Δεν ήταν τόσο ελαφρόμυαλος κι επιφανειακός όσο φαινόταν, όσο ήθελε να φαίνεται. Η άβυσσος της ψυχής του ήταν το ίδιο σκοτεινή όσο και κάθε άλλου ανθρώπου κι ο Μιλάν πολύ συχνά βυθιζόταν στα βάθη της, όπου έκανε παρέα με διάφανους μικροοργανισμούς, ψάρια-οχιές που φώτιζαν με βιοφωταύγεια τα ωκεάνια ρήγματα και αλμπίνους αστακούς που περιφέρανε τις κουρελιασμένες τους δαγκάνες στα πατώματα των σιωπηλών θαλασσών.
Η δικιά του άβυσσος ήταν η ηρωίνη. Την είχε κόψει, οριστικά, τέσσερις φορές. Και κάθε φορά μετρούσε την αποχή σε μέρες, ώρες, δευτερόλεπτα.
Στην αρχή κάθε προσπάθειας είχε ν’ αντιμετωπίσει τον οδοστρωτήρα. Ήταν ένας ολοκαίνουριος αστραφτερός οδοστρωτήρας, που ζύγιζε καμιά δεκαριά τόνους και κατέφτανε πιο γρήγορα κι από ειδησεογραφικό κανάλι στο επίκεντρο ταραχών, μόλις ο Μιλάν το έπαιρνε απόφαση να καθαρίσει.
Τον έβλεπε να έρχεται, αλλά δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ’ το κρεβάτι. Του πατούσε πρώτα τα δάκτυλα των ποδιών, τα γόνατα, τ’ αρχίδια και μετά ανέβαινε μουγκρίζοντας στο στήθος, για να καταλήξει στο κεφάλι. Τον έλιωνε, τον έκανε χαλκομανία σαν το κογιότ που καταπλακώνεται αέναα από κάποιον βράχο, τον ισοπέδωνε, αλλά δεν τον σκότωνε και ο Μιλάν συνέχιζε να αναπνέει μ’ επίπεδα πνευμόνια.
Μετά, μέρα με τη μέρα, ενώ η ασθένεια σταδιακά υποχωρούσε, ξαναποκτούσε τρεις διαστάσεις. Τότε άρχιζαν τα πραγματικά προβλήματα. Δεν υπήρχε οδοστρωτήρας ούτε πόνος ή ανάγκη, ερχόταν όμως σιωπηλός ο ύψιστος ισοπεδωτής, αυτός που οι καταραμένοι μονάχα γνωρίζουν τ’ όνομα του, το τέρας το πιο άσχημο, το πιο ρυπαρό, που καταπίνει τον κόσμο μ’ ένα χασμουρητό, «l’ Ennui, ce monster delicat», η ανία.
Ό,τι κι αν έκανε του φαινόταν μίζερο, άνοστο και ανούσιο. Εκεί πια διαλυόταν, χανόταν σε μια παράδοξη κατάσταση βαρετής ανυπαρξίας, όπου το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η πρέζα και το χάσιμο, η οπιούχος νιρβάνα της παραμύθας, εκεί όπου δεν υπάρχει ανάγκη πια για τίποτα άλλο, περισσότερο ή λιγότερο, και τίποτα γύρω σου δεν έχει σημασία.
~~
Όσο είχε τα λεφτά της αποζημίωσης δεν νοιαζόταν να την κόψει. Ποιος ο λόγος; Μπορούσε πάντα να προμηθεύεται την καλύτερη ποιότητα, καθαρή σαν το χιόνι στις απάτητες βουνοκορφές της Θούλης. Ποτέ δεν αρρώσταινε, αφού είχε αρκετά γραμμάρια να τον περιμένουν μέσα στον απορροφητήρα. Περνούσε όλη την ημέρα φτιαγμένος και για καλύτερα αποτελέσματα την ανακάτευε με κοκαΐνη. Όταν είσαι πλούσιος όλα είναι πιο εύκολα, ακόμα κι ο εθισμός.
Ώσπου μια μέρα βρήκε τον απορροφητήρα άδειο και τον τραπεζικό του λογαριασμό διψήφιο. Βγήκε στη γύρα, αλλά –τι περίεργο- όλοι οι φίλοι ήταν ρέστοι και ξεροί, ενώ η προμηθεύτρια Εταιρεία -μια ξερακιανή αλλήθωρη τύπισσα, που οι πελάτες της την είχαν βαφτίσει έτσι, επειδή ποτέ δεν έδινε βερεσέ ή τζάμπα- του πρότεινε να πάει στο νοσοκομείο και να γραφτεί στο πρόγραμμα απεξάρτησης.
«Η μεθαδόνη από μόνη της δε λέει τίποτα» του είπε χωρίς να τον αφήσει να μπει μέσα «αλλά αν την πάρεις μαζί με κυκλοζίνη, τότε τύφλα να ‘χει η άσπρη… Περίπου.»
Και του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.
Ο Μιλάν γύρισε στο σπίτι αποφασισμένος -για πρώτη φορά- να την κόψει. Τα κατάφερε κοπανώντας το κεφάλι του στον τοίχο, δαγκώνοντας τα χέρια του και παίρνοντας δυο δυο τα υπνοστεντόν –που προμηθεύτηκε από το ντουλαπάκι της μάνας του, εξίσου εθισμένης αλλά κοινωνικά αποδεκτής πρεζούς.
~~
Όταν συνήλθε και μπορούσε να περπατήσει, αποφάσισε να βρει μια δουλειά. Το μόνο που βρήκε –καθότι Χριστούγεννα- ήταν να κάνει τον Αι-Βασίλη σ’ ένα εμπορικό κέντρο.
Στο πρώτο εξάωρο κατάρρευσε. Δε συμπαθούσε ούτως ή άλλως τα παιδιά, όμως εκείνα που αναγκαζόταν να τα καθίζει στα γόνατα, του ‘φερναν ανάμικτες οπτασίες παιδοκτονίας και αυτοκτονίας.
Ως γνήσια τέκνα του υλικού πολιτισμού μας, ζητούσαν περισσότερα παιχνίδια απ’ όσα μπορούσαν να κατασκευάσουν οι Κινέζοι σε δέκα χρόνια. Μελλοντικοί πολίτες ενός απόλυτα κυνικού κόσμου, τον κοιτούσαν εξαρχής με δυσπιστία κι αφού του τραβούσαν τα μούσια του έλεγαν με μίσος: «Το ‘ξερα ότι δεν είσαι ο Αι-Βασίλης». Οι γονείς, ακόμα πιο απωθητικοί, τραβούσαν φωτογραφίες με το κινητό και γελούσαν όταν το καμάρι τους κλωτσούσε στο καλάμι τον καταϊδρωμένο Μιλάν.
Ευτυχώς πληρωνόταν με τη μέρα και το πρώτο του μεροκάματο το ξόδεψε μ’ έμπειρη υστεροβουλία σε γλυκά και λουλούδια για τους γονείς του. Εκείνοι ευπειθώς αποδέχτηκαν ότι το απολωλός πρόβατο είχε επανέλθει. Τους είπε πως χρειαζότανε καινούρια ρούχα κι εκείνοι πείστηκαν και του ‘δωσαν λεφτά, που ο Μιλάν κατέθεσε το ίδιο βράδυ στην Εταιρεία.
Την επομένη πήγε στο εμπορικό κέντρο, έβαλε τα μαξιλάρια, τη στολή και τη γενειάδα και κλείστηκε στην τουαλέτα. Ανακάτεψε δυο μέρη ηρωίνης μ’ ένα μέρος κοκαΐνης και μόλις σούταρε ήταν ο πιο ευτυχισμένος Αι-Βασίλης που είχε εμφανιστεί επί προσώπου γης.
Τα παιδιά τον λάτρεψαν. Έτσι φτιαγμένος κι ανεβασμένος όπως ήταν από το speedball, άκουγε χαμογελαστός τον πακτωλό δώρων που απαιτούσαν οι λιλιπούτειοι γαργαντούες και τους προγκούσε να ζητήσουν κάτι παραπάνω. Τα παιδιά έφευγαν πετώντας στα σύννεφα –μαστουρωμένα από την υπερβολική δόση επικείμενης κατανάλωσης- και οι γονείς προσπαθούσαν μάταια να τους εξηγήσουν ότι δεν μπορούσαν να τους αγοράσουν διαστημικό λεωφορείο –«δεν τα πουλάει η NASA, γλυκέ μου».
Ο διευθυντής του εμπορικού κέντρου ήταν απόλυτα ευχαριστημένος, παρότι ο Μιλάν έπεσε κάνα δυο φορές από τον αγιοβασιλιάτικο θρόνο. Πέρασε όλες τις γιορτινές μέρες μαστουρωμένος, αλλά σαν τέλειωσε η εορταστική περίοδος δεν μπόρεσε να βρει άλλη δουλειά, έτσι άρχισε τις απατεωνιές και τις κλοπές για να εξασφαλίσει τα ουκ επ’ άρτω μόνω. Λίγο μετά τον τσάκωσαν και τον καταδίκασαν σε διετή καταναγκαστική εργασία στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας.
1
| <br /> |
Αυτό δεν τον έκανε αργό. Αν τον έβλεπες στον δρόμο να περπατάει, πράγμα σπάνιο αφού παντού πήγαινε με το αυτοκίνητο, θα νόμιζες ότι απλά είχε μπει ένα πετραδάκι στο παπούτσι του.
~~
Το δεύτερο κουσούρι ήταν ιδεολογικό. Ο συγχυσμένος εγκέφαλος του Μιλάν ξεκίνησε να πιστεύει ότι η δημοκρατία είναι το χυδαιότερο των πολιτευμάτων, τίποτα άλλο από τη δικτατορία της πλειοψηφίας, ο παράδεισος της μετριότητας. Μια τέτοια πεποίθηση δεν είναι από μόνη της κουσούρι, αφού πολλοί πιστεύουν ότι αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.
Η παρέκκλιση στην πολιτική σκέψη του Μιλάν ήταν ο δρόμος που διάλεξε ν’ ακολουθήσει. Ο κομουνισμός είχε ήδη καταρρεύσει, η μοναρχία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τουριστική ατραξιόν, οπότε ο Μιλάν στράφηκε στον αδικημένο φασισμό.
Η ενασχόληση του μ’ αυτόν ήταν επιπόλαια, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή του. Μια φορά τη βδομάδα συναντιόταν με άλλους δέκα νοσταλγούς του Φρανκισμού στο αρχηγείο, αν και ο χώρος που αποκαλούσαν έτσι δεν ήταν παρά ένα μικρό υπόγειο στην παλιά πόλη.
~~
Μόλις κατέβαινες τις σκάλες του υπογείου βρισκόσουν μπροστά σε τρεις γιγάντιες αφίσες, που δέσποζαν στο χώρο κι έδειχναν αληθινά παλιές, κειμήλια, έτσι ασπρόμαυρες και σκονισμένες όπως ήταν. Στο κέντρο βρισκόταν ο Φράνκο, στα δεξιά ο Αδόλφος και στ’ αριστερά ο Μπενίτο.
Το παράδοξο της υπόθεσης ήταν ότι ο Μανουέλ, ο ιδιοκτήτης του υπογείου και αρχηγός της Φάλαγγας του Φοίνικα, δεν είχε καταφέρει να βρει αφίσα του Χίτλερ. Έτσι αγόρασε μια αφίσα του Τσάπλιν από τον Μεγάλο Δικτάτορα, έκοψε τα γράμματα και τους τίτλους, και την ανάρτησε στα δεξιά του Καουδίγιο, του τελευταίου Ισπανού ηγέτη. Κανείς δεν αντιλήφθηκε το ατόπημα και σε κάθε συνάντηση χαιρετούσαν ναζιστικά εκείνον που διακωμώδησε τον εμπνευστή του Ναζισμού.
Στις συναντήσεις ασχολούνταν για μισή ώρα, θεωρητικά, με την αναβίωση της Μεγάλης Ισπανίας και μετά μιλούσαν για ποδόσφαιρο, γκόμενες κι αυτοκίνητα.
~~
Εκείνο το απόγευμα, τη μέρα που το πανεπιστήμιο έκλεισε για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, ο Μιλάν καθυστέρησε φλερτάροντας με μια μελαχρινή στο δρόμο. Κατέβηκε τις σκάλες βιαστικά κι αφού χαιρέτησε τους άγιους του φασισμού, κατευθύνθηκε προς το τραπέζι όπου κάθονταν ήδη οι ομοϊδεάτες του.
«Δεν ξέρω γιατί» είπε δείχνοντας τον Τσάπλιν «αλλά νομίζω ότι ο Αδόλφος δεν είχε πάρει και πολύ στα σοβαρά τον ρόλο του.»
«Αυτό συζητάμε εδώ και…» είπε ο αρχηγός και κοίταξε το ρολόι του «είκοσι λεπτά. Τη σοβαρότητα των προθέσεων και των σκοπών μας.»
«Πολύ καλό θέμα» είπε ο Μιλάν καθώς βόλευε το αριστερό του πόδι στην καρέκλα. Έπειτα μίλησε στον διπλανό του: «Γνώρισα ένα πιτσιρίκι μούρλια».
«Πού;» ρώτησε εκείνος, αλλά ο αρχηγός δεν άφησε τον Μιλάν ν’ απαντήσει.
«Αφήστε τα γκομενιλίκια γιατί ο Γκαίμπελς έχει κάποια σημαντικά πράγματα να μας πει».
~~
«Γκαίμπελς» ήταν το ψευδώνυμο ενός ποντικομούρη διοπτροφόρου, που ήθελε να λογίζεται ως υπεύθυνος προπαγάνδας. Κατείχε δίκαια αυτήν τη θέση, αφού ήταν ο μόνος με λεξιλόγιο άνω των πενήντα λέξεων. Επιπλέον ήταν παρθένος στα τριάντα του, γυναικωτός που μισούσε τους ομοφυλοφίλους και δυσκοίλιος, ιδιότητες απαραίτητες για κάποιον που μισεί τους πάντες και ψάχνει τρόπους να τους εξολοθρεύσει.
Καθώς ο Γκαίμπελς ξερόβηχε για να ξεκινήσει τον λόγο του, ο Μιλάν ψιθύρισε στον διπλανό ότι θα του έλεγε λεπτομέρειες αργότερα. Ο αρχηγός αγριοκοίταξε τον Μιλάν, εκείνος προσποιήθηκε πως δεν κατάλαβε κι ο Γκαίμπελς ξεκίνησε να αναλύει το σατανικό του σχέδιο.
Με λίγα λόγια είπε ότι εχθρός κάθε έθνους ήταν πάντα οι μετανάστες, που σπίλωναν την καθαρότητα της φυλής, έκλεβαν τις δουλειές, τις γυναίκες και τα χρήματα. Ο Μιλάν, που είχε υπάρξει μετανάστης, σκέφτηκε για μια στιγμή να φέρει αντίρρηση, αλλά ξεχάστηκε κοιτώντας την ποντικίσια φάτσα του Γκαίμπελς.
Εκείνος συνέχισε λέγοντας ότι δυστυχώς δεν υπήρχαν στη Σαλαμάνκα αρκετοί Εβραίοι για να κυνηγήσουν. Όλη η Φάλαγγα συμφώνησε με λύπη. Όμως υπήρχαν Ανατολικοευρωπαίοι μετανάστες, που σίγουρα συνέχιζαν να πιστεύουν στους τρεις Εβραίους πρωτεργάτες του κομουνισμού.
Του αρχηγού προεξάρχοντος, όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και φώναξαν: «Θάνατος στα κομούνια».
Ο Γκαίμπελς, χαρούμενος που ο λόγος του είχε απήχηση, συνέχισε λέγοντας ότι το άλλο μίασμα της ισπανικής φυλής ήταν οι γύφτοι.
Του αρχηγού προεξάρχοντος, όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και φώναξαν: «Θάνατος στους γύφτους».
Ο Γκαίμπελς, ενθουσιασμένος με την ευρεία αποδοχή των λόγων του, συνέχισε λέγοντας ότι πρώτος στόχος τους πρέπει να είναι οι Ισπανοί που ντροπιάζουν την ίδια τους τη φυλή. Κι αυτοί είναι οι πούστηδες, που αλωνίζουν στη δημόσια ζωή ως λόγιοι και ως καλλιτέχνες, μολύνοντας με τις αηδιαστικές τους συνήθειες και ιδέες τα παιδιά των καθαρών Ισπανών –«τα παιδιά μας».
Του αρχηγού προεξάρχοντος, όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και βαρώντας τις μπότες τους κάτω με όλο το βάρος του ανδρισμού τους, βροντοφώναξαν: «Θάνατος στους πούστηδες».
Ο Μιλάν άργησε λιγάκι να σηκωθεί, αλλά όταν σηκώθηκε φώναξε: «Θάνατος στη διανόηση». Δεν κατάλαβε από πού του είχε έρθει αυτό, αλλά ο αρχηγός τον κοίταξε επιδοκιμαστικά. Οπότε είχε μιλήσει σωστά.
~~
Αφού έγινε ησυχία ξεκίνησε να περιγράφει στον διπλανό του τα βυζιά της πιτσιρίκας που γνώρισε κι όλοι τον άκουγαν με προσοχή –τα βυζιά της ήταν τεράστια κι άξιζαν κάθε σεβασμό. Ξαφνικά σηκώθηκε ο αρχηγός για να μιλήσει κι ο Μιλάν διέκοψε την περιγραφή.
Είπε ότι είχε έρθει η ώρα για να δράσουν κι όλοι συμφώνησαν. Διευκρίνισε ότι δεν μιλούσε αφηρημένα και αόριστα, ότι έπρεπε να δράσουν ευθύς αμέσως, αυθωρεί και παραχρήμα και πάραυτα, κι όλοι κοίταξαν τον διπλανό τους απορημένοι.
«Δε χωράει άλλη καθυστέρηση», είπε ο αρχηγός. «Πρέπει να καθαρίσουμε την Ισπανία και θα ξεκινήσουμε απ’ τη βρώμα που βρίσκεται κάτω απ’ τα ρουθούνια μας… Θα ξεκινήσουμε απ’ τους πούστηδες του πάρκου Ελευθερίας.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Aπόσπασμα από το μυθιστόρημα «Το δέντρο στην άκρη του κόσμου», του Γελωτοποιού, εκδόσεις Ρενιέρη.
Θα το βρείτε στο http://comicon-shop.gr/, Σόλωνος 128, οι εν Αθήναις.
Οι Θεσσαλονικείς μπορούν να επικοινωνήσουν με το my_sanejoker@yahoo.gr
Οι υπόλοιποι Ελλαδίτες ταχυδρομικά από το http://comicon-shop.gr/
____________________________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου