«Το λίκνο αιωρείται πάνω από την άβυσσο και η κοινή λογική λέει πως η ύπαρξή μας δεν είναι παρά ένα ξαφνικό ρήγμα φωτός ανάμεσα σε δυο αιωνιότητες ερέβους».
Έτσι ξεκινάει την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Μίλησε, μνήμη» (σίγουρα την πιο ποιητική αυτοβιογραφία που έχω διαβάσει ως τα σήμερα) ο συγγραφέας της «Λολίτας» Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ.
Ο ίδιος έσπασε για πρώτη φορά το σκοτεινό έρεβος κι ήρθε στο φως στις 22 Απριλίου (Ταύρος ήγουν) του 1899 στην Αγία Πετρούπολη. Ο Ντοστογιέφσκι είχε πεθάνει πριν είκοσι χρόνια περίπου κι ο Λέων Τολστόι ήταν κιόλας 71 χρονών.

Η οικογένειά του ανήκε στην αριστοκρατική τάξη κι ο συγγραφέας πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο μεγάλο τους κτήμα λίγο έξω από την Πετρούπολη. Ο παππούς του διετέλεσε υπουργός δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του Τσάρου ενώ ο πατέρας του –που οι μουζίκοι του αγαπούσαν  φανατισμένα- υπήρξε ένας φιλελεύθερος αστός που ταλαιπωρήθηκε με διώξεις και φυλακίσεις τόσο επί Τσάρου, όσο και επί Μπολσεβίκων.
Όπως τόσοι άλλοι έφηβοι, ο Βλαντιμίρ ξεκίνησε στα δεκαπέντε του  να γράφει ποιήματα  που αργότερα χαρακτήρισε «αξιοθρήνητα κατασκευάσματα που μιμούνται το ύφος του Πούσκιν».
Το 1919 οι Ναμπόκοφ εγκαταλείπουν τη Ρωσία λόγω της σοβιετικής επανάστασης και διαλέγουν σαν καινούργιο τόπο κατοικίας τους  το Βερολίνο. Την ίδια εποχή ο εικοσάχρονος Βλαντιμίρ σπουδάζει λογοτεχνία στο Κέμπριτζ της Αγγλίας και ταυτόχρονα διακρίνεται στην κωπηλασία, στο κρίκετ αλλά και στη συλλογή πεταλούδων –που θα εξελιχτεί αργότερα  σε μεγάλο πάθος της ζωής του.
Το 1922 –κι ενώ η Ελλάδα θρηνεί τη Μικρασιατική καταστροφή- δολοφονείται ο πατέρας του Βλαντιμίρ στο Βερολίνο από ρώσους δεξιούς εξτρεμιστές και ο νεαρός σπουδαστής σπεύδει κοντά στην μητέρα και τις αδελφές του.
Εκεί, στο Βερολίνο, θα παντρευτεί τρία χρόνια μετά την Βέρα Σλόνιμ, μια γυναίκα που θα τον λατρέψει και θα τον βοηθήσει όσο κανείς άλλος –μια αληθινή αδελφή ψυχή. Ο Ναμπόκοφ θα της αφιερώσει όλα του τα βιβλία.
Από τότε και έως το 1940 θα δημοσιεύσει τα πρώτα του μυθιστορήματα στη ρωσική γλώσσα χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Σιρίν. Μάλιστα, το «Ρήγας, Ντάμα, Βαλές» θα γυριστεί μερικά χρόνια αργότερα ταινία από τον Γέρζι Σκολιμόσφσκι με τους Ντέηβιντ Νίβεν και Τζίνα Λολομπριτζίτα (μια ταινία που πρέπει να ψάξω επειγόντως).
Τον ίδιο καιρό εκδίδεται η «Μαίρη», «Η άμυνα», «Η δόξα», το «Γέλιο στο σκοτάδι», «Η απόγνωση», «Το χάρισμα».
Το 1937, μη αντέχοντας τη ναζιστική τρομοκρατία, ο Ναμπόκοφ παίρνει την οικογένειά του και μετακομίζουν στο Παρίσι όπου κυκλοφορεί την «Πρόσκληση σ’ ένα αποκεφαλισμό».
Μόλις ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, οι Ναμπόκοφ περνάνε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και εγκαθίστανται στην Μασαχουσέτη. Είναι η εποχή που ο σαραντάρης πια συγγραφέας αρχίζει να γράφει τα βιβλία του στην αγγλική γλώσσα.
Στην Αμερική ο Ναμπόκοφ διδάσκει για βιοπορισμό σε κολλέγια και πανεπιστήμια ώσπου το 1955 εκδίδεται στο Παρίσι το μπεστ σέλερ του, η διαβόητη «Λολίτα». Μονάχα ύστερα από τρία χρόνια θα καταφέρει αυτό το αριστούργημα της λογοτεχνίας να πάρει άδεια για να κυκλοφορήσει στην υποτιθέμενη χώρα της ελευθερίας (τις ΗΠΑ εννοώ).
Η περιουσία που κέρδισε από τις πωλήσεις της «Λολίτα», του επέτρεψαν να σταματήσει τον ακαδημαϊκό του βιοπορισμό, να εγκαταλείψει τις Ηνωμένες Πολιτείες και να αποτραβηχτεί στην Ελβετία, όπου εγκαθίσταται στο Παλάς Οτέλ του Μοντρέ, πλάι στις όχθες της ήσυχης λίμνης Λεμάν.
Εκεί έγραψε  τα τελευταία του βιβλία και ήταν εκεί, στην ίδια όχθη που περπάτησε ο Λόρδος Βύρων με την παρέα του ενάμισι αιώνα νωρίτερα, που ο Βλαντιμίρ  Ναμπόκοφ έκανε το άλμα στην άλλη πλευρά του σκοτεινού ερέβους.
Ήταν μια ζεστή μέρα του Ιουλίου, του  έτους 1977. Οι κηπουροί φρόντιζαν περίτεχνα τα παρτέρια τους στους κήπους του Μοντρέ, τα ιστιοφόρα έσκιζαν τη θολή γραμμή του ορίζοντα υπό τη σκιά των χιονισμένων Άλπεων κι εμείς στην Ελλάδα προσπαθούσαμε ακόμα να απαλλαγούμε από τα τελευταία ‘σταγονίδια’ της Χούντας.