του Christopher Wellbrook (μτφ kostav)
Οι Γκαλεανίστι ήταν μια χαλαρή σύνδεση αγωνιστών της εργατικής τάξης μεταξύ των ιταλών μεταναστών στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του ύστερου δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα. Οι δράσεις τους είχαν ως πυρήνα τις δράσεις του ιταλικού εξεγερσιακού Λουίτζι Γκαλεάνι και της εφημερίδας του, Cronaca Sovversiva (Το Ανατρεπτικό Ιστορικό). Οι Γκαλεανίστι κρατώντας αμείωτη την ένταση του ταξικού πολέμου, θεωρούσαν πως τα όπλα και οι βόμβες ήταν αναπόσπαστα κομμάτια των μέσων κάθε αγωνιστή της εργατικής τάξης. Ο Γκαλεάνι είχε μάλιστα δημοσιεύσει μια μικρή μπροσούρα με το όνομα La Salute è in voi! (Η υγεία είναι μέσα σας!), την οποία θεωρούσε ως απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε προλεταριακή οικογένεια, στην οποία προσπαθούσε διορθώσει το λάθος όσων υποστήριζαν την ταξική βία, χωρίς να παρέχουν τα μέσα για την χρήση της. Με άλλα λόγια… ένας απλός και οικονομικός οδηγός παρασκευής βομβών. Με μια πύρινη ρητορική, ο Γκαλεάνι καλούσε τους υποστηρικτές του να συνθλίψουν με όλες τους τις δυνάμεις το υπάρχον σύστημα και να μην δεχτούν τον παραμικρό συμβιβασμό με κανέναν είτε εντός είτε εκτός του κινήματος.
Από το 1914-1920, οι Γκαλεανίστι διεξήγαγαν μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων κατά καίριων πυλώνων του ταξικού συστήματος. Δικαστές, όργανα επιβολής του νόμου, ηγέτες επιχειρήσεων, αρχηγεία της αστυνομίας, ακόμα και τόποι θρησκευτικής λατρείας έγιναν στόχος, όλα στο όνομα των «Ιδανικών” τους. Οι Γκαλεανίστι φυσικά δεν ήταν οι πρώτοι που εφάρμοσαν propagande par le fait. Eκτελέσεις και τρομοκρατικές ενέργειες είχαν υπάρξει συχνές τακτικές της ευρωπαϊκής αριστεράς σε όλο τον δέκατο ένατο αιώνα. Ωστόσο, λόγω της παρουσίασης τους ως αλλοδαπών ριζοσπαστών, η οποία επρόκειτο να παρακινήσει την εθνική υστερία κατά τη διάρκεια της περιόδου του Κόκκινου Τρόμου (Red Terror), συχνά απεικονίζονταν ως κεντρικά πρόσωπα της δημόσιας υστερίας και εκφοβισμού που είχε καταλάβει αυτή την περίοδο.
Σκοπός του παρόντος άρθρου, είναι να ξεκινήσει μια επαναξιολόγηση
της θέσης των Γκαλεανίστι και του εξεγερσιακού αναρχισμού σε σχέση με
την εργατική ταξική πάλη. Ανεξάρτητα από το εύρος και το βάρος της
αναρχικής φιλοσοφίας και την έκταση της ιστορίας της, η φιγούρα του
υπόγειου, βομβιστή, με το άγριο βλέμμα και την γενειάδα εξακολουθεί να
είναι συνδεδεμένη το κίνημα. Κατά συνέπεια, οι ιστορικές αφηγήσεις των
Γκαλεανίστι, οι οποίες είναι λίγες, τείνουν να επικεντρώνονται στον
“εξτρεμισμό” των ιδεών τους, ως ένα μέσο επεξήγησης των βίαιων μέσων της
ομάδας (Avrich 1991, Pernicone 2003, Vecoli 1990). Τέτοιου είδους
ερμηνείες όμως στην ουσία αφαιρούν τον αναρχισμό ως ένα ιδεολογικό ρεύμα
το οποίο βρίσκεται εντός, και προέρχεται από, την εργατική ταξική πάλη.
Πράγμα το οποίο τείνει να προωθήσει μια «ιστορική εξαίρεση και
μοναδικότητα” και στηρίζεται σε ένα είδος “χιλιαστικής» ανάγνωσης της
αναρχικής φιλοσοφίας (π.χ., Avrich 1991, 54; Hobsbawm 1959; Simon 2008).
Τέτοιου είδους συγκρίσεις δεν συντάσσονται μόνο στη βάση στόχων του
κοινωνικού μετασχηματισμού του αναρχισμού, αλλά επίσης, σε μια πολύ πιο
κανονιστική υποκειμενική σύγκριση, με σκοπό να αναδείξουν τα υποτιθέμενα
παράλογα και ανέφικτα ιδανικά, τα χαρακτηριστικά θρησκευτικής ομάδας
και φανατισμού των υποστηρικτών του, καθώς και την απομάκρυνση από τις
καθημερινές εμπειρίες και τις φιλοδοξίες της εργατικής τάξης. Κεντρικός
στόχος αυτού του κειμένου είναι να διεξάγει μια συγκριτική μελέτη
περιπτώσεων εργατικής τάξης βίας, όχι μόνο σε περιόδους κλιμάκωσης των
ταξικής πάλης, αλλά και ως μια τακτική που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε
μόνιμη βάση από τους αγωνιστές της εργατικής τάξης για να προωθήσει τα
συλλογικά συμφέροντα.
Θέτοντας ταυτόχρονα ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της στρατηγικής
χρήσης της βίας από μεριάς του κράτους και του κεφαλαίου ενάντια στην
αμερικανική εργατική τάξη ως μέσο για την διάλυση της οργάνωσης της
εργατικής τάξης και της εξασφάλισης της πειθάρχησης των εργατών. Εδώ
θέλω να τονίσω την ανάγκη να αναγνωριστεί η εξέλιξη της σκέψης των
Γκαλεανίστι, όχι μόνο υπό το παραπάνω ιστορικό πλαίσιο, αλλά και μέσα
από την ιστορική εξέλιξη του ιταλικού αναρχισμού. Θα εξετάσω επίσης τη
συχνότητα της βίας και των επαναστατικών αντιποίνων και την απήχηση και
την επιρροή των ιδεών των Γκαλεανίστι (ιδιαίτερα στο εσωτερικό των
ιταλοαμερικανικών κοινοτήτων) πριν από την κρατική καταστολή που
ακολούθησε η είσοδο της Αμερικής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και στην
συνέχεια θα αναφερθώ στις τακτικές των Γκαλεανίστι, οι οποίες δεν ήταν
ασυνήθιστες εκείνη την περίοδο. Επανατοποθετώντας με δέοντα τρόπο τους
Γκαλεανίστι ως ένα σχετικά δημοφιλές, πολιτικό ρεύμα που βρίσκεται εντός
της εργατικής τάξης εκείνης της περιόδου, διατυπώνοντας τα αιτήματα της
και ενεργώντας με σκοπό την υπεράσπιση της.
Εκφυλιστικά κοινά χαρακτηριστικά με τους εγκληματίες και τους παράφρονες
«Όταν λέω ότι οι αναρχικοί του Τορίνο και του Σικάγου είναι συχνά
του ποινικού τύπου, δεν εννοώ ότι οι πολιτικοί εγκληματίες, ακόμα και οι
πιο βίαιοι αναρχικοί, είναι πραγματικοί εγκληματίες, αλλά ότι διαθέτουν
εκφυλιστικά κοινά χαρακτηριστικά με τους εγκληματίες και τους
παράφρονες, όντας μια ανωμαλία και κατέχοντας αυτά τα χαρακτηριστικά
λόγω κληρονομικότητας».
(Lombroso 1890, 337).
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από την ανάλυση του εγκληματολόγου
Cesare Lombroso για τους καταδικασθέντες μάρτυρες του Haymarket- επτά
μετανάστες αναρχικοί που απαγχονίστηκαν μετά από μια εξέγερση στο
Σικάγο, κατά τη διάρκεια του Μαΐου του 1886. Οι ιδέες του έχουν πλέον
ευρέως απορριφθεί ως προϊόν της ψευδοεπιστήμης και του πολιτικού
κλίματος της εποχής του (Rock 2007). Ωστόσο, παρά την απαξιωμένη φύση
των ισχυρισμών του Lombroso, αυτού του είδους οι πεποιθήσεις
εξακολουθούν να βρίσκονται σε κάποιο βαθμό σε πολλούς από τους
χαρακτηρισμούς σχετικά με τους αναρχικούς και τα αναρχικά κινήματα.
Με πολλούς τρόπους, η προσφυγή σε τέτοιου είδους ρητορικούς
χαρακτηρισμούς μπορεί να συγχωρεθεί. Το να καταπιαστεί κανείς με την
ιστορία του αναρχισμού δεν είναι μια καθόλου εύκολη υπόθεση. Ένα τέτοιο
εγχείρημα απαιτεί την εύρεση ικανοποιητικού αριθμού αποδεικτικών
στοιχείων και πρωτότυπου υλικού, πράγμα αρκετά δύσκολο στην προσπάθεια
ιστορικής τεκμηρίωσης του αναρχισμού κατά τον δέκατο όγδοο και δέκατο
ένατο αιώνα. Οι ριζοσπαστικές ομάδες ήταν απαραίτητα μυστικοπαθείς
σχετικά με τις πρακτικές τους και δεν ήθελαν να έχουν αρχειακό υλικό που
να μπορεί να εμπλέκει τους συντρόφους και συνεργάτες τους εάν αυτό
τυχόν έπεφτε σε λάθος χέρια. Για παρόμοιους λόγους, μαρτυρίες των ίδιων
των ακτιβιστών, αν και είναι σίγουρα πιο αξιόπιστες από τις καταθέσεις
των κρατικών αξιωματούχων, των κατασκόπων και των πληροφοριοδοτών,
τείνουν να είναι γενικά δυσεύρετες (Turcato 2007). Περαιτέρω εμπόδια
παρουσιάζονται στους αγγλόφωνους ερευνητές κατά τη διερεύνηση του
ιταλικού εργατικού κινήματος ειδικότερα. Παρά το γεγονός ότι τα
ριζοσπαστικά περιοδικά είχαν πολλαπλασιαστεί στις κοινότητες των
μεταναστών κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ήταν ασυνήθιστο να μην
χρησιμοποιούσαν την μητρική γλώσσα του εκδότη.
Οι ίδιοι οι Γκαλεανίστι αποτελούν και αυτοί πηγή μεγάλου μυστηρίου.
Καμία ολοκληρωμένη βιογραφία του Γκαλεάνι δεν υπάρχει στην αγγλική
γλώσσα, και για ένα κίνημα που αποτέλεσε αντικείμενο τόσο έντονης
κρατικής παρακολούθησης, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι δεν
υπάρχουν αρκετές πληροφορίες από την εποχή εκείνη πέρα από τις
διάσπαρτες προσωπικές μαρτυρίες όσων ήταν ενεργοί στο ριζοσπαστικό
εργατικό κίνημα [1]. Ενώ οι διάφορες αναφορές από ιταλούς αναρχικούς δεν
αποτελούν καλύτερη πηγή πληροφοριών. Ο Guy Liberti, ένας εξέχων
ιταλοαμερικανός αγωνιστής της εργατικής τάξης, μιλά για την “συνωμοσία
της σιωπής” εναντίον του Γκαλεάνι μεταξύ των Ιταλών, ενώ ο Avrich
σημείωσε ότι μια τόσο σημαντική φυσιογνωμία όπως αυτή του Γκαλεάνι έχει
τυλιχτεί ουσιαστικά στη λήθη (Avrich and Paul Avrich Collection 2005,
157; Avrich 1991, 48). Τα λίγα έργα που υπάρχουν σχετικά με τον
Γκαλεάνι και τους Γκαλεανίστι παρουσιάζουν περαιτέρω προβλήματα.
Υπάρχει μια τάση υπέρμετρης εστίασης στην βία και το πάθος της
ιδεολογίας των Γκαλεανίστι, ενώ δίνεται πολύ μικρότερη έμφαση στη θέση
τους και τη συνεισφορά τους στην ευρύτερη ιστορία της εργατικής τάξης.
Ως εκ τούτου, το δημόσιο πρόσωπο, να το πούμε έτσι, του
ιταλοαμερικανικού εξεγερσιακού αναρχισμού παραμένει σε μεγάλο βαθμό
ανεξερεύνητο, ενώ η περισσότερη έμφαση και προσοχή έχει δοθεί στις
βομβιστικές δράσεις μετά το 1914, που αναμφισβήτητα ξεκίνησαν κατά τη
διάρκεια μιας περιόδου ιστορικής παρακμής. Αυτού του είδους η
αποσπασματική ανάλυση έχει οδηγήσει σε μια κοινή και συχνή στήριξη σε
προγενέστερες “χιλιαστικές” αναγνώσεις της αναρχικής ιδεολογίας, ως μέσο
επεξήγησης της γενικότερης υποστήριξης των βίαιων και τερρορίστικων
μεθόδων.
Η συγκριτική ανάλυση των μεσαιωνικών χιλιαστικών ομάδων με τα
αναρχικά κινήματα, έχει χρησιμοποιηθεί ως κύρια μέθοδος ανάλυσης της
αναρχικής θεωρίας και πρακτικής όχι μόνο από τον Hobsbawm, αλλά επίσης
έχει εγκριθεί ή εν μέρει υιοθετηθεί από άλλους συγγραφείς (π.χ., Gelvin
2008, Simon το 2008, 195-7). Σε γενικές γραμμές, χαρακτηρίζει τον
αναρχισμό ως μια ιστορικά καθυστερημένη φιλοσοφία, με έναν αμετάβλητο
χαρακτήρα, ουτοπικό και χωρίς να καταπιάνεται με τα πρακτικά μέσα τα
οποία μπορούν να επιφέρουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Οι αναρχικοί,
ως εκ τούτου, θεωρούνται συνήθως ως εξτρεμιστές και “επαναστατικοί
ζηλωτές”, των οποίων το πάθος και ο φανατισμός προηγείται της πρακτικής
υποστήριξης και συμμετοχής στο ευρύτερο κίνημα της εργατικής τάξης. Αυτό
γενικά αναφέρεται ως καθοριστικός παράγοντας της ιστορικής παρακμής
του. Η φήμη της σκληρής γραμμής του Γκαλεάνι και η υπερμαχητικότητα των
Γκαλεανίστι τους έχουν οδηγήσει σε βασικά αντικείμενα αυτής της
ανάλυσης. Ακόμη και ο Avrich, αναμφισβήτητα πιο ευσυνείδητος ιστορικός
του αναρχισμού, αναφέρεται συχνά στους Γκαλεανίστι χρησιμοποιώντας όρους
όπως «οπαδοί», «δογματικοί» και «προφήτες» (Avrich 1991). Ιδίως ο λόγος
των Γκαλεανίστι σχετικά με “το Ιδανικό» – η ταύτισή τους με την
αντιοργανωτική παράδοση του αναρχικού κομμουνισμού- έχει προκαλέσει
συγκρίσεις με τη “κοσμολογική δύναμη” την οποία πολλές χιλιαστικές
θρησκευτικές ομάδες έχουν προφητεύσει ότι αντιπροσωπεύει τον προάγγελο
δραματικών κοινωνικών αλλαγών. Μια τέτοιου είδους ανάλυση της ιδεολογίας
και της ρητορικής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εξεγερσιακές
δραστηριότητες που επικρατούσαν στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και
στις αρχές του εικοστού αιώνα στην Αμερική ήταν απλά και μόνο το
αποτέλεσμα των εφαρμοζόμενων πεποιθήσεων των εξεγερσιακών αναρχικών και
ότι οι τερρορίστικες επιθέσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια αυτής
ταραγμένης περιόδου ήταν απλά το αποτέλεσμα των απογοητευμένων
φιλοδοξιών κάποιων ασυμβίβαστων εξτρεμιστών, των οποίων η συμπεριφορά
και οι πεποιθήσεις αποκόπτονται από το ευρύτερο κίνημα της εργατικής
τάξης.
“Ήταν παθιασμένος με το Ιδανικό”
Όπως έχουν επισημάνει αρκετοί μελετητές, είναι αδύνατον να
κατανοήσουμε πλήρως την έκταση του ιταλοαμερικάνικου εργατικού
ριζοσπαστισμού του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα και της αρχής του
εικοστού αιώνα, χωρίς πρώτα να αναγνωρίσουμε τον πολυεθνικό του
χαρακτήρα (Topp 2001, Turcato 2007). Ομοίως, ο ίδιος ο αναρχισμός
περιλάμβανε ανέκαθεν μια επικονίαση εθνικών παραλλαγών, καθώς και μια
γενική ανάπτυξη εντός μιας παγκόσμιας κοινότητας ακτιβιστών [2]. Ως εκ
τούτου μόνο μέσα από την εμπειρία του ευρύτερου ιταλικού πλαισίου
μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως την ανάπτυξη του κινήματος των
Γκαλεανίστι μεταξύ των αμερικανικών κοινοτήτων των μεταναστών. Το
ιταλικό εργατικό κίνημα μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικά ως ελευθεριακό
από άποψη κουλτούρας και θεωρίας (Levy 1989). Αυτό, σε συνδυασμό με την
επιρροή των ριζοσπαστικών μεταναστών, όπως ο Μπακούνιν, είχε ως
αποτέλεσμα την ταχεία ανάπτυξη του ιταλικού τμήματος της Πρώτης Διεθνούς
που ήταν καθοδηγούμενο από τον αναρχισμό. Μέχρι το 1874, το αναρχικό
κίνημα μετρούσε πάνω από 30.000 μέλη στην Ιταλία. Ωστόσο, κατά την ίδια
περίοδο, ο αναρχισμός αντιμετωπίστηκε σφοδρά από το ιταλικό κράτος και
οι αναρχικοί αγωνιστές βρισκόντουσαν εκτός της προστασίας των
συνταγματικών εγγυήσεων (Levy 1989, 29). Η καταστολή των αναρχικών
εφημερίδων και η σύλληψη των αγωνιστών ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο, ενώ
πολλοί φυλακισμένοι αγωνιστές θα πέθαιναν μυστηριωδώς στις ιταλικές
φυλακές. Ήταν εντός αυτού του επικίνδυνου κλίματος που ο νεαρός Λουίτζι
Γκαλεάνι απέκτησε τις πρώτες εμπειρίες του στον εργατικό ακτιβισμό,
οργανώνοντας εργατικές ενώσεις εντός του POI (Partito Operaio), ενώ
σπούδαζε ακόμη ως φοιτητής της νομικής στο Τορίνο.
Ο αντιοργανωτισμός σε θεωρητικό επίπεδο προέρχεται από τον αναρχικό
κομμουνισμό του Κροπότκιν και από μια πιο ριζοσπαστική ανάγνωση του
επαναστατικού οπτιμισμού και του επιστημονικού ντετερμινισμού που υπήρχε
στη σκέψη του. Τα οποία εκδηλώθηκαν ως μια γενική άκριτη εκτίμηση των
αυθόρμητων δράσεων της εργατικής τάξης, μαζί με μια γενική πεποίθηση ότι
μια επαναστατική κοινωνία θα ήταν το αποτέλεσμα μιας φαταλιστικής
σύγκλισης των κοινών ταξικών συμφερόντων (Dada 2005, 3-4). Από άποψη
τακτικής, όμως, ο αντιοργανωτισμός είχε τις ρίζες του σε ένα κλίμα
βάναυσης κρατικής καταστολής. Μετά τις αποτυχημένες εξεγέρσεις του 1874
και του 1877, και την ποινικοποίηση της Διεθνούς, διανοούμενοι όπως ο
Κάρλο Καφιέρο και ο Εμίλιο Κοβέλι άρχισαν να υποστηρίζουν την υιοθέτηση
των παράνομων και τερρορίστικων μεθόδων για το εργατικό κίνημα ως
απάντηση στην κρατική καταστολή. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό
εξελίχθηκε σε έναν δριμύ φραξιονιστικό αγώνα εντός του ιταλικού
αναρχικού κινήματος μεταξύ των υποστηρικτών του Μαλατέστα, ο οποίος
τασσόταν υπέρ της εργατικής οργάνωσης σε ευρεία, μη σεκταριστικά
κινήματα και των αντιοργανωτικών, οι οποίοι προτίμησαν να εφαρμόσουν την
προπαγάνδα μέσω της πράξης (η οποία και συμπεριελάμβανε βομβιστικές
επιθέσεις και απόπειρες εκτελέσεων).
Κοιτώντας κανείς μόνο τη ρητορική των αναρχικών κινημάτων εκείνης
της περιόδου, είναι αναμενόμενο να καταλήξει σε συγκρίσεις με
χιλιαστικές θρησκευτικές ομάδες. Οι αναρχικοί συχνά χρησιμοποιούσαν ένα
ημιθρησκευτικό ύφος και όρους όπως “Το ιδανικό», η επαναστατική «πίστη»,
το αίμα και η θυσία. Ωστόσο, αυτό που είναι σαφές από τα συμφραζόμενα
τους είναι ότι οι ιδέες του Γκαλεάνι δεν στηρίζονταν σε κάποιου είδους
επουράνιου ιδανικού, αλλά ήταν βαθιά ριζωμένες στην ιστορία και τις
στρατηγικές επιλογές που αντιμετώπιζε η ιταλική εργατική τάξη. Κατά την
άφιξη του στις ΗΠΑ, αυτές οι ιδέες παρέμειναν αμετάβλητες, καθώς στο
πρώτο του περιοδικό La Question Sociale, όπως και αργότερα το Cronaca
Soversiva, του έδωσε την δυνατότητα να συνεχίζει την παράθεση και την
ανάλυση των εμπειριών των εργατών και των προοπτικών για την
επαναστατική πάλη στην ήπειρο. Στην πραγματικότητα, ο Γκαλεάνι θα
ανακάλυπτε ότι τα κατασταλτικά μέτρα που αντιμετώπιζαν οι αναρχικοί και
οι υπόλοιποι ριζοσπάστες της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ αποδείχθηκαν ότι
δεν ήταν τόσο διαφορετικά από εκείνα που πολλοί ιταλοί είχαν ήδη βιώσει
στην Ιταλία. Φυσικά, αυτές οι εκδόσεις περιείχαν το “εμπρηστικό” ύφος
του Γκαλεάνι- χρησιμεύοντας τόσο σε εξεγερτικούς σκοπούς, όσο και ως
πηγή πληροφοριών για τους αναγνώστες. Ωστόσο, επέτρεπαν επίσης στον
Γκαλεάνι να έχει τη δυνατότητα να παρέχει μια θεωρητική υπεράσπιση της
δικής του αντίληψης της αναρχικής φιλοσοφίας, η οποία και δημοσιεύθηκαν
σε συνέχειες στο La Fine dell’Anarchismo; (Galleani and Paul Avrich
Collection 1982, στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδ. Αλληλεγγύη). Στην
πραγματικότητα, παρά τη φήμη του ως παρακινητή των μαζών, μερικές πηγές
έχουν επικυρώσει την πολυπλοκότητα της σκέψης του Γκαλεάνι, γεγονός που
καθιστούσε τις ιδέες του συχνά δυσπρόσιτες προς τους αγράμματους εργάτες
που προσπαθούσε να πείσει (Avrich and Paul Avrich Collection 2005,
103).
Τελικά, οποιαδήποτε είδους σύγκριση με τον χιλιασμό στη βάση του
αναρχικού λόγου, θα ήταν αποκλειστικά επιφανειακή, χωρίς να εξετάζει τα
μέσα με τα οποία αυτές οι ιδέες είχαν τεθεί σε εφαρμογή. Σε ένα
επιφανειακό επίπεδο μπορεί κανείς να βρει ομοιότητες με τον θρησκευτικό
δογματισμό, αλλά προφανώς έρχονται σε αντίφαση με τις συνεπείς
επικρίσεις της θρησκευτικής πίστης, τις οποίες οι Γκαλεανίστι θεωρούσαν
ως κεντρικό στοιχείο της φιλοσοφίας τους, καθώς και στη δέσμευσή τους
στους αντιιεραρχικούς τρόπους αμοιβαίας συνεργασίας και πρακτικών. Ο
Avrich παραδέχεται ακόμη ότι οι “οπαδοί” του Γκαλεάνι δεν είχαν κανενός
είδους ηγέτη με οποιοδήποτε πρακτική έννοια (Avrich 1991).
Δεν υπάρχει απολύτως καμία αμφιβολία ότι οι Γκαλεανίστι ήταν
επίμονοι στους σκοπούς τους. Ο Guy Liberti αναφέρει το εξής περιστατικό:
Θα σας πω τι είδους άνθρωπος ήταν ο Γκαλεάνι. Ο δικηγόρος του
Γκαλεάνι περιγράφει ένα περιστατικό την εποχή που το τελευταίο τεύχος
της Cronaca Sovversiva ήταν στο στάδιο της προετοιμασίας για τη διανομή.
Ο Γκαλεάνι είχε ήδη δεχθεί έκδοση απέλασης και ο Palmer τον ανέκρινε. Ο
Palmer τον ρώτησε, “κύριε Γκαλεάνι, ποιο είναι το επάγγελμά σας;»
«Είμαι ο διευθυντής της Cronaca Sovversiva» Εν συνεχεία τον ρωτάει
”κύριε Γκαλεάνι, με τι άλλες δραστηριότητες ασχολείστε;» και ο Γκαλεάνι
απαντάει «Είμαι ο διευθυντής της Cronaca Sovversiva». Ο Palmer μετά του
κάνει μια άλλη ερώτηση και ο Γκαλεάνι δίνει ξανά την ίδια απάντηση.
Τότε ο Palmer θυμωμένος του λέει: “Έχω κλείσει την εφημερίδα σας!» Και ο
Γκαλεάνι βγάζοντας το τελευταίο τεύχος της Cronaca Sovversiva και
κρατώντας το στα χέρια του λέει: “Και όμως εδώ είναι! Viva l’Anarchia!
(Avrich and Paul Avrich Collection 2005, 158)
Οι Γκαλεανίστι ήταν επίσης γνωστοί για τον σεχταρισμό τους.
Κατηγορούσαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους δημοσίως ως προδότες και
κατασκόπους, και αρνιόντουσαν να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε ενέργεια,
για την οποία θα έπρεπε να περιορίσουν την υπερμαχητικότητά τους. Για
παράδειγμα, στην εφημερίδα L’Adunata dei Refrattari, οι Γκαλεανίστι
ακολούθησαν μια ιδιαίτερα άγρια δυσφημιστική εκστρατεία εναντία του
ιταλοαμερικάνου αγωνιστή της εργατικής τάξης Carlo Tresca (Pernicone
2003)[3]. Οι τερρορίστικες βομβιστικές τους επιθέσεις υποδήλωναν επίσης
μια μάλλον ανάλγητη περιφρόνηση προς τους αθώους, οι οποίοι θα μπορούσαν
ακούσια να γίνουν θύματα των επιθέσεων τους, όπως συνέβη στην περίπτωση
των τριάντα οκτώ νεκρών (και των τετρακοσίων τραυματιών) από την
τοποθέτηση βόμβας στη Wall Street το 1920 από τους Γκαλεανίστι [4]. Δεν
υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι οι Γκαλεανίστι αποτέλεσαν ένα
ριζοσπαστικό κίνημα που ανοιχτά υποστήριζε τις τερρορίστικες τακτικές.
Ωστόσο, εάν κάποιος επιμένει να τους χαρακτηρίζει ως χιλιαστές, πρέπει
να ειπωθεί ότι οι ίδιοι θεωρούσαν πως οι δυνάμεις για τον κοινωνικό
μετασχηματισμό βρισκόντουσαν πέρα από τις δυνατότητες των απλών εργατών
και ότι η τακτική τους, ως εκ τούτου, ήταν μια αντανάκλαση της
απομόνωσης και της απομάκρυνσης από ένα ευρύτερο εργατικό κίνημα.
Παρά το γεγονός πως ο Γκαλεάνι, ήταν παιδί γoνιών της μεσαίας
τάξης, που τον έστειλαν να σπουδάσει νομική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο
πριν στραφεί προς τον αναρχισμό, η συντριπτική πλειοψηφία των
Γκαλεανίστι αποτελούνταν από μετανάστες της εργατικής τάξης. Και δεν
επρόκειτο για κάποια περιθωριοποιημένη σέκτα, ούτε ήταν, όπως αναφέρει ο
Hobsbawm “ένα είδος αγροτικού κινήματος σχεδόν ανίκανο να προσαρμοστεί
αποτελεσματικά στις σύγχρονες συνθήκες” (Hobsbawm 1959, 57 – 8). Στη Νέα
Υόρκη, δούλευαν κατά κύριο λόγο σε εργοστάσια ενδυμάτων ή σε οικοδομές,
ενώ στην Τάμπα και τη Φιλαδέλφεια δούλευαν στα εργοστάσια πούρων,
επίσης βρίσκονταν μεταξύ των εργατικών κοινοτήτων των ορυχείων στο
Βερμόντ, την Πενσυλβανία, το Οχάιο, και το Ιλινόις, ενώ τέλος ήταν κατά
κύριο λόγο κουρείς, ράφτες, κτίστες, και μηχανικοί στο Σικάγο, το
Ντιτρόιτ, το Σαν Φρανσίσκο και το Λος Άντζελες (Insurrectionary
Anarchists of the Coast Salish Territories 2004). Ήταν ενεργά μέλη των
ολοένα αυξανόμενων κοινοτήτων της εργατικής τάξης. Οι ριζοσπάστες
(συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών) σε τελική ανάλυση, όπως τονίζει ο
Turcato, «δεν ήταν απομονωμένοι εξόριστοι” αλλά, αντίθετα, έγιναν
«αναπόσπαστα τμήματα των μεγάλων και σταθερών κοινοτήτων των μεταναστών»
(Turcato 2007, 418-9).
Ωστόσο ο Avrich επισημαίνει ότι, παρά το γεγονός πως οι ιταλοί
αποτελούσαν ένα από τα μεγαλύτερα και πιο μαχητικά κομμάτια των
μεταναστών, οι ιταλοί αναρχικοί δεν διαδραμάτισαν κάποιο σημαντικό ρόλο
εντός του οργανωμένου εργατικού κινήματος, σε αντίθεση με τους ρώσους
και εβραίους συντρόφους τους (Avrich και Paul Avrich Συλλογή 2005, 316).
Ομοίως, ο Valerio Isca (αναρχικός που συμμετείχε τόσο στο αγγλόφωνο όσο
και το ιταλόφωνο κίνημα της εποχής) υπενθυμίζει ότι σε αντίθεση με τους
ισπανούς αναρχικούς που κατάφεραν με επιτυχία να προσελκύουν τους
απλούς ισπανο-αμερικάνους προς τις ελευθεριακές οργανώσεις τους, η
επιμονή των Γκαλεανίστι να «παραμείνουν καθαροί» είχε σαν αποτέλεσμα
στις περισσότερες περιπτώσεις να τους απομονώνει από ενδεχόμενες
προσελκύσεις της εργατικής τάξης προς τις ομάδες τους (Avrich και Paul
Avrich Συλλογή 2005, 148). Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτήν την
κατάσταση, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε πρώτα την ευρύτερη κατάσταση
τόσο του εγχώριου όσο και του μεταναστευτικού εργατικού κινήματος από το
οποίο αναδύθηκαν και οι Γκαλεανίστι.
Η κατάσταση των εργατών
Μετά το τέλος της επέκταση των ΗΠΑ προς τα δυτικά, ο εγχώριος
πληθυσμός στρεφόταν όλο και περισσότερο προς τις πόλεις σε αναζήτηση
εργασίας στα εργοστάσια. Υπήρξε μια απότομη μείωση του αγροτικού
πληθυσμού, οι πόλεις επεκτάθηκαν σε ένα τεράστιο ποσοστό, και η παιδική
εργασία ήταν επίσης σε άνοδο (Adamic 1931, 78). Πριν από αυτή την
περίοδο, οι εργασιακές αναταραχές εμφανίζονταν ως κάτι το «σποραδικό και
μη απειλητικό» και πολλοί μεγαλοβιομήχανοι που ακολουθούσαν τις αρχές
της ελεύθερης αγοράς, συμπεριέλαβαν στα πλαίσια της αρχής της ελάχιστης
κρατικής παρέμβασης στην αγορά και τις εργασιακές σχέσεις (Lipold 2007).
Ωστόσο, στον απόηχο μιας από τις χειρότερες υφέσεις που η Αμερική είχε
βιώσει μέχρι εκείνο το σημείο, η μεγάλη σιδηροδρομική απεργία του 1877
μετασχημάτισε γρήγορα τη σχέση μεταξύ του κράτους, των βιομηχάνων και
των οργανωμένων εργατών. Σε σύντομο χρονικό διάστημα και (παρά το
γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό ανοργάνωτα) οι σιδηροδρομικοί εργάτες είχαν
καταφέρει να παραλύσουν τη βιομηχανία σε διάφορες πόλεις, εν συνεχεία
στις πολιτείες τους και τελικά, σε εθνικό επίπεδο. Αυτό συνοδεύτηκε από
πολλές ταραχές στις μεγάλες πόλεις. Για πρώτη φορά στην αμερικανική
εμπειρία, οι εργάτες είχαν ενεργήσει για τα συμφέροντα της τάξης τους σε
εθνικό επίπεδο (Fusfeld 1984, 345). Υπήρχαν ακόμη και στοιχεία που
δείχνουν ότι οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να αρχίσουν να αποτελούν
πολιτική απειλή για τις άρχουσες τάξεις. Στο Σαιντ Λούις, για
παράδειγμα, χάρη στις ενέργειες των αγωνιστών των Ιπποτών της Εργασίας
και του κόμματος των Εργατών, όταν η σιδηροδρομική απεργία έλαβε χώρα
στην πόλη, εξαπλώθηκε μια γενική απεργία με τη συμμετοχή χιλιάδων
εργατών σε διάφορους κλάδους. Οι απεργοί εξέλεξαν μια εκτελεστική
επιτροπή για να διοικήσει την απεργία η οποία επίσης διαχειριζόταν
επίσης τα ζητήματα του εμπορίου και των μεταφορών στην πόλη, στα πρότυπα
της Κομμούνας του Παρισιού του 1871, πριν από την βίαια καταστολή της
από έναν στρατό πάνω από 8.000 αστυνομικών και των κρατικών
πολιτοφυλακών (Burbank 1966). Αυτή η νέα έκρηξη εργατική έκρηξη δεν ήταν
αποτέλεσμα της επιρροής των ευρωπαίων ριζοσπαστών όπως υποστηρίζουν
πολλοί, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της εμπειρίας της εκμετάλλευσης και της
φτωχοποίησης που επέβαλε η αμερικάνικη οικονομία, η οποία και ώθησε
αυτήν την ταξική σύγκρουση. Ακόμα και οι πρώιμες ντόπιες εργατικές
οργανώσεις, όπως οι Ιππότες της Εργασίας, ήταν χαρακτηριστικά
ρεφορμιστές ως προς τους στόχους τους. Μιας και δεν περιελάμβαναν στο
πρόγραμμά τους ένα σχέδιο για την εργατική διακυβέρνηση ούτε για την
αυτοδιαχείριση των χώρων εργασίας, αλλά μάλλον είχαν μια “παραγωγιστική»
φιλοσοφία που περιελάμβανε την λήψη μεγαλύτερου μεριδίου των κερδών του
κεφαλαίου για τους εργάτες και μια σειρά μέτρων, όπως η ισότητα των
αμοιβών και μια προοδευτική εισοδηματική φορολόγηση. Αυτό, όμως, δεν
σταμάτησε τους ανθρώπους της εργατικής τάξης να ακολουθήσουν
ριζοσπαστικά μέσα με την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο και ως ένα μέσο
για να αγωνιστούν ενάντια στις εκμεταλλευτικές και εξουθενωτικές
συνθήκες.
Η καπιταλιστική τάξη αναγνώρισε γρήγορα αυτή τη νέα απειλή και
προέβη άμεσα στη σύσταση ενός ιδιαίτερα αιματηρού καθεστώτος εργατικής
πειθάρχησης. Υπάρχει μια μεγάλη σειρά αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με
την χρήση βίας με σκοπό την διάλυση της οργάνωσης των εργατών εκείνη την
περίοδο. Μερικά παραδείγματα αποτελούν το γεγονός πως οι απεργίες για
την αναγνώριση των εργατικών ενώσεων ήταν πιο πιθανό να πάρουν μια βίαιη
τροπή από εκείνες που είχαν οικονομικά αιτήματα. Επίσης, οι εργάτες
παρ’ ότι ήταν πρωταγωνιστές των βίαιων απεργιών, πλήττονταν δυσανάλογα
από αυτήν τη βία, όπως και οι αριστερές εργατικές ενώσεις που υπόκειντο
σε κρατική καταστολή, ενώ και ένα γενικότερο κλίμα βίας αποδείχθηκε να
έχει μια συσσωρευτικά αρνητική επίπτωση τόσο στην ελκυστικότητα της
ένταξης στις ενώσεις, όσο και στη συνολική δύναμη τους (Fusfeld 1984;
Johnson 1976; Lipold 2007; Wallace 1970; Weiss 1986). Επίσης, οι
ανενεργές κρατικές πολιτοφυλακές αναβίωσαν το 1877 κυρίως ως
απεργοσπαστικές δυνάμεις, ενώ διάφορες ομάδες χρησιμοποιούνταν συχνά από
τους εργοδότες για να διαλύσουν συναντήσεις εργατών και για να
επιτεθούν στους οργανωτές τους. Τα μέτρα αυτά θα διαμόρφωναν καθοριστικά
το χαρακτήρα της ταξικής σύγκρουσης για τις επόμενες δεκαετίες.
Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου εκατομμύρια αλλοδαπών εισήλθαν
στις ΗΠΑ σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Εάν οι συνθήκες θα μπορούσαν
να περιγραφούν ως εκμεταλλευτικές για τη ντόπια εργατική τάξη, αυτές
ήταν δύο φορές χειρότερες για τους μετανάστες. Η συνεχής παροχή φθηνού
εργατικού δυναμικού των μεταναστών δημιούργησε επίσης μια άλλη πιθανή
πηγή εργασιακής πειθαρχίας, δίνοντας την ευκαιρία στους εργοδότες να
μειώσουν τις υφιστάμενες συμβάσεις των ντόπιων εργατών. Στις περιοχές
εξόρυξης άνθρακα της Πενσυλβανίας, οι επιχειρηματίες θα χρησιμοποιούσαν
το νεότερο κύμα των μεταναστών για να μειώσουν τις απολαβές και τις
εργασιακές συνθήκες των μεταναστών που είχαν ήδη πρόσφατα εγκατασταθεί
στην περιοχή. Αυτό που προέκυψε ήταν μια σταθερή ροή χαμηλά αμειβόμενων
και υπάκουων εργατών μέσω του εθνικού ανταγωνισμού (μια κατάσταση που
επιτείνεται από τις υφέσεις του 1895 και του 1907). Η κατάσταση αυτή
προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στην εγχώριο πληθυσμό, που ήδη αγωνιζόταν
για την ασφάλεια των δικών τους θεσμών. Η ιταλο-αμερικανική κοινότητα
επέστησε την εχθρότητα πολλών τμημάτων των οργανωμένων εργατών. Η
Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (AFL) είχε τον περιορισμό της
μετανάστευσης υψηλά στην πολιτική της ατζέντα και εργάστηκε επίπονα για
να περιορίσει την ευρωπαϊκή μετανάστευση. Οι οργανωτές της AFL κατέβαλαν
ελάχιστη προσπάθεια για την οργάνωση ανειδίκευτων αλλοδαπών,
προτιμώντας να τους αντιμετωπίσουν ως ένα πρόβλημα προς τις συνθήκες των
μελών τους (Greene 1998, 73) [5]. Σε πολλές περιπτώσεις, η
συνδικαλιστική δράση, δυστυχώς, συνέπεσε με επιθέσεις κατά των
μεταναστών (Olzak 1989), ενώ όλοι οι μετανάστες εργάτες ζούσαν κάτω από
εξαθλιωτικές συνθήκες και φτώχεια.
Πως λοιπόν εισέρχονται σε αυτό το πλαίσιο οι Γκαλεανίστι; Όντας
εξαιρετικά επικριτικοί προς οποιαδήποτε μόνιμη οργάνωση, λόγω της
ιδεολογία τους θα περίμενε κανείς (και οι ιστορικές μαρτυρίες το
επιβεβαιώνουν επίσης) ότι θα διαδραμάτιζαν μικρό ρόλο στο κίνημα της
εργατικής τάξης. Η εστίαση στους θεσμούς και την οργάνωση της εργατικής
τάξης, ωστόσο, μπορεί να είναι παραπλανητική. Ενώ ήταν έντονοι στην
κριτική τους στον συνδικαλισμό, οι Γκαλεανίστι συχνά υποστήριζαν τις
απεργίες, παραδίδοντας ομιλίες στους απεργούς εργάτες και
συγκεντρώνοντας χρήματα για τους φυλακισμένους απεργούς. Είναι επίσης
σημαντικό να καταστεί σαφές ότι, αν και ο Γκαλεάνι είχε μια αυστηρή
αντιοργανωτική ιδεολογική γραμμή, δεν πρέπει να θεωρηθεί ως
αναρχικός-ατομικιστικής, μιας και ανταυτού ήταν υπέρ των αυθόρμητων,
συνεργατικών δομών ανάμεσα στους εργάτες, οι οποίες θα προέκυπταν κατά
τη διάρκεια των περιόδων κρίσης. Και αυτή του η ιδέα δεν ήταν
αναγκαστικά μη ρεαλιστική, μιας και η οργάνωση συνδικάτων είχε τεράστια
ρίσκα και οι αγώνες για αναγνώριση (των εργατικών οργανώσεων) δέχονταν
άγρια αντιπολίτευση. Ως αποτέλεσμα, η αυθόρμητη συνδικαλιστική δράση δεν
ήταν ασυνήθιστη και ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο σε πολλά μέρη της χώρας
κατά τη διάρκεια των αναταραχών του 1877. Τον Ιανουάριο του 1916, σε μια
τέτοια απεργία στο Coddage, οι Γκαλεανίστι (και ο ίδιος ο Γκαλεάνι)
έδωσαν ομιλίες εγκωμιάζοντας την απόφαση των εργατών να αρνηθούν τις
προσφορές συνένωσης και συνεργασίας από την AFL ή τους Βιομηχανικούς
Εργάτες του Κόσμου (IWW). Οι περιοδείες κατά τις οποίες έδιναν ομιλίες
ήταν επίσης ένα κεντρικό τμήμα των δράσεων της αγκιτάτσιας και ο
Γκαλεάνι συχνά περιόδευε διαδίδοντας τις ιδέες του στη χώρα, συχνά
προσελκύοντας τεράστια πλήθη εργατών (Avrich και Paul Avrich Collection
2005, 113). Τα ριζοσπαστικά περιοδικά ήταν εξίσου σημαντικά και το
Cronaca Sovversiva είχε 5000 συνδρομητές στο απόγειο της δημοτικότητάς
του. Ενώ η επιρροή του δεν περιοριζόταν στις ιταλο-αμερικανικές
κοινότητες, έχοντας ένα δίκτυο διανομής που περιλάμβανε συνδρομητές στην
Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική, τη Νότια Αμερική και την Αυστραλία. Οι ομάδες
συγγένειας που σχηματίζονταν γύρω από τις ιδέες του Γκαλεάνι θα
οργάνωναν επίσης θεατρικά έργα, πικ-νικ, καθώς και τις δικές τους
διαλέξεις. Αυτές οι ομάδες ήταν σίγουρα μικρές, όπως ήταν και οι
εκδοτικές και συγγραφικές ομάδες που σχετίζονταν με το περιοδικό, αλλά
σαν τάση μέσα στο ευρύτερο πολιτικό κίνημα, υπάρχουν στοιχεία που
υποδηλώνουν ότι οι Γκαλεανίστι είχαν πολύ μεγαλύτερη επιρροή από ό,τι
τους αναγνωρίζουν οι επίσημες πηγές. Ο Valerio Isca παραδέχεται ότι, με
μια πρώτη επιφανειακή ματιά ο Tresca είχε τους περισσότερους
υποστηρικτές, αλλά στην πραγματικότητα ήταν όσοι ήταν και οι
υποστηρικτές του Γκαλεάνι. (Avrich και Paul Avrich Συλλογή 2005, 147).
Με την AFL να είναι τόσο εχθρική προς την εργατική τάξη των
μεταναστών, πολλοί ιταλο-αμερικανοί στράφηκαν στην IWW ως εναλλακτική
λύση για να αγωνιστούν για καλύτερες συνθήκες. Η IWW ιδρύθηκε στην αρχή
του “ενός μεγάλου σωματείου» της συνδικαλιστικής αλληλεγγύης και, ως εκ
τούτου, δεχόταν εργάτες όλων των φυλών και όλων των επαγγελμάτων. Οι
κύκλοι του Γκαλεάνι δεν θα συμμετείχαν ποτέ στην IWW λόγω των αρχών
τους, αλλά δεν θα απέτρεπαν άλλους ιταλούς αναρχικούς από το να
ακολουθήσουν συνδικαλιστική δράση. Παρά το γεγονός ότι ήταν μια εθνική
μειονότητα, το ιταλικό περιοδικό Gruppo L’Era Nuova αποδείχθηκε
καθοριστικό στη διατήρηση της ένωσης κατά τη διάρκεια της διαμάχης του
1905-1909 (Σαλέρνο 2005). Ένα εξέχον μέλος των αναρχικών ομάδων του
Patterson (στμ ιταλικές αναρχικές ομάδες που διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο
στο εργατικό κίνημα της περιοχής, καθιστώντας την περιοχή ένα σημαντικό
κέντρο του διεθνούς αναρχισμού, ενώ επίσης υποστήριζαν και
συνεργάζονταν με την IWW), ο Ludivico Cannita, είχε επίσης εργαστεί στο
Cronaca Sovversiva του Γκαλεάνι πριν να συμμετάσχει στις αναρχικές
ομάδες του Patterson, ενώ αποσπάσματα από κείμενα και ομιλίες του
Γκαλεάνι θα μπορούσε να βρει κανείς μέσα στις σελίδες της Il Proletario
-το πρώτο ιταλόφωνο περιοδικό που χρησιμοποίησε το λογότυπο της IWW
(Salerno 2005, 620). O Alberico Pirani αναφέρει επίσης τη γενική
δημοτικότητα του Γκαλεάνι και την επιρροή της Cronaca Sovversiva στους
ιταλούς αναρχικούς που συμμετείχαν στην IWW στο Σικάγο (Avrich και Paul
Avrich Συλλογή 2005, 142). Στη μελέτη του σχετικά με τον
ιταλοαμερικάνικο συνδικαλισμό, ο Topp αναφέρει ότι, αν και δεν μπόρεσαν
να σταματήσουν την πολεμικές διεργασίες σχετικά με τον πρώτο παγκόσμιο
πόλεμο, η προπαγάνδα του Γκαλεάνι μαζί με άλλους σημαντικούς αγωνιστές
της εργατικής τάξης είχαν κάποια διαρκή επίδραση στην στάση των
ιταλοαμερικανών απέναντι στο εν λόγω ζήτημα (Topp 2001, 154 ).
Λόγω της φύσης της ιδεολογίας τους οι Γκαλεανίστι δεν επρόκειτο
ποτέ να γινόντουσαν ένα μαζικό κίνημα του μεγέθους του Αμερικάνικου
Σοσιαλιστικού Κόμματος ή άλλων κοινωνικών ελευθεριακών ομάδων. Μιας και
είναι μάλλον απίθανο να θεωρούσαν πως χωράει στην φιλοσοφία τους ένα
μαζικό κίνημα. Επιζητούσαν την οργάνωση μόνο όταν αυτή ήταν εντελώς
απαραίτητη. Οι ομάδες συγγένειας χρησίμευαν απλώς για να διαδώσουν τις
ιδέες τους, ως κοινωνικές και εκπαιδευτικές ομάδες για τους συντρόφους
που συμμερίζονταν τις ιδέες τους και για την οργάνωση των εξεγερσιακών
δράσεων. Δεν είχαν σκοπό να χρησιμεύσουν ως όργανα μαζικής εκπροσώπησης,
ούτε ως σπόροι μιας μελλοντικής κοινωνίας. Για τον Γκαλεάνι, η εργατική
τάξη μπορούσε ήδη από μόνη της να χειριστεί τα δικά της πολιτικά και
διοικητικά ζητήματα, το μόνο που χρειαζόταν ήταν η βίαιη και άμεση
επαναστατική δράση για να συνθλίψει τα εμπόδια της ταξικής κοινωνίας και
του κράτους (Galleani and Paul Avrich Collection, 14). Αυτή η
πεποίθηση, σε συνδυασμό με το κλίμα έντονης κρατικής καταστολής και τη
συστηματική χρήση βίας κατά του εργατικού κινήματος (κυρίως στους
ανειδίκευτους μετανάστες εργάτες), ενίσχυσε περαιτέρω την αξία της
εξεγερσιακής στρατηγικής που είχε κληρονομηθεί από το ιταλικό πλαίσιο.
“Πρέπει να Καταστρέψουμε τις Λεωφόρους που μένουν οι Πλούσιοι”
H προπαγάνδα των Γκαλεανίστι ήταν γεμάτη με διακηρύξεις προς τους
εργάτες για να πάρουν τα όπλα και προτρoπών να μην δείξουν κανένα έλεος
σε εκείνους που τους εκμεταλλεύονταν και έβγαζαν κέρδη από τη δυστυχία
τους. Ωστόσο, παρά το χαρακτήρα των γραπτών τους, σε σχέση με το
ευρύτερο εργατικό κίνημα, οι δραστηριότητες των Γκαλεανίστι ήταν στην
πραγματικότητα μάλλον συγκρατημένες πριν από την καταστολή του 1917. Η
πρώτη καταγεγραμμένη δράση των Γκαλεανίστι πριν από τη βόμβα Youngstown
(Νοέμβριος 1917) είναι αυτός της ομάδας Gruppo Gaetano Bresci στη Νέα
Υόρκη. Στις 20 του Απρίλη 1914, η απεργία στα ορυχεία του Ludlow στο
Κολοράντο είχε εξελιχθεί σε μια βίαιη σύρραξη όταν η πολιτοφυλακές του
κράτους επιτέθηκαν εναντίον των απεργών, σκοτώνοντας τέσσερις
ανθρακωρύχους και ένα αγόρι, ενώ μια πυρκαγιά που ξεκίνησε από την
πολιτοφυλακή οδήγησε έντεκα ακόμα παιδιά και δύο γυναίκες σε θάνατο.
Αργότερα, τρεις κρατούμενοι, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της
απεργίας, ξυλοκοπήθηκαν άγρια και δολοφονήθηκαν (Avrich 1991, 99). Μια
συντονισμένη προσπάθεια βομβαρδισμού του σπιτιού του Rockefeller (στην
οικογένειά του οποίου άνηκε η εταιρεία εξόρυξης), στην οποία συμμετείχε
και η ομάδα Bresci, απέτυχε και μια πρόωρη έκρηξη στοίχισε τη ζωή σε
τρεις αναρχικούς (Avrich 1991, 100). Κατά τη διάρκεια του 1914, η ομάδα
Bresci τοποθέτησε επίσης βόμβες στον καθεδρικό ναό του Αγίου Πατρικίου,
στην εκκλησία του Αγίου Αλφόνσου, στο Δικαστικό Μέγαρο του Μπρονξ, οι
οποίες στο σύνολο τους προκάλεσαν μόνο μικρές υλικές ζημιές. Μια
απόπειρα δολοφονίας του δικαστή Campbell κατά το ίδιο έτος απέτυχε
επίσης όταν ο εκρηκτικός μηχανισμός ανακαλύφθηκε. Το μόνο επιπλέον
περιστατικό πριν από την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο ήταν μια έκρηξη
στο αστυνομικό τμήμα στην Salutation Street της Βοστώνης ως αντίποινα
κατά των συλλήψεων μετά από μια αντιμιλιταριστική διαδήλωση. Οι ζημιές
ήταν σημαντικές, αλλά κανείς δεν τραυματίστηκε (Avrich 1991, 102). Είτε
από τύχη ή από πρόθεση, οι Γκαλεανίστι ήταν υπεύθυνοι, αν θέλουμε να
λάβουμε αυτές τις αναφορές απόλυτα υπόψη μας, για τους θανάτους τριών
δικών τους μελών από ατύχημα καθ ‘όλη αυτή την περίοδο.
Εν τω μεταξύ, εντός του ευρύτερου εργατικού κινήματος, η βία
αποτελούσε μια καθημερινή πραγματικότητα της ταξικής πάλης.
Επιχειρήσεις, όπως ο οργανισμός ντετέκτιβ της Pinkerton που αποτελούσε
ένα ευρύ δίκτυο κατασκόπων, συγκέντρωναν πληροφορίες για τους κύριους
ηγέτες της εργατικής τάξης και μπορούσαν να παρέχουν μια καλά
εκπαιδευμένη πολιτοφυλακή για την βίαιη καταστολή απεργιών (τις
περισσότερες φορές μέσα από μια συνδυασμένη προσπάθεια χρησιμοποίησης
απεργοσπαστών και βίαιης αντιμετώπισης των απεργιών) σε περίπτωση που οι
δραστηριότητες των μυστικών υπηρεσιών αποτύγχαναν. Μέχρι τις αρχές της
δεκαετίας του 1870, τα προγράμματα Pinkerton ήταν ενεργά στο Σικάγο, τη
Φιλαδέλφεια και τη Νέα Υόρκη, με εντολές να παρακολουθούν τυχόν
εκφράσεις δυσαρέσκειας μεταξύ του εργατικού δυναμικού, να δίνουν
αναφορές σχετικά με τη συμπεριφορά των εργατών, και να ενημερώνουν τους
υπαλλήλους για τυχόν “ανέντιμους” εργάτες (Weiss 1986, 89).
Οι αναρχικοί αγωνιστές, καθώς και άλλοι αριστεροί, τραβούσαν
προφανώς την προσοχή των εργοδοτών και των κρατικών αρχών -ωστόσο, αν
και συχνά ήταν στην πρώτη γραμμή, σίγουρα δεν ήταν οι μόνοι που
χρησιμοποιούσαν την ταξική βία. Στην απεργία του Homestead το 1892, η
Carnegie Steel Company, θέλοντας να εξαλείψει την Ένωση Εργατών Σιδήρου
και Χάλυβα, έστειλε μια ομάδα των πολιτοφυλακών της Pinkerton με βαριά
τεθωρακισμένα πλωτά πλοία εναντίον της ένωσης. Ο Frick, ο ιδιοκτήτης του
εργοστασίου, είχε απαντήσει στα διαμαρτυρίες της ένωσης για τις
μειώσεις μισθών με λοκάουτ, το οποίο ενίσχυσε με την ανέγερση ενός
φράχτη από συρματόπλεγμα στην περίμετρο του εργοστασίου. Οι εργάτες της
ένωσης και οι οικογένειες τους, με τη σειρά τους, περικύκλωσαν το
εργοστάσιο σε μια αποφασιστική προσπάθεια να το κρατήσουν κλειστό. Ήταν η
πρόθεση του Frick να χρησιμοποιήσει την Pinkerton για να σπάσει τις
προσπάθειες των απεργών και να ανοίξει το εργοστάσιο και πάλι με εργάτες
που δεν ήταν της ένωσης. Οι απεργοί, ωστόσο, είχαν ήδη καταλάβει το
εργοστάσιο πριν από την άφιξη της Pinkerton και όταν τα πλοία της
προσπάθησαν να προσεγγίσουν το εργοστάσιο από τον ποταμό Οχάιο,
ακολούθησε μια άγρια μάχη και ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ της
Pinkerton και της Ένωσης. Αρνούμενοι να τους αφήσουνε να αποβιβαστούν,
οι απεργοί πυροβολούσαν συνεχώς τις πολιτοφυλακές και προσπάθησαν να
ανατινάξουν τα πλωτά τους πλοία. Μετά από δώδεκα ώρες πολιορκίας και
απώλειες και από τις δύο πλευρές, οι πολιτοφυλακές της Pinkerton
αναγκάστηκαν να παραδοθούν στους απεργούς (Krause 1992). Το 1903, οι
ανθρακωρύχοι της περιοχής Cripple Creek, του Κολοράντο, απέργησαν με
αίτημα το εργασιακό οκτάωρο. Σε απάντηση προς τα αιτήματα της Ένωσης, ο
κυβερνήτης James Peabody κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Οι πολιτοφύλακες
συγκέντρωσαν και φυλάκισαν αυθαίρετα τους απεργούς δίνοντας ελάχιστη
σημασία κατά την όλη διαδικασία στις πολιτικές του ελευθερίες. Σε
απάντηση, τα αφεντικά των ορυχείων δολοφονήθηκαν, ενώ τα ορυχεία και οι
μύλοι βομβαρδίστηκαν (Adamic 1931, 84). Τέτοια περιστατικά δεν
περιορίζονταν στις απεργίες και συχνά κλιμακώνονταν και μετατρέπονταν σε
αστεακές ταραχές με συχνά βίαιες και μερικές φορές θανατηφόρες
συγκρούσεις μεταξύ των εργατών και των αρχών.
Τα “επαναστατικά αντίποινα» – η εκδίκηση για πράξεις που
διαπράχθηκαν εναντίον της εργατικής τάξης -δεν ήταν επίσης σε καμία
περίπτωση μια αποκλειστική πρακτική των Γκαλεανίστι. Στην
πραγματικότητα, ως μια πρακτική του εργατικού κινήματος, εφαρμόστηκε
ευρέως από τις ντόπιους εργάτες πολύ πριν ο Γκαλεάνι φτάσει στις ΗΠΑ
(Adamic 1931). Και ούτε ήταν λιγότερο διαδεδομένη κατά τη διάρκεια της
συμμετοχής του Γκαλεάνι στο ιταλικό αναρχικό κίνημα. Το 1909, στην
απεργία της Pressed Steel Car Company η IWW οδήγησε 8.000 εργάτες
ενάντια στους “Κοζάκους” της Πενσυλβανίας. Η κρατική αστυνομία της
Πενσυλβανίας μέσω των υποκινήσεων των πολιτικών λόμπι ιδιοκτητών
ορυχείων και μύλων είχε μετασχηματιστεί σε ένα άκρως βίαιο σώμα, που
είχε αποκτήσει μια φήμη βίαιων απεργοσπαστών μέσα στο εργατικό κίνημα
(Gerda 1995). Σε μια σύγκρουση με απεργούς της IWW ένας κοζάκος
πυροβόλησε ένα απεργό εργάτη. Σε απάντηση, η απεργιακή επιτροπή εξέδωσε
προκήρυξη προς τον διοικητή της χωροφυλακής ότι για κάθε μελλοντικό
τραυματισμό ή θάνατο εργάτη, θα σκότωναν ένα κοζάκο σε αντίποινα. Μετά
από έντεκα εβδομάδες εχθροπραξιών, περίπου δώδεκα άνθρωποι είχαν χάσει
την ζωή τους και πάνω από πενήντα είχαν τραυματιστεί και από τις δύο
πλευρές. Όταν ο Bill Haywood συνελήφθη μαζί με άλλους αγωνιστές της IWW
κατά τη διάρκεια των πρώτων μέτρων καταστολής του εργατικού κινήματος, ο
αρχηγός του Σοσιαλιστικού κόμματος Eugene Debs πρότεινε την οργάνωση
ενός στρατού των εργατών, που θα κατευθυνόταν στο Αϊντάχο για την
απελευθέρωση των κρατουμένων. Ευτυχώς, η σύζυγος του τον έπεισε για την
ανοησία μιας τέτοιας περιπέτειας (Adamic 1931, 87). Τέτοια συναισθήματα
αντανακλούσαν τις πικρές και διαρκείς εχθροπραξίες που χαρακτήριζαν τις
απεργίες και τις εργατικές ταραχές εκείνης της περιόδου.
Επίσης, δεν ήταν ασυνήθιστο για τους συνδικαλιστές να καταφεύγουν
στον τερρορισμό ως ένα μέσο αντιμετώπισης της χρήσης εργατών που δεν
άνηκαν στα συνδικάτα από τους εργοδότες. Ακόμη και οι συνδικαλιστικές
οργανώσεις της συντηρητικής AFL είχαν μέλη που χρησιμοποιούσαν τέτοιες
τακτικές. Τον Ιούλιο του 1906 σημειώθηκε ένα περιστατικό όπου τριάντα
συνδικαλιστές της AFL επιτέθηκαν σε φύλακα της εταιρείας που προστάτευε
εργάτες που δεν ήταν της ένωσης, ρίχνοντας έναν από τους φρουρούς από
την οροφή του κτηρίου προκαλώντας τον θάνατό του (Αδάμ 1931, 111). Η
Διεθνής Ένωση των Εργατών Σιδήρου και Χάλυβα είχε τους περίφημους
αδελφούς McNamara, οι οποίοι σε απάντηση στις αντισυνδικαλιστικές
επιθέσεις του ιδιοκτήτη, συνωμότησαν για να ανατινάξουν το κτίριο των
Los Angeles Times, σκοτώνοντας 21 εργαζόμενους της εφημερίδας και
τραυματίζοντας άλλους εκατό. Με τη γενική διαθεσιμότητα του δυναμίτη στο
εμπόριο, ο δυναμίτης αποτελούσε ένα κοινό εργαλείο για τα οικοδομικά
συνδικάτα ώστε να ασκούν πίεση στους εργοδότες που πολεμούσαν τα
συνδικάτα. Μεταξύ 1920 και 1921 υπήρχαν πάνω από εκατό βομβιστικές
επιθέσεις στην πόλη του Σικάγο, οι μισές εκ των οποίων θα μπορούσαν
εύλογα να αποδοθούν στα συνδικάτα, καταστρέφοντας κτίρια υπό κατασκευή
και σπίτια των κατασκευαστών και των εργολάβων που ήταν εχθρικοί προς
οργανωμένους εργάτες (Adamic 1931, 187).
Οι εργοδότες αργότερα θα προχωρούσαν σε μια στρατηγική εταιρικής
συνεργασίας με τα συντηρητικά συνδικάτα ως έναν λιγότερο δαπανηρό και
αποδιοργανωτικό μηχανισμό για τη διαχείριση της εργασίας (και τον
αποτελεσματικό παραγκωνισμό του πολιτικού συνδικαλισμού). Ωστόσο, σε
αυτή την πρώιμη περίοδο η ταξική σύγκρουση αποτελούσε έναν αιματηρό
πόλεμο φθοράς κατά των οργανωμένων εργατών, ένα πόλεμο στον οποίο οι
εργοδότες αναπόφευκτα είχαν το πάνω χέρι. Ακόμη και πέρα από την άμεση
σύγκρουση με τους εργοδότες, οι αγωνιστές συνέχιζαν να βρίσκονται
αντιμέτωποι με τη συνεχή απειλή της βίας των διάφορων παρακρατικών
ομάδων και από την διαρκή παρενόχληση των κρατικών αρχών. Ερχόμενοι
αντιμέτωποι με τις πολλαπλές τακτικές εξολόθρευσης των συνδικάτων που
χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες -από κατασκόπους και προβοκάτορες έως τις
κρατικές πολιτοφυλακές και τις αντισυνδικαλιστικές νομοθεσίες- οι
εργάτες εξωθούνταν στο να χρησιμοποιήσουν ακραίες πράξεις βίας για να
προωθήσουν τα συλλογικά τους συμφέροντα. Δεδομένου ότι αυτό ήταν το
γενικότερο σκηνικό του ευρύτερου κινήματος της εργατικής τάξης, δεν
αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η φλογερή ρητορική των Γκαλεανίστι δεν
αποτελούσε μάλλον κάτι το ασυνήθιστο και κατά πάσα πιθανότητα ήταν και
ένας από τους κύριους παράγοντες που έκαναν τους Γκαλεανίστι
“ελκυστικούς” προς την εργατική τάξη. Στην πραγματικότητα, οι
εμπρηστικές ομιλίες ήταν ένα πολύ βασικό μέσο της εργατικής αγκιτάτσιας.
Χρόνια πριν από την άφιξη του Γκαλεάνι, η ντόπια αναρχική κομμουνίστρια
και οργανώτρια του εργατικού κινήματος Lucy Parsons (φέρεται να
περιγράφεται από την αστυνομία του Σικάγο ως “πιο επικίνδυνος από
χίλιους ταραξίες») προέτρεπε τους εργάτες:
Περιμένετε στα σκαλιά των κτηρίων των πλουσίων και μαχαιρώστε ή
πυροβολείστε τους ιδιοκτήτες, όπως βγαίνουν. Ας τους σκοτώσουμε χωρίς
έλεος και ας είναι ένας πόλεμος εξόντωσης χωρίς οίκτο. (Avrich and Paul
Avrich Collection 1984, 91)
Αντί να αποξενωθούν από το κίνημα της εργατικής τάξης, τέτοιες
υποσχέσεις εκδίκησης και λύτρωσης αποδείχθηκαν να είναι ένας μεγάλος
πόλος έλξης και ώθησαν ένα μεγάλο τμήμα των εργατών του Σικάγο στην
αναρχική Διεθνή Ένωση Εργαζομένων. Ακόμα και ο προεδρικός υποψήφιος του
μετριοπαθούς Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αμερικής μιλούσε για τις
«λυτρωτικές» ικανότητες του ταξικού πολέμου (Kazin 1995).
Πόλεμος και Καταστολή
Η είσοδος της Αμερικής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κλιμάκωσε
περαιτέρω τις υπάρχουσες εντάσεις. Οι σοβινιστικές επικλήσεις από τους
κρατικούς αξιωματούχους και τα εθνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης
τροφοδότησαν περαιτέρω φυλετικές εντάσεις μεταξύ των μεταναστών εργατών
και του ντόπιου πληθυσμού. Τόσο ο Ρούσβελτ όσο και ο Wilson είχε ήδη
μιλήσει για τους κινδύνους του “σχιζοαμερικανισμού» (στμ hyphenated
americanism, hyphen είναι ο αγγλικός όρος για την παύλα, γενικότερα ο
όρος hyphnated americanism χρησιμοποιούταν αρνητικά εκείνη την περίοδο
στην Αμερική για να χαρακτηρίσει τις μεταναστευτικές ομάδες που
προσδιορίζονταν ακόμα στην βάση της χώρας προέλευσης τους, πχ
ιταλο-αμερικάνοι), με τον Wilson να προσθέτει, πως κάθε άνθρωπος που
κουβαλάει μια παύλα (hyphen) μαζί του, κουβαλάει ένα στιλέτο που θα
καρφώσει στα ζωτικά όργανα της Δημοκρατίας, όταν μπορέσει. (Wilson 1919)
Η αντιπολεμική στάση πολλών συνδικάτων και εργατικών οργανώσεων
έθεσε επίσης τους αγωνιστές κάτω από ακόμα μεγαλύτερο έλεγχο. Οι πολίτες
σχημάτιζαν οργανώσεις όπως η Εθνική Λίγκα Ασφάλειας, η Αμερικανική
Λίγκα Άμυνας και η Αμερικανική Προστατευτική Κοινωνία, για να επιβάλουν
τον πατριωτισμό και να κατατροπώσουν τους υπονομευτές (Avrich 1991, 93).
Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό κατέληγε σε βίαιες μεθόδους. Τη νύχτα της
1ης Αυγούστου 1917 ο οργανωτής της IWW Frank Little, από τους βασικούς
συντελεστές της ώθησης της αντιπολεμικής γραμμή της Ένωσης, έπεσε θύμα
απαγωγής (πιθανότατα από μια τοπική παρακρατική ομάδα επαγρύπνησης),
ξυλοκοπήθηκε, και σύρθηκε με ένα σχοινί έξω από την πόλη όπου και
κρεμάστηκε από ένα μια σιδηροδρομική γέφυρα. Οι δολοφόνοι του δεν
βρέθηκαν ποτέ (Thompson και Bekken 2006).
Οι προετοιμασίες και η ετοιμότητα για τον πόλεμο εξυπηρέτησαν,
επίσης, ένα άλλο πολιτικό σκοπό. Οι δεκαετίες της κλιμακούμενης έντασης
και του ολοένα και πιο βίαιου ταξικού πολέμου μεταξύ των οργανωμένων
εργατών και του κράτους και του ιδιωτικού τομέα είχε θέσει το έναυσμα
για την Κόκκινο Τρόμο. Η έναρξη του πολέμου έδωσε στην κυβέρνηση την
ευκαιρία για περαιτέρω νομοθεσίες ενάντια στα ανατρεπτικά πολιτικά
ρεύματα στο όνομα της εθνικής ενότητας. Όπως η Goldman υποστήριζε,
εκείνη την εποχή η πολεμική προσπάθεια δεν στρεφόταν μόνο εναντίον του
εξωτερικού εχθρού, άλλα στόχευε πολύ περισσότερο στον εσωτερικό εχθρό.
Και στοχεύει στους αγωνιστές της εργατικής τάξης, που έχουν μάθει να μην
ελπίζουν τίποτα από τα θεσμικά μας όργανα, και έχουν ξυπνήσει ένα μέρος
των εργατών που έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι ο ταξικός πόλεμος είναι
πέρα από όλους τους εθνικούς πολέμους, και ότι αν υπάρχει ένας δίκαιος
πόλεμος, αυτός είναι ο πόλεμος κατά της οικονομικής εξάρτησης και της
πολιτικής δουλείας (352). Η Emma αργότερα θα συλλαμβάνονταν και στη
συνέχεια θα απελαύνονταν για ομιλίες που προέτρεπαν τους εργάτες να μην
καταταγούν.
Ο νόμος περί κατασκοπίας (Espionage Act) του Ιουνίου 1917 και ο
νόμος περί “Ανατρεπτικών Ενεργειών” (Sediction Act) του Μάη του 1918
ποινικοποίησαν τις αντιμιλιταριστικές και αναρχικές δραστηριότητες,
-είτε αυτές υποστήριζαν και καλούσαν για μια βίαιη επανάσταση είτε απλά
επρόκειτο για αντιπολεμική προπαγάνδα. Γύρω στις χίλιες πεντακόσιες
διώξεις διεξήχθησαν στα πλαίσια των δύο νόμων, με αποτέλεσμα
περισσότερες από χίλιες καταδικαστικές αποφάσεις με ποινές που ήταν
ιδιαίτερα σκληρές. Σε όλη τη χώρα, υπήρξε μια σειρά εφόδων σε αναρχικά
στέκια, κατάσχεση και καταστροφή ριζοσπαστικού έντυπου υλικού, καθώς και
ξυλοδαρμοί αγωνιστών και αγωνιστριών (Avrich 1991, 94). Στις 5
Σεπτέμβρη του 1917, το κράτος συντόνισε μια πανεθνική εκστρατεία πάταξης
της IWW, οι αξιωματούχοι εισέβαλαν και κατέστρεψαν τους χώρους και τις
εγκαταστάσεις της Ένωσης, πραγματοποίησαν εφόδους στα σπίτια των
οργανωτών, και συνέλαβαν εκατοντάδες αγωνιστές (Thompson και Bekken
2006, 114). Η δημοσίευση της Matricolati! από τον Γκαλεάνι στην οποία
καλούσε τους υποστηρικτές του να μην καταταγούν, έδωσαν το έναυσμα για
την ποινική δίωξη του. Αυτό, σε συνδυασμό με τον ενθουσιασμό των
Γκαλεανίστι για την χρήση βίαιων μέσων, όπως και της φήμης του Γκαλεάνι
εντός του αναρχικού κινήματος, τους κατέστησαν πρωταρχικούς στόχους για
τις ομοσπονδιακές αρχές.
Αν και οι ιταλοί ήταν από τις εθνικές ομάδες που πλήγηκαν
περισσότερο από αυτούς τους κατασταλτικούς νόμους, οι δράσεις των
Γκαλεανίστι δεν μειώθηκαν σε σημαντικό βαθμό. Συνέχισαν να οργανώνονται,
να εκδίδουν εφημερίδες, και να δρουν στις ομάδες συγγένειας. Παρά τον
ενθουσιασμό τους, η απαγόρευση της Cronaca Sovversiva τον Ιούνιο του
1917 αποδείχθηκε εξαιρετικά επιζήμια. Λόγω της απουσίας δομών η
εφημερίδα καθώς και οι συνδρομητές και οι διανομείς τους, αποτελούσαν το
βασικό μέσο για να μπορέσουν οι Γκαλεανίστι να έχουν επαφή και να
ασκούν κάποια επιρροή στο εργατικό κίνημα. Αν και προσπάθησαν να
συνεχίσουν την έκδοση και την διανομή της εφημερίδας παρά την απαγόρευση
της, ύστερα από μια ακόμη επιδρομή στα γραφεία της εφημερίδας στο
Φεβρουάριο του 1918 οι κρατικές αρχές βρήκαν μια λίστα με τους
συνδρομητές της εφημερίδας, που τους έδωσε την ευκαιρία να προχωρήσουν
σε συλλήψεις και απελάσεις των βασικών υποστηρικτών και συνεργατών τους.
Οργανώσεις όπως η IWW ήταν σε θέση να υποχωρήσουν στις δικές τους δομές
για την αντιμετώπιση αυτής της καταστολής, και παρόλο που δέχθηκαν ένα
μεγάλο πλήγμα από την άποψη της επιρροής τους, ήταν σε θέση να
επιβιώσουν περισσότερο ή λιγότερο. Οι Γκαλεανίστι δεν είχαν την
δυνατότητα να ακολουθήσουν μια τέτοια λύση. Ο Γκαλεάνι θα επιχειρούσε να
επιστρέψει στις παλιές μεθόδους των ομιλιών και διαλέξεων πριν την
απέλασή του, αλλά εκείνη την περίοδο το κίνημα της εργατικής τάξης
βρισκόταν σε υποχώρηση και η οποία φλογερή ρητορική του απλά δεν
επρόκειτο να την ανακόψει. Η επιρροή τους σε πολλές ιταλοαμερικανικές
κοινότητες της εργατικής τάξης σήμαινε ότι είχαν πρόσβαση σε πολλούς
συμπαθούντες που θα μπορούσαν να τους προσφέρει καταφύγιο και διαφυγή
από το νόμο. Ωστόσο, στην πράξη, το μόνο που έμεινε ήταν μια χούφτα
αφοσιωμένων, αλλά παρ όλα αυτά απομονωμένων και εκτός νόμου, χαλαρά
οργανωμένων ομάδων συγγένειας.
Οι Γκαλεανίστι ξεκίνησαν μια συντονισμένη τερροριστική εκστρατεία
είτε σε απάντηση σε κρατικές επιθέσεις εναντίον αντιμιλιταριστικών
διαδηλώσεων (όπως ήταν η περίπτωση με την βόμβα στη Youngstown), είτε σε
κρατικούς υπαλλήλους που ήταν υπεύθυνοι για την καταστολή της αριστεράς
(όπως συνέβη με τα παγιδευμένα δέματα), ή όσων συμμετείχαν στη δίκη των
Σάκο και Βαντσέτι (όπως με την βόμβα της Wall Street). Οι Γκαλεανίστι
δεν θα επέτρεπαν στις αρχές να επιτεθούν στο εργατικό κίνημα, χωρίς
αντίποινα. Ωστόσο, βρισκόμενοι σε απομόνωση, οι προσπάθειές τους δεν
επρόκειτο να αποδειχθούν επιτυχημένες και συνέβαλαν μόνο στο να
καταδειχθεί πόσο πολύ είχαν περιθωριοποιηθεί οι ριζοσπάστες. Οι
ενέργειές τους στοίχισαν τη ζωή και κατέστρεψαν τα σπίτια πολλών αθώων
και έδωσαν στο κράτος περαιτέρω αφορμή για τις περιβόητες Επιδρομές
Πάλμερ (στμ λυσσαλέες επιθέσεις κατά ριζοσπαστών αριστερών και κυρίως
αναρχικών, υπό τις οδήγησες του υπουργείου δικαιοσύνης των ΗΠΑ κατά τα
τέλη του 1919 και τις αρχές του 1920, υπό τις διαταγές του γενικού
εισαγγελέα A. Mitchell Palmer) και τις μαζικές απελάσεις των μεταναστών
που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Οι τελευταίες πράξεις της επαναστατικής
εκδίκησης θα εξασφάλιζαν την άγρια και κτηνώδη φήμη των Γκαλεανίστι στα
βιβλία της ιστορίας -ωστόσο, ως πολιτικό κίνημα, είχαν ουσιαστικά
τελειώσει. Ο Γκαλεάνι απελάθηκε το 1919, όπως και πολλοί από τους
υποστηρικτές του. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, οι Γκαλεανίστι
είχαν σε μεγάλο βαθμό μεταφερθεί πίσω στην πατρίδα τους.
Αυτό είχε επίσης παρακινηθεί περαιτέρω από τις θεμελιώδεις αλλαγές
που σημειώθηκαν επίσης, εντός των ιταλικών κοινοτήτων των μεταναστών. Ο
πόλεμος δεν είχε χρησιμεύσει μόνο ως μια ευκαιρία για την καταστολή των
αγωνιστών της εργατικής τάξης, αλλά είχε επίσης αλλάξει τις πολιτικές
συμπεριφορές πολλών ιταλοαμερικανών. Παρά τις ανησυχίες της κυβέρνησης, η
πολεμική προπαγάνδα αποδείχθηκε να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική ακόμη
και εντός των κοινοτήτων των μεταναστών, και πολλοί ιταλοαμερικανοί
στράφηκαν εναντίον των ριζοσπαστών που αντιτάχθηκαν στον πόλεμο (Sterba
2003). Ένα αυξανόμενο αίσθημα εθνικής ταυτότητας παρακινήθηκε από
εκδηλώσεις “Αντιαμερικανισμού” κατά τη διάρκεια του Κόκκινου Τρόμου
παγίωσαν επίσης περαιτέρω τις κοινωνικά συντηρητικές στάσεις –
ανοίγοντας το δρόμο για την ευρεία έγκριση της κυβέρνησης του Μουσολίνι
(Vecoli 2003, 53). Η κληρονομιά των Γκαλεανίστι αποδείχθηκε ότι έχει
κάποια δύναμη, και πολλοί από όσους παρέμειναν διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο
στην αντιφασιστική οργάνωση, χρησιμοποιώντας τις γροθιές, τα όπλα, και
τον δυναμίτη για να διαλύσουν φασιστικές συγκεντρώσεις. Παρ ‘όλα αυτά,
με τα πιο ριζοσπαστικά έντυπα να είναι απαγορευμένα, η πλειοψηφία των
ιταλόφωνων φυλλάδων είχε μια φιλοφασιστική γραμμή και, παρά τις
φιλότιμες προσπάθειες των αντιφασιστών, η συμπάθεια για τον Μουσολίνι
μεγάλωσε. Το 1938, όταν οι αναρχικοί της Ισπανίας μάχονταν μαζί με το
Λαϊκό Μέτωπο στον εμφύλιο πόλεμο, μια έρευνα στην Νέα Υόρκη παρουσίαζε
τους ιταλοαμερικάνους να έχουν το υψηλότερο ποσοστό από όλες τις εθνικές
ομάδες που υποστήριζαν τον Φράνκο (με ποσοστό 50 τοις εκατό) (Vecoli
2003, 62). Μέχρι το 1940, δεν είχε απομείνει πλέον τίποτα από τη
ριζοσπαστικό ιταλοαμερικανικό εργατικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένων των
Γκαλεανίστι.
Συμπεράσματα
H συγκεκριμένη ιστορική περίοδος του αμερικάνικου εργατικού
κινήματος χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερα αιματηρή στρατηγική
πειθάρχησης της εργασίας, και ενώ οι Γκαλεανίστι μπορεί να μην κατάφεραν
να διαδώσουν τα αναρχικά «Ιδανικά» τους στο ευρύτερο εργατικό κίνημα,
οι τακτικές τους σίγουρα δεν βρίσκονταν έξω από τα πλαίσια των τακτικών
και των αντιλήψεων της εργατική τάξης. Ενώ είναι σαφές από τις μαρτυρίες
των compagno τους ότι η ιδεολογική καθαρότητα και ο σεχταρισμό τους
συχνά είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση τους, η ρητορική τους και η
δέσμευσή τους στις πράξεις της επαναστατικής βίας σίγουρα δεν είχε
οποιοδήποτε τέτοιο αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, πολλοί από τους
ιταλοαμερικάνους –που ζούσαν στη φτώχεια και σε άθλιες συνθήκες, που
υπόκειντο την έντονη καταστολή για την οργάνωση τους και την
δαιμονοποιήση από τον ντόπιο πληθυσμό, και συχνά ακόμα και ρατσιστικές
επιθέσεις και κακοποίηση- ενθαρρύνονταν από τους Γκαλεανίστι και την
ταξική εκδίκηση στην οποία αναφέρονταν, η οποία σε καμία περίπτωση δεν
ήταν κάποιου είδους “ημιθρησκευτικού» καλέσματος μιας άλλης εποχής. Ο
Γκαλεάνι και οι υποστηρικτές του δεν επικαλούνταν κάποια μυστηριώδη
δύναμη που θα σάρωνε τον παλιό κόσμο και θα έφερνε τον νέο, αλλά
αναφέρονταν για τις κοινές δράσεις των οργανωμένων εργατών στον αγώνα
τους ενάντια στις στρατιές των καπιταλιστών και των μηχανισμών του
κράτους. Σε μια περίοδο κατά την οποία η δύναμη του κάθε καπιταλιστή
αποτυπωνόταν στη μέγεθος της φυσικής δύναμης που μπορούσε να
συγκεντρώσει, η βίαιη και άμεση αντιπαράθεση ήταν συχνά η μόνη λύση για
τους οργανωμένους εργάτες. Και επίσης αυτά τα μέσα δεν ήταν καθαρά
αμυντικά. Πολλοί αγωνιστές της εργατικής τάξης απέκτησαν φήμη μέσω των
βίαιων τακτικών τους και βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε αυτές για την
συλλογική τους δύναμη. Κατά την πρώιμη περίοδο της οργάνωσης της
εργατικής τάξης, όταν οι Molly Maguire’s (στμ. ομάδα μεταναστών ιρλανδών
εργατών με έντονη δράση που περιλάμβανε όλη την γκάμα των τεροριστικών
πρακτικών και έγιναν κυρίως γνωστοί για τις δράσεις τους στα ορυχεία της
Πενσυλβανίας στις δεκαετίες του 1870 και 1880) καραδοκούσαν στα ορυχεία
της Πενσυλβανία, οι “αξιοσέβαστες τάξεις» θα «έτρεμαν από το φόβο» στο
ενδεχόμενο συνάντησης με τους ιρλανδούς ανθρακωρύχους φοβούμενοι για τις
ζωές τους (Adamic 1931, 12-3 ). Για πολλά χρόνια, τα συνδικάτα της AFL
κυριαρχούσαν στις βιομηχανίες μέσω της χρήσης των βίαιων συμμοριών, πριν
η διαφθορά και το ξεπούλημα τους αποσυνθέσουν το κίνημα.
Οι Γκαλεανίστι αναπτύχθηκαν μέσα σε αυτό το κλίμα ταξικού πολέμου. Η
είσοδος της Αμερικής στον πόλεμο, όμως, τερμάτισε αυτό το κύμα των
συγκρούσεων και κατάφερε με επιτυχία, όπως η Goldman (1972) προέβλεψε,
να “κατευνάσει τον εσωτερικό εχθρό». H προηγούμενη περίοδος κλιμάκωσης
και έντασης της ταξικής αντεπίθεσης, είχε πλέον μετατραπεί σε έναν
μονόπλευρο πόλεμο ενάντια στην εργατική τάξη. Το κράτος αποκεφάλισε το
κίνημα με τη σύλληψη και την καταστολή των πιο δυναμικών αγωνιστών του,
ενώ διαίρεσε τη βάση του, τροφοδοτώντας την εθνικιστική υστερία μέσω της
προπαγάνδας υπέρ του πολέμου και κατά των ριζοσπαστών. Η Πρωτομαγιά του
1919 δεν βρήκε τους εργάτες να συσπειρώνονται κάτω από την κόκκινη
σημαία, αλλά μόνο την διαίρεση τους, ενώ στρατιώτες, πολίτες και
αστυνομικοί επιτέθηκαν σε μια παρέλαση στο Κλήβελαντ, την ώρα που
στρατιώτες και ναύτες κατέστρεφαν τα γραφεία του “Σοσιαλιστικού
Καλέσματος» στη Νέα Υόρκη (Avrich 1991, 159). Οι βόμβες που
τοποθετούνταν από τα συνθλιμμένα απομεινάρια των Γκαλεανίστι επρόκειτο
για τα τελευταία, θανατηφόρα αντίποινα για ένα ηττημένο κίνημα.
Μέχρι το 1930, ο ριζοσπαστισμός είχε πλέον περιθωριοποιηθεί και η
στροφή του κράτους προς τον συντηρητικό συνδικαλισμό μέσω της
συνεργασίας με την AFL επιδείνωσε περαιτέρω αυτό το γεγονός. Η ταξική
πάλη συνεχιζόταν φυσικά, και το ίδιο ίσχυε και για τη βία ενάντια στο
εργατικό κίνημα. Κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου πολλαπλασιάστηκαν οι
ιδιωτικές οργανώσεις που χρησιμοποιούνταν για το σπάσιμο απεργιών, ενώ
παράλληλα εκμεταλλεύτηκαν τα πλεονάσματα πολεμικού υλικού που είχαν
δημιουργηθεί μετά το τέλος του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων όπλων,
αυτόματων πολυβόλων, δακρυγόνων κλπ αξίας αρκετών εκατομμυρίων δολαρίων
(Weiss 1986, 97). Η ύφεση έφερε και πάλι στο προσκήνιο τις κοινωνικές
αναταραχές, την ταξική δυσαρέσκεια και μια ανανεωμένη έκκληση για
ριζοσπαστικές ιδέες. Αλλά οι κανόνες του παιχνιδιού είχαν πλέον αλλάξει.
Το κράτος είχε πλέον οχυρωθεί κατάλληλα ως ένας νομοθετικός και
πειθαρχικός μηχανισμός ενάντια στους ανυπότακτους εργάτες, ενώ οι
επίσημοι συνδικαλιστές αναδεικνυόταν με ταχείς ρυθμούς ως μια
δευτερεύουσα πηγή ελέγχου. Δεν υπήρχε χώρος για την πύρινη ρητορική των
Γκαλεανίστι εκείνη την περίοδο.
Και ο ίδιος ο αναρχισμός επίσης θα υπόκειτο νέες προσαρμογές και
αλλαγές. Οι αναρχικοί θα οδηγούνταν σε επικρίσεις των μεθόδων των
Γκαλεανίστι (καθώς και άλλων αναρχικών εκείνης της περιόδου). Οι
τερρορίστικες και μυστικές τακτικές θα ασκούνταν αργότερα από διάφορες
μικρές μαρξιστικές-λενινιστικές ομάδες, και όχι από το αναρχικό κίνημα.
Τελικά, οι οργανωτικές τάσεις του αναρχισμού θα αναδεικνύονταν (εκείνη
την περίοδο) και η Ισπανική Επανάσταση, ιδίως, θα χρησίμευε για να
επικυρώσει αυτή τη στρατηγική σε ένα παγκόσμιο κοινό αγωνιστών. Δεν ήταν
πλέον οι εκτελέσεις και οι δυναμίτες, αλλά τα παραδείγματα των
οργανωμένων, αναρχοσυνδικαλιστικών ενώσεων, που θα παρείχαν νέες
πρακτικές δράσης και θα συνείσφεραν με πολύτιμα μαθήματα για μια νέα
γενιά αγωνιστών.
Σημειώσεις:
[1] Είναι προς τιμήν του Avrich, ο οποίος έχει συνεισφέρει σημαντικά με την συλλογή όλων αυτών των αυτοβιογραφιών.
[2] Για παράδειγμα, στην περίπτωση του ιταλικού αναρχισμού, ήταν οι
ρώσοι μετανάστες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση των πρώτων
γενιών των αγωνιστών. Αυτός ο διεθνής χαρακτήρας θα παρέμενε αναλλοίωτος
για ολόκληρες δεκαετίες, με τη συμμετοχή αυτή τη φορά του Μαλατέστα
μαζί με ισπανούς διανοούμενους στην προώθηση της “χωρίς επίθετα»
στρατηγικής στην Ιταλία και την οργάνωση των εργατών σε μεγάλες
συνδικαλιστικές ενώσεις.
[3] Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν από την απέλαση του
Γκαλεάνι, παρά την μεταξύ τους σύγκρουση σε ζητήματα πολιτικής
στρατηγικής και οργάνωσης, οι Γκαλεανίστι διαδήλωσαν υπέρ του Tresca
κατά τη διάρκεια της απεργία του Mesabi του 1916. Ο Tresca συμμετείχε
μαζί με αντιοργανωτικούς στην Επιτροπή Άμυνας Aberno-Cabona, και
εξέφρασε τη βαθιά του ανησυχία για την σύλληψη του Γκαλεάνι το 1917, και
καταδίκασε έντονα την απέλασή του στην Il Martello.
[4] Δεν υπάρχουν απτές αποδείξεις για τη σύνδεση των Γκαλεανίστι με
τις βόμβες της Wall Street και κανένας δράστης δεν βρέθηκε από τις
κρατικές αρχές. Ο Avirch, ωστόσο, είναι πεπεισμένος ότι ήταν η πράξη του
Mario Buda, ενός Γκαλεανίστι, ο οποίος είχε συμμετάσχει σε προηγούμενες
βομβιστικές επιθέσεις και ο οποίος ήταν στην πόλη εκείνη την ημέρα
(Avrich and Paul Avrich Collection 2005, 132–3).
[5] Αν και ο Greene αναφέρει επίσης ότι η ηγεσία μπορεί να ήταν
λιγότερο ένθερμη από τους εκπροσώπους των συνδικάτων της, στην
υποστήριξή της στρατηγικής του περιορισμού της μετανάστευσης.
______________________________
Από:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου