναγκαστικά. Διαφορετικά, την περίοδο αυτή, δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να διευθύνω εφημερίδα…
• Πώς βλέπετε την προσπάθεια της «Εφημερίδας των Συντακτών», με τους δημοσιογράφους που, σε πρώτο πρόσωπο, επένδυσαν σε μια ελεύθερη και πλουραλιστική ενημέρωση;
Ξέρω καλά ότι είναι μια δύσκολη στιγμή, ότι η κρίση έχει περιορίσει την κατανάλωση και τη διαφήμιση, δύο κύρια σημεία αναφοράς για όλες τις εφημερίδες. Χρειάζεται, οπωσδήποτε, μεγάλη προσπάθεια για να προχωρήσεις μόνος σου, χωρίς έναν εκδότη. Βλέπω, όμως, παράλληλα, ότι μέσα σε αυτή την κρίση και στον γενικότερο αποπροσανατολισμό, ο κάθε πολίτης έχει μεγάλη ανάγκη την ενημέρωση. Πρέπει να καταλάβουμε ότι έχουμε μετατραπεί σε ένα είδος βιομηχανίας της γνώσης και ότι η γνώση είναι και πάλι ένα πολυτιμότατο αγαθό. Η ενημέρωσή μας -κυρίως των εφημερίδων- παράγει γνώση, διότι πέρα από το μεγάλο ρεύμα των ειδήσεων, δίνουμε βάρος σε στοιχεία, σε γεγονότα που είναι μεστά νοήματος και μπορούν να φωτίσουν τη ζωή μας. Οι εφημερίδες, ιδίως στην περίοδο της κρίσης, μας επιτρέπουν όχι μόνον να γνωρίζουμε, αλλά και να κατανοούμε σε βάθος.
• Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι εξάντλησε τον πολιτικό του βίο ή ετοιμάζει, ακόμη μια φορά, κι άλλες εκπλήξεις;
Του εύχομαι να ζήσει χίλια χρόνια, αλλά -για το καλό της χώρας μας – μακριά από την πολιτική. Θα δώσει τη μάχη του μέχρι το τέλος, είναι βέβαιο. Ολοι ξέρουμε ότι πολέμησε με θεμιτό και αθέμιτο τρόπο, ότι χρησιμοποίησε την εκτελεστική εξουσία, για να επηρεάσει την νομοθετική, σε βάρος της δικαστικής. Κάτι που, σε μια Δημοκρατία, θα έπρεπε να θεωρηθεί ολέθριο. Τώρα, όμως, πιστεύω ότι η πολιτική του σταδιοδρομία, βρίσκεται, πλέον, στο τέλος. Και το σημαντικότερο είναι ότι δεν ηττήθηκε δικαστικά, αλλά πολιτικά, με την πρόσφατη διάσπαση της Κεντροδεξιάς.

• Πώς κρίνετε, τέλος, τον Ματέο Ρέντσι, που θα είναι, όπως όλα δείχνουν, ο επόμενος γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος;
Θεωρώ ότι έχει μια αντίληψη της Αριστεράς που απέχει από τη δική μου, λόγω ηλικίας και προσωπικής πορείας. Συγχρόνως, όμως, πιστεύω ότι διαθέτει τεράστια ενέργεια, που μπορεί να οδηγήσει σε καινοτόμους παρεμβάσεις. Η ενέργεια αυτή δεν πρέπει να υποτιμηθεί, διότι είναι σε θέση να ωφελήσει όλη την Ιταλία. Ο Ρέντσι έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει την επόμενη αναμέτρηση με τη Δεξιά. Ηρθε η ώρα, επιτέλους, να μπορέσουμε να ξαναζήσουμε μια νίκη της Αριστεράς στις εκλογές.
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου