χώρας.
του Παντελή Σαββίδη.-
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η πολιτική του παρουσία, άρχισε σιγά σιγά να περνά στην αρμοδιότητα των ιστορικών. Έτσι, μια δημοσιογραφική προσέγγιση δεν μπορεί να έχει άμεσα πολιτικά χαρακτηριστικά. Μπορεί, όμως, με μια προσεκτική αναφορά στην πολιτική του παρουσία, να καταλήξουμε σε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα τα οποία, πιθανώς, να είναι αξιοποιήσιμα για τις πολιτικές επιλογές της χώρας. Και αυτό, τόσο, μάλλον, όσο, το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ στην πολιτική ζωή της χώρας, επιχειρείται να επαναληφτεί. Αλλά, όπως είπε και ο Μάρξ, η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα.
Μια σύντομη ματιά στην ιστορία.
Μετά τον εμφύλιο, οπότε αρχίζει και η σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας, οικοδομήθηκε ένα, ουσιαστικά, μονοπολικό πολιτικό σύστημα. Οι νικητές τα κατέκτησαν όλα και οι ηττημένοι πέρασαν είτε στο περιθώριο είτε σε αναγκαστική υπερορία.
Οι ηττημένοι, δεν ήταν μόνο οι κομμουνιστές αλλά και όλοι εκείνοι που δεν ήθελαν να ταυτιστούν- για διάφορους λόγους- με τους νικητές.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι σε πολιτικό επίπεδο δεν υπήρχαν μόνο κόμματα της δεξιάς αλλά και του κέντρου, ακόμη και η ΕΔΑ. Τύποις ναι, έτσι είναι. Ουσία, όμως, αν δει κανείς είτε τις προσωπικότητες είτε την πολιτική των κομμάτων του λεγόμενου κέντρου, η συμπεριφορά τους και ο πολιτικός τους λόγος δεν διέφερε από των συναδέλφων τους της δεξιάς.
Ο Πλαστήρας, αν θα μπορούσε να αναφερθεί κανείς σε αυτόν για να αντικρούσει την παραπάνω επισήμανση, ήταν μεγάλος σε ηλικία και ασθενής. Πολιτικοί, δε, σαν τον Καρτάλη, λίγοι και χωρίς κυρίαρχο λόγο στην κεντρική πολιτική σκηνή. Το Κέντρο ήταν κατακερματισμένο και τα πάντα, στα μικρά κομματίδια ή κόμματα περιστρέφονταν γύρω από την προσωπικότητα του ηγέτη τους.
Στη δεκαετία του ’60 η ανάγκη για μια κοινή έκφραση δεν ήταν, μόνο, αποτέλεσμα της αόρατης δύναμης της πολιτικής, αλλά και βούληση ισχυρών παραγόντων εντός και εκτός της χώρας.
Σ αυτήν τη συγκυρία, εμφανίζεται ο γιός του Αρχηγού της Ένωσης Κέντρου, Ανδρέας Παπανδρέου.
Μια σύντομη ματιά στην οικονομία.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, έδειξε σημάδια χαρισματικής πολιτικής προσωπικότητας. Μπορεί, για την ανάδειξή του να βοηθήθηκε από το όνομα του πατέρα του αλλά, χωρίς αμφιβολία ήταν από τους πολιτικούς που ξεχώρισαν.
Δεν συνέλαβε, απλώς, το πολιτικό ζητούμενο της εποχής και των επόμενων δεκαετιών αλλά, κυρίως, το οικονομικό. Έκρινε, πως η πολιτική έκφραση του χώρου που ήθελε να κινηθεί απαιτούσε εκτός από τον εκδημοκρατισμό του κράτους και των θεσμών του και την αναζήτηση ενός υποκειμένου πάνω στο οποίο θα βασιζόταν ο φορέας. Και το υποκείμενο αυτό, ήταν, για την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, τα αγροτικά και μεσαία στρώματα. Ήταν σημαντικά σε αριθμό, περιθωριοποιημένα κοινωνικά και πολιτικά, ριζοσπαστικοποιημένα και όχι τόσο πολύ στοχευμένα.
Ο πολιτικός χώρος, λοιπόν, θα ήταν το κέντρο, το πολιτικό ζητούμενο ο εκδημοκρατισμός και η κοινωνική αναφορά οι αγρότες και οι μικροαστοί. Τα στοιχεία αυτά διαμόρφωναν πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία και αναδείκνυαν κυβέρνηση.
Έλειπε η πολιτική θεωρία που θα ερμήνευε τις πολιτικές κινήσεις καθώς και η ικανοποίηση του θυμικού των Ελλήνων από τις συνεχείς ταπεινώσεις που δημιουργούσε η εξάρτηση. Η θεωρία αναζητήθηκε και βρέθηκε στον διεθνή προβληματισμό που ανέπτυσσε εκείνη την περίοδο μια μη κομμουνιστική αριστερά και εκφράστηκε από την αντίθεση Κέντρου- Περιφέρειας και η εκτόνωση του ταπεινωμένου θυμικού, στον οξύ αντιαμερικανικό λόγο.
Δεν γνωρίζω ούτε μπόρεσα να καταλάβω αν ο Ανδρέας Παπανδρέου εννοούσε όλα αυτά που έλεγε κατά των αμερικανών, γνωρίζοντας πόσο αδύνατη ήταν, τότε, η υλοποίηση μιας εξωτερικής πολιτικής όπως την εξέφραζε ο ίδιος.
Η αναζήτηση τακτικής
Αυτά τα στοιχεία πολιτικής ο Ανδρέας Παπανδρέου και όσοι τον ακολούθησαν άρχισε να τα διαμορφώνει πριν τη δικτατορία και τα συγκεκριμενοποίησε κατά τη διάρκειά της. Όταν το 1974 ήρθε στην Ελλάδα ήξερε, σε επίπεδο στρατηγικής, τι ήθελε να πετύχει. Έπρεπε, όμως, να διαμορφώσει και το άλλοθι τακτικής. Να επιχειρεί εκεί που είχε τις δυνατότητες και να υποχωρεί εκεί που δεν μπορούσε να συνεχίσει. Υπήρχαν και οι πολιτικές σκοπιμότητες, Ορισμένα μέτρα δεν είχαν το χαρακτήρα που επέβαλε το πολιτικό στίγμα του κινήματος. Ένας ηγέτης, του είδους που ήθελε να προβάλει ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν μπορούσε, στα μάτια του κόσμου, να δείχνει αδυναμίες και να μην προχωρά πάντα μπροστά.
Έπρεπε να συνυπάρξει, λοιπόν, με τους συντηρητικούς του Κινήματος, στους οποίους θα χρέωνε τις υπαναχωρήσεις αλλά και με όλες τις άτυπες τάσεις που βρήκαν έκφραση και ακροατήριο στο κόμμα που δημιούργησε. Από τους τροτσκιστές μέχρι τους φιλελεύθερους.
Όταν ήρθε η ώρα, κράτησε από τις τάσεις αυτές τις πλέον χρήσιμες για την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Αυτό που δεν έκανε μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ και το οποίο, όταν έρθει το κυβερνητικό πλήρωμα του χρόνου, θα το κάνει.
Λίγο πολύ, αυτή ήταν η πολιτικοοικονομική θεωρία και η κοινωνική αναφορά του ΠΑΣΟΚ.
Τι πέτυχε;
Πέτυχε δύο, κυρίως, πολύ σημαντικά πράγματα στη μεταπολίτευση και στα χρόνια που κυριάρχησε ως τον εκφυλισμό του Κινήματος.
Το πρώτο είναι ότι έβαλε στο πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι ευρέα κοινωνικά στρώματα τα οποία ήταν περιθωριοποιημένα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά.
Το δεύτερο, συγκράτησε και εκτόνωσε το μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό του λαού ο οποίος δεν γνωρίζουμε που θα διοχετευόταν. Αν και η ιστορία δεν γράφεται με «αν», τα κοινωνικά στρώματα που εξέφρασε και εκτόνωσε το ΠΑΣΟΚ αν συνέχιζαν να είναι περιθωριοποιημένα, με διάφορους τρόπους, και μετά τη μεταπολίτευση, δεν είναι καθόλου σίγουρο προς τα πού θα οδηγούσαν τις πολιτικές εξελίξεις. Νομίζω πως αυτό το μάθημα το ενσωμάτωσε στη συλλογική του γνώση το πολιτικό σύστημα.
Η πολιτική και κοινωνική αντίφαση
Η δημοκρατική και ευφυής διαχείριση της εξουσίας είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση και απαιτεί κοινωνίες με υψηλό βαθμό πολιτικής κουλτούρας. Εκτίμησή μου είναι πως η δική μας κοινωνία δεν τα έχει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Αν, μετά τον πόλεμο τριχοτομούσαμε την ελληνική κοινωνία, στην νικήτρια δεξιά, το κέντρο και τη χαμένη αριστερά, η μεν αριστερά περιορίστηκε στο περιθώριο, είτε κοινωνικό είτε, ακόμη, χειρότερα, εκτός της χώρας ή στα ξερονήσια, το κέντρο ανέμενε στον προθάλαμο της εξουσίας και η δεξιά την κατείχε.
Το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό παιχνίδι παίχτηκε μεταξύ δεξιάς και κέντρου, ή καλύτερα μεταξύ δεξιάς και κεντροαριστεράς.
Η ανάδειξη της κεντροαριστεράς στην εξουσία είχε όλα τα ρεβανσιστικά χαρακτηριστικά με τα οποία άσκησε την εξουσία και η δεξιά. Είχε- η δεξιά- την αίσθηση πως το κράτος ήταν ιδιοκτησία της και πως η ίδια ήταν ο αποκλειστικός νομέας. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρθηκε και η κεντροαριστερά.
Στη στενή κομματική λογική αυτό εθεωρείτο και θεωρείται, ακόμη και σήμερα, λογικό και δεδομένο. Στην υγιή λειτουργία μια δημοκρατικής πολιτείας, όμως, όχι.
Ο ρεβανσισμός της κεντροαριστεράς μπορεί να είναι εξηγήσιμος αλλά, είναι και απολύτως καταδικαστέος. Κάποτε πρέπει να γίνει μια αρχή για την αλλαγή της πολιτικής νοοτροπίας. Δεν νομίζω, όμως, πως μπορεί να εκτιμήσει κανείς σήμερα αν ήταν δυνατόν, τότε, να αποφευχθεί με δεδομένη την πολιτική μας κουλτούρα.
Για να κρίνουμε όσο γίνεται πιο αντικειμενικά τα πράγματα, θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα μέτρο σύγκρισης.
Όταν ανέλαβε την εξουσία το ΠΑΣΟΚ, χαλάρωσε την αστυνομική παρουσία και επιτήρηση. Χαλάρωσε τον αστυνομικό ασφυκτικό έλεγχο της καθημερινής ζωής των πολιτών. Και αυτό θεωρήθηκε μέτρο μείζονος δημοκρατικής σημασίας.
Ο σημερινός, νέος στην ηλικία αναγνώστης, μπορεί και να μην καταλαβαίνει περί τίνος πράγματος μιλάμε. Θέλω να πως ότι και τα προτάγματα της εποχής ήταν διαφορετικά.
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου θα ήταν ευτυχής με το ρεβανσισμό των οπαδών του. Ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται να διατηρήσει την εξουσία, προτιμά να διευρύνονται παρά να λιγοστεύουν οι υποστηρικτές του.
Συμπέρασμα πρώτο: ρεβανσισμός υπήρξε, ήταν όμως, ως ένα βαθμό, αποτέλεσμα του πλήρους αποκλεισμού του μισού ελληνικού πληθυσμού από τη λειτουργία του ελληνικού κράτους. Αυτό δεν τον δικαιολογεί, τον εξηγεί, όμως. Με μια άλλη πολιτική κουλτούρα, η συνύπαρξη των Ελλήνων θα ήταν περισσότερο ομαλή.
Μια δεύτερη, μεγάλη κατηγορία, κατά του Ανδρέα Παπανδρέου, είναι στις ημέρες μας, οι ευθύνες που του αποδίδονται για την οικονομική κρίση. Ο υπέρογκος δανεισμός άρχισε και αναπτύχθηκε επί των ημερών του.
Κατ αρχάς, ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων που εισέρευσαν στη χώρα προήρχετο από τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και τα σχετικά προγράμματα. Δεύτερον, ο δανεισμός αυτός καθαυτός, δεν είναι αρνητικός, αν τα χρήματα διατίθενται για αναπτυξιακούς σκοπούς.
Το θέμα είναι ότι τα δανεικά δεν πήγαν στην ανάπτυξη αλλά στην κατανάλωση και τα ευρωπαϊκά προγράμματα δεν κατευθύνθηκαν σε παραγωγικούς σκοπούς αλλά έγιναν τσιμέντα και τροχοί.
Αλλά- με συγχωρείτε που θα μιλήσω έτσι- μια στερημένη για χρόνια κοινωνία, χωρίς υψηλή πολιτική κουλτούρα, δεν έχει μέτρο στην αξιοποίηση των χρημάτων που εισρέουν στο εισόδημά της χωρίς τον παραδοσιακό κόπο.
Αν, τώρα, φταίει ο ηγέτης της χώρας αυτής για τον τρόπο που σπαταλήθηκαν τα προγράμματα ή τα δάνεια, είναι ένα θέμα συζητήσιμο. Ρωτήστε να μάθετε πως γίνονταν στα χωριά και με τι συναλλαγές οι δηλώσεις των στρεμμάτων για επιδότηση και θα αντιληφθείτε σε τι αναφέρομαι.
Θα μου πείτε, μα καλά, ποιος έχει την ευθύνη της οργάνωσης και της συγκρότησης του κράτους; Βεβαίως, ο ηγέτης. Και εδώ είναι αδιαμφισβήτητη η ευθύνη όλων των ηγετών και του Ανδρέα Παπανδρέου. Ορισμένοι θέλουν να του προσάψουν μεγαλύτερες ευθύνες διότι ήταν ικανός και δεν χρησιμοποίησε τις ικανότητές του για να αλλάξει τις δομές και τη λειτουργία του κράτους.
Αυτή είναι μια κατηγορία που την αποδίδω στους ισχυρούς ηγέτες και εγώ. Ελληνικό κράτος με την έννοια της λέξης που χρησιμοποιήθηκε στη δύση, δεν συγκροτήθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Και η ευθύνη των ηγετών, εν προκειμένω, είναι τεράστια.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, αν και ενθάρρυνε τη δημιουργία ορισμένων περιφερειακών θεσμών, είχε την αντίληψη ενός συγκεντρωτικού κράτους.
Δεν μπορώ να εξηγήσω πως ένας ηγέτης του δικού του διαμετρήματος, ενώ υποσχέθηκε αύξηση των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Μακεδονίας Θράκης, σε ομιλία του στη ΔΕΘ, την επόμενη χρονιά επικαλέσθηκε τη γραφειοκρατία που δεν το επέτρεψε για να δικαιολογήσει την υπαναχώρησή του.
Με λίγα λόγια, όπως εκμυστηρεύονται άνθρωποι που τον γνώρισαν από κοντά, ο Ανδρέας Παπανδρέου θεωρούσε πως προδόθηκε από τους οπαδούς του. Ότι ο ίδιος ήθελε και προσπάθησε αλλά οι αντιδράσεις που συνάντησε, κυρίως, από τους οπαδούς του, ήταν αξεπέραστες.
Σε ότι, δε, αφορά τη σύγκριση με τους διαδόχους του, αρκεί η εξής παρατήρηση, πάλι ανθρώπου που τον έζησε από κοντά.
Όταν τον επισκέπτονταν στο σπίτι του οι οικονομικοί παράγοντες της χώρας με διάφορα, αντικρουόμενα μεταξύ τους, αιτήματα τους έλεγε: πηγαίνω για έναν μικρό ύπνο, μέχρι να ξυπνήσω βρείτε τα και θα τα εξετάσω.
Στους διαδόχους του γινόταν το αντίθετο. Οι οικονομικοί παράγοντες τους έδιναν κατάλογο με τα αιτήματα που ήθελαν να διεκπεραιωθούν.
Είναι τόσο μεγάλη η διαφορά. Ναι, είναι.
ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η πολιτική του παρουσία, άρχισε σιγά σιγά να περνά στην αρμοδιότητα των ιστορικών. Έτσι, μια δημοσιογραφική προσέγγιση δεν μπορεί να έχει άμεσα πολιτικά χαρακτηριστικά. Μπορεί, όμως, με μια προσεκτική αναφορά στην πολιτική του παρουσία, να καταλήξουμε σε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα τα οποία, πιθανώς, να είναι αξιοποιήσιμα για τις πολιτικές επιλογές της χώρας. Και αυτό, τόσο, μάλλον, όσο, το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ στην πολιτική ζωή της χώρας, επιχειρείται να επαναληφτεί. Αλλά, όπως είπε και ο Μάρξ, η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα.
Μια σύντομη ματιά στην ιστορία.
Μετά τον εμφύλιο, οπότε αρχίζει και η σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας, οικοδομήθηκε ένα, ουσιαστικά, μονοπολικό πολιτικό σύστημα. Οι νικητές τα κατέκτησαν όλα και οι ηττημένοι πέρασαν είτε στο περιθώριο είτε σε αναγκαστική υπερορία.
Οι ηττημένοι, δεν ήταν μόνο οι κομμουνιστές αλλά και όλοι εκείνοι που δεν ήθελαν να ταυτιστούν- για διάφορους λόγους- με τους νικητές.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι σε πολιτικό επίπεδο δεν υπήρχαν μόνο κόμματα της δεξιάς αλλά και του κέντρου, ακόμη και η ΕΔΑ. Τύποις ναι, έτσι είναι. Ουσία, όμως, αν δει κανείς είτε τις προσωπικότητες είτε την πολιτική των κομμάτων του λεγόμενου κέντρου, η συμπεριφορά τους και ο πολιτικός τους λόγος δεν διέφερε από των συναδέλφων τους της δεξιάς.
Ο Πλαστήρας, αν θα μπορούσε να αναφερθεί κανείς σε αυτόν για να αντικρούσει την παραπάνω επισήμανση, ήταν μεγάλος σε ηλικία και ασθενής. Πολιτικοί, δε, σαν τον Καρτάλη, λίγοι και χωρίς κυρίαρχο λόγο στην κεντρική πολιτική σκηνή. Το Κέντρο ήταν κατακερματισμένο και τα πάντα, στα μικρά κομματίδια ή κόμματα περιστρέφονταν γύρω από την προσωπικότητα του ηγέτη τους.
Στη δεκαετία του ’60 η ανάγκη για μια κοινή έκφραση δεν ήταν, μόνο, αποτέλεσμα της αόρατης δύναμης της πολιτικής, αλλά και βούληση ισχυρών παραγόντων εντός και εκτός της χώρας.
Σ αυτήν τη συγκυρία, εμφανίζεται ο γιός του Αρχηγού της Ένωσης Κέντρου, Ανδρέας Παπανδρέου.
Μια σύντομη ματιά στην οικονομία.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, έδειξε σημάδια χαρισματικής πολιτικής προσωπικότητας. Μπορεί, για την ανάδειξή του να βοηθήθηκε από το όνομα του πατέρα του αλλά, χωρίς αμφιβολία ήταν από τους πολιτικούς που ξεχώρισαν.
Δεν συνέλαβε, απλώς, το πολιτικό ζητούμενο της εποχής και των επόμενων δεκαετιών αλλά, κυρίως, το οικονομικό. Έκρινε, πως η πολιτική έκφραση του χώρου που ήθελε να κινηθεί απαιτούσε εκτός από τον εκδημοκρατισμό του κράτους και των θεσμών του και την αναζήτηση ενός υποκειμένου πάνω στο οποίο θα βασιζόταν ο φορέας. Και το υποκείμενο αυτό, ήταν, για την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, τα αγροτικά και μεσαία στρώματα. Ήταν σημαντικά σε αριθμό, περιθωριοποιημένα κοινωνικά και πολιτικά, ριζοσπαστικοποιημένα και όχι τόσο πολύ στοχευμένα.
Ο πολιτικός χώρος, λοιπόν, θα ήταν το κέντρο, το πολιτικό ζητούμενο ο εκδημοκρατισμός και η κοινωνική αναφορά οι αγρότες και οι μικροαστοί. Τα στοιχεία αυτά διαμόρφωναν πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία και αναδείκνυαν κυβέρνηση.
Έλειπε η πολιτική θεωρία που θα ερμήνευε τις πολιτικές κινήσεις καθώς και η ικανοποίηση του θυμικού των Ελλήνων από τις συνεχείς ταπεινώσεις που δημιουργούσε η εξάρτηση. Η θεωρία αναζητήθηκε και βρέθηκε στον διεθνή προβληματισμό που ανέπτυσσε εκείνη την περίοδο μια μη κομμουνιστική αριστερά και εκφράστηκε από την αντίθεση Κέντρου- Περιφέρειας και η εκτόνωση του ταπεινωμένου θυμικού, στον οξύ αντιαμερικανικό λόγο.
Δεν γνωρίζω ούτε μπόρεσα να καταλάβω αν ο Ανδρέας Παπανδρέου εννοούσε όλα αυτά που έλεγε κατά των αμερικανών, γνωρίζοντας πόσο αδύνατη ήταν, τότε, η υλοποίηση μιας εξωτερικής πολιτικής όπως την εξέφραζε ο ίδιος.
Η αναζήτηση τακτικής
Αυτά τα στοιχεία πολιτικής ο Ανδρέας Παπανδρέου και όσοι τον ακολούθησαν άρχισε να τα διαμορφώνει πριν τη δικτατορία και τα συγκεκριμενοποίησε κατά τη διάρκειά της. Όταν το 1974 ήρθε στην Ελλάδα ήξερε, σε επίπεδο στρατηγικής, τι ήθελε να πετύχει. Έπρεπε, όμως, να διαμορφώσει και το άλλοθι τακτικής. Να επιχειρεί εκεί που είχε τις δυνατότητες και να υποχωρεί εκεί που δεν μπορούσε να συνεχίσει. Υπήρχαν και οι πολιτικές σκοπιμότητες, Ορισμένα μέτρα δεν είχαν το χαρακτήρα που επέβαλε το πολιτικό στίγμα του κινήματος. Ένας ηγέτης, του είδους που ήθελε να προβάλει ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν μπορούσε, στα μάτια του κόσμου, να δείχνει αδυναμίες και να μην προχωρά πάντα μπροστά.
Έπρεπε να συνυπάρξει, λοιπόν, με τους συντηρητικούς του Κινήματος, στους οποίους θα χρέωνε τις υπαναχωρήσεις αλλά και με όλες τις άτυπες τάσεις που βρήκαν έκφραση και ακροατήριο στο κόμμα που δημιούργησε. Από τους τροτσκιστές μέχρι τους φιλελεύθερους.
Όταν ήρθε η ώρα, κράτησε από τις τάσεις αυτές τις πλέον χρήσιμες για την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Αυτό που δεν έκανε μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ και το οποίο, όταν έρθει το κυβερνητικό πλήρωμα του χρόνου, θα το κάνει.
Λίγο πολύ, αυτή ήταν η πολιτικοοικονομική θεωρία και η κοινωνική αναφορά του ΠΑΣΟΚ.
Τι πέτυχε;
Πέτυχε δύο, κυρίως, πολύ σημαντικά πράγματα στη μεταπολίτευση και στα χρόνια που κυριάρχησε ως τον εκφυλισμό του Κινήματος.
Το πρώτο είναι ότι έβαλε στο πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι ευρέα κοινωνικά στρώματα τα οποία ήταν περιθωριοποιημένα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά.
Το δεύτερο, συγκράτησε και εκτόνωσε το μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό του λαού ο οποίος δεν γνωρίζουμε που θα διοχετευόταν. Αν και η ιστορία δεν γράφεται με «αν», τα κοινωνικά στρώματα που εξέφρασε και εκτόνωσε το ΠΑΣΟΚ αν συνέχιζαν να είναι περιθωριοποιημένα, με διάφορους τρόπους, και μετά τη μεταπολίτευση, δεν είναι καθόλου σίγουρο προς τα πού θα οδηγούσαν τις πολιτικές εξελίξεις. Νομίζω πως αυτό το μάθημα το ενσωμάτωσε στη συλλογική του γνώση το πολιτικό σύστημα.
Η πολιτική και κοινωνική αντίφαση
Η δημοκρατική και ευφυής διαχείριση της εξουσίας είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση και απαιτεί κοινωνίες με υψηλό βαθμό πολιτικής κουλτούρας. Εκτίμησή μου είναι πως η δική μας κοινωνία δεν τα έχει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Αν, μετά τον πόλεμο τριχοτομούσαμε την ελληνική κοινωνία, στην νικήτρια δεξιά, το κέντρο και τη χαμένη αριστερά, η μεν αριστερά περιορίστηκε στο περιθώριο, είτε κοινωνικό είτε, ακόμη, χειρότερα, εκτός της χώρας ή στα ξερονήσια, το κέντρο ανέμενε στον προθάλαμο της εξουσίας και η δεξιά την κατείχε.
Το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό παιχνίδι παίχτηκε μεταξύ δεξιάς και κέντρου, ή καλύτερα μεταξύ δεξιάς και κεντροαριστεράς.
Η ανάδειξη της κεντροαριστεράς στην εξουσία είχε όλα τα ρεβανσιστικά χαρακτηριστικά με τα οποία άσκησε την εξουσία και η δεξιά. Είχε- η δεξιά- την αίσθηση πως το κράτος ήταν ιδιοκτησία της και πως η ίδια ήταν ο αποκλειστικός νομέας. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρθηκε και η κεντροαριστερά.
Στη στενή κομματική λογική αυτό εθεωρείτο και θεωρείται, ακόμη και σήμερα, λογικό και δεδομένο. Στην υγιή λειτουργία μια δημοκρατικής πολιτείας, όμως, όχι.
Ο ρεβανσισμός της κεντροαριστεράς μπορεί να είναι εξηγήσιμος αλλά, είναι και απολύτως καταδικαστέος. Κάποτε πρέπει να γίνει μια αρχή για την αλλαγή της πολιτικής νοοτροπίας. Δεν νομίζω, όμως, πως μπορεί να εκτιμήσει κανείς σήμερα αν ήταν δυνατόν, τότε, να αποφευχθεί με δεδομένη την πολιτική μας κουλτούρα.
Για να κρίνουμε όσο γίνεται πιο αντικειμενικά τα πράγματα, θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα μέτρο σύγκρισης.
Όταν ανέλαβε την εξουσία το ΠΑΣΟΚ, χαλάρωσε την αστυνομική παρουσία και επιτήρηση. Χαλάρωσε τον αστυνομικό ασφυκτικό έλεγχο της καθημερινής ζωής των πολιτών. Και αυτό θεωρήθηκε μέτρο μείζονος δημοκρατικής σημασίας.
Ο σημερινός, νέος στην ηλικία αναγνώστης, μπορεί και να μην καταλαβαίνει περί τίνος πράγματος μιλάμε. Θέλω να πως ότι και τα προτάγματα της εποχής ήταν διαφορετικά.
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου θα ήταν ευτυχής με το ρεβανσισμό των οπαδών του. Ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται να διατηρήσει την εξουσία, προτιμά να διευρύνονται παρά να λιγοστεύουν οι υποστηρικτές του.
Συμπέρασμα πρώτο: ρεβανσισμός υπήρξε, ήταν όμως, ως ένα βαθμό, αποτέλεσμα του πλήρους αποκλεισμού του μισού ελληνικού πληθυσμού από τη λειτουργία του ελληνικού κράτους. Αυτό δεν τον δικαιολογεί, τον εξηγεί, όμως. Με μια άλλη πολιτική κουλτούρα, η συνύπαρξη των Ελλήνων θα ήταν περισσότερο ομαλή.
Μια δεύτερη, μεγάλη κατηγορία, κατά του Ανδρέα Παπανδρέου, είναι στις ημέρες μας, οι ευθύνες που του αποδίδονται για την οικονομική κρίση. Ο υπέρογκος δανεισμός άρχισε και αναπτύχθηκε επί των ημερών του.
Κατ αρχάς, ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων που εισέρευσαν στη χώρα προήρχετο από τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και τα σχετικά προγράμματα. Δεύτερον, ο δανεισμός αυτός καθαυτός, δεν είναι αρνητικός, αν τα χρήματα διατίθενται για αναπτυξιακούς σκοπούς.
Το θέμα είναι ότι τα δανεικά δεν πήγαν στην ανάπτυξη αλλά στην κατανάλωση και τα ευρωπαϊκά προγράμματα δεν κατευθύνθηκαν σε παραγωγικούς σκοπούς αλλά έγιναν τσιμέντα και τροχοί.
Αλλά- με συγχωρείτε που θα μιλήσω έτσι- μια στερημένη για χρόνια κοινωνία, χωρίς υψηλή πολιτική κουλτούρα, δεν έχει μέτρο στην αξιοποίηση των χρημάτων που εισρέουν στο εισόδημά της χωρίς τον παραδοσιακό κόπο.
Αν, τώρα, φταίει ο ηγέτης της χώρας αυτής για τον τρόπο που σπαταλήθηκαν τα προγράμματα ή τα δάνεια, είναι ένα θέμα συζητήσιμο. Ρωτήστε να μάθετε πως γίνονταν στα χωριά και με τι συναλλαγές οι δηλώσεις των στρεμμάτων για επιδότηση και θα αντιληφθείτε σε τι αναφέρομαι.
Θα μου πείτε, μα καλά, ποιος έχει την ευθύνη της οργάνωσης και της συγκρότησης του κράτους; Βεβαίως, ο ηγέτης. Και εδώ είναι αδιαμφισβήτητη η ευθύνη όλων των ηγετών και του Ανδρέα Παπανδρέου. Ορισμένοι θέλουν να του προσάψουν μεγαλύτερες ευθύνες διότι ήταν ικανός και δεν χρησιμοποίησε τις ικανότητές του για να αλλάξει τις δομές και τη λειτουργία του κράτους.
Αυτή είναι μια κατηγορία που την αποδίδω στους ισχυρούς ηγέτες και εγώ. Ελληνικό κράτος με την έννοια της λέξης που χρησιμοποιήθηκε στη δύση, δεν συγκροτήθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Και η ευθύνη των ηγετών, εν προκειμένω, είναι τεράστια.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, αν και ενθάρρυνε τη δημιουργία ορισμένων περιφερειακών θεσμών, είχε την αντίληψη ενός συγκεντρωτικού κράτους.
Δεν μπορώ να εξηγήσω πως ένας ηγέτης του δικού του διαμετρήματος, ενώ υποσχέθηκε αύξηση των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Μακεδονίας Θράκης, σε ομιλία του στη ΔΕΘ, την επόμενη χρονιά επικαλέσθηκε τη γραφειοκρατία που δεν το επέτρεψε για να δικαιολογήσει την υπαναχώρησή του.
Με λίγα λόγια, όπως εκμυστηρεύονται άνθρωποι που τον γνώρισαν από κοντά, ο Ανδρέας Παπανδρέου θεωρούσε πως προδόθηκε από τους οπαδούς του. Ότι ο ίδιος ήθελε και προσπάθησε αλλά οι αντιδράσεις που συνάντησε, κυρίως, από τους οπαδούς του, ήταν αξεπέραστες.
Σε ότι, δε, αφορά τη σύγκριση με τους διαδόχους του, αρκεί η εξής παρατήρηση, πάλι ανθρώπου που τον έζησε από κοντά.
Όταν τον επισκέπτονταν στο σπίτι του οι οικονομικοί παράγοντες της χώρας με διάφορα, αντικρουόμενα μεταξύ τους, αιτήματα τους έλεγε: πηγαίνω για έναν μικρό ύπνο, μέχρι να ξυπνήσω βρείτε τα και θα τα εξετάσω.
Στους διαδόχους του γινόταν το αντίθετο. Οι οικονομικοί παράγοντες τους έδιναν κατάλογο με τα αιτήματα που ήθελαν να διεκπεραιωθούν.
Είναι τόσο μεγάλη η διαφορά. Ναι, είναι.
ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου