undefined
Πορτρέτο του Ιβάν Τουργκένιεφ, το οποίο ζωγράφισε ο μεγάλος ρώσος ζωγράφος του ΧΙΧ αι., Ιλιά Ρέπιν. 
Ο Ιβάν Τουργκένιεφ, είναι ένας συγγραφέας που διαβάζω ξανά και ξανά με απληστία. Ένας δημιουργός που δεν διστάζει να ομολογήσει ότι οι ήρωές του, τα προπλάσματα των προσώπων που χρησιμοποιεί, οι ίδιες οι ιστορίες του, βασίζονται στις αναμνήσεις  και στις παρατηρήσεις  του  από τη ζωή. Ξεκάθαρα αυτοβιογραφικός, ταιριάζει απόλυτα στη δική μου συγγραφική ιδιοσυγκρασία.
Γεννήθηκε το 1818 στο Οριόλ της κεντρικής Ρωσίας. Ήταν τότε που οι άνθρωποι της Φιλικής Εταιρείας αλώνιζαν την Ελλάδα προετοιμάζοντας την εξέγερση του έθνους, τρία ακριβώς χρόνια πριν γεννηθεί στη Μόσχα ο Ντοστογιέφσκι.

Πέρασε ολόκληρη την παιδική του ηλικία στο τσιφλίκι της μητέρας του, μιας γυναίκας που έζησε δύσκολα χρόνια ώσπου στα 27 της κληρονόμησε μια μεγάλη περιουσία με 5.000 δουλοπαροίκους. Αυτό συγκέντρωσε γύρω της σμήνος κηφήνων-μνηστήρων ώσπου παντρεύτηκε έναν όμορφο αξιωματικό, έξι χρόνια νεότερό της, τον Σεργκέι Τουργκένιεφ, που έμελε να γίνει δυο χρόνια αργότερα ο πατέρας του συγγραφέα.
Στο τσιφλίκι εκείνο των παιδικών του χρόνων ο Τουργκένιεφ γνώρισε τη φύση, τους μουζίκους, την πατριαρχική ζωή της επαρχίας, κι αισθάνθηκε ντροπή για τον θεσμό της δουλοπαροικίας.
Όταν ήταν εννιά χρονών, η οικογένεια μετακομίζει στην Μόσχα και ο μικρός Ιβάν γράφεται στο σχολείο. Στα δεκάξι του αρχίζει την ερωτική του ζωή με καμαριέρες, χωριάτισσες κι αργότερα με αστές του περιγύρου του. Στο εξής και σ’  ολάκερο το βίο του οι γυναίκες θα τον δυναστεύουν (ένας ακόμη λόγος να νιώθω αλληλέγγυος με τον ρώσο συγγραφέα).
Το 1834 η οικογένεια μετακομίζει στην Αγία Πετρούπολη, κι ο Τουργκένιεφ εγγράφεται στο φιλολογικό τμήμα του πανεπιστημίου. Εκείνη την εποχή αρχίζει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα που τον κάνουν γρήγορα αποδεκτό στην λογοτεχνική κοινότητα της πόλης.
Στα είκοσι δύο του ταξιδεύει στη Γερμανία για να συμπληρώσει τις σπουδές του, κάνει ένα σύντομο  πέρασμα από την Ιταλία κι ένα χρόνο αργότερα επιστρέφει στη Ρωσία. Εκεί, στα είκοσι τρία του, αποκτάει κόρη από μια υπηρέτρια της μητέρας του, όμως αυτό δεν τον πτοεί καθόλου. Συνεχίζει τη ζωή των σαλονιών, μιμούμενος –όπως και όλοι οι νέοι της εποχής- τον ήρωα του Πούσκιν, Ονιέγκιν. Ο Τουργκένιεφ είναι ένας ωραίος νεαρός, κομψός, είρωνας, φαντασμένος, λέει πολλά ψέματα, καυχιέται.
Η μητέρα του, εξοργισμένη από την ενασχόληση του γιού της με την λογοτεχνία –μια ασχολία, λέει, ανάξια για αριστοκράτη, που ταιριάζει μόνο «σ’ έναν κτηνώδη  μπεκρή ή σ’ ένα παντελώς ηλίθιο»- του κόβει την οικονομική βοήθεια. Ο συγγραφέας αναγκάζεται να ζήσει από την πένα του κι από τα  δανεικά  –κι αγύριστα- των φίλων.
Στα είκοσι εννέα του δημοσιεύεται στο περιοδικό του Νεκράσοφ το πρώτο κεφάλαιο από τις Σημειώσεις ενός κυνηγού, που τον κατατάσσει αμέσως στους φερέλπιδες λογοτέχνες της γενιάς του. 
Αρχίζει ξανά τα ταξίδια στην Ευρώπη. Ζει μια μποέμικη ζωή που θα συναντήσουμε αργότερα στις Ανοιξιάτικες μπόρες.
Στα τριάντα δύο του χάνει τη δεσποτική του μητέρα (ο πατέρας του είχε κιόλας περάσει στον άλλο κόσμο πριν καιρό) και βρίσκει επιτέλους την ψυχική του ελευθερία μαζί με μια μεγάλη κληρονομιά. Τι ευτυχέστερο  για έναν τριαντάρη! Τέρμα οι οικονομικές σκοτούρες, τέλος η μουρμούρα της μαμάς.
Δυο χρόνια αργότερα, το 1852, πεθαίνει ο Γκόγκολ και ο Τουργκένιεφ γράφει τη νεκρολογία του.
Στη συνέχεια, απομονώνεται για ένα χρόνο στο κτήμα του, όπου ξεκινάει τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος που δεν θα τελειώει ποτέ. Η αγροτική ζωή δεν του ταιριάζει.       Επιστρέφει σύντομα στη Μόσχα και την Πετρούπολη κι αρχίζει την κοσμική ζωή από εκεί που την είχε αφήσει. Ερωτεύεται μια εξαδέλφη του –όπως ο Πόε-, σκοπεύει μάλιστα να την παντρευτεί, όμως την τελευταία στιγμή εγκαταλείπει το σχέδιό του, κάτι που έκανε σε κάθε παρόμοια περίπτωση –όπως ο Κάφκα. 
Ταξιδεύει μέσα κι έξω από τη Ρωσία. Γράφει το μυθιστόρημα Μια φωλιά ευγενών κι ύστερα την Πρώτη αγάπη.
Στα σαράντα τέσσερά του εκδίδεται το περίφημο Πατέρες και παιδιά, όπου περιγράφει με αγάπη τον καινούργιο άνθρωπο, τον μηδενιστή. Οι συμπατριώτες του τον παρεξηγούν κι  οι εξτρεμιστές τον χλευάζουν.
Φεύγει ξανά για τη Γερμανία. Εκεί, ανάμεσα σε κυνηγετικές εξορμήσεις με τον άντρα της ερωμένης του, μιας γαλλίδας τραγουδίστριας, γράφει τον Καπνό, ένα βαθιά απαισιόδοξο μυθιστόρημα που φέρνει καινούργια χλεύη και χτυπήματα κάτω απ’ τη μέση στον συγγραφέα.
Μονάχα στα στερνά  χρόνια της ζωής του αναγνωρίζεται η αξία του στη Ρωσία. Συναντάει τότε τη νεαρή θεατρίνα Μαρία Σαβίνα που θα είναι ο τελευταίος του έρωτας.
Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1883, στα εξήντα πέντε του, ένας συγγραφέας που παιδεύτηκε από τη μάνα του, αγάπησε τις γυναίκες, έφτιαξε σπίτι στο Μπάντεν (όπου έπαιζε ρουλέτα ο Ντοστογιέφσκι), παρολίγο να μονομαχήσει με τον Τολστόι, κι αποκαλέστηκε από την Γεωργία Σάνδη «ο μεγάλος Μοσχοβίτης».