Θα κατηγορηθώ για μισογυνισμό με  την απόφασή μου να παρουσιάσω αυτόν το Ρώσο συγγραφέα, τον Λεσκόφ, που έχει μεταφραστεί μονάχα ένα έργο του στην Ελλάδα, «Η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ».

Και πώς αλλιώς; Ετούτη εδώ η Λαίδη –λαίδη ειρωνικά, μια αγροτοπούλα ήταν που την παντρέψανε  στανικά μ’ έναν έμπορο του Κουρσκ- η Κατερίνα Λβόβνα με τ’ όνομα, στάθηκε μια serial killer στην εποχή της, μια μάγισσα φαρμακεύτρα που ξεπάστρεψε κάμποσα αρσενικά για τον έρωτα ενός μόρτη με βοστρυχωτά μαλλιά. Ακόμη και το παιδί της αγνόησε για χάρη του εραστή της, μια Μήδεια σωστή η Κατερίνα Λβόβνα.
Ο Νικολάι Λέσκοφ, ο συγγραφέας τούτης της νουβέλας, κατηγορήθηκε πράγματι για μισογυνισμό όταν μετά τη Λαίδη έγραψε και την «Αμαζόνα», ένα άλλο αφήγημα που μιλάει απαξιωτικά για τη γυναικεία ψυχή και τα δολερά σκοτάδια της.
Μα αν ριψοκινδυνεύω να δεχτώ τη ρετσινιά του μισογύνη –αράδα με τον συγγραφέα-, το κάνω μόνο και μόνο μήπως συγκινηθεί κάποιος εκδότης στην Ελλάδα και παραγγείλει να μεταφραστούν δυο τρία άλλα έργα του, όπως «Η σβησμένη φλόγα», που ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα, «Το αδιέξοδο», «Το παπαδαριό της Μητρόπολης», «Ο μαγεμένος διαβάτης» ή  «Στο τέλος του κόσμου».
Ο Νικολάι Λέσκοφ γεννήθηκε το 1831, τη χρονιά που δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας από τους Μαυρομιχάληδες έξω από την εκκλησιά του Άγιου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο.
Γεννήθηκε στην μακρινή επαρχία του Ορυόλ από πατέρα αυτοδίδακτο διανοούμενο και μάνα που προερχόταν από νεόφτωχη οικογένεια της Μόσχας.
Ο μικρός Νικολάι πέρασε τα πρώτα οχτώ του χρόνια στο χωριό με τη γιαγιά του, υπό την επίβλεψη γάλλων και γερμανών δασκάλων. Αργότερα ο πατέρας του αγόρασε ένα χωριό με 50 ψυχές το οποίο ωστόσο δεν άργησε να πουληθεί για χρέη. Τους απόμεινε ένα φτωχικό σπιτάκι, ένας νερόμυλος, ένας κήπος, δυο χωριατόσπιτα και λίγη γη για καλλιέργεια.
Στα δεκάξι του προσλήφθηκε στην Εισαγγελία του Ορυόλ, όμως ύστερα από δέκα χρόνια εγκατέλειψε την δημοσιοϋπαλληλική του καριέρα και μετακόμισε στο Κίεβο για ν’ ασχοληθεί με το εμπόριο (κάτι που δεν θα περνούσε από το μυαλό κανενός σύγχρονου Έλληνα).
Άρχισε τότε ο Λεσκόφ να ταξιδεύει σ’ ολόκληρη τη ρώσικη γη, γνωρίζοντας ανθρώπους και καταστάσεις που αποδείχτηκαν σπουδαίο υλικό για το έργο του. Εκείνα τα χρόνια των ταξιδιών τα περιγράφει ο ίδιος σαν τα καλύτερα χρόνια της ζωής του (καθόλου τυχαίο, ήταν Υδροχόος, φύση ταξιδιωτική).
Στα τριάντα του άρχισε να αρθρογραφεί σε εφημερίδες της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας.
Ήταν τριανταενός ετών  όταν δημοσιεύτηκε «Η σβησμένη φλόγα» κι ένα χρόνο αργότερα «Ο μόσχος» και «Η ζωή μιας χωριάτισσας».
Στο μυθιστόρημά του «Το αδιέξοδο» σατύρισε σφοδρά τους νιχιλιστές της εποχής του κι εξύμνησε τους απλούς ανθρώπους. Άρχισαν πια  οι κριτικοί της λογοτεχνίας να ασχολούνται σοβαρά μαζί του.
Ενδιαφέρθηκε, όπως  ο Τολστόι, με την θρησκεία κι υπερασπίστηκε με πάθος τη λαϊκή βάση των φτωχών ιερέων απέναντι στο διεφθαρμένο αρχιερατείο που διαστρέβλωνε τα λόγια του Ιησού με τα καμώματά του.
Ζήτησε με επιστολή του να συναντηθεί με τον Τολστόι και ο Δάσκαλος τον δέχτηκε στο απομονωτήριό του στη Γιασνάγια Πολιάνα. Μίλησαν θερμά για τα κοινά τους ενδιαφέροντα κι όταν ο Λέσκοφ έφυγε, ο Τολστόι τον χαρακτήρισε ως ένα κατ’ εξοχήν «έξυπνο και αυθεντικό άνθρωπο».
Αυτόν τον αυθεντικό άνθρωπο και συγγραφέα θέλησα σήμερα να σας παρουσιάσω σε σπαράγματα.
Ο Λέσκοφ πέθανε στα 64 χρόνια του από πνευμονία. Ήταν ένα συννεφιασμένο πρωινό στις  5 Μαρτίου 1895. Τάφηκε στην Αγία Πετρούπολη, στο κομμάτι του νεκροταφείου που ήταν αφιερωμένο στους δημιουργούς. Ταφηκε μέσα σε απόλυτη σιγή αφού ο ίδιος είχε απαγορεύσει με τη διαθήκη του τις νεκρολογίες. «Ξέρω ότι έχω πολλά άσχημα πράγματα μέσα μου», έγραψε, «και δεν θέλω ξάφνου ν’ αρχίσουν να μ’ εκθειάζουν».
Αυτήν του την τελευταία επιθυμία προσπάθησα να σεβαστώ όσο γινόταν.