Τα αμερικανικά αρχεία που άνοιξαν, δείχνουν ότι η ηγεσία των ΗΠΑ
γνώριζε για τη μαζική εκτέλεση των Πολωνών αξιωματικών από τους
σοβιετικούς, στο Κατίν, αλλά το κράτησε μυστικό, επειδή δεν ήθελε να
διαταράξει τη συμμαχία των δύο δυνάμεων εναντίον των ναζί. Το κράτησε
κρυφό όμως, και μετά τον πόλεμο.
Πολύ λίγα πράγματα, στα όσα ήδη
γνωρίζουμε για το Κατίν και αφορούν στη σοβιετική πλευρά αυτής της υπόθεσης, προσθέτουν
τα δημοσιευμένα έγγραφα, του State Department, της CIA, του FBI και άλλων αμερικανικών κυβερνητικών
φορέων. Οι κύριες αποκαλύψεις γύρω από το θέμα, όπως η δημοσίευση της μυστικής
απόφασης του Πολιτικού Γραφείου για την εκτέλεση αιχμαλώτων, η οποία ελήφθη στις αρχές Μαρτίου του 1940, τα
σχετικά έγγραφα της μεταφορά τους, από
στρατόπεδα στην επικράτεια της Ρωσίας
προς το Σμόλενσκ και ακόμη πιο μακριά στον τόπο της εκτέλεσης, όλες αυτές οι αποκαλύψεις έγιναν τη δεκαετία
του ‘90, χάρις στις προσπάθειες των Ρώσων ιστορικών.
Ωστόσο, τα αμερικανικά έγγραφα αποκαλύπτουν μια άλλη, Δυτική διάσταση, της ιστορίας. «Από αυτά προκύπτει ότι στα μέσα της δεκαετίας του ‘40, οι Αμερικανοί είχαν πλήρη γνώση του γεγονότος, ότι η σφαγή στο Κατίν δεν είχε διαπραχθεί από τους Γερμανούς», δήλωσε ο καθηγητής Βόιτσεκ Ματέρσκι, επικεφαλής της ιστορικής έρευνας για τις εκτελέσεις στο δάσος του Κατίν, σε συνέντευξή του στην μεγάλη καθημερινή εφημερίδα, Gazeta Wyborcza. «Ωστόσο, για διάφορους πολιτικούς λόγους οι αμερικανοί δεν στράφηκαν επισήμως κατά της ΕΣΣΔ, και δεν είπαν ότι οι εκτελέσεις είχαν γίνει από την Σοβιετική Μυστική Αστυνομία, ούτε μετά το 1945», πρόσθεσε.
Ο Ρούσβελτ ήξερε
Καθίσταται σαφές ότι ο αμερικανός
πρόεδρος Ρούσβελτ είχε πληροφορηθεί την
υπόθεση. Κατά τη διάρκεια έρευνας που διεξήγαγαν οι Γερμανοί, αμέσως μετά την ανακάλυψη πτωμάτων στο δάσος
του Κατίν, το 1943, η γερμανική υπηρεσία
προπαγάνδας με επικεφαλής τον κακόφημο, Γκέμπελς, μετέφερε στο σημείο αυτό τον
αμερικανό αιχμάλωτο πολέμου, συνταγματάρχη, Τζον, Βαν Βλάιετ. Του έδειξαν
τον τόπο εκτελέσεων και του παρέδωσαν στοιχεία που αποδείκνυαν ότι οι
εκτελέσεις είχαν διαπραχθεί από τους Σοβιετικούς. Στη συνέχεια, οι Ναζί
οργάνωσαν την επιστροφή του Βλάιετ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πίσω στην πατρίδα
του, ο αμερικανός συνταγματάρχης συνέταξε μια έκθεση για την υπόθεση, η οποία
προφανώς επειδή δεν «βόλευε», έκανε φτερά και εξαφανίστηκε.
Προφανώς, οι Αμερικανοί, τόσο υπό τον πρόεδρο Ρούσβελτ, όσο και αμέσως μετά τον πόλεμο, δεν ήθελαν να ενοχλήσουν με δυσάρεστες αποκαλύψεις, τη Σοβιετική Ένωση, σύμμαχό τους τότε, στον πόλεμο με την Γερμανία και την Ιαπωνία. «Είναι ξεκάθαρο ότι οι αμερικανικές αρχές γνώριζαν ήδη από το 1943, από τους ίδιους τους πολίτες τους, το τι είχε συμβεί», συμπεραίνει το Κανάλι 1, της Εθνικής Πολωνικής Ραδιοφωνίας.
Από την πλευρά του, ο Αμερικανός ιστορικός Πωλ Άλλεν, συγγραφέας του βιβλίου για το Κατίν, που έγινε και best seller, είπε στο πολωνικό ραδιόφωνο: «Εκείνη την περίοδο η Ρωσία φέρει το κύριο βάρος του πολέμου, ενώ η απόβαση στη Νορμανδία θα γινόταν ένα χρόνο αργότερα. Ωστόσο, το 1945 τα πράγματα ήταν πλέον διαφορετικά και δε νομίζω ότι μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια στάση», προσθέτει.
Επίσημες αμφιβολίες απέναντι στη Σοβιετική εκδοχή των γεγονότων στο Κατίν, εκφράστηκαν στις ΗΠΑ μόνον μετά την ολοκλήρωση της έρευνας εξεταστικής επιτροπής, με επικεφαλής τον γερουσιαστή Ρέι Μάντεν, το 1952-53. Εκείνη την εποχή δεν είχαν τίποτα να χάσουν οι Αμερικανοί σε πολιτικό επίπεδο, από το καθεστώς Στάλιν. Ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και δεν υπήρχε κανένας λόγος να είναι συγκρατημένοι απέναντι στον Στάλιν.
Εντούτοις, τόσο οι Πολωνοί ιστορικοί, όσο και οι πολωνικής καταγωγής Αμερικανοί εξακολουθούσαν να επισημαίνουν το γεγονός ότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι συνέχιζαν να μιλούν για «απουσία απόλυτης σαφήνειας» γύρω από την υπόθεση, μέχρι που τον Απρίλιο του 1991, ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, κατηγόρησε επισήμως τους Στάλιν και Μπέρια για τη διάπραξη των εκτελέσεων. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν ακόμη κάποιες αμφιβολίες, ώσπου το 1992, δόθηκε στη δημοσιότητα ο κύριος όγκος των εγγράφων, σχετικά με το τι έγινε στο δάσος Κατίν.
Υποκρισία και κυνισμός
Στα πολωνικά και στα αμερικανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης η ιστορία αυτή πολύ συχνά ερμηνεύεται στο πλαίσιο «Φυλαχθείτε από τη Ρωσία», και υπό το άγχος να αποδίδονται όλα στην «ηπιότητα» του Ρούσβελτ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά η υπόθεση αυτή μπορεί κάλλιστα να ειδωθεί και ως μία ακόμη απόδειξη του σκληρού πραγματισμού, που επικρατούσε την εποχή του 1930-1940, στις περισσότερες χώρες του κόσμου, και δεν αφορούσε μόνον τη Σοβιετική Ένωση. Και ήταν αυτός ο κυνικός ρεαλισμός που οδήγησε τελικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ σε κάποιο στάδιο, ενώ η Βρετανία και οι ΗΠΑ αποκάλυψαν ή κάλυψαν πληροφορίες, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία.
Οι προσπάθειες να φανεί το Κατίν, ως ένα είδος εθνικής βεντέτας, η οποία επιτρέπει στις πολωνικές και αμερικανικές ηγεσίες να κερδίζουν «ηθικό» έδαφος έναντι του μετα-σοβιετικού ρωσικού καθεστώτος (το οποίο, παρεμπιπτόντως, βρήκε τη δύναμη να αποκαλύψει όλα τα εγκλήματα της σοβιετικής πλευράς), αναδύουν υποκρισία. Τώρα, που λίγο ως πολύ, έχουμε την πλήρη εικόνα της υπόθεσης, καθίσταται σαφές ότι η όλη ιστορία του Κατίν - από τη σοβιετική, τη γερμανική και τώρα την αμερικανική σκοπιά- συνιστά μια σπουδή στον κυνισμό και τον πολιτικό οπορτουνισμό, από την αρχή ως το τέλος.
«Ο Στάλιν ήθελε να απαλλαγεί από τους Πολωνούς αιχμαλώτους πολέμου, γιατί υποψιαζόταν ότι σε περίπτωση γαλλο-βρετανικής επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση, αυτοί θα μετατρέπονταν σε “πέμπτη φάλαγγα”», είπε η Ναταλία Λεμπέντεβα, επικεφαλής ερευνήτρια του Ινστιτούτου Γενικής Ιστορίας, της Ρωσικής Ακαδημίας των Επιστημών. Η Λεμπέντεβα ήταν από τους πρώτους ερευνητές που «άνοιξαν» την ιστορία, το 1990.
Από την άλλη πλευρά, το πρωτοπαλίκαρο του Χίτλερ, ο Γκέμπελς ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτή την ιστορία, βάζοντας μια ηθική σφήνα μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και των Πολωνών και Αμερικανών συμμάχων της, εκείνη την περίοδο. Τώρα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί ηγέτες είχαν πλήρη γνώση της ιστορίας, «πιστεύοντας» αρχικά την σοβιετική εκδοχή, και απορρίπτοντάς την αργότερα πολύ βολικά, αφού δεν εξυπηρετούσε πλέον τα συμφέροντά τους,
Όταν οι Δυτικοί σύμμαχοι πρότειναν να φέρουν την υπόθεση του Κατίν στη δίκη της Νυρεμεβέργης, ως «Ναζιστικό έγκλημα πολέμου», η Μόσχα απέρριψε την πρόταση. Ο Διοικητής της γερμανικής στρατιωτικής μονάδας, ο οποίος σύμφωνα με τη σοβιετική εκδοχή, διέπραξε την σφαγή του 1941, ανακρίθηκε και κατέστη σαφές ότι η μονάδα του ούτε καν βρισκόταν στο Σμόλενσκ εκείνο το χρονικό διάστημα. Αλλά η ιστορία εξακολουθούσε τότε ακόμα να καλύπτεται και από τον Στάλιν και από τους τότε Δυτικούς συμμάχους του.
Έπρεπε να περιμένουν μέχρι το 1990 και το 2000 για να χρησιμοποιηθεί αυτή τη φορά, στο πλαίσιο του μοντέρνου «πραπαγανδιστικού» πολέμου κατά της Ρωσίας. Εκτός από τα θύματα και τους ιστορικούς επιστήμονες, κανείς «καλός» δεν υπάρχει σε αυτή την υπόθεση.
Ο Ντμίτρι Μπάμπιτς είναι πολιτικός αναλυτής στον ραδιοφωνικό σταθμό «Η Φωνή της Ρωσίας».
Ωστόσο, τα αμερικανικά έγγραφα αποκαλύπτουν μια άλλη, Δυτική διάσταση, της ιστορίας. «Από αυτά προκύπτει ότι στα μέσα της δεκαετίας του ‘40, οι Αμερικανοί είχαν πλήρη γνώση του γεγονότος, ότι η σφαγή στο Κατίν δεν είχε διαπραχθεί από τους Γερμανούς», δήλωσε ο καθηγητής Βόιτσεκ Ματέρσκι, επικεφαλής της ιστορικής έρευνας για τις εκτελέσεις στο δάσος του Κατίν, σε συνέντευξή του στην μεγάλη καθημερινή εφημερίδα, Gazeta Wyborcza. «Ωστόσο, για διάφορους πολιτικούς λόγους οι αμερικανοί δεν στράφηκαν επισήμως κατά της ΕΣΣΔ, και δεν είπαν ότι οι εκτελέσεις είχαν γίνει από την Σοβιετική Μυστική Αστυνομία, ούτε μετά το 1945», πρόσθεσε.
Ο Ρούσβελτ ήξερε
Διαβάστε επίσης Η Ουάσινγτον έκρυβε σφαγή στο Κατίν;
Προφανώς, οι Αμερικανοί, τόσο υπό τον πρόεδρο Ρούσβελτ, όσο και αμέσως μετά τον πόλεμο, δεν ήθελαν να ενοχλήσουν με δυσάρεστες αποκαλύψεις, τη Σοβιετική Ένωση, σύμμαχό τους τότε, στον πόλεμο με την Γερμανία και την Ιαπωνία. «Είναι ξεκάθαρο ότι οι αμερικανικές αρχές γνώριζαν ήδη από το 1943, από τους ίδιους τους πολίτες τους, το τι είχε συμβεί», συμπεραίνει το Κανάλι 1, της Εθνικής Πολωνικής Ραδιοφωνίας.
Από την πλευρά του, ο Αμερικανός ιστορικός Πωλ Άλλεν, συγγραφέας του βιβλίου για το Κατίν, που έγινε και best seller, είπε στο πολωνικό ραδιόφωνο: «Εκείνη την περίοδο η Ρωσία φέρει το κύριο βάρος του πολέμου, ενώ η απόβαση στη Νορμανδία θα γινόταν ένα χρόνο αργότερα. Ωστόσο, το 1945 τα πράγματα ήταν πλέον διαφορετικά και δε νομίζω ότι μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια στάση», προσθέτει.
Επίσημες αμφιβολίες απέναντι στη Σοβιετική εκδοχή των γεγονότων στο Κατίν, εκφράστηκαν στις ΗΠΑ μόνον μετά την ολοκλήρωση της έρευνας εξεταστικής επιτροπής, με επικεφαλής τον γερουσιαστή Ρέι Μάντεν, το 1952-53. Εκείνη την εποχή δεν είχαν τίποτα να χάσουν οι Αμερικανοί σε πολιτικό επίπεδο, από το καθεστώς Στάλιν. Ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και δεν υπήρχε κανένας λόγος να είναι συγκρατημένοι απέναντι στον Στάλιν.
Εντούτοις, τόσο οι Πολωνοί ιστορικοί, όσο και οι πολωνικής καταγωγής Αμερικανοί εξακολουθούσαν να επισημαίνουν το γεγονός ότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι συνέχιζαν να μιλούν για «απουσία απόλυτης σαφήνειας» γύρω από την υπόθεση, μέχρι που τον Απρίλιο του 1991, ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, κατηγόρησε επισήμως τους Στάλιν και Μπέρια για τη διάπραξη των εκτελέσεων. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν ακόμη κάποιες αμφιβολίες, ώσπου το 1992, δόθηκε στη δημοσιότητα ο κύριος όγκος των εγγράφων, σχετικά με το τι έγινε στο δάσος Κατίν.
Υποκρισία και κυνισμός
Στα πολωνικά και στα αμερικανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης η ιστορία αυτή πολύ συχνά ερμηνεύεται στο πλαίσιο «Φυλαχθείτε από τη Ρωσία», και υπό το άγχος να αποδίδονται όλα στην «ηπιότητα» του Ρούσβελτ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά η υπόθεση αυτή μπορεί κάλλιστα να ειδωθεί και ως μία ακόμη απόδειξη του σκληρού πραγματισμού, που επικρατούσε την εποχή του 1930-1940, στις περισσότερες χώρες του κόσμου, και δεν αφορούσε μόνον τη Σοβιετική Ένωση. Και ήταν αυτός ο κυνικός ρεαλισμός που οδήγησε τελικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ σε κάποιο στάδιο, ενώ η Βρετανία και οι ΗΠΑ αποκάλυψαν ή κάλυψαν πληροφορίες, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία.
Οι προσπάθειες να φανεί το Κατίν, ως ένα είδος εθνικής βεντέτας, η οποία επιτρέπει στις πολωνικές και αμερικανικές ηγεσίες να κερδίζουν «ηθικό» έδαφος έναντι του μετα-σοβιετικού ρωσικού καθεστώτος (το οποίο, παρεμπιπτόντως, βρήκε τη δύναμη να αποκαλύψει όλα τα εγκλήματα της σοβιετικής πλευράς), αναδύουν υποκρισία. Τώρα, που λίγο ως πολύ, έχουμε την πλήρη εικόνα της υπόθεσης, καθίσταται σαφές ότι η όλη ιστορία του Κατίν - από τη σοβιετική, τη γερμανική και τώρα την αμερικανική σκοπιά- συνιστά μια σπουδή στον κυνισμό και τον πολιτικό οπορτουνισμό, από την αρχή ως το τέλος.
«Ο Στάλιν ήθελε να απαλλαγεί από τους Πολωνούς αιχμαλώτους πολέμου, γιατί υποψιαζόταν ότι σε περίπτωση γαλλο-βρετανικής επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση, αυτοί θα μετατρέπονταν σε “πέμπτη φάλαγγα”», είπε η Ναταλία Λεμπέντεβα, επικεφαλής ερευνήτρια του Ινστιτούτου Γενικής Ιστορίας, της Ρωσικής Ακαδημίας των Επιστημών. Η Λεμπέντεβα ήταν από τους πρώτους ερευνητές που «άνοιξαν» την ιστορία, το 1990.
Από την άλλη πλευρά, το πρωτοπαλίκαρο του Χίτλερ, ο Γκέμπελς ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτή την ιστορία, βάζοντας μια ηθική σφήνα μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και των Πολωνών και Αμερικανών συμμάχων της, εκείνη την περίοδο. Τώρα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί ηγέτες είχαν πλήρη γνώση της ιστορίας, «πιστεύοντας» αρχικά την σοβιετική εκδοχή, και απορρίπτοντάς την αργότερα πολύ βολικά, αφού δεν εξυπηρετούσε πλέον τα συμφέροντά τους,
Όταν οι Δυτικοί σύμμαχοι πρότειναν να φέρουν την υπόθεση του Κατίν στη δίκη της Νυρεμεβέργης, ως «Ναζιστικό έγκλημα πολέμου», η Μόσχα απέρριψε την πρόταση. Ο Διοικητής της γερμανικής στρατιωτικής μονάδας, ο οποίος σύμφωνα με τη σοβιετική εκδοχή, διέπραξε την σφαγή του 1941, ανακρίθηκε και κατέστη σαφές ότι η μονάδα του ούτε καν βρισκόταν στο Σμόλενσκ εκείνο το χρονικό διάστημα. Αλλά η ιστορία εξακολουθούσε τότε ακόμα να καλύπτεται και από τον Στάλιν και από τους τότε Δυτικούς συμμάχους του.
Έπρεπε να περιμένουν μέχρι το 1990 και το 2000 για να χρησιμοποιηθεί αυτή τη φορά, στο πλαίσιο του μοντέρνου «πραπαγανδιστικού» πολέμου κατά της Ρωσίας. Εκτός από τα θύματα και τους ιστορικούς επιστήμονες, κανείς «καλός» δεν υπάρχει σε αυτή την υπόθεση.
Ο Ντμίτρι Μπάμπιτς είναι πολιτικός αναλυτής στον ραδιοφωνικό σταθμό «Η Φωνή της Ρωσίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου