Ετικέτες

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Το ζήτημα των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και της γερμανικής πολιτικής (1914/1915).

Σπυρίδων Σφέτας, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
anegeoΗ κρίση των ελληνοτουρκικών σχέσεων το 1914, λόγω κυρίως του ζητήματος του καθεστώτος του νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης στην ελληνική ιστοριογραφία.[1] Δεν ήταν, ωστόσο, ένα μεμονωμένο επεισόδιο, αλλά αντανάκλαση του ευρύτερου νέου πλέγματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και της ανάδυσης ενός Τουρκικού εθνοτικού εθνικισμού. Η πολιτική της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο αποσκοπούσε στη συγκρότηση ενός αντισλαβικού μετώπου, αποτελούμενου από την Ελλάδα, τη Ρουμανία και το Οθωμανικό Κράτος. Υπήρχε, κατά τη συνέπεια, γερμανικό ενδιαφέρον ως ζήτημα αρχής για τη διευθέτηση της ελληνοτουρκικής διαφοράς. Από την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό και η στάση της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι η προσέγγιση του ζητήματος των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου στο πλαίσιο της γερμανικής πολιτικής έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της νέας φάσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Παρά τη γνωστή φράση του Βίσμαρ (Bismarck) ότι «ολόκληρη η Ανατολή δεν αξίζει τα κόκαλα ενός Πομερανού γρεναδιέρου», μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) ο σιδηρούς καγκελάριος επέδειξε ενδιαφέρον για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Βασική παράμετρος της γερμανικής πολιτικής έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην εποχή του Βίσμαρκ ήταν η αποτροπή μιας ταχείας κατάρρευσης της. Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε μια άκαιρη για τη Γερμανία ριζική λύση του Ανατολικού ζητήματος θα εμπλέκονταν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Η πολιτική τους στο Ανατολικό ζήτημα θα επηρέαζε και τη γενικότερη στάση τους έναντι της Γερμανίας, και έτσι υπήρχε ο κίνδυνος να καταρρεύσει το σύστημα των ισορροπιών που προσπαθούσε να οικοδομήσει o Βίσμαρκ στην Ευρώπη για να διατηρήσει την ενωμένη Γερμανία.[2] Με άλλα λόγια, η ευρωπαϊκή πολιτική του Βίσμαρκ καθόρισε και την Ανατολική του πολιτική, αλλά ο Γερμανός καγκελάριος ενεργούσε με μεγάλη προσοχή για να μη προκαλέσει τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, διαχωρίζοντας την οικονομία από την πολιτική. Το 1882 στάλθηκε γερμανική στρατιωτική αποστολή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό τον Κάχλερ (OttoKachler) για την αναδιοργάνωση του οθωμανικού στρατού. Μετά το θάνατο του Kachlerτο 1885, επικεφαλής της αποστολής για δέκα χρόνια τέθηκε ο Γκόλτς (ColmanFreiherrvonderGoltz) . Ο οθωμανικός στρατός είχε εφοδιαστεί με σύγχρονο οπλισμό (Mauser, Krupp), παρόλο που λόγω της χρεοκοπίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν επήλθε η πλήρης αναδιοργάνωσή του. Ταυτόχρονα, προωθήθηκε και το παλιό γερμανικό σχέδιο του μηχανικού Πρέσελ (WilhelmvonPressel) για την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης (Κωνσταντινούπολη –Βαγδάτη). Μετά τη χορήγηση δανείου από τον GeorgevonSiemensτης DeutscheBankστον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ B΄ (AbdülhamidII) το 1888, ιδρύθηκε το 1889 η Εταιρεία των Ανατολικών Σιδηροδρόμων στην οποία κυριαρχούσαν οι Γερμανοί. Σε τρία χρόνια 1889-1892 ολοκληρώθηκε η επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης-Ιζμίτ προς την Άγκυρα. Για να μη φανεί ότι η επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής Ιζμίτ (Νικομήδειας)-Άγκυρας ήταν αποκλειστική γερμανική επιχείρηση, το έργο κατασκευάστηκε με αγγλικά ομόλογα τηςCityofLondonτα οποία αργότερα αγοράστηκαν από τους Γερμανούς, ένδειξη της προσεκτικής πολιτικής του Βίσμαρκ. Η ισορροπημένη πολιτική του Βίσμαρκ έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν προκάλεσε ανησυχίες στις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις και το 1890 η Ρωσία ζήτησε την ανανέωση της Συνθήκης της Αντασφάλισης του 1887 (ReinsuranceTreaty, Rückversicherungsvertrag). Με τη συμφωνία αυτή Ρωσία και Γερμανία δεσμεύονταν να μείνουν ουδέτερες σε περίπτωση που μια από τις δύο χώρες βρισκόταν σε πόλεμο σε μια Τρίτη Δύναμη, εκτός αν η Ρωσία εξαπέλυε επίθεση στην Αυστροουγγαρία ή η Γερμανία στη Γαλλία. Στόχος του Βίσμαρκ ήταν η αποτροπή μιας γαλλορωσικής προσέγγισης, στρεφόμενης κατά της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.

Aλλά όταν το 1888 στο θρόνο ανήλθε ο νεαρός, ασταθής και άπειρος αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ (WilhelmII), η γερμανική πολιτική άρχισε να μεταβάλλεται. Μετά το πρώτο του ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, τον Νοέμβριο του 1889, σε συνέχεια της επίσκεψής του στην Αθήνα για τον γάμο της αδελφής του Σοφίας με τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ο Γερμανός αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε με το όνειρο της Ανατολής, και σταδιακά γινόταν εμφανής η τάση της γερμανικής πολιτικής για κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο[3]. Η συνθήκη της Αντασφάλισης δεν ανανεώθηκε, ο Βίσμαρκ παραιτήθηκε και o εφιάλτης του για ενδεχόμενη γαλλορωσική προσέγγιση έγινε πραγματικότητα. Ως νέος πρέσβης της Γερμανίας στην Κωνσταντινούπολη διορίστηκε το 1897 ο Μάρσαλ (AdolfMarschalvonBiberstein), o ‘’Γίγαντας του Βοσπόρου’’’(TheGiantofBosporus), ο οποίος στήριξε τον σουλτάνο στο επίμαχο θέμα των σφαγών των Αρμενίων (1894-1896), όπως άλλωστε διέπραξε και ο Γερμανός αυτοκράτορας. Ως κάλυψη των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή, ο Γουλιέλμος Β΄ ανέλαβε μια θρησκευτική –εκπολιτιστική αποστολή: Κατά την επίσκεψή του στην Ιερουσαλήμ το 1898 αυτοπαρουσιάστηκε ως προστάτης των Αγίων Τόπων και κατ’ επέκταση των Χριστιανών, και παρέστη στην τελετή του καθαγιασμού μιας Ευαγγελικής Εκκλησίας.[4] Επισκεπτόμενος τη Δαμασκό μετά τα Ιεροσόλυμα δήλωσε εμφατικά στις 8 Νοεμβρίου 1898 ότι ο Γερμανός αυτοκράτορας θα είναι ο αιώνιος φίλος του χαλίφη-σουλτάνου και των 300.000.000 Μουσουλμάνων.[5] Επρόκειτο για μια αντιφατική στάση που προκαλούσε αντιδράσεις και στη Ρωσία και στην Αγγλία. Ο Γουλιέλμος Β΄ αμφισβητούσε ένα δικαίωμα που παραδοσιακά είχε ο τσάρος στους Αγίους Τόπους, ενώ η Αγγλία φοβόταν ότι η Γερμανία, στηρίζοντας τον Πανισλαμισμό του Αβδούλ Χαμίτ Β΄, θα μπορούσε να παρακινήσει τους Μουσουλμάνους της Ινδίας σε εξέγερση κατά της Αγγλίας.

Τον Δεκέμβριο του 1899 υπογράφτηκε η σύμβαση για την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης (BagdadRailwayConvention). Στο πνεύμα της συνεργασίας Γερμανίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες παρείχαν πληροφορίες στον σουλτάνο για το ανατρεπτικό κίνημα των Νεοτούρκων, ενώ οι Γερμανοί εξασφάλισαν το δικαίωμα εξορύξεων για πρώτες ύλες και διενέργειας αρχαιολογικών ανασκαφών στη Μικρά Ασία. Τα αρχαιολογικά ευρήματα προορίζονταν για το Μουσείο του Βερολίνου. Το 1896 η σιδηροδρομική γραμμή είχε φθάσει στο Ικόνιο και θα επεκτεινόταν στη Βαγδάτη μέσω Αδάνων και Χαλεπίου. Η ανεξέλεγκτη γερμανική πολιτική επέφερε την προσέγγιση Γαλλίας-Ρωσίας το 1894, Αγγλίας-Γαλλίας το 1904 και Αγγλίας-Ρωσίας το 1907. Έτσι, συγκροτήθηκε η Αντάντ κατά της Τριπλής Συμμαχίας ( Γερμανία., Αυστροουγγαρία, Ιταλία).

Η επανάσταση των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908 και η ιδίως η εκθρόνιση του Αβδούλ Χαμίτ Β΄, μετά την αποτυχία της αντεπανάστασης του Απριλίου του 1909, προκάλεσαν σκεπτικισμό και αμηχανία στο Βερολίνο, διότι η Γερμανία δεν ήταν σίγουρη αν οι Νεότουρκοι θα ασκούσαν φιλογερμανική πολιτική. Λόγω της αβεβαιότητας αυτής η Γερμανία στήριξε τη σύμμαχό της Ιταλία το 1911 στον ιταλο-τουρκικό πόλεμο στην Τρίπολη και στην Κηρυναϊκή, παρόλο που η κοινή γνώμη της Γερμανίας ήταν υπέρ των Νεοτούρκων.[6] Η αβεβαιότητα ενισχύθηκε όταν τον Ιούλιο του 1912 οι Νεότουρκοι ανατράπηκαν και στην εξουσία ανήλθαν οι Φιλελεύθεροι με τον αγγλόφιλο Κιαμήλ Πασά ( Kâmil Pașa) ως μέγα βεζίρη (GrandVezir). Η ταχεία ήττα των Οθωμανών κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο και η κατάρρευση της οθωμανικής εξουσίας στη Βαλκανική προκάλεσαν έντονο προβληματισμό στο Βερολίνο. Το βασικό ερώτημα που έθεταν ο νέος καγκελάριος Μπέτμαν Χόλβεγκ (TheobaldvonBethmanHollweg) και ο υπουργός Εξωτερικών Γιάγκοβ (GottliebvonJagow) ήταν αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διατηρούνταν στη Μικρά Ασία, όπου υπήρχαν τα ζωτικά γερμανικά συμφέροντα, ή αν θα διαλυόταν. Σε περίπτωση διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Γερμανία έπρεπε να καθορίσει τις σφαίρες επιρροής της. Στη διαμόρφωση της γερμανικής πολιτικής σημαντική συμβολή είχε ο νέος πρέσβης της Γερμανίας στη Κωνσταντινούπολη Βάνγκενχαϊμ (BaronHansvonWangeheim) oοποίος είχε μετατεθεί από την Αθήνα. Σε υπόμνημά του προς τον Γιάγκωφ, στις 10 Απριλίου 1913, ανέφερε ότι, σε περίπτωση διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Γερμανία έπρεπε να διεκδικήσει τη γραμμή Εσκί-Σεχίρ – Αττάλεια (Eskișehir- Antalya) σε βάθος 400 χιλιομέτρων προς ανατολάς. Η περιοχή αυτή χωριζόταν σε μια ζώνη στενών γερμανικών συμφερόντων και σε μια ζώνη ευρύτερων γερμανικών συμφερόντων. Ως ζώνη στενών γερμανικών συμφερόντων ο Βάνγκενχαϊμ αντιλαμβανόταν την ενδοχώρα του μελλοντικού λιμανιού της Αλεξανδρέττας η οποία εκτεινόταν από το Εσκί-Σεχίρ μέχρι περίπου το Κιρκούκ και συμπεριλάμβανε και την Κιλικία.[7] Hβασική θέση του Βάνγκενχαϊμ ήταν να προστατευθεί η ζώνη από την οποία θα διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης. Με βάση την έκθεση του Βάνγκενχαϊμ το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας καθόριζε τις γερμανικές διεκδικήσεις σε περίπτωση διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: HΓερμανία διεκδικούσε όχι μονάχα τη ζώνη που ενέπιπτε στη σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης, αλλά και τα λιμάνια της Αλεξανδρέττας και της Μερσίνης.[8] Επρόκειτο για το κακό σενάριο. Το καλό σενάριο για τη Γερμανία θα ήταν η διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ασία με μια φιλογερμανική ηγεσία στην Κωνσταντινούπολη. Οι εξελίξεις το 1913 εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώθησαν τη Γερμανία να εγκαταλείψει επί της ουσίας το κακό σενάριο.

Ανερχόμενοι πάλι στην εξουσία οι Νεότουρκοι τον Ιανουάριο του 1913 με τον στρατηγό Μαχμούτ Σεφκέτ πασά (MahmutȘevket Pașa) ως μέγα βεζίρη αποφάσισαν να μην υπογράψουν συνθήκη ειρήνης με τα βαλκανικά κράτη και να συνεχίσουν την αντίσταση στη Σκόδρα, στα Ιωάννινα και στην Αδριανούπολη. Οι πόλεις αυτές έπεσαν και στις 17/30 Μαΐου 1913 υπογράφτηκε στο Λονδίνο η συνθήκη ειρήνης. Ο Μαχμούτ Σεφκέτ πασάς συνειδητοποίησε την ανάγκη αναδιοργάνωσης του οθωμανικού στρατού με γερμανική βοήθεια. Μετά τη δολοφονία του στις 11 Ιουνίου 1913 από τους Φιλελεύθερους τη θέση του μεγάλου βεζίρη ανέλαβε ο Σαΐντ Χαλίμ πασάς (SaidHalimPașa), αιγυπτιακής καταγωγής. Σχηματίσθηκε κυβέρνηση με τον Ενβέρ πασά (EnverPașa) ως υπουργό Πολέμου από τις 3 Ιανουαρίου 1914, τον Ταλαάτ μπέη -αργότερα πασά- (Talât Bey) ως υπουργό Εσωτερικών,τον Τζεμάλ πασά (CemalPașa) ως υπουργό Ναυτικών και τον Τζαβίτ μπέη (CavitBey) ως υπουργό Οικονομικών. Η νέα κυβέρνηση έθεσε ως στόχο την αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου και τη δημιουργία μια τουρκικής αστικής τάξης. Εγκαταλείφθηκε κάθε προσπάθεια συγκρότησης οθωμανικής ταυτότητας σε μη εθνοτική και θρησκευτική βάση. Iδιαίτερη σημασία αποδόθηκε στη συγκρότηση μιας τουρκικής εθνικής ταυτότητας και ενός ομοιογενούς εθνικού τουρκικού κράτος με την ταύτιση του κάθε μουσουλμάνου στη Μικρά Ασία με τον Τούρκο, με την εκδίωξη των Χριστιανών ή τον εξισλαμισμό τους και με την εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια. Η Ανατολία θεωρήθηκε ως η καρδιά του Τουρκισμού. [9]Το έτος 1913 και όχι το 1923 μπορεί να θεωρηθεί ως η απαρχή της συγκρότησης ενός ομοιογενούς τουρκικού κράτους στη Μικρά Ασία. Πατέρας του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού θεωρείται ο κουρδικής καταγωγής κοινωνιολόγος Ζιγιά Γκεκάλπ (ZiyaGökapl) με το τρίπτυχο τουρκισμός, ισλαμισμός, δυτικός τεχνολογικός εκσυγχρονισμός. Οι εξελίξεις αυτές και η ανακατάληψη της Αδριανούπολης από τους Νεότουρκους κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο έπεισαν τον Γερμανό πρέσβη ότι η Τουρκία είχε δυνατότητες επιβίωσης. Η Γερμανία όφειλε να αποτελέσει τον ανιδιοτελή φίλο της Τουρκίας, να κερδίσει την εμπιστοσύνης της και να συμβάλει στο μεταρρυθμιστικό της έργο, συνεργαζόμενη με τον Ενβέρ πασά και τον Ταλαάτ μπέη. Σε επιστολή του προς τον Γιάγκωφ στις αρχές Αυγούστου 1913 ο Βάνγκενχαϊμ προσδιόρισε την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει η Γερμανία έναντι των Νεοτούρκων στις νέες συνθήκες: Να στηρίξουμε την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας, να βοηθήσουμε τις μεταρρυθμίσεις της, να ενισχύσουμε την επιρροή μας σε όλη την Τουρκία, αλλά ταυτόχρονα να προετοιμαζόμαστε για το ενδεχόμενο της διάλυσής της, γνωστοποιώντας στις Μεγάλες Δυνάμεις τις εδαφικές μας διεκδικήσεις.[10] Η γνωστοποίηση των γερμανικών εδαφικών διεκδικήσεων ήταν κατά τον Γερμανό πρέσβη το μοναδικό μέσο για την προσωρινή σωτηρία της Τουρκίας, διότι οι Δυνάμεις εκείνες που δεν ήθελαν να δουν την εγκατάσταση της Γερμανίας στη Μεσόγειο θα εξαναγκάζονταν να ενεργήσουν για τη διατήρηση της Τουρκίας.[11]

Ο Βάνγκενχαϊμ επέβαλε τις απόψεις του και στις 14 Δεκεμβρίου 1913 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη γερμανική στρατιωτική αποστολή υπό τον Λίμαν φον Σάντερς (LimanvonSanders), προκαλώντας τις τυπικές διαμαρτυρίες της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι Νεότουρκοι στράφηκαν στη Γερμανία, διότι κυρίως η χώρα αυτή στήριζε την εδαφική ακεραιότητα της ασιατικής Τουρκίας. Η βρετανική ναυτική αποστολή υπό τον ναύαρχο Χένρυ Άρθουρ Λίμπους (HenryArtthurLimpus) συνέχισε το έργο της αναδιοργάνωσης του ναυτικού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ η Γαλλία δεν εγκατέλειψε την πολιτική της παροχής δανείων. Στην εγκατάσταση της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής αντέδρασε κυρίως η Ρωσία, ανακινώντας το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων στις αρμενικές επαρχίες της Ανατολίας και επεξεργαζόμενη σχέδια για μια μελλοντική επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης και των Στενών.[12]

Στην Ελλάδα ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος προσλήφθηκε ως μια συνέχεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η απελευθέρωση της Μακεδονίας και των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου αναπτέρωσε τις ελπίδες για τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απελευθέρωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. [13] Δεν υπήρχε βέβαια ακόμα μια συγκεκριμένη ελληνική στρατηγική, αλλά η ταχεία κατάρρευση της οθωμανικής εξουσίας στα Βαλκάνια προκάλεσε συναισθηματική φόρτιση και αναζωογόνησε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας που τώρα εκφραζόταν ως ένωση του Ελληνισμού σε ένα κράτος με κέντρο την Αθήνα. Μια σειρά ελληνικών δημοσιευμάτων προδίκαζε το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνομιλώντας με τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα Άλφρεντ Κουάτ (AlfredQuadt), στις 6 Φεβρουαρίου 1913, ο υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς επισήμανε ότι με βάση την αρχή των εθνοτήτων τα νησιού του Αιγαίου πρέπει να επιδικαστούν στην Ελλάδα. Επιπλέον, όχι μονάχα η ακτή της Μικράς Ασίας, αλλά και μια ζώνη βάθους 100 χιλιομέτρων στο εσωτερικό είναι ελληνική και πρέπει σταδιακά να αποτελέσει τμήμα του ελληνικού κράτους. Στην παρατήρηση του Καυάτ για τη θέση των Τούρκων, ο Κορομηλάς απάντησε ότι δεν θεωρεί αναγκαία την περαιτέρω επιβίωση των Τούρκων.[14] Ο Κορομηλάς μίλησε ακαδημαϊκά και ως υπουργός Εξωτερικών δεν είχε επεξεργαστεί σχέδιο δράσης, το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ελληνική υπόθεση, αλλά η διάλυσή της δεν θεωρούνταν πλέον ανέφικτη στο μέλλον από ελληνικούς πολιτικούς κύκλους στο κλίμα της ευφορίας που δημιουργήθηκε μετά τις συμμαχικές νίκες κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν έθεσε επίσημα ζήτημα Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η ελληνική πολιτική έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξαρτήθηκε σε σημαντικό βαθμό από το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου τα οποία είχαν απελευθερωθεί από τον ελληνικό στόλο κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρνούνταν να αναγνωρίσει την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος. Μιλώντας με τον Κουάτ στις 13 Μαρτίου 1913, ο Βενιζέλος επισήμανε τον κίνδυνο μιας ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης λόγω της Θεσσαλονίκης, έκρινε μια συμμαχία της Ελλάδας με τη Σερβία προσωρινά απαραίτητη και εξέφρασε την επιθυμία για καλές σχέσεις με την Τουρκία μετά το τέλος του πολέμου. Κατά τον Βενιζέλο η ισορροπία στα Βαλκάνια θα μπορούσε να αποκατασταθεί με μια συμπόρευση της Ελλάδας με τη Ρουμανία και την Τουρκία. Ως όρο, ωστόσο, για την ελληνοτουρκική φιλία έθεσε την κατοχύρωση των νησιών του Αιγαίου, που κατοικούνταν από Έλληνες, στην Ελλάδα και ζήτησε τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας. Αν η Ελλάδα δεν αποκτήσει τα νησιά, θα τα διεκδικεί συνεχώς, χωρίς να διστάσει να καταφύγει και σε πόλεμο, τόνισε ο Βενιζέλος. Η Ελλάδα επιθυμεί η Μικρά Ασία να παραμείνει υπό τουρκική κυριαρχία και θεωρεί την κατάληψή της από τη Ρωσία ως επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα, συνέχισε ο Βενιζέλος. Σε μια ευρωπαϊκή σύγκρουση η Ελλάδα επιθυμεί να παραμείνει ουδέτερη και δεν ανησυχεί αν η φιλική Ρουμανία στηρίζεται στη Τριπλή Συμμαχία (TripleAlliance), κατέληξε ο Έλληνας πρωθυπουργός. [15]

O αντισλαβικός τόνος των δηλώσεων του Βενιζέλου ικανοποίησε τον Κουάτ, ο οποίος διείδε την άσκηση επιρροής του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ στον Βενιζέλο. Έτσι εκτίμησε ο Κουάτ την απόφαση του Βενιζέλου να αντικαταστήσει προσεχώς τον Κορομηλά ως υπουργό Εξωτερικών με τον Γεώργιο Στρέϊτ, πρέσβη της Ελλάδας στη Βιέννη και φίλο του Κωνσταντίνου Β΄.[16] Επρόκειτο για μια επιδέξια διπλωματική κίνηση του Βενιζέλου για να προκαλέσει τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας στο ζήτημα των νησιών του Αιγαίου.

Στη Βιέννη ο Στρέϊτ, συνομιλώντας με τον Γερμανό πρέσβη, βαρώνο Χάϊνριχ Τσίρσκυ (BaronHeinrichvonTschirsky), για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, κινήθηκε στο πνεύμα των δηλώσεων του Βενιζέλου στον Κουάτ. Τόνισε ότι η Ελλάδα δεν θα παραιτηθεί από τη Θεσσαλονίκη, σε περίπτωση πολέμου θα συμμαχήσει προσωρινά με τη Σερβία κατά της Βουλγαρίας, αλλά μετά τον πόλεμο η Ελλάδα θα προσανατολιστεί προς τη Ρουμανία για να δημιουργηθεί ένα αντισλαβικό αντιστάθμισμα στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα δεν θα συνδεθεί στενά με την Τριπλή Συμμαχία, αλλά και δεν θα εξαρτηθεί από την Αντάντ.[17] Ο Τσίρσκυ, γνωρίζοντας από τον Κουάτ τις δηλώσεις του Κορομηλά για τη Μικρά Ασία, εξέφρασε τη δυσπιστία του προς την Ελλάδα. Ο Στρέϊτ απάντησε ότι ως υφιστάμενος δεν μπορεί να ασκήσει κριτική στον υπουργό Εξωτερικών, αλλά μπορεί να διαβεβαιώσει τον Γερμανό πρέσβη ότι οι δηλώσεις του δεν εκφράζουν την επίσημη ελληνική εξωτερική πολιτική και πρέπει να αποδοθούν στις πρόσφατες νίκες που αναζωογόνησαν παλιά όνειρα, τα οποία όμως δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Η Κωνσταντινούπολη είναι οριστικά χαμένη για τον Ελληνισμό, όπως και η Μικρά Ασία. Πώς αντιλαμβάνονται οι μεγαλοϊδεάτες την κατάληψη της Μικρασιατικής ακτής, ποια έκταση περιοχών της Μικράς Ασίας θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα και πώς θα μπορούσε να κρατήσει την ακτή της Μικράς Ασίας, διερωτήθηκε ο Στρέϊτ. Ούτε ολόκληρη η μικρασιατική ακτή κατοικείται από Έλληνες. Οι μεγαλοϊδεάτες διεκδικούν ακόμα και την Τραπεζούντα, όπου ζουν πάνω από 10.000 Έλληνες ως συμπαγής πληθυσμός. Πρόκειται απλά για υπολείμματα παλιών οραμάτων, επισήμανε ο Στρέιτ. Η Ελλάδα επιθυμεί, συνέχισε, να έχει καλές σχέσεις με την Τουρκία και ο καλύτερος δρόμος είναι η λύση του ζητήματος των νησιών που βρίσκονται κοντά στη μικρασιατική ακτή με την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας. Η λύση αυτή είναι επωφελής για την Τουρκία, γιατί έτσι ουδετεροποιούνται τα ύδατα της Μικρασιατικής ακτής, σε περίπτωση που η Τουρκία δεν μπορέσει να κατασκευάσει στόλο. Τα νησιά θα διαφυλάσσονταν από την κατάληψη μιας Μεγάλης Δύναμης, αν όμως παρέμειναν στην Τουρκία, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ορμητήριο μιας Μεγάλης Δύναμης που θα βρισκόταν σε πόλεμο με την Τουρκία.[18] Με άλλα λόγια ο Στρέϊτ ήθελε να τονίσει ότι αν τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου προσαρτιόνταν στην Ελλάδα, η Τουρκία έπρεπε να αισθάνεται ασφαλής, αν όμως καταλαμβάνονταν από την Ιταλία, τότε κινδύνευε η Τουρκία. Τον Μάιο του 1912 η Ιταλία είχε καταλάβει τα Δωδεκάνησα, για να εξαναγκάσει την Υψηλή Πύλη να αποδεχτεί την προσάρτηση της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής. Το Οκτώβριο του 1912 υπογράφτηκε στη Λωζάννη η συνθήκη ειρήνης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε την Κυρηναϊκή και την Τριπολίτιδα ως ιταλικές κτήσεις έναντι χρηματικής αποζημίωσης και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους, η Οθωμανική Αυτοκρατορία από τη Λιβύη, η Ιταλία από τα Δωδεκάνησα. Αλλά μετά την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου η Ιταλία δεν εκκένωσε τα Δωδεκάνησα.

Καθώς η Ελλάδα αντιμετώπιζε σοβαρά το ενδεχόμενο ελληνοβουλγαρικού πολέμου, αναζητούσε συμμαχία με τη Σερβία, τη Ρουμανία , αλλά και με την Τουρκία, από φόβο μήπως η τελευταία προσεγγίσει τη Βουλγαρία. Στις 19 Μαΐου/1η Ιουνίου 1913 υπογράφτηκε ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας και ελληνοσερβική στρατιωτική σύμβαση. Η γερμανική πολιτική κινούνταν στον άξονα μιας αντισλαβικής συμμαχίας Ελλάδας-Ρουμανίας-Τουρκίας[19] και ο Βάνγκενχαϊμ ανέλαβε διαμεσολαβητικό ρόλο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά οι Νεότουρκοι επέμεναν στην οθωμανική κυριαρχία επί των νησιών. Στις παραμονές του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου ο Βάνγκεχαϊμ υπέβαλε τις ακόλουθες προτάσεις: 1)Επιστροφή της Σαμοθράκης, Λήμνου, Ίμβρου και Τενέδου στην Τουρκία, αλλά με ειδικό καθεστώς.2) Εκχώρηση της Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου, Ικαρίας και Ψαρών στην Ελλάδα με καθεστώς τελωνειακής ένωσης με την Τουρκία. 3) Επιστροφή στην Τουρκία των Δωδεκανήσων, εκτός από την Κάσσο, την Κάρπαθο και την Αστυπάλαια που θα εκχωρούνταν στην Ελλαδα. 4) Ελληνική υποστήριξη για την αυτονομία της Θράκης[20], την οποία κατείχε στρατιωτικά η Βουλγαρία. Με την έναρξη του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου ο Βενιζέλος δέχτηκε τις προτάσεις του Γερμανού πρέσβη ως βάση συζήτησης, αλλά οι Νεότουρκοι τις απέρριψαν και τερμάτισαν τις διαπραγματεύσεις.[21]

Κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο οι Νεότουρκοι επωφελήθηκαν από την αποχώρηση του βουλγαρικού στρατού από την Ανατολική Θράκη και κατέλαβαν την Αδριανούπολη. Μετά από διμερείς βουλγαροτουρκικές διαπραγματεύσεις υπογράφτηκε στις 16/29 Σεπτεμβρίου 1913 η συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως που προέβλεπε την εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με εξαίρεση τις πόλεις Σβίλενγραντ, Ιβαήλωφγκραντ και Μάλκο Τύρνοβο. Η ‘’νίκη’’ αυτή των Νεοτούρκων αναπτέρωσε το ηθικό τους και τους κατέστησε αδιάλλακτους στο ζήτημα των νησιών του Αιγαίου. Η διευθέτηση του ζητήματος των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου και των συνόρων της Αλβανίας είχε αφεθεί στις Μεγάλες Δυνάμεις μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Λονδίνου στις 17/30 Μαΐου 1913. Ενδιαφέρον για τη διευθέτηση του ζητήματος των νησιών είχε κυρίως η Γερμανία για να προωθήσει την πολιτική της συγκρότησης ενός αντισλαβικού άξονα Ελλάδας-Τουρκίας-Ρουμανίας. Χάρη στην προσωπική παρέμβαση του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ και τη διπλωματική στήριξη της Ρουμανίας η Καβάλα εκχωρήθηκε στην Ελλάδα κατά τη διάσκεψη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913.

Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (Δεκέμβριος 1913) οι πόλεις της Κορυτσάς, του Αργυροκάστρου, του Δελβίνου, του Λεσκοβικίου, των Αγίων Σαράντα, της Χιμάρας και του Πωγωνίου επιδικάστηκαν στην Αλβανία. Έτσι, η Βόρειος Ήπειρος με 120.000 ακραιφνή ελληνικό πληθυσμό, με πλούσιο εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό βίο, δεν θα ενσωματωνόταν στην Ελλάδα. Η Βόρειος Ήπειρος δεν μπορούσε να τεθεί ως ζήτημα εδαφικής διεκδίκησης από την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος διεκδικούσε μερικά χωριά του Πωγωνίου.

Για τη διεκδίκηση των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων, επιδόθηκε σε ναυτικούς εξοπλισμούς. Η ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο θα έλυνε το ζήτημα των νησιών, εκτιμούσαν οι Νεότουρκοι. Τα νησιά θα έχαναν τη σημασία του για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μόνο αν εκδιώκονταν οι Έλληνες από τη Μικρά Ασία. Αν περιέρχονταν άμεσα σε ελληνική κυριαρχία, θα αποτελούσαν μια βάση της Ελλάδας για εξόρμηση στη Μικρά Ασία. Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε η συλλογιστική των Νεοτούρκων. Παρά τη δεινή της οικονομική της κατάσταση, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αγόρασε τον Δεκέμβριο του 1913 σε πλειστηριασμό το βραζιλιάνικο superdreadnoughtπολεμικό πλοίο RiodeJaneiro που μετονομάστηκε σε SultanOsman,προς τιμήν του σουλτάνου Osman, του ιδρυτή της οθωμανικής δυναστείας. Δάνειο για την αγορά του RiodeJaneiroεξασφαλίστηκε από γαλλικές τράπεζες.[22] Επρόκειτο για το μεγαλύτερο υπερσύγχρονο πολεμικό πλοίο στον κόσμο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αγοράσει επίσης και ένα άλλο dreadnought, το Resadieh. Την τελειοποίηση των πολεμικών πλοίων, του RiodeJaneiro και του Resadieh, ανέλαβαν τα αγγλικά ναυπηγεία Armstrong και Vickersκαι η παράδοσή τους στους Οθωμανούς προβλεπόταν για το καλοκαίρι του 1914. Τα dreadnoughtsυπερτερούσαν των άλλων πλοίων στην ταχύτητα, στο πάχος του θώρακα και στην ρίψη πολλών τόνων βλημάτων σε ελάχιστα λεπτά.[23]

Αντιμέτωπος με το ζήτημα της χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων, των νησιών του Αιγαίου και της αγοράς πολεμικών πλοίων για την αποκατάσταση της ναυτικής ισορροπίας στο Αιγαίο, ο Βενιζέλος ταξίδευσε σε Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Βιέννη, Αγία Πετρούπολη , Βουκουρέστι και Βελιγράδι από τις 24 Δεκεμβρίου 1913/6 Ιανουαρίου 1914 μέχρι την 1η /14η Φεβρουαρίου 1914[24]. Ιδιαίτερη επιτυχία η διπλωματική περιοδεία του Βενιζέλου δεν είχε, διότι ούτε επηρέασε τη Ρώμη και τη Βιέννη στο ζήτημα των ελληνοαλβανικών συνόρων, ούτε στο Λονδίνο μπόρεσε να εξασφαλίσει την υπογραφή αγγλοελληνικής συνθήκης συμμαχίας ή την αγορά πολεμικών πλοίων ούτε το Βερολίνο δέχτηκε την πρότασή του για ναυτική επίδειξη των Μεγάλων Δυνάμεων στο Αιγαίο προκειμένου να συμμορφωθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τις αποφάσεις τους στο ζήτημα των νησιών.[25] Ο διορισμός του Γεωργίου Στρέϊτ ως νέου υπουργού Εξωτερικών τον Ιανουάριο του 1914 δεν κατέστησε περισσότερο φιλελληνική τη Γερμανία. Η Ρωσία και η Γαλλία ενέκριναν την ιδέα μιας ναυτικής επίδειξης των Μεγάλων Δυνάμεων στο Αιγαίο για την αποτροπή ενός τρίτου βαλκανικού πολέμου, αλλά χωρίς την ομοφωνία του Βερολίνου η στάση τους δεν είχε ουσιαστική σημασία. Στην Αγία Πετρούπολη ο Βενιζέλος συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό της Σερβίας Νίκολα Πάσιτς (Nikola Pašić). Βενιζέλος και Πάσιτς ταξίδευσαν μαζί από την Αγία Πετρούπολη στο Βουκουρέστι. Όπως αποκάλυψε η ρουμανική εφημερίδα Naționalul στις 12 Δεκεμβρίου 1915 μετά από έρευνα, στο Βουκουρέστι ο Βενιζέλος και ο Πάσιτς προσπάθησαν να πείσουν το βασιλιά Κάρολο Α΄ να προσυπογράψει και η Ρουμανία την ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας του 1913 κατά της Βουλγαρίας. Κατά τη διάσκεψη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913 η Ελλάδα, η Σερβία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνιο είχαν υπογράψει ένα μυστικό πρωτόκολλο που προέβλεπε στρατιωτική επέμβαση στη Βουλγαρία, αν η βουλγαρική Βουλή δεν επικύρωνε τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η Βουλγαρία εφάρμοσε τους όρους της συνθήκης του Βουκουρεστίου, χωρίς όμως να επικυρώσει τη συνθήκη με συνταγματική πράξη.[26] Βενιζέλος και Πάσιτς ήθελαν προφανώς να βεβαιωθούν αν η νέα φιλελεύθερη κυβέρνηση του ΄Ιωνα Μπρατιάνου θα στρεφόταν κατά της Βουλγαρίας σε περίπτωση που αυτή απειλούσε το εδαφικό status quoπου αποκαταστάθηκε στα Βαλκάνια με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Ο βασιλιάς Κάρολος Α΄ δεν θεώρησε αναγκαία τη δέσμευση της Ρουμανίας σε μια συνθήκη συμμαχίας, επισημαίνοντας ότι η Ρουμανία γνωρίζει να προασπίζεται τα συμφέροντά της, όταν αυτά διακυβεύονται.[27]

Με συλλογική διπλωματική διακοίνωση της 31ης Ιανουαρίου/13ης Φεβρουαρίου 1914, την παραμονή της επιστροφής του Βενιζέλου στην Αθήνα, οι Μεγάλες Δυνάμεις κοινοποίησαν στην ελληνική κυβέρνηση και στην Υψηλή Πύλη την απόφασή τους για τα νησιά του Αιγαίου: Τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο (και το Καστελλόριζο), εκχωρούνταν στην Ελλάδα υπό τον όρο ότι θα παρέμειναν ανοχύρωτα, δεν θα χρησιμοποιούνταν για ναυτικό ή στρατιωτικό σκοπό, θα καταπολεμούνταν τα λαθρεμπόριο μεταξύ των νησιών και της Μικράς Ασίας και θα δίνονταν εγγυήσεις προστασίας του μουσουλμανικών μειοψηφιών. Τα νησιά θα εντάσσονταν οριστικά στην Ελλάδα όταν ο ελληνικός στρατός εκκένωνε τη Βόρειο Ήπειρο και το νησί Σάσων και εφόσον η ελληνική κυβέρνηση υποσχόταν ρητά ότι δεν θα αντιτάξει αντίσταση ούτε θα ενθαρρύνει κανενός είδους αντίσταση.[28] Ήταν μια λύση που δεν ικανοποιούσε πλήρως την Ελλάδα, διότι δεν προέβλεπε καμιά άσκηση πίεσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να συμμορφωθεί με την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά η Βόρειος Ήπειρος εκχωρούνταν στο αλβανικό κράτος, χωρίς να δοθούν εγγυήσεις προστασίας των Βορειοηπειρωτών. Ο αντιπολιτευτικός Τύπος έσπευσε να χαρακτηρίσει ως αποτυχημένη τη διπλωματική περιοδεία του Βενιζέλου.[29] Στις 3/16 Φεβρουαρίου 1914 ο μέγας βεζίρης, Σαΐντ Χαλίμ πασάς, απέρριψε τη διπλωματική διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων, θεωρώντας τα νησιά αναπόσπαστο μέρος των ασιατικών κτήσεων της Αυτοκρατορίας και επικρίνοντας τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι δεν έλαβαν υπόψη τα ζωτικά συμφέροντα της Αυτοκρατορίας,[30] Στις 8/21 Φεβρουαρίου 1914 ο υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Στρέϊτ, επέδωσε την απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης. Η Ελλάδα αποδέχτηκε επί της ουσίας την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, εκφράζοντας την ετοιμότητα να δώσει εγγυήσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ότι τα νησιά δεν θα χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς και ναυτικούς σκοπούς, επισημαίνοντας ότι η υποχρέωση της Ελλάδας να προστατεύσει τους μουσουλμάνους των νησιών απέρρεε από τη Συνθήκη των Αθηνών, αλλά ζητώντας ταυτόχρονα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά δικαιώματα για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. [31]

Αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν ένα μηχανισμό επιβολής της απόφασής τους για τα νησιά. Από την άλλη πλευρά η εγκατάλειψη της Βορείου Ηπείρου στους Αλβανούς, χωρίς εγγυήσεις για τα δικαιώματα του Ελληνισμού, προκάλεσε την αντίσταση των Βορειοηπειρωτών. Στις 17 Φεβρουαρίου/2 Μαρτίου 1914 σχηματίσθηκε η Προσωρινή Κυβέρνηση Βορείου Ηπείρου υπό την αρχηγία του Γεωργίου Χρηστάκη –Ζωγράφου και του Αλέξανδρου Καραπάνου, κήρυξε την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου και άρχισε τον ένοπλο αγώνα κατά των αλβανικών ομάδων. Οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές τήρησαν γενικά μια εχθρική στάση έναντι του αυτονομιστικού κινήματος των Βορειοηπειρωτών (έντονες συγκρούσεις του υποστράτηγου Παπούλα με τον Χρηστάκη –Ζωγράφο, εντολή του πρώτου για τη φυλάκιση του Αλέξανδρου Καραπάνου), ωστόσο υπήρξαν αξιωματικοί και εθελοντές από την Παλαιά Ελλάδα και την Κρήτη που βοήθησαν τους Βορειοηπειρώτες. Τον Μάρτιο του 1914 έφθασε στην Αλβανία ο Γερμανός πρίγκιπας Γουλιέλμος Βηντ (WilhelmWied ) ως ηγεμόνας της Αλβανίας και σχηματίστηκε κυβέρνηση Χριστιανών και Μουσουλμάνων υπό τον Τουρχάν πασά. Αλλά στην Αλβανία ουσιαστικές αρμοδιότητες είχε η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου. Στα τέλη Απριλίου ο ελληνικός στρατός είχε εκκενώσει τη Βόρειο Ήπειρο. Έπειτα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των Βορειοηπειρωτών, της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου και αντιπροσώπου του νεοσύστατου αλβανικού κράτους υπογράφτηκε στην Κέρκυρα στις 4/17 Μαΐου 1914 το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας με το οποίο παραχωρήθηκε εκπαιδευτική, θρησκευτική και διοικητική αυτονομία στη Βόρειο Ήπειρο.

Ο Βενιζέλος αψήφησε την κριτική της αντιπολίτευσης για την απροθυμία του να στηρίξει τον Βορειοηπειρωτικό αγώνα και επικεντρώθηκε στο ζήτημα των νησιών του Αιγαίου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε μια προσπάθεια συμβιβαστικής λύσης, απαίτησε στις αρχές Μαρτίου 1914 την ανταλλαγή της Χίου και της Μυτιλήνης με άλλα νησιά. [32] Όταν ο Βενιζέλος ζήτησε να ονοματιστούν τα νησιά αυτά, ο Σαΐντ Χαλίμ πασάς πρότεινε τα Ψαρά, την Ικαρία, την Λέβιδα, την Αστυπάλαια, την Κάρπαθο και την Κάσο. Προσαρτώντας αυτά τα νησιά η Ελλάδα, που είχε επεκταθεί εδαφικά, θα μπορούσε να παραιτηθεί από τη Χίο και τη Μυτιλήνη, η Σάμος θα διατηρούσε το παλιό καθεστώς, τόνισε ο μέγας βεζίρης.[33] Επρόκειτο και για νησιά που ανήκαν στο σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων και, κατά συνέπεια, η Ιταλία έπρεπε να τα εκκενώσει. Η Γερμανία στήριζε τη λύση της ανταλλαγής και κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε παραχωρήσεις προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία.[34] Ο Βενιζέλος έκρινε απαράδεκτη την τουρκική πρόταση ως βάση συνεννόησης.[35] Και η Ιταλία απέρριψε τη λύση της εκκένωσης των Δωδεκανήσων χωρίς ισχυρά ανταλλάγματα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.[36] Τότε ο Βενιζέλος υπέβαλε την ακόλουθη πρόταση: Η ελληνική κυριαρχία επί των νησιών να μην αμφισβητηθεί, αλλά στα νησιά θα μπορούσαν να παραμείνουν Οθωμανοί επίτροποι και όχι πρόξενοι.[37]Με την έγκριση της Γερμανίας η Ρουμανία ανέλαβε μια διαμεσολαβητική προσπάθεια ώστε η λύση της ζητήματος να επιτευχθεί εντός της Τριπλής Συμμαχίας. Στις αρχές Απριλίου 1914 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη ο Ρουμάνος στρατηγός Κωνσταντίν Κοάντα (ConstantinCoandă). Η αποστολή του είχε πολιτικό χαρακτήρα, αλλά απέτυχε. Ο Σαΐντ Χαλίμ πασάς απέρριψε την πρόταση του Βενιζέλου για το διορισμό Οθωμανών επιτρόπων και ενέμενε στη δική του πρόταση για ανταλλαγή της Χίου και της Μυτιλήνης. Στην Αθήνα ο Βενιζέλος, βλέποντας το αδιέξοδο, επισήμανε με ειρωνικό τόνο στον Κοάντα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να δεχτεί την τουρκική πρόταση, αν τα νησιά που θα προσαρτούσε, ανταλλάσσοντας τη Χίο και τη Μυτιλήνη, ήταν ισοδύναμα σε έκταση, πληθυσμό, εισοδήματα κ.ά, αλλά σε κάθε περίπτωση θα έθετε το ζήτημα στο υπουργικό συμβούλιο.[38] Η τουρκική πρότασητελικά δεν εγκρίθηκε. Όπως σωστά επισήμανε ο Άγγλος πρέσβης στην Αθήνα, FrancisElliot, σε εμπιστευτική του έκθεση (3.4.1914) προς τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας, EdwardGrey, η απώλεια της Μυτιλήνης θα ήταν ένα οικονομικό πλήγμα για την Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με τα Δωδεκάνησα και την Ίμβρο. Για τη Χίο δεν θα μπορούσε να γίνει καμιά συζήτηση και λόγω της ανάμνησης των σφαγών του 1822 και λόγω του γεγονότος ότι επιφανείς οικογένειες της Αθήνας προέρχονταν από το νησί. Η ελληνοτουρκική διαφορά θα διευθετούνταν ευκολότερα, αν η Ιταλία εκκένωνε τα Δωδεκάνησα, εκτίμησε ο Άγγλος πρέσβης. [39]

Toζήτημα των νησιών του Αιγαίου μετατρεπόταν σε ευρωπαϊκό ζήτημα. Αν έδινε τη λύση η Αγγλία ή η Γερμανία, τότε θα αυξανόταν αντίστοιχα η επιρροή της Αντάντ ή των Κεντρικών Δυνάμεων στην Ελλάδα, κάτι που θα είχε σημασία για τη στάση της Ελλάδας σε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Τον Απρίλιο του 1914 ο Γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ και ο καγκελάριος Μπέτμαν Χόλβεγκ βρίσκονταν στην Κέρκυρα, την οποία ο Κάιζερ συνήθιζε να επισκέπτεται κάθε χρόνο. [40] Αλλά το έτος 1914 είχε ιδιαίτερη συμμαχία για τη διαμόρφωση της βαλκανικής πολιτικής της Γερμανίας. Στην Κέρκυρα μετέβησαν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος A΄, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέϊτ, ο Βενιζέλος, ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα Κουάτ και ο Γερμανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Βάνγκενχαϊμ. Το κύριο θέμα που συζητήθηκε σε θετικό κλίμα στις 13 Απριλίου, χωρίς τη συμμετοχή του Βενιζέλου, ήταν η χορήγηση δανείου από γερμανικές τράπεζες στην Ελλάδα στο πλαίσιο της γερμανικής πολιτικής της συγκρότησης ενός αντισλαβικού άξονα Ελλάδας-Τουρκίας-Ρουμανίας[41]. Τον πολιτικό αυτό στόχο επανέλαβε ο Μπέτμαν Χόλβεγκ στη νέα του συνάντηση με τον Στρέϊτ στις 14 Απριλίου, παρόντος τώρα και του Βενιζέλου. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, όπως άλλωστε και ο Στρέϊτ, συμφώνησε και δήλωσε ότι η Ελλάδα θα επιδιώξει μια συνεννόηση με τα μη σλαβικά κράτη, την Αλβανία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Ο Γερμανός καγκελάριος πρότεινε τότε ως μια λύση του ζητήματος των νησιών την αναγνώριση της τουρκικής επικυριαρχίας. Στη συνάντηση της επόμενης ημέρας ο Βενιζέλος διευκρίνισε ότι θα ήταν πρόθυμος ενώπιον του βασιλιά και της κοινής γνώμης να επιβάλει την αναγνώριση της οθωμανικής επικυριαρχίας στη Χίο και στη Μυτιλήνη, αλλά υπό τον όρο ότι η Ελλάδα και η Τουρκία θα υπέγραφαν αμυντική συνθήκη συμμαχίας διάρκειας 5, 10 ή και 15 ετών για την εγγύηση των ευρωπαϊκών τους κτήσεων. Σε περίπτωση καταγγελίας της αμυντικής συνθήκης συμμαχίας θα επερχόταν και η άρση της οθωμανικής επικυριαρχίας στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Αν η Τουρκία στην πορεία ανακτούσε τα Δωδεκάνησα, θα έπρεπε να σεβαστεί το καθεστώς που είχαν οι Έλληνες πριν από την ιταλική κατάληψη. Για την προώθηση αυτού του πλαισίου λύσης του ζητήματος των νησιών ο Βενιζέλος ζήτησε πάλι τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας. OΓερμανός καγκελάριος, αφού εξασφάλισε τη συγκατάθεση του υπουργού Εξωτερικών Γιάγκωβ, ανέθεσε στον Κουάτ και στον Βάνγκενχάϊμ να αναλάβουν το ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο καγκελάριος και ο υπουργός Εξωτερικών θα ενεργούσαν από το παρασκήνιο.[42] OΒάνγκενχάιμ, ο οποίος ευνοούσε μια τουρκική λύση του ζητήματος, είχε έκδηλο σκεπτικισμό, ενώ ο Κουάτ θεωρούσε επισφαλή τη θέση του Βενιζέλου στο εσωτερικό και αμφέβαλλε αν ο Έλληνας πρωθυπουργός θα μπορούσε να επιβάλει τις απόψεις του. Κατά τον Βενιζέλο η Ελλάδα θα αναγνώριζε την τυπική επικυριαρχία (Suzeränität) και όχι την κυριαρχία (Souveränität) του σουλτάνου στη Χίο και στη Μυτιλήνη. Με την υπογραφή ελληνοτουρκικής αμυντικής συνθήκης συμμαχίας για τη διατήρηση των ευρωπαϊκών κτήσεων (Μακεδονία, Ήπειρος και νησιά για την Ελλάδα), Ανατολική Θράκη για την Τουρκία) θα αποτρεπόταν βουλγαροτουρκική προσέγγιση. Το σημαντικότερο, ωστόσο, ίσως ήταν ότι θα διαλύονταν οι φόβοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ότι από τα μη οχυρωμένα νησιά η Ελλάδα θα μπορούσε να επιχειρήσει απόβαση στη Μικρά Ασία, θα δίνονταν εγγυήσεις ασφάλειας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ίσως αυτός θα ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος για τη διάσωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Αν η Γερμανία προωθούσε μια τέτοια πολιτική σε μακροπρόθεσμη βάση και προστάτευε έμπρακτα τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, η επιρροή της στην Ελλάδα θα ήταν ισχυρή. Αλλά η γερμανική πολιτική ηγεσία στο Βερολίνο δεν άσκησε την ανάλογη πίεση στους Νεότουρκους οι οποίοι είχαν επεξεργαστεί σχέδιο εκδίωξης και εξόντωσης των Ελλήνων ως αντίποινα για τη δήθεν βίαιη εκδίωξη των μουσουλμάνων από τη Μακεδονία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Το ζήτημα των μουσουλμάνων προσφύγων από τη Μακεδονία, για τους οποίους υπήρχε χώρος στη Μικρά Ασία, ήταν μονάχα η πρόφαση, το Νεοτουρκικό Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος είχε ήδη επεξεργαστεί σχέδιο εκδίωξης, εξόντωσης ή εξισλαμισμού των Χριστιανών της Μικράς Ασίας.[43] Δεν έχουν μέχρι σήμερα προσκομισθεί έγγραφα για να τεκμηριωθεί πλήρως η θέση ότι Γερμανοί στρατιωτικοί κύκλοι μαζί με τους Νεότουρκους κατέστρωσαν το σχέδιο εξόντωσης του Ελληνισμού και ότι οι δεύτεροι έπαιξαν το παιχνίδι της Γερμανίας.[44] Οι Νεότουρκοι είχαν μια συνέχεια στην πολιτική τους από το 1909. Υπήρχαν, ωστόσο, γερμανικά δημοσιεύματα που εξυμνούσαν τη γερμανοτουρκική συμμαχία και αναθεμάτιζαν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας που υπερείχαν οικονομικά και πολιτιστικά [45]. Βέβαιο είναι πάντως ότι η γερμανική στρατιωτική αποστολή, αν δεν ενθάρρυνε, τουλάχιστο ανέχτηκε τους διωγμούς, ενώ η γερμανική πολιτική ηγεσία δεν άσκησε καμιά ουσιαστική πίεση στους Νεότουρκους, πέρα από παραινέσεις για αποφυγή βιαιοτήτων. Η παρελκυστική τακτική των Νεότουρκων στο ζήτημα των νησιών δεν οφειλόταν τόσο σε λόγους ασφάλειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο στην εξασφάλιση χρόνου για την ολοκλήρωση του σχεδίου. Για να ερεθιστεί η κοινή γνώμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η τουρκική εφημερίδα Taninδημοσίευε τον Απρίλιο του 1914 εκτενή άρθρα για τον δήθεν αφόρητο ζυγό υπό τον οποίο ζούσαν οι μουσουλμάνοι της ελληνικής Μακεδονίας μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, πράγμα που η ελληνική πλευρά απέκρουσε, επικαλούμενη και τη σύλληψη πρακτόρου του Νεοτουρκικού Κομιτάτου, καταδομένου από μουσουλμάνους του Λαγκαδά, ο οποίος τους καλούσε να μεταναστεύσουν.[46]

Ενώ ο Γερμανός αυτοκράτορας και ο Γερμανός καγκελάριος βρίσκονταν στην Κέρκυρα, τον Απρίλιο του 1914 στην Ανατολική Θράκη είχε τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο εκδίωξης του Ελληνισμού.[47] Ραιδεστός, Βιζύη, Σαράντα Εκκλησιές ήταν τα πρώτα κέντρα που επλήγησαν. Με ναυλωμένα ατμόπλοια διακινούνταν οι πρόσφυγες από την Ηράκλεια προς τη Θεσσαλονίκη. Το σχέδιο είχε τεθεί σε εφαρμογή από την τουρκική κυβέρνηση και εκτελούνταν από τα τοπικά όργανα με τη συμμετοχή Αλβανών μουσουλμάνων και ελληνομαθών Τουρκοκρητών προσφύγων που αυτοπαρουσιάζονταν ως πράκτορες της ελληνικής κυβέρνησης και καλούσαν τους Έλληνες σε μετανάστευση. Την κακοπιστία αυτή των Νεοτούρκων διέγνωσε ο Έλληνας πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Δημήτριος Πανάς, και έκρινε απαραίτητη την αποστολή ξένων ανταποκριτών για να καταγγείλουν την τουρκική πρόκληση.[48] Οι τουρκικές αρχές εμπόδιζαν το έργο της Πατριαρχικής Επιτροπής η οποία είχε αποσταλεί για έλεγχο της κατάστασης.[49]Ο Πανάς διαμαρτυρήθηκε στον μέγα βεζίρη για τις συκοφαντίες ότι δήθεν όργανα της ελληνικής κυβέρνησης καλούσαν τους νομοταγείς και φιλεργατικούς Έλληνες να εκπατριστούν, επισημαίνοντας ότι η τουρκική κυβέρνηση είχε κάθε συμφέρον να καταστήσει δυνατή την παραμονή τους στη χώρα. Ο Σαΐντ Χαλίμ άκουσε με προσοχή, αρκούμενος σε αόριστες απαντήσεις.[50] Ο Ρώσος πρεσβευτής Γκιρς (M.N.Giers) διαμαρτυρήθηκε στον μέγα βεζίρη ο οποίος υποσχέθηκε ότι οι διωγμοί θα παύσουν στο μέλλον και οι πρόσφυγες θα επαναπατριστούν, χωρίς όμως οι διαβεβαιώσεις του να έχουν πειστική δύναμη.[51] Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού δεν απέδωσαν οι παρεμβάσεις του, αποφάσισε σε ένδειξη πένθους την ημέρα του Πάσχα να μη γίνει η συνηθισμένη επίσημη τελετή της Ανάστασης στα Πατριαρχεία. Με αίτημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου συντάχθηκε απόρρητο τηλεγράφημα προς την βασίλισσα για να παρακαλέσει τον αδελφό της τον Γερμανό αυτοκράτορα που βρισκόταν στην Κέρκυρα να παρέμβει ώστε να τεθεί τέρμα στους διωγμούς. [52] Δεν υπάρχουν πληροφορίες για παρέμβαση του Γερμανού αυτοκράτορα. Η επίσημη τελετή της Αναστάσεως ματαιώθηκε και μόνο τυπικά λειτούργησε ο ιερέας των Πατριαρχείων. Ούτε οι πρέσβεις παρέστησαν ούτε έγινε η διανομή των αυγών.[53] Οι διωγμοί δεν έπαυσαν, παρά τα ‘’μέτρα’’ του Ταλαάτ μπέη

Σε ένα τέτοιο βαρύ κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων ο Κουάτ, με κάποια καθυστέρηση, ενημέρωσε τον Τούρκο πρέσβη στην Αθήνα, Γκαλίμπ Κεμάλ μπέη, για τις συνομιλίες στην Κέρκυρα, επισημαίνοντας ότι με αμοιβαίες υποχωρήσεις οι προτάσεις του Βενιζέλου στην Κέρκυρα αποτελούσαν μια καλή βάση συνεννόησης.[54] Ο Τούρκος πρέσβης πληροφόρησε τον μέγα βεζίρη. Ο Σαΐντ Χαλίμ απάντησε στον Γκαλίμπ Κεμάλ ότι στην Κέρκυρα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις συζητήθηκαν μόνο ακαδημαϊκά, ότι δεν θα έπρεπε να δοθεί δημοσιότητα στη συνάντηση της Κέρκυρας και ο Τούρκος πρέσβης όφειλε να μην ασχολείται περαιτέρω με το θέμα. Ο μέγας βεζίρης είχε ήδη υποβάλει τις δικές του αντιπροτάσεις στην ελληνική κυβέρνηση και ανέμενε την απάντησή της.[55] Οι αντιπροτάσεις του Σαΐντ Χαλίμ περιείχαν ως άξονα την αναγνώριση της τουρκικής κυριαρχίας (όχι επικυριαρχίας) όχι μόνο στη Χίο και στη Μυτιλήνη, αλλά σε όλα τα νησιά. Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά τις τουρκικές αντιπροτάσεις και ζήτησε νέα βάση συνομιλιών, αλλά σύμφωνα με το πνεύμα της απόφασης των Μεγάλων Δυνάμεων. [56] Καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο να τεθεί και ζήτημα Δωδεκανήσων σε ελληνοτουρκικές συνομιλίες για τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, η ιταλική κυβέρνηση κατέστησε προληπτικά σαφές ότι θα υπονομεύσει κάθε ελληνοτουρκική συνεννόηση που θα προβλέπει εκχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα,[57] προφανώς ως αντάλλαγμα για τη Χίο και τη Μυτιλήνη. Κατά τις πληροφορίες της γερμανικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι από την εκεί ιταλική πρεσβεία, η Ιταλία θα δεχόταν να συζητήσει την εκχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα υπό τους εξής όρους: 1) αποχώρηση των Οθωμανών αξιωματικών από την Κυρηναϊκή, 2) οικονομικά ανταλλάγματα και 3) εγκατάσταση Ιταλών επιτρόπων ή επιθεωρητών στα Δωδεκάνησα.[58]

Αναμένοντας τη νέα τουρκική πρόταση ο Βάνγκενχαϊμ συναντήθηκε στις 19 Μαΐου 1914 με τον Σαΐντ Χαλίμ, τον Ταλαάτ μπέη και το Τζεμάλ πασά σε μια προσπάθεια να τους πείσει να βρουν modusvivendi με την Ελλάδα και για πέντε τουλάχιστον χρόνια να μην ανακινούν το ζήτημα των νησιών, έστω και εάν δεν ήθελαν να παραιτηθούν από αυτά. Η Τουρκία, τόνισε ο Γερμανός πρέσβης, χρειάζεται ηρεμία και θα ήταν ανοησία να αρχίσει έναν πόλεμο με την Ελλάδα πριν αφιχθούν τα dreadnoughts, αλλά ακόμα και σε περίπτωση ελληνικής ήττας οι συνέπειες ενός πολέμου θα ήταν τραγικές για την Τουρκία. [59]Ο Ταλαάτ μπέης και ο Ενβέρ πασάς απάντησαν ότι η Τουρκία, ακόμα και σε περίπτωση ναυτικής της υπεροπλίας στο Αιγαίο, δεν σκεπτόταν να αρχίσει πόλεμο με την Ελλάδα. Με το μεταρρυθμιστικό έργο που είχε αρχίσει στην Τουρκία η Ελλάδα θα πειθόταν τελικά οικειοθελώς να εγκαταλείψει τα νησιά παρά να εμπλακεί σε έναν πόλεμο εκ των προτέρων χαμένο[60]. Οι δύο υπουργοί ήθελαν προφανώς να επισημάνουν ότι η Τουρκία σύντομα θα καθίστατο ισχυρότερη από την Ελλάδα και λόγω του φόβου μιας πολεμικής σύγκρουσης η Ελλάδα θα υποχωρούσε στο ζήτημα των νησιών. Ο Βάνγκενχαϊμ δεν θεωρούσε απίθανο έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, κάτι που θα σήμαινε κατάρρευση της γερμανικής διπλωματικής διαμεσολαβητικής προσπάθειας. Το αίτημα του υπουργού ναυτικών Τζεμάλ πασά προς τη Γερμανία για αγορά ενός ακόμα θωρηκτού, η τουρκική εθνική αφύπνιση με πυρήνα την εκδικητική μανία κατά των Ελλήνων και ο έρανος για τον στόλο ήταν ενδείξεις των διαθέσεων των Νεοτούρκων, κατά τον Γερμανό πρέσβη. Για τον στόλο είχε συγκεντρωθεί με έρανο το μη ευκαταφρόνητο ποσό των 15.000.000 φράγκων.[61] Είναι γνωστό ότι το ποσό αυτό συγκεντρωνόταν και με αργυρολοχίες (extortion) πλουσίων Ελλήνων.

Και οι δύο πλευρές δεν είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο ενός προληπτικού πολέμου. Στην Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, ο επιτελικός Ιωάννης Μεταξάς υποστήριζε τον Μάιο την αιφνιδιαστική εκβίαση των Στενών και την κατάληψη της Χερσονήσου της Καλλίπολης, χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, για να εξαναγκασθεί η Τουρκία να εγκαταλείψει τα νησιά, πριν αφιχθούν τα dreadnoughts[62]. Για να βοδιλοσκοπήσουν τη στάση της Ρωσίας γενικά στην ελληνοτουρκική διένεξη ο Ταλαάτ μπέης και ο πρώην υπουργός Πολέμου Αχμέτ Ιζέτ πασάς ( AhmedIzzetPașa) είχαν συναντηθεί με τον τσάρο Νικόλαο Β΄ και τον υπουργό Εξωτερικών Σεργκέϊ Σαζόνωφ (SergeiSazonov) στο τουριστικό θέρετρο Λιβαδειά της Κριμαίας (9-12 Μαΐου 1914). Όπως δήλωσε αργότερα ο Σαζόνωφ στη γερμανική πρεσβεία στην Αγία Πετρούπολη για τη συνάντηση στη Λιβαδειά, ο ίδιος είχε επισημάνει στον Ταλαάτ μπέη ότι η Τουρκία δεν πρέπει να φοβάται τη Ρωσία, όσο ασκεί μια ανεξάρτητη πολιτική[63], σαφής υπαινιγμός στις πιθανές επιπτώσεις της παρουσίας της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής. Σχετικά με το ζήτημα των νησιών, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών επισήμανε στον Ταλαάτ μπέη ότι για την Τουρκία θα ήταν προτιμητέο να συμφιλιωθεί με την απώλεια της Χίου και της Μυτιλήνης, διαφορετικά θα επαναλαμβανόταν το προηγούμενο της Κρήτης. Τάχθηκε εναντίον ενός ελληνοτουρκικού πολέμου και του κλεισίματος των Στενών, πράγμα που θα έπληττε το ρωσικό εμπόριο. Ο Σαζόνωφ εκτιμούσε ότι προς το παρόν η Τουρκία δεν θα κήρυττε πόλεμο στην Ελλάδα, αλλά ίσως θα μετέβαλε στάση μετά την απόκτηση των πολεμικών πλοίων[64].

Ούτε ο Ταλαάτ υπάκουσε στον Σαζόνωφ ούτε η Ρωσία εγκατέλειψε τα μακροπρόθεσμα σχέδιά της για τις αρμενικές επαρχίες, τα Στενά και την Κωνσταντινούπολη. Δυσαρεστημένος με την τουρκική στάση, ο Βενιζέλος δήλωσε στον Κουάτ ότι αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, η μόνη λύση είναι ο ναυτικός πόλεμος και ο αποκλεισμός της Σμύρνης, πριν η Τουρκία αποκτήσει τα dreadnoughts, δεδομένης και της αποτυχίας της Ελλάδας να προμηθευτεί dreadnoughts από τους Ευρωπαίους. Ο Βενιζέλος φοβόταν τις αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων σε περίπτωση που η Ελλάδα κήρυττε τον πόλεμο, αλλά επαναλάμβανε συνεχώς ότι αυτές όφειλαν να επιβάλουν την απόφασή τους στην Τουρκία. [65]

Και η νέα τουρκική απάντηση, στις 25 Μαΐου 1914, ήταν απογοητευτική. Ο μέγας βεζίρης επέμενε στην οθωμανική κυριαρχία επί των νησιών που οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν επιδικάσει στην Ελλάδα και στην παραχώρηση μόνο αυτονομίας, αλλά υπό το όρο ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα είχε στρατό στη Μυτιλήνη, στη Χίο και στη Λήμνο. Η Σάμος θα διατηρούσε το προπολεμικό της καθεστώς . Ο Σαΐντ Χαλίμ προειδοποίησε για την επιδείνωση των σχέσεων σε περίπτωση που ο βασιλιάς εξέδιδε το διάταγμα περί της προσαρτήσεως των νήσων.[66] Η ελληνική κυβέρνηση είχε την πρόθεση να διακόψει τις διαπραγματεύσεις. Μέσω του Κουάτ ευχαρίστησε τη γερμανική κυβέρνηση για τη μέχρι τώρα διαμεσολαβητική της προσπάθεια για την διάσωση της ειρήνης και διαμήνυσε στον μέγα βεζίρη ότι η νέα του πρόταση απείχε πολύ από τη βάση που είχε τεθεί στην Κέρκυρα, κρίνοντας απαράδεκτη την αξίωσή του για τη μη έκδοση του διατάγματος περί προσαρτήσεως των νησιών, κάτι που ήταν φυσική συνέπεια και δεν θα επιδείνωνε τις διμερείς σχέσεις. [67] Όταν ο Βάνγκενχαϊμ επέδωσε την ελληνική ανταπάντηση στον Σαΐντ Χαλίμ, αυτός τη διάβασε και , χαμογελώντας, την αγνόησε. Στην παρατήρηση του Γερμανού πρέσβη ότι δεν πρέπει να θεωρεί ότι οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν, απάντησε ότι « Jeneveux pas certainement rompremaisquevoulezquejefasse? C’ estmaintenantauxgrecsdemefairedespropositionsplusraisonnables quecellesdeCorfouquisontabsolumentindiscutables » [68] Oμέγας βεζίρης ανέμενε από την Ελλάδα περισσότερο λογικές προτάσεις από αυτές που είχαν υποβληθεί στην Κέρκυρα. Επανέλαβε ότι η Τουρκία και σε περίπτωση της άφιξης των dreadnoughts δεν θα κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα, αλλά αν οι Έλληνες θέλουν να αποκλείσουν τη Σμύρνη, θα πρέπει να συνεννοηθούν με τις Μεγάλες Δυνάμεις, διότι η Τουρκία δεν έχει εμπορικά πλοία.[69] OΣαΐντ Χαλίμ εννοούσε ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις θα αντιδρούσαν σε πολεμικές ενέργειες της Ελλάδας, διότι θα πλήττονταν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Στη νέα ανταπάντησή της προς τον μέγα βεζίρη η ελληνική κυβέρνηση επισήμανε ότι στην Κέρκυρα δεν υποβλήθηκαν νέες προτάσεις, απλά η γερμανική κυβέρνηση είχε αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο για να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις για την εφαρμογή της συλλογικής απόφασης των Μεγάλων Δυνάμεων με την οποία τα νησιά εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα. [70]

Ήταν προφανές ότι η γερμανική διαμεσολαβητική προσπάθεια είχε αποτύχει. Με το σοβαρό θέμα των νησιών του Αιγαίου δεν ασχολήθηκαν προσωπικά ούτε ο αυτοκράτορας ούτε ο καγκελάριος, αλλά μόνο οι Γερμανοί πρέσβεις στην Αθήνα και στην Άγκυρα. Εκτιμώντας ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε γεωστρατηγική σημασία για τη Γερμανία και δεν έπρεπε να περιέλθει υπό την επιρροή της Αντάντ, ο Βάνγκενχαϊμ ήταν ιδιαίτερα ελαστικός στους Νεότουρκους. Σε πρώτη φάση η γερμανική διπλωματία όφειλε να παράσχει εγγυήσεις ασφάλειας στην Τουρκία κατά το πνεύμα των τοποθετήσεων του Βενιζέλου και του Στρέϊτ, επισημαίνοντας ότι με την προσάρτηση των νησιών στην Ελλάδα δεν κινδύνευε άμεσα η ασιατική Τουρκία, ότι το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν εξαρτιόταν από την Ελλάδα. Αναμφισβήτητα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους είχε αναβιώσει το όραμα της Μεγάλης Ιδέας στη συνείδηση των Ελλήνων και στις 29 Μαΐου/ 11 Ιουνίου 1914 τελέστηκε στο ναό της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη μεγαλοπρεπής κατανυκτική δέηση στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο μητροπολίτης Γεννάδιος εκφώνησε βαρυσήμαντο λόγο, εξαίροντας τη θυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, αλλά και επισημαίνοντας ότι «Είναι ευτύχημα δια τον Ελληνισμόν ότι εις το πρόσωπον του Κωνσταντίνου Δωδεκάτου διακρίνει πιστόν εκμαγείον της μεγάλης μορφής του θρυλικού προκατόχου του».[71] Ωστόσο, δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί καμιά συγκεκριμένη πολιτική για τον αλύτρωτο Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, ο οποίος ήταν νομιμόφρων έναντι του σουλτάνου. Ούτε η Αγγλία ήταν πρόθυμη να συνάψει συνθήκη συμμαχίας με την Ελλάδα το 1914. Η γερμανική πολιτική για τη συγκρότηση ενός αντισλαβικού άξονα Αθήνας-Κωνσταντινούπολης- Βουκουρεστίου θα ήταν επιτυχής, αν η Γερμανία επέβαλλε τη συλλογική απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων για τα νησιά και ταυτόχρονα εξάλειφε τους φόβους των Νεοτούρκων ότι με τα νησιά υπό ελληνική κυριαρχία κινδύνευε η εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αποτυχία της Γερμανίας να ‘’λύσει’’ το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου και να προστατεύσει αποτελεσματικά τον Ελληνισμό στην Ανατολική Θράκη και στη Μικρά Ασία προκάλεσε σκεπτικισμό στην Αθήνα για την αποτελεσματικότητα της γερμανικής διπλωματίας. Από την άποψη αυτή μια μελλοντική ανάληψη στρατιωτικής δράσης από την Ελλάδα στη Μικρά Ασία θα μπορούσε να έχει τουλάχιστον την επίφαση της προστασίας του Ελληνισμού.

Ο Βάνγκενχαϊμ ενδιαφερόταν περισσότερο για την ενίσχυση της γερμανικής επιρροής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη μείωση κυρίως της γαλλικής επιρροής μέσω των γαλλικών δανείων, αλλά και της αγγλικής μέσω της βρετανικής ναυτικής αποστολής. Έντονα αντέδρασε ο Γερμανός πρέσβης όταν ο υπουργός Οικονομικών, Τζαβίτ μπέης, σε συνέντευξη Τύπου δήλωσε ότι η Γερμανία δεν μπορεί να διεκδικεί την προνομιακή μεταχείριση της Γαλλίας, η οποία με τη χορήγηση δανείων έσωσε την Τουρκία από την απελπιστική της κατάσταση, ενώ η Γερμανία ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά στήριξε την Τουρκία, διότι στο ζήτημα των νησιών δεν κατόρθωσε να περισώσει τη Χίο και τη Μυτιλήνη για την Τουρκία.[72] Ο υπουργός Οικονομικών υπαινισσόταν ότι με δάνεια γαλλικών τραπεζών η Τουρκία αγόρασε το μεγαλύτερο dreadnought στον κόσμο, το RiodeJaneiro, για να αποκτήσει ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο.

Για την ελληνική κυβέρνηση δύο λύσεις υπήρχαν για την εφαρμογή της απόφασης των Μεγάλων Δυνάμεων για τα νησιά: ή προληπτικός πόλεμος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν αφιχθούν τα dreadnoughts ή άσκηση πίεσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία να αναγνωρίσει την ελληνική κυριαρχία στα νησιά μέσω της αποκατάστασης της ναυτικής ‘’ισορροπίας του τρόμου’’, αν δηλαδή η Ελλάδα αγόραζε και άλλα πολεμικά πλοία τα οποία μαζί με το θωρηκτό Αβέρωφ θα εξισορροπούσαν τους τουρκικούς ναυτικούς εξοπλισμούς. Τα νέα πολεμικά πλοία έπρεπε να είναι ετοιμοπαράδοτα και να αφιχθούν πριν από την παράδοση του RiodeJaneiro και του Resadieh. Και οι δύο επιλογές εξετάζονταν σοβαρά. Επιτελικοί αξιωματικοί είχαν ταχθεί υπέρ του πολέμου, ενώ η αντιπολίτευση κατηγορούσε τον Βενιζέλο για προδοσία στο Βορειοηπειρωτικό, για ενδοτικότητα στο ζήτημα των νησιών και για αδυναμία προστασίας του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η περίπτωση των Βορειοηπειρωτών οι οποίοι με την ένοπλη αντίστασή τους κατάφεραν την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας προβαλλόταν ως ένα καλό παράδειγμα. Η εκλογή του αντιβενιζελκού Γεωργίου Χρηστάκη – Ζωγράφου ως βουλευτή Αττικοβοιωτίας στις επαναληπτικές εκλογές του Μαΐου 1914 ερμηνεύθηκε από τον αντιπολιτευτικό Τύπο ως αποδοκιμασία της εξωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου.[73] Και για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης ο Βενιζέλος κατέφευγε στην πολεμική ρητορική. Ωστόσο, ένας ναυτικός κυρίως πόλεμος με την Ελλάδα ως επιτιθέμενη στο όνομα της εφαρμογής των αποφάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων ενείχε κινδύνους . Η Αγγλία και η Ρωσία δεν τον ενέκριναν, φοβούμενες το κλείσιμο των Στενών και το πλήγμα των εμπορικών τους συμφερόντων,[74] ενώ οι Νεότουρκοι θα μπορούσαν να επικαλεστούν την επιθετικότητα της Ελλάδας και να προβούν σε μαζική εκδίωξη των Ελλήνων[75]. Από την πλευρά τους και οι Νεότουρκοι εξέταζαν την περίπτωση όχι μόνο ναυτικών, αλλά και χερσαίων συγκρούσεων, να μετακινήσουν, δηλαδή, στρατεύματα μέσω Δυτικής Θράκης και να προσβάλουν την Ελλάδα. Για την επιτυχία αυτής της κυκλωτικής κίνησης θα έπρεπε η Βουλγαρία να παράσχει άδεια διέλευσης τουρκικών στρατευμάτων μέσω της Δυτικής Θράκης και η Ρουμανία να τηρήσει ευμενή ουδετερότητα. Με την προοπτική της υπογραφής μιας ρουμανο-βουλγαρο-τουρκικής συνθήκης συμμαχίας ο Ταλαάτ μπέης επισκέφθηκε το Βουκουρέστι (24-28 Μαΐου 1914), χωρίς ωστόσο η επίσκεψή του να σημειώσει επιτυχία. Στο Βουκουρέστι ο Ταλαάτ μπέης διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατη η συμφιλίωση Βουλγαρίας-Ρουμανίας. Ο Ρουμάνος πρωθυπουργός Ιών Μπρατιάνου (ΙonBrătianu) τάχθηκε εναντίον μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, τονίζοντας ότι η μικρή Ελλάδα δεν αποτελούσε κίνδυνο για την Τουρκία, αντίθετα, απειλή για την Τουρκία συνιστούσαν οι γείτονές της Σλάβοι.[76] Σχετικά με τα νησιά του Αιγαίου η Τουρκία θα μπορούσε να δεχτεί ένα καθεστώς παρόμοιο μ’αυτό της Ανατολικής Ρωμυλίας, επισήμανε ο Ρουμάνος πρωθυπουργός. Στην ερώτηση του Ταλαάτ μπέη πώς θα έβλεπε η Ρουμανία μια ελληνοτουρκική αμυντική συνθήκη συμμαχίας ο Μπρατιάνου απάντησε ότι η Ρουμανία θα προσχωρούσε στη συμμαχία αυτή, αναλαμβάνοντας στρατιωτικές υποχρεώσεις, χωρίς να διευκρινίσει αν θα τελούσε υπό την προστασία της Αντάντ ή των Κεντρικών Δυνάμεων.[77]

Είναι προφανές ότι ο Μπρατιάνου κινούνταν στον άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με την Τουρκία: 1) επικυριαρχία του Σουλτάνου στα νησιά, 2)ελληνο-τουρκο- ρουμανική αμυντική συνθήκη συμμαχίας. Οι θέσεις του Μπρατιάνου ανταποκρίνονταν πλήρως και στα γερμανικά συμφέροντα. Η Ρουμανία δεν θα ανεχόταν διέλευση τουρκικών στρατευμάτων από βουλγαρικό έδαφος και βουλγαρο-τουρκική συνεργασία κατά της Ελλάδος. Από την πλευρά της και η βουλγαρική κυβέρνηση του Βασίλ Ραδοσλάβωφ απέρριπτε συνεχώς το τουρκικό αίτημα για διέλευση τουρκικών στρατευμάτων από τη Δυτική Θράκη από φόβο μήπως τα τουρκικά στρατεύματα δεν αποχωρήσουν από εκεί.[78] Ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα περιοριζόταν σε ναυτικές επιχειρήσεις. Με αποδιοργανωμένες τις τουρκικές δυνάμεις η αιφνίδια κατάληψη της Καλλίπολης και ο αποκλεισμός της Σμύρνης ήταν εφικτοί στόχοι για την Ελλάδα, αλλά ο Βενιζέλος σκεπτόταν τις αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και προέτασσε την ‘’ναυτική ισορροπία του τρόμου΄΄ για την εξεύρεση ειρηνική λύσης, θεωρώντας τον πόλεμο ως την έσχατη λύση.

Για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών της έναντι των Μεγάλων Δυνάμεων η κυβέρνηση Βενιζέλου, μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Βόρειο Ήπειρο, έφερε στη Βουλή στις 9/22 Μαΐου 1914 το νομοσχέδιο για την εκκένωση της νήσου Σάσωνος. Κατά την πρώτη ανάγνωση του νομοσχεδίου διεξήχθη έντονη συζήτηση. Οξεία κριτική στην κυβέρνηση άσκησε ο πρώην υπουργός Ναυτικών Νικόλαος Στράτος. Χαρακτήρισε ως λάθος τη σύνδεση του Βορειοηπειρωτικού με το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου και επέκρινε την κυβέρνηση που εγκατέλειψε τους Βορειοηπειρώτες στο έλεος των Αλβανών και τους αφόπλισε μετά από πίεση των Αυστριακών. Σχετικά με την εκκένωση της νήσου Σάσωνος επισήμανε ότι δεν πρόκειται απλά για ξερονήσι, αλλά για νησί που έχει στρατηγική σημασία για την ασφάλεια των Στενών της Κέρκυρας.[79] Κατά τη πρώτη ανάγνωση το νομοσχέδιο πέρασε με 87 θετικές ψήφους έναντι 26 αρνητικών. Άλλη συζήτηση στη Βουλή στις 12/25 Μαΐου 1914 για το νομοσχέδιο εξελίχθηκε σε γενικότερη κριτική προς την κυβέρνηση για το Βορειοηπειρωτικό[80]. Στη συνεδρίαση της 28ης Μαΐου 1914/10ης Ιουνίου 1914 μετά τη δεύτερη και τελευταία ανάγνωση το νομοσχέδιο ψηφίστηκε. Ο Βενιζέλος τόνισε ότι μετά την εκκένωση της Σάσωνος θα χαραχθούν οριστικά τα σύνορα με την Αλβανία και θα προσαρτηθούν τα νησιά με διάταγμα.[81]

Οι Μεγάλες Δυνάμεις, ωστόσο, δεν αποτελούσαν ένα συμπαγές σύνολο και ασχολούνταν με θέματα ‘’υψηλής πολιτικής’’ στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενεργούσε με βάση συγκεκριμένο σχέδιο. Στον απόηχο των ανθελληνικών διωγμών στην Ανατολική Θράκη ο Γκαλίμπ Κεμάλ μπέης πρότεινε στον Βενιζέλο, στις 7/20 Μαΐου 1914, την ανταλλαγή του ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης με τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας. OΒενιζέλος δεν απέρριψε την πρόταση, αλλά για το λεπτό αυτό ζήτημα θα αποφάσιζε το υπουργικό συμβούλιο. [82] Ο Στρέϊτ επέπληξε τον Βενιζέλο για τη σπουδή του να αποδεχτεί την τουρκική πρόταση, παραδέχτηκε όμως ότι το ζήτημα ήταν περίπλοκο διότι, αν η Ελλάδα δεν αποδεχόταν την τουρκική πρόταση, θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι είχε εδαφικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία, αλλά το υπουργικό συμβούλιο θα είχε τον τελευταίο λόγο, επισήμανε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών. [83] Το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε την ανταλλαγή του ελληνικού πληθυσμού της Θράκης και ενός μέρους της Μικράς Ασίας με τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας και η Τουρκία συμφώνησε.[84] Ήταν μια επιτυχία της τουρκικής διπλωματίας για να ‘’νομιμοποιήσει’’ τα αποτελέσματα των μέχρι τώρα διωγμών και μια ήττα της Ελλάδας, διότι δεν υπήρχε καμιά εγγύηση ότι η ανταλλαγή θα γινόταν σε εθελούσια βάση ή ότι οι διωγμοί θα έπαυαν. Για να εξακριβώσει τα αίτια της μετανάστευσης των μουσουλμάνων της Μακεδονίας ο Γκαλίμπ Κεμάλ μπέης πραγματοποίησε περιοδεία στην Ανατολική Μακεδονία στις αρχές Ιουνίου 1914 με την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης. Όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου, ο οποίος παρακολουθούσε την περιοδεία του Τούρκου πρέσβη,[85] αλλά και από συνέντευξη του Γκαλίμπ Κεμάλ μπέη μετά το πέρας της αποστολής του στην εφημερίδα Εμπρός δεν υπήρχε συγκεκριμένη πολιτική της Ελλάδας για εκδίωξη των μουσουλμάνων οι οποίοι είχαν υποδεχτεί τον ελληνικό στρατό ως απελευθερωτή κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δυσαρεστημένοι από τη συμπεριφορά των Βουλγάρων.[86] Έλαβαν χώρα περιορισμένης έκτασης συλλήψεις, κακοποιήσεις και φυλακίσεις μουσουλμάνων στη Δράμα τον Απρίλιο του 1914, όταν αυτοί αρνήθηκαν να αφοπλιστούν μετά από εντολή των ελληνικών αρχών, διότι υπήρχαν πληροφορίες ότι προετοίμαζαν εξέγερση σε συνεργασία με Βούλγαρους κομιτατζήδες. Τα αίτια της μετανάστευσης ήταν η απροθυμία ενός μέρους μουσουλμάνων να τεθούν υπό τη διοίκηση ενός χριστιανικού κράτους ή η επιθυμία τους να διατηρήσουν την οθωμανική υπηκοότητα. Αλλά στην ελληνική Μακεδονία κατέρχονταν και μουσουλμανικοί πληθυσμοί από περιοχές που είχαν περιέλθει στην επικράτεια της Βουλγαρίας και της Σερβίας και μετανάστευαν στην Τουρκία. Η Θεσσαλονίκη ήταν το κέντρο συγκέντρωσή τους. Η Ελλάδα, που έβλεπε ως κύριο εχθρό τη Βουλγαρία, δεν είχε σχέδιο εκδίωξης των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών το 1913/14, χρειαζόταν τους φιλήσυχους μουσουλμάνους αγρότες για την παραγωγή. Αν υπήρξαν μεμονωμένες βιαιοπραγίες σε μουσουλμάνους, αυτές οφείλονταν κυρίως στην κοντόφθαλμη αντίληψη διοικητικών υπαλλήλων και στρατιωτικών. Αντίθετα στους Βούλγαρους λειτουργούσε έντονα μια εχθρότητα κατά των μουσουλμάνων. Οι βουλγαρικές μνήμες από την Τουρκοκρατία ήταν νωπές, η Βουλγαρία το 1913 είχε μόλις 35 χρόνια αυτόνομού βίου και 5 χρόνια ανεξάρτητου βίου. Θεωρώντας τους Πομάκους ως Βούλγαρους μουσουλμάνους ο βουλγαρικός στρατός προέβη σε βίαιο εκχριστιανισμό των Πομάκων. Σερβικές παραστρατιωτικές οργανώσεις για ευεξήγητους ιστορικούς λόγους εκδίωκαν τους Αλβανούς. [87]




Ενώ ο Γκαλίμπ Κεμάλ μπέης βρισκόταν στην Ανατολική Μακεδονία, στη Μικρά Ασία είχε ήδη αρχίσει ένα κύμα νέων διώξεων. Αρχικά προσβλήθηκε το Αδραμύττιο και το Τσεσμέ και πολιορκήθηκε η ευρύτερη περιοχή των Κυδωνιών[88], χωρίς ωστόσο το Αϊβαλί να υποστεί επίθεση από τα σώματα των ατάκτων βαζιβουζούκων. Στις 25 Μαΐου/ 7 Ιουνίου 1914 το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε το Γένος σε διωγμό και έκλεισε τις εκκλησίες και τα σχολεία.[89] Στη συνεδρίαση της Βουλής της 29ης Μαΐου/11ης Ιουνίου 1914 ο Βενιζέλος απέδωσε τους διωγμούς σε συγκεκριμένο σχέδιο των Νεότουρκων για εκρίζωση του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία και, σύμφωνα με τις πληροφορίες της κυβέρνησης, η τακτική που εφαρμοζόταν ήταν η ακόλουθη: τη νύκτα συγκεντρώνονταν οι επιδρομείς και καλούσαν τους Έλληνες να αναχωρήσουν. Αν αυτοί αρνούνταν, άρχισαν τους πυροβολισμούς και τις επιθέσεις για να φέρουν τους Έλληνες σε απόγνωση και να τους εξαναγκάσουν να εγκαταλείψουν τα πάντα και να απέλθουν με πλοία στα νησιά.[90] Η οθωμανική κυβέρνηση απέδιδε, συνέχισε ο Βενιζέλος, το ανθελληνικό κίνημα σε πράξεις αντεκδίκησης των μουσουλμάνων προσφύγων από τη Μακεδονία, χωρίς να μπορέσει να προβλέψει την ένταση των διωγμών, τους οποίους όμως υποσχόταν ότι θα αναχαίτιζε. [91]Όπως όμως αναφέρθηκε, επρόκειτο για κυβερνητικό σχέδιο του Νεοτουρκικού Κομιτάτου [92] με φυσικούς αυτουργούς Τουρκοκρήτες και Αλβανούς μουσουλμάνους πρόσφυγες που δρούσαν ως ειδικά σώματα βαζιβουζούκων με την ανοχή των τοπικών τουρκικών αρχών, όπως του νομάρχη της Σμύρνης Ραχμή μπέη (RahmiBey). Οι διωγμοί επεκτάθηκαν στο βιλαέτι Αϊδινίου. Επλήγησαν το Σερέκιοϊ, η Μαινεμένη και κυρίως η Παλαιά Φώκαια που λεηλατήθηκε και μερικώς πυρπολήθηκε στις 13 Ιουνίου 1914 με ανθρώπινα θύματα.[93]Ερημώθηκε η Ερυθραία, η παραλία της Φώκαιας και η περιοχή της Περγάμου.[94]Λόγω της έκτασης των διωγμών συγκροτήθηκε επιτροπή των διερμηνέων των Μεγάλων Δυνάμεων που μετέβη στη Μικρά Ασία για επιτόπια έρευνα. Μετά από πίεση της Αγγλίας προς τον μέγα βεζύρη συγκροτήθηκε και Διεθνής Ανακριτική Επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους των πρεσβειών των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη. Τον Ιούνιο πραγματοποίησε περιοδεία στη Μικρά Ασία (μετά από τη Θράκη) ο Ταλαάτ μπέης για την ‘’τιμωρία των ενόχων’’. Για τα συμβάντα στο Αδραμύττιο δήλωσε ότι διέταξε τη σύλληψη 41 μουσουλμάνων, υπεύθυνων για τους ανθελληνικούς διωγμούς,[95] ενώ μετά την αναχώρηση του Ταλαάτ μπέη από το Αϊβαλί ο καϊμακάμης υποχρέωσε τον δήμαρχο Κυδωνιών να αποστείλει ευχαριστήριο τηλεγράφημα στον μέγα βεζίρη για την ‘’αποκατάσταση της τάξης’’[96]. Στις 12 Ιουνίου 1914 ο Ταλαάτ μπέης έφθασε στη Σμύρνη. Κατά την εκεί παραμονή του στρατοδικείο καταδίκασε 47 άτομα σε φυλάκιση 3 έως 5 ετών για τη λεηλασία των περιουσιών των Ελλήνων,[97] επρόκειτο για έναν σκηνοθετημένο εμπαιγμό. Οι διωγμοί παρουσιάζονταν απλά ως πράξη εκδίκησης των μουσουλμάνων προσφύγων από τη Μακεδονία για τα δεινά που είχαν υποστεί από τους Έλληνες και η κυβέρνηση ως η δύναμη που επενέβαινε για την τιμωρία των υπευθύνων και την αποκατάσταση της τάξης. Στο δείπνο που δόθηκε προς τιμήν του Ταλαάτ μπέη ο Ραχμή μπέης προσκάλεσε τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και τους Έλληνες πρόκριτους της Σμύρνης, αλλά η πρόσκληση απορρίφθηκε με το επιχείρημα ότι δεν μπορούν να συμποσιάζονται και να συνευωχούνται με τις αρχές, ενώ οι ομογενείς τους σφάζονται και ληστεύονται και τα ιερά τους βεβηλώνονται.[98] Ωστόσο, συναντήθηκαν με τον Ταλαάτ μπέη στον οποίο περιέγραψαν την τραγωδία των Ελλήνων. Ο υπουργός Εσωτερικών επιβεβαίωσε τις αποτρόπαιες πράξεις, ομολόγησε ήταν κατά του σχεδίου εκδίωξης των Ελλήνων (αποδεικνύοντας έτσι ότι υπήρχε σχέδιο) και έδωσε καθησυχαστικές υποσχέσεις. [99]

Οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Θράκη και στη Μικρά Ασία, σε συνδυασμό με το εκκρεμές ζήτημα των νησιών του Αιγαίου, έθεσαν την κυβέρνηση Βενιζέλου μπροστά σε φοβερά διλήμματα, διότι τώρα υπήρχε και η πίεση των Μικρασιατών προσφύγων για δυναμική απάντηση της Αθήνας. Το ένα ενδεχόμενο ήταν ο πόλεμος πριν η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραλάβει τα dreadnoughts. Δεν επρόκειτο πλέον για μια αιφνιδιαστική εκβίαση των Δαρδανελλίων, αλλά για επίσημη κήρυξη ενός πολέμου, περιορισμένου σε ναυτικές επιχειρήσεις αποκλεισμού των παραλίων της Μικράς Ασίας[100]. Εκτός από την αντίθεση των Μεγάλων Δυνάμεων σε έναν ελληνοτουρκικό ναυτικό κυρίως πόλεμο, η Ελλάδα έπρεπε να είναι εξασφαλισμένη από χερσαία επίθεση της Βουλγαρίας. Για το λόγο αυτό ζήτησε την βοήθεια της Σερβίας (στις 30 Μαΐου/ 12 Ιουνίου 1914) και της Ρουμανίας (στις 31Μαΐου/13 Ιουνίου) σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης, κατά το πνεύμα της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, προβάλλοντας ως κύριο λόγο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου τις διώξεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Ο πόλεμος θα μπορούσε να αποφευχθεί αν η Ελλάδα αποκτούσε μια ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο και εξανάγκαζε έτσι την Οθωμανική Αυτοκρατορία να υποχωρήσει στο ζήτημα των νησιών. Τον μήνα Ιούνιο διεξάγονταν διαπραγματεύσεις με την Αμερική για την άμεση αγορά δύο πολεμικών πλοίων. Αν η Ελλάδα τα αποκτούσε έγκαιρα, ο κίνδυνος πολέμου θα εξαλειφόταν λόγω της υποτιθέμενης ελληνικής ναυτικής ‘’υπεροπλίας’’, εκτιμούσε ο Βενιζέλος. Στις 3/16 Ιουνίου 1914 η σερβική κυβέρνηση απάντησε ότι το ζήτημα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας έπρεπε να επιλυθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις και η ένοπλη ελληνοτουρκική σύρραξη να αποτραπεί. Η Σερβία δεν ήταν σε θέση να εμπλακεί σε έναν νέο πόλεμο, διότι τα οικονομικά της είχαν εξαντληθεί, το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού της είχε καταστραφεί και ο στρατός της λόγω της κόπωσης ήταν ανίκανος για τη διεξαγωγή νέου πολέμου. Η Βουλγαρία είχε προμηθευτεί πολεμικό υλικό από την Αυστρία, ήταν καλύτερα εξοπλισμένη και επιθυμούσε τον πόλεμο για να λάβει εκδίκηση. Η Ρουμανία που δεν είχε προσυπογράψει την ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας συμβούλευε συνεχώς τη Σερβία να επηρεάσει την Ελλάδα για ειρηνική διευθέτηση της διαφοράς με την Τουρκία. Επιπλέον, η Ελλάδα και η Σερβία κινδύνευαν να απολέσουν τις συμπάθειες της Τριπλής Συνεννόησης, ενώ και οι μουσουλμάνοι στην ασταθή Αλβανία δεν αποκλειόταν να στραφούν κατά Ελλήνων και Σέρβων, αν η Ελλάδα και η Σερβία άρχιζαν έναν πόλεμο κατά Τούρκων και Βουλγάρων. Έτσι, η Ελλάδα και η Σερβία κινδύνευσαν να απολέσουν τα αποκτήματα των Βαλκανικών Πολέμων για «ζήτημα όπερ δύναται να λυθή, προσωρινώς τουλάχιστον, δια της επεμβάσεως των Μεγάλων Δυνάμεων, μέχρις ου έλθη η κατάλληλος στιγμή καθ ην θα είμεθα καλλίτερον παρεσκευασμένοι δια τον αγώνα. Συνεπώς η Σερβική Κυβέρνησις θεωρεί καθήκον αυτής προς την Χώραν της και τα ζωτικά αυτής συμφέροντα να επισύρει την προσοχήν των συμμάχων της εφ’όλων των σοβαρών κινδύνων οίτινες θα προκύψωσιν ως η Ελλάς διακόψη τας μετά της Τουρκίας σχέσεις της και αρχίση τον πόλεμον κατά θάλασσαν»[101], κατέληγε η σερβική απάντηση. Απασχολημένη με την Αυστροουγγαρία η Σερβία δεν ήθελε εμπλοκή στην ελληνοτουρκική διένεξη και μεγιστοποίησε τον βουλγαρικό κίνδυνο. Επίσης, η θέση της κυβέρνηση Πάσιτς (Pašić) ήταν επισφαλής λόγω της διένεξής της με τους πραιτωριανούς του στρατεύματος και τη Μαύρη Χείρα. Στη Σερβία προκηρύχτηκαν εκλογές για τις 14 Αυγούστου. Για τυπικούς λόγους ο επιτετραμμένος της Σερβίας στην Κωνσταντινούπολη, Μίλαν Τζώρτζεβιτς (MilanĐorđević), διαμαρτυρήθηκε στον μέγα βεζίρη για τους διωγμούς στις 17 Ιουνίου 1914, καλώντας την κυβέρνηση να λάβει μέτρα. Στην απορία του Σαΐντ Χαλίλ για το κατά πόσο θιγόταν η Σερβία από τα συμβαίνοντα στη Μικρά Ασία, ο επιτετραμμένος της Σερβίας απάντησε ότι κάθε υπόθεση που έθιγε την Ελλάδα έθιγε και τη Σερβία ως συμμαχική χώρα. Ο μέγας βεζίρης υποσχέθηκε ότι σε λίγες ημέρες η τάξη θα αποκατασταθεί και ότι ένας πόλεμος θα ήταν παραφροσύνη, διότι τα 2.500.000 Ελλήνων στη Μικρά Ασία θα διώκονταν.[102]

Η Ρουμανία, πριν ακόμα η Ελλάδα ζητήσει τη συνδρομή της σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης, είχε υποβάλει νέο σχέδιο για το ζήτημα των νησιών, προτείνοντας το μοντέλο που είχε στο παρελθόν η Βοσνίας-Ερζεγοβίνη υπό την Αυστροουγγαρία. [103] Αυτό σήμαινε ότι στα νησιά θα υπήρχε ελληνικός στρατός και η σουλτάνος θα ασκούσε μόνο τυπική επικυριαρχία, κάτι που η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θα δεχόταν. Ωστόσο, όπως δήλωσε στον Γερμανό πρέσβη στο Βουκουρέστι ο υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας Εμμανουήλ Πορουμπάρου (EmanoilPorumbaru) η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για διαμεσολάβηση της Ρουμανίας, οι διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν επιδεινωθεί και ίσως η κούρσα των ναυτικών τους εξοπλισμών απέτρεπε έναν πόλεμο. [104] Όταν υποβλήθηκε και το ελληνικό αίτημα για κάλυψη της Ελλάδας από τη Ρουμανία σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης, ο Πορουμπάρου απάντησε στον Έλληνα πρέσβη, Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο, ότι η Ρουμανία μένει πιστή στο πνεύμα της συνθήκης του Βουκουρεστίου και ότι μετά την αναχώρηση του Ταλαάτ μπέη από το Βουκουρέστι η Βουλγαρία έσπευσε να διαβεβαιώσει τη Ρουμανία ότι επιθυμεί την ειρήνη και δεν έχει συνάψει καμιά συμμαχία με την Τουρκία. Αλλά παρά τις διώξεις των Ελλήνων στη Βουλγαρία και στην Τουρκία η Ελλάδα, συνέχισε ο Ρουμάνος υπουργός Εξωτερικών, δεν πρέπει να προκαλέσει έναν πόλεμο που θα μετέβαλε την κατάσταση και θα έκανε κακή εντύπωση στις Μεγάλες Δυνάμεις οι οποίες επιθυμούν την ειρήνη.[105] Ο Πορουμπάρου ανακοίνωσε εμπιστευτικά στον Παπαδιαμαντόπουλο το περιεχόμενο ενός τηλεγραφήματος της ρουμανικής πρεσβείας από την Κωνσταντινούπολη σύμφωνα με το οποίο ο Ενβέρ πασάς πίστευε ότι η Ελλάδα δεν θα κάνει πόλεμο, αλλά θέλει μονάχα να ερεθίζει την κοινή γνώμη, ενώ η γερμανική πρεσβεία εκτιμούσε ότι η Ελλάδα θα προκαλέσει τον πόλεμο για να μη φθάσουν τα dreadnoughtsστην Τουρκία. Σύμφωνα με το ίδιο τηλεγράφημα ο Ενβέρ πασάς αναχώρησε για τη Σμύρνη προκειμένου να ενισχύσει τις οχυρώσεις της πόλης σε περίπτωση επίθεσης του ελληνικού στόλου. Ο Πορουμπάρου προειδοποίησε την Ελλάδα να μην εκδώσει το βασιλικό διάταγμα περί προσαρτήσεως των νήσων στο άμεσο μέλλον, διότι η ενέργεια αυτή θα εκλαμβανόταν ως πρόκληση και θα υπονόμευε τη συνεννόηση.[106]

Στον ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο πρωθυπουργός Ιών Μπρατιάνου (IonI. Brătianu).Επανέλαβε ότι η Ρουμανία δεν θα επέτρεπε στην Τουρκία να προσβάλει από ξηράς την Ελλάδα, αλλά τώρα ήταν η Ελλάδα που θα προκαλούσε έναν πόλεμο, θα απειλούσε την ειρήνη και θα μετάβαλε την κατάσταση. Καθώς σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες οι Τούρκοι ήταν συμφιλιωτικοί, η Ελλάδα θα έπρεπε να επιδιώξει ειρηνική διευθέτηση, διαφορετικά θα υφίστατο τις συνέπειες σε περίπτωση περιπλοκών. Παρά τις διώξεις που υφίστατο το ελληνικό στοιχείο, ο Ρουμάνος πρωθυπουργός επέμενε η Ελλάδα να εξαντλήσει όλα τα μέσα ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών και να μην προκαλέσει πόλεμο.[107] Η Ρουμανία, όπως άλλωστε η Ρωσία και η Αγγλία, απευχόταν έναν ελληνοτουρκικό ναυτικό πόλεμο, διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα έκλεινε τα Στενά και θα πλήττονταν το ρουμανικό εξαγωγικό εμπόριο των σιτηρών.

Ο Βενιζέλος δεν επιθυμούσε έναν πόλεμο τον οποίο δεν ενέκριναν οι Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά τελούσε υπό την πίεση του Γενικού Επιτελείου και της αντιπολίτευσης η οποία τον κατηγορούσε για ενδοτική στάση. Για να αντιμετωπίσει την κριτική που υφίστατο έπρεπε, τουλάχιστο για επικοινωνιακούς λόγους, να αποδείξει ότι υπήρχαν περιθώρια ειρηνικής επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία. Για το λόγο αυτό ήταν απαραίτητο η Οθωμανική Αυτοκρατορία να μη φανεί αδιάλλακτη. Οι ανθελληνικοί διωγμοί στη Μικρά Ασία και η επικείμενη έναρξη των διαδικασιών για την ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν μια ευκαιρία για τον Βενιζέλο να ανακινήσει και πάλι το ζήτημα των νησιών. Τον Ιούνιο διεξάγονταν συνομιλίες με την Αμερική για την άμεση αγορά δύο αμερικανικών πολεμικών πλοίων, παλαιότερου τύπου από τα dreadnoughts. Αν η Ελλάδα αποκτούσε έγκαιρα τα αμερικανικά πολεμικά πλοία (pre-dreadnoughts), η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι με τη ναυτική της υπεροπλία στο Αιγαίο θα επέβαλε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μια λύση του ζητήματος των νησιών και να ‘’καθησυχάσει’’ την αντιπολίτευση. Σε περίπτωση αδυναμίας της Ελλάδας να αγοράσει τα αμερικανικά πολεμικά πλοία, ο πόλεμος ήταν για τον Βενιζέλο η έσχατη λύση, πριν καταφθάσουν τα πολεμικά πλοία RiodeJaneiro και Resadieh στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τα αγγλικά ναυπηγεία. Σε διαφορετική περίπτωση η θέση του Βενιζέλου ως πρωθυπουργού διακυβευόταν.

Στις 29 Μαΐου /11 Ιουνίου 1914, υπό τον αντίκτυπο των διωγμών στη Μικρά Ασία, η ελληνική κυβέρνηση επέδωσε διπλωματική διακοίνωση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με την απαίτηση για επανόρθωση των ζημιών, για αποζημίωση των παθόντων και για εγγυήσεις ότι δεν θα επαναληφθούν παρόμοια έκτροπα.[108] Αν η οθωμανική κυβέρνηση αποδεχόταν κατά βάση τους ελληνικούς όρους, ο Βενιζέλος θα μπορούσε να υποστηρίξει στην κοινή γνώμη την άποψη ότι υπήρχαν δυνατότητες ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την αποθαρρυντική στάση της Ρουμανίας, ο ίδιος ο Βενιζέλος σε συνεργασία με τον Τούρκο πρέσβη στην Αθήνα συνέταξε το σχέδιο της απάντησης του μεγάλου βεζίρη ώστε αυτή να γίνει αποδεκτή από τη ελληνική κυβέρνηση.[109] Ο Σαΐντ Χαλίμ ενημέρωσε τον Βάνγκενχαϊμ ότι στην απάντησή του θα αμφισβητούσε το δικαίωμα της Ελλάδας να ενδιαφέρεται για οθωμανούς υπηκόους, αλλά θα ικανοποιούσε σε μεγάλο βαθμό τις απαιτήσεις του Βενιζέλου και δεν θα δημοσίευε την έκθεση του Γκαλίμπ Κεμάλ μπέη για την περιοδεία του στη Μακεδονία.[110] Υπό τον ισχυρό αντίκτυπο των σφαγών στην Παλαιά Φώκαια ο μέγας βεζίρης εξέφρασε φόβο στον Γερμανό πρέσβη ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου θα επακολουθούσαν αθρόες σφαγές Ελλήνων της Μικράς Ασίας με αποτέλεσμα την επέμβαση της Ευρώπης. Ο Βάνγκενχαϊμ, ο οποίος προφανώς είχε διαβάσει την έκθεση του Τούρκου πρέσβη στην Αθήνα, πρότεινε στον μέγα βεζίρη από τη μια πλευρά να στείλει αρκετό στρατό για να αναχαιτίσει τη δράση των ατάκτων ομάδων στη Μικρά Ασία, αλλά από την άλλη να καταστήσει ευρύτερα γνωστό στην Ευρώπη το ‘’δράμα’’ των μουσουλμάνων της Μακεδονίας, επισημαίνοντας ότι οι Τούρκοι κατά το μάλλον ή ήττον προέβαιναν σε αντίποινα.[111] Δεν υπήρχε ωστόσο μέτρο σύγκρισης, διότι οι ελληνικές αρχές δεν εξανάγκαζαν τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας να μεταναστεύσουν. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι που μέσω της ελληνικής Μακεδονίας μετανάστευαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προέρχονταν από περιοχές που είχαν ενσωματωθεί στη Σερβία και τη Βουλγαρία. Όπως είχε επισημάνει ο Στρέΐτ στον Κουάτ, η έκθεση του Γκαλίμπ Κεμάλ μπέη, ο οποίος επέκρινε την Ελλάδα για τη στάση της έναντι των Μουσουλμάνων, ήταν ανακριβής απλά για να ικανοποιήσει την Υψηλή Πύλη και να εξασφαλίσει τη θέση του.[112] Όταν έγινε γνωστό στην Αθήνα ότι στην απάντησή του ο μέγας βεζίρης θα επισήμαινε ότι οι οθωμανοί υπήκοοι ελληνικής καταγωγής δεν αποτελούσαν προτεκτοράτο της Ελλάδας, ο Στρέϊτ ζήτησε μέσω του Κουάτ την παρέμβαση του Βάνγκενχαϊμ για την απάλειψη αυτού του χωρίου, διότι η Ελλάδα εδώ και μήνες διαπραγματευόταν με την Τουρκία για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Αναφέρθηκε στο ζήτημα των προσφύγων και επέμενε στην απάντηση να υπάρχει και η πρόβλεψη για την τιμωρία των ενόχων Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων.[113] Ο Στρέϊτ κάλεσε τη Γερμανία να επιδείξει ενδιαφέρον για την Ελλάδα και να προβεί στην Κωνσταντινούπολη σε ανάλογα διαβήματα μ’ αυτά της Γαλλίας και της Ρωσίας που πρότειναν στην οθωμανική κυβέρνηση να υποχωρήσει. Έτσι, τυχόν επίλυση της ελληνοτουρκικής διαφοράς θα φαινόταν ως επίτευγμα της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ο Κουάτ απάντησε ότι δεν γνωρίζει για τις ενέργειες της Γαλλίας και της Ρωσίας και τόνισε τις παραινέσεις του Βάνγκενχάϊμ στον μέγα βεζίρη για την αποστολή στρατού στις περιοχές που σημειώνονταν τα έκτροπα και την τιμωρία των ενόχων.[114] Ο Στρέϊτ σκεπτόταν το πολιτικό κόστος που θα είχε για την κυβέρνηση μια απαξιωτική απάντηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ οι Γερμανοί πρέσβεις περιορίζονταν μόνο σε παραινέσεις

Στις 5/18 Ιουνίου ο Σαΐντ Χαλίλ, που εκτελούσε και χρέη υπουργού Εξωτερικών, επέδωσε την απάντηση στον Δημήτριο Πανά. Η τουρκική διπλωματική διακοίνωση άρχιζε με την επισήμανση ότι η Ελλάδα είχε το δικαίωμα να ενδιαφέρεται μόνο για Έλληνες υπηκόους «Έλαβον την υπ. αρ. 3054 διακοίνωσιν, την οποίαν η υμετέρα εξοχότης ευηρεστήθη να μου απευθύνη. Φρονών ότι η διακοίνωσις αύτη δεν δύναται να αποβλέπη ή την θέσιν των Ελλήνων υπηκόων, διαβεβαιώ υμάς ότι η Αυτοκρατορική κυβέρνησις δεν θέλει λείψει να επιληφθή μετ’άκρας δικαιοσύνης παντός διαβήματος αποβλέποντος τούτους…» [115] Το μεγαλύτερο μέρος της απάντησης αναφερόταν στη μετανάστευση των 80.000 καταδιωκομένων μουσουλμάνων προσφύγων από τη Μακεδονία στη Θράκη και τη Μικρά Ασία και στα προβλήματα που ανέκυψαν, τα οποία όμως η κυβέρνηση αντιμετώπιζε επιτυχώς, και κατέληγε με την ελπίδα «ότι ουδέν γεγονός θα επέλθη όπως ταράξη την ησυχίαν εν τη Μικρά Ασία και ότι η Βασιλική Κυβέρνησις θέλει λάβει τα καθ’εαυτήν τελεσφόρα μέτρα προς εξασφάλισιν της ειρήνης εν Μακεδονία, όπως ουδέν πλέον εν τω μέλλοντι επηρεάση τας αγαθάς των δύο κρατών σχέσεις», [116]

Η απάντηση ήταν σχετικά ισορροπημένη, αλλά ασαφής. Όπως δήλωσε ο Στρέϊτ στον Κουάτ, ο συμφιλιωτικός τόνος της διπλωματικής διακοίνωσης ικανοποίησε τον βασιλιά και την κυβέρνηση, δυσαρέστησε όμως την κοινή γνώμη και την αντιπολίτευση. Ωστόσο, ο Στρείτ εκτιμούσε ότι επρόκειτο για μια διπλωματική επιτυχία της Ελλάδας η οποία, για να μη δυσαρεστήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις, άγγιξε τα όρια της αυταπάρνησής της.[117] Η Ελλάδα δεν επωφελήθηκε της τωρινής υπεροχής της έναντι της Τουρκίας, αλλά προσδοκούσε ότι και οι Μεγάλες Δυνάμεις θα απέτρεπαν την Τουρκία να καταχραστεί την υπεροχή της σε περίπτωση απόκτησης των dreadnoughts, επισήμανε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών. Η ειρήνη θα διασφαλιζόταν όχι μόνο με τη διαλλακτικότητα της Τουρκίας, αλλά και με την αγορά των αμερικανικών πολεμικών πλοίων. Ο Στρέϊτ παραδέχτηκε ότι η υπόθεση χρονοτριβούσε και για το λόγο αυτό ο Βενιζέλος είχε αποστείλει στις 18 Ιουνίου τηλεγράφημα στον Πρόεδρο Ουίλσων.[118]

Στην ουσία επρόκειτο για μια επιτυχία της τουρκικής διπλωματίας η οποία ακολουθούσε συγκεκριμένο σχέδιο εκδίωξης των Ελλήνων της Μικράς Ασίας πριν από την επίλυση του ζητήματος των νησιών. Hένταση των διωγμών είχε μειωθεί, αλλά οι διωγμοί δεν είχαν παύσει. Το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών είχε προτεραιότητα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και στις 7/20 Ιουνίου 1914 ο Γκαλίμπ Κεμάλ μπέης επέδωσε δεύτερη διπλωματική διακοίνωση στην ελληνική κυβέρνηση για τη συγκρότηση της μικτής επιτροπής ανταλλαγής πληθυσμών που θα μπορούσε να αναλάβει αμέσως τις εργασίες της[119]. Με ιδιαίτερη ικανοποίηση ο Ταλαάτ μπέης και ο μέγας βεζίρης ενημέρωσαν τον Βάνγκενχαϊμ για τις επικείμενες εργασίες της μικτής επιτροπής στην Θεσσαλονίκη και στη Σμύρνη. Παραδέχτηκαν ότι είχαν διαπραχθεί έκτροπα κατά των Ελλήνων με την ανοχή των αρχών, αλλά οι υπαίτιοι θα τιμωρούνταν. Αν ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο Γερμανός Ε΄, που είχε κλείσει τις εκκλησίες και τα σχολεία καλούσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να παρέμβουν, θα απαγχονιζόταν ως προδότης του κράτους.[120] Στην παρατήρηση του Γερμανού πρέσβη για τις ρωσικές αντιδράσεις, ο Ταλαάτ μπέης απάντησε ότι κατά τη συνάντησή του με τη ρωσική αντιπροσωπεία στη Λιβαδειά της Κριμαίας του δόθηκαν συμβουλές για τη μετατροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε ένα γενικό θεσμό της Ορθοδοξίας. Ο Ταλαάτ μπέης υπονοούσε προφανώς ότι η Ρωσία, έχοντας βλέψεις στην Κωνσταντινούπολη και στηριζόμενη κυρίως στους Αρμένιους, αμφισβητούσε τον οικουμενικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.[121] Αλλά στο ζήτημα των νησιών ο μέγας βεζίρης παρέμεινε αδιάλλακτος. Ως νέα πρόφαση προέβαλλε τις εξελίξεις στην Αλβανία. Καθώς το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα συνδεόταν με το νησιωτικό, οι εξεγέρσεις των μουσουλμάνων της Αλβανίας κατά του πρίγκιπα Βηντ και η επικρατούσα αναρχία στη χώρα ενείχαν τον κίνδυνο διαμελισμού της χώρας μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας. Σε μια τέτοια περίπτωση τα νησιά θα κατοχυρώνονταν οριστικά στην Τουρκία, προσδοκούσε ο Σαΐντ Χαλίμ πασάς. [122]

Λόγω της ασάφειας και των υπεκφυγών της τουρκικής απάντησης η κυβέρνηση Βενιζέλου δεχόταν κριτική από αξιωματικούς του Γενικού Επιτελείου (Μεταξάς, Δούσμανης) για τις υποχωρήσεις της. Το ζήτημα των νησιών είχε περιέλθει σε στασιμότητα, είχαν εκδιωχθεί πάνω από 100.000 Έλληνες από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία και, σε περίπτωση απόκτησης των δύο dreadnoughts, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα εξασφάλιζε ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο, διαπραγματευόμενη έτσι από θέση ισχύος για τα νησιά. Το Γενικό Επιτελείο προέκρινε τον προληπτικό πόλεμο, παρά τις αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, ωστόσο, δεν μπορούσαν να επιβάλουν την απόφασή τους για τα νησιά. Ο πόλεμος θα ήταν κυρίως ναυτικός και ο επικεφαλής της βρετανικής ναυτικής αποστολής, ναύαρχος MarkKerr, είχε ήδη επεξεργαστεί το πολεμικό σχέδιο που θεωρήθηκε εφικτό από τον Μεταξά. [123] Το μοναδικό πολιτικό χαρτί του Βενιζέλου να αναστείλει τον πόλεμο ήταν η αγορά των αμερικανικών πολεμικών πλοίων. Στις 23 Ιουνίου, την ημέρα που το αμερικανικό Κογκρέσο θα ενέκρινε ή θα απέρριπτε την πώληση των πολεμικών πλοίων Ιdaho και Missisipi στην Ελλάδα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ συναντήθηκε με τον Κουάτ για να του εκθέσει την κατάσταση. Επισήμανε ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, διότι οι διωγμοί συνεχίζονταν. Ο πόλεμος θα αποτρεπόταν μονάχα αν η Ελλάδα εξασφάλισε τα αμερικανικά πλοία. Αν το αμερικανικό Κογκρέσο δεν ενέκρινε την πώλησή τους, ο Βενιζέλος θα συγκαλούσε το υπουργικό συμβούλιο και το Γενικό Επιτελείο για να αποφασίσουν περί του πρακτέου.[124] Στην παρατήρηση του Κουάτ πώς αντιλαμβανόταν τον πόλεμο, ο Κωνσταντίνος Α΄ αποκάλυψε το ελληνικό σχέδιο με την παράκληση να μη κοινοποιηθεί στην Κωνσταντινούπολη: Αιφνιδιαστική κατάληψη στρατηγικών σημείων στη Μικρά Ασία σε περιοχές όπου υπάρχουν ελάχιστα τουρκικά στρατεύματα ή και καθόλου. Σε περίπτωση υπεροχής του εχθρού, θα μεταφερθούν αμέσως με πλοία στρατιωτικές ενισχύσεις. Ο Κουάτ αμφέβαλε αν το σχέδιο αυτό ήταν εφικτό στις νέες συνθήκες και συμβούλεψε τον Κωνσταντίνο Α΄ να μην εμπλακεί σε μια περιπέτεια χωρίς προοπτική, διότι θα επακολουθούσαν σφαγές Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Ο βασιλιάς απάντησε ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο Βενιζέλος ήταν κατά του πολέμου, αλλά στο υπουργικό συμβούλιο υπερίσχυε η φιλοπόλεμη ομάδα. Επιβεβαίωσε ότι στη Μυτιλήνη είχαν σχηματισθεί ένοπλες ελληνικές ομάδες που μετέβαιναν στη Μικρά Ασία για την προστασία των διωκόμενων Ελλήνων και κάλεσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να κατανοήσουν ότι, παρά τις διαβεβαιώσεις της Τουρκίας, οι ανθελληνικοί διωγμοί συνεχίζονταν ως μέρος ενός σχεδίου ηγετικών προσωπικοτήτων στην Κωνσταντινούπολη. Παρά τη στάση της Σερβίας και της Ρουμανίας η Ελλάδα θα διακινδύνευε τον πόλεμο, ο οποίος κρινόταν αναπόφευκτος. Ο Κωνσταντίνος Α΄ εξέφρασε τη λύπη του για την αδράνεια των Μεγάλων Δυνάμεων. Πρόσθεσε ότι επιστρατεύθηκαν και άλλοι έφεδροι ναύτες, ότι σε περίπτωση πολέμου η Ελλάδα θα προσπαθούσε να ξεσηκώσει και τους Άραβες κατά των Οθωμανών και κατέληξε λέγοντας ότι δεν είχε εκδώσει το διάταγμα περί προσαρτήσεως των νήσων για να μη προσβάλει τα αισθήματα των Τούρκων.[125]

Για την Ελλάδα οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά συνιστούσαν μια ταπείνωση. Ο στρατός και το ναυτικό που ένα χρόνο νωρίτερα είχαν νικήσει τους Οθωμανούς δεν μπορούσαν να αποδεχτούν τη λογική των υποχωρήσεων σε θέματα για τα οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν ήδη αποφασίσει. Ο Βενιζέλος, παρόλο που δεν επιθυμούσε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο με την Ελλάδα εναντίον όλου του κόσμου, λόγω της πίεσης της κοινής γνώμης, του στρατού και της αντιπολίτευσης για πόλεμο διακύβευε τη θέση του και τελικά δεν τον απέκλειε. Ταυτόχρονα, ενεργούσε και για την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης της αγοράς των αμερικανικών πολεμικών πλοίων, ώστε να ακολουθήσει την προτιμητέα ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με την Τουρκία με την αποκατάσταση της ναυτικής ‘’ισορροπίας του τρόμου’’ ή της ελληνικής ναυτικής υπεροπλίας. Όταν τελικά το αμερικανικό Κογκρέσο στις 23 Ιουνίου 1914 ενέκρινε την πώληση του Idaho και του Missisipiστην Ελλάδα και κατόπιν στις 8 Ιουλίου 1914 τα δύο πολεμικά πλοία που μετονομάστηκαν σε Κιλκίς και Λήμνος παραδόθηκαν στην Ελλάδαέναντι 12.535.276 δολαρίων,[126]το πολεμικό σχέδιο εγκαταλείφθηκε και αισιοδοξία επικράτησε στην Αθήνα. Ο Στρέϊτ εξέφρασε στον Κουάτ την ελπίδα ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα βελτιωθούν, ότι η Ελλάδα και η Τουρκία αργότερα μπορούν να ακολουθήσουν κοινή πορεία και ότι μετά τη μετανάστευση των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία η επίλυση του ζητήματος των νησιών θα είναι ευκολότερη για την Τουρκία.[127]

Στις 14/ 27 Ιουνίου 1914, μετά την εγκατάλειψη των πολεμικού σχεδίου, η ελληνική κυβέρνηση απάντησε στις δύο τουρκικές διακοινώσεις της 18ης και της 20ης Ιουνίου . Εκτίμησε θετικά τις διαβεβαιώσεις της τουρκικής κυβέρνησης για ειρήνη στη Μικρά Ασία, έκρινε ατυχή τη σύγκριση μεταξύ των συνθηκών μετανάστευσης των 150.000 Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και των 52.500 μουσουλμάνων που είχαν αναχωρήσει από ελληνικό έδαφος από τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο μέχρι τον Απρίλιο του 1914 και συμφώνησε στην ανταλλαγή των πληθυσμών με τις αντίστοιχες αποζημιώσεις, αλλά σε εκούσια βάση[128]. Ο τόνος ήταν ιδιαίτερα ήπιος και προκάλεσε ικανοποίηση στην Κωνσταντινούπολη. Προφανώς αντανακλούσε την ελπίδα ότι με την αποκατάσταση της ισορροπίας στο Αιγαίο η Τουρκία θα ήταν διαλλακτική. Θα αποδεχόταν ανταλλαγή πληθυσμών σε εθελούσια βάση, δηλαδή την επάνοδο των προσφύγων που επιθυμούσαν να επιστρέψουν στις εστίες τους και τη λύση του ζητήματος των νησιών κατά τα ελληνικά συμφέροντα. Το SultanOsman και το Resadiehήταν υπερσύχρονα πλοία. Σε σύγκριση με τα παλαιότερου τύπου πλοία, όπως ήταν τα αμερικανικά Idaho και Missisipi, υπερείχαν στην ταχύτητα, στο πάχος του θώρακα και μπορούσαν να ρίξουν 100 τόνους βλημάτων σε 10 λεπτά, ενώ το Αβέρωφ, το Idaho και το Missisipi μαζί μόνο 80 τόνους. Αλλά ο Βενιζέλος εκτιμούσε ότι τα μειονεκτήματα των αμερικανικών πλοίων θα εξισορροπούνταν από την εμπειρία των Ελλήνων ναυτών, σημασία δεν είχε πόσα βλήματα μπορούσαν να εκτοξευτούν, αλλά η ακρίβεια των στόχων. Σε αναλυτική έκθεση για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την απόφαση του αμερικανικού Κογκρέσου ο Κουάτ, παρόλο που είχε νέες πληροφορίες για συνεχιζόμενους διωγμούς Ελλήνων στο βιλαέτι της Προύσας, αγνόησε το θέμα αυτό, απέδωσε ιδιαίτερη σημασία μονάχα στην αποτροπή του ελληνοτουρκικού πολέμου λόγω της αποκατάστασης της ναυτικής ισορροπίας με την ερμηνεία του Βενιζέλου και ευχήθηκε ευοίωνο το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. «….Όλο το ζήτημα των νησιών έχει τώρα πράγματι υπεισέλθει σε ένα άλλο στάδιο, αφού ο ελληνικός πληθυσμός της ξηράς απέναντι από τα νησιά μεταναστεύει στην Ελλάδα και η σκέψη για μια ελληνική προπαγάνδα με σκοπό την απόκτηση της Μικράς Ασίας δεν είναι στο προσκήνιο. Εμείς θα μπορούσαμε μονάχα με χαρά να επιδοκιμάσουμε, αν θα έλθουν καλύτεροι καιροί και αν πράγματι προσφερθεί η δυνατότητα για στενή συμπόρευση Ελλάδας και Τουρκίας.»[129]

Νέα πρωτοβουλία το Βερολίνο δεν ανέλαβε στην ευνοϊκή ίσως αυτή συγκυρία. Ούτε και ο Βενιζέλος φαίνεται ότι ανέμενε θετική εξέλιξη από τη Γερμανία. Έτσι εξηγείται η πρώτη μυστική αποστολή του φίλου του Βενιζέλου, του δημοσιογράφου Ντίλλον (EmilJosephDillon) , ανταποκριτή της εφημερίδας DailyTelegraph, σε μυστική διερευνητική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη Ιουνίου 1914. Ο Ντίλλον πήγε πρώτα στη Σμύρνη όπου συνάντησε τον Ταλαάτ μπέη και κατόπιν ταξίδευσαν μαζί στην Κωνσταντινούπολη. Το πλαίσιο των προτάσεων του Ντίλλον, σε συνεννόηση με τον Βενιζέλο, ήταν το ακόλουθο: 1) αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας νησιών από την Τουρκία. 2) υπογραφή ελληνοτουρκικής αμυντικής συνθήκης, εγγυώμενης το εδαφικό statusquo κάθε χώρας. 3) υπογραφή συνθήκη ανταλλαγής πληθυσμών στο μέλλον Ο Ταλαάτ μπέης φάνηκε να αποδέχεται αυτή τη φόρμουλα, αλλά πρόσθεσε ότι υπήρχαν σοβινιστικά στοιχεία στο Νεοτουρκικό Κομιτάτο[130]. Για την αποστολή του Ντίλλον ο Κωνσταντίνος Α΄ ενημέρωσε εμπιστευτικά τον Κουάτ. Επιβεβαίωσε ότι ο Ταλαάτ μπέης ήταν θετικός στην πρόταση για σύναψη μιας αμυντικής και επιθετικής συνθήκης συμμαχίας με την Ελλάδα, η οποία προφανώς θα στρεφόταν κατά της Βουλγαρίας, αλλά απρόθυμος για την πλήρη εκχώρηση των νησιών στην Ελλάδα. Ρώτησε για παράδειγμα ο Ταλαάτ μπέης, αν η Τουρκία θα μπορούσε να έχει τελωνειακούς υπαλλήλους στα νησιά. Το μόνο που πέτυχε ο Ντίλλον στην πρώτη του αποστολή ήταν να εξασφαλίσει μια συνάντηση του Ταλαάτ μπέη με το Βενιζέλο σε Τρίτη χώρα.[131] Μετά την επιστροφή του Ντίλλον στην Αθήνα η λύση που αναζητήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση για τα νησιά ήταν μια φόρμουλα που δεν θα έθιγε την οθωμανική επικυριαρχία. Η μικτή ελληνοτουρκική επιτροπή ανταλλαγής πληθυσμών με έδρα τη Σμύρνη και τη Θεσσαλονίκη είχε συγκροτηθεί και το νέο κλίμα ευνοούσε μια λύση –πακέτο των ελληνοτουρκικών διαφορών, εκτιμούσε ίσως ο Βενιζέλος.

Η αποστολή του Ντίλλον ήταν προσωπική επιλογή του Βενιζέλου, αλλά ο Ιρλανδός δημοσιογράφος είχε τη στήριξη της βρετανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Η αγγλική πολιτική κινούνταν στο πλαίσιο της επιστροφής μόνο της Μυτιλήνης στην Τουρκία, αλλά με αντάλλαγμα την εκχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Ο Βάνγκενχαϊμ μάλλον πληροφορήθηκε την αποστολή του Ντίλλον και ίσως να την ερμήνευσε ως αγγλική πρωτοβουλία για τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών, κάτι που θα σήμαινε αποτυχία της διαμεσολάβησης της Γερμανίας και αύξηση της αγγλικής επιρροής. Για το λόγο αυτό επιδίωξε αμέσως συνάντηση με τον μέγα βεζίρη και τον Ταλαάτ μπέη, θέτοντας το ερώτημα αν μετά την εκκένωση των μικρασιατικών παραλίων από τους Έλληνες και τη μείωση του κινδύνου άσκησης ελληνικής προπαγάνδας από τα νησιά η Υψηλή Πύλη θα μετέβαλε τη στάση της στο ζήτημα των νησιών.[132] Αν η Τουρκία δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να αφήσει τα νησιά στην Ελλάδα, μπορεί να τα επανακτήσει μόνο μετά την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεών της, για 5 ή 10 η Τουρκία χρειάζεται ειρήνη. Ο υπαινιγμός του Γερμανού πρέσβη ήταν σαφής: Η Ελλάδα κατείχε στρατιωτικά τα νησιά, χρειαζόταν τη νομική κατοχύρωσή τους και τη διεθνή αναγνώριση του νέου καθεστώτος, θα ήταν ασύμφορο για την Τουρκία να διεκδικήσει τώρα τα νησιά με πόλεμο, την επανάκτηση των νησιών με πόλεμο θα μπορούσε να την εξασφαλίσει στο μέλλον, αν πρώτα αναδιοργανωνόταν. Ο μέγας βεζίρης παραδέχτηκε ότι με τη μετανάστευση των Ελλήνων η θέση της Τουρκίας βελτιώθηκε σημαντικά και αυτός θα μπορούσε να αποδεχτεί την ίδρυση μιας ουδέτερης ζώνης των νησιών με Γενικό Διοικητή ένα μέλος της ελληνικής βασιλικής οικογένειας, διορισμένο από τον σουλτάνο. [133]Περισσότερο σαφής υπήρξε ο Ταλαάτ μπέης. Τόνισε ότι κατά την περιοδεία του στη Μικρά Ασία πείστηκε πως η Τουρκία χρειάζεται εσωτερική αναδιοργάνωση. Καθώς πρόκειται για ένα μουσουλμανικό πλέον κράτος, τα νησιά δεν θα έχουν σημασία για την Τουρκία, λόγω των ελάχιστων Μουσουλμάνων που ζουν εκεί. Με τη μετανάστευση των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία ο κίνδυνος άσκησης ελληνικής προπαγάνδας από τα νησιά μειώθηκε. Ο ίδιος θα αποδεχόταν μια μεταβατική λύση, που δεν θα έθιγε τα τουρκικά αισθήματα, αλλά και δεν θα εξανέμιζε τις ελπίδες των Ελλήνων. Απαραίτητη προϋπόθεση θα ήταν, ωστόσο, η πλήρης εκκένωση των Μικρασιατικών ακτών από τους Έλληνες, υπογράμμισε ο Τούρκος υπουργός Εσωτερικών.[134] Από την τοποθέτηση του Ταλαάτ μπέη αποκαλύπτεται το τουρκικό σχέδιο: Η Τουρκία θα κωλυσιεργούσε την άμεση λύση του ζητήματος των νησιών το οποίο θα παρέμενε εκκρεμές, οι σταδιακές υποχωρήσεις της θα ήταν ανάλογες της έκτασης της μετανάστευσης των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία. Μόνο μετά την πλήρη εκκένωση των Μικρασιατικών παραλίων από το ελληνικό στοιχείο τα νησιά θα περιέρχονταν στην Ελλάδα. Έτσι, είναι ευεξήγητες οι δηλώσεις ο Ταλαάτ μπέη στη Βουλή, στις 25 Ιουνίου/7 Ιουλίου 1914, ότι είναι αδύνατη η παλινόστηση όσων Ελλήνων είχαν φύγει, διότι στα σπίτια τους εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες. [135] Με την τουρκική παρελκυστική τακτική η ανταλλαγή των πληθυσμών δεν μπορούσε να είναι στην πράξη εθελοντική, η ανταλλαγή ήταν απλά το προπέτασμα καπνού για την κάλυψη των διωγμών. [136]

Στην Αθήνα ο Βενιζέλος, ο Στρέϊτ και ο βασιλιάς επεξεργάζονταν με τον Ντίλλον το σχέδιο λύσης-πακέτου των ελληνοτουρκικών διαφορών. Κατέληξαν στην ακόλουθη φόρμουλα: 1) HΧίος , η Μυτιλήνη και η Σάμος θα αποτελούσαν μια Γενική Διοίκηση. Η Ελλάδα θα ασκούσε την εσωτερική διοίκηση, θα είχε στρατό, τελωνεία κ.λπ., αλλά ο Γενικός Διοικητής, ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά, θα διοριζόταν ταυτόχρονα από τον Έλληνα βασιλιά και τον σουλτάνο, θα εκδιδόταν βασιλικό διάταγμα και σουλτανικό ιραδέ. Έτσι επιτεύχθηκε ο συνδυασμός ελληνικής κυριαρχίας και τουρκικής επικυριαρχίας. 2) υπογραφή μιας ελληνοτουρκικής αμυντικής συνθήκης συμμαχίας. Θα στρεφόταν κατά της Βουλγαρίας σε περίπτωση που αυτή απειλούσε την Ανατολική Μακεδονία ή την Ανατολική Θράκη. 3) Κατά τη συνάντηση του Βενιζέλου με τον Ταλαάτ μπέη ο Έλληνας πρωθυπουργός θα έθετε το ζήτημα της προστασίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, δηλαδή αυτών που θα επέλεγαν να μη μεταναστεύσουν. [137]

Στις 12 Ιουλίου 1914 ο Ντίλλον επισκέφθηκε πάλι την Κωνσταντινούπολη και την επόμενη μέρα επέδωσε στον υπουργό Εσωτερικών τις ελληνικές προτάσεις. Ο Ταλαάτ μπέης δεν υπήρξε αρχικά αρνητικός, προτιμούσε μια ελληνοτουρκική αμυντική συνθήκη συμμαχίας από μια αντίστοιχη βουλγαροτουρκική, αλλά στο Νεοτουρκικό Κομιτάτο υπερίσχυαν άλλες απόψεις και οι ελληνικές προτάσεις απορρίφθηκαν. Η επιβεβαίωση της οθωμανικής επικυριαρχίας στα νησιά μόνο με τη συγκατάθεση του σουλτάνου στο διορισμό ενός Έλληνα πρίγκιπα ως Γενικού Διοικητού δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική από την οθωμανική κυβέρνηση. Ο Σαΐντ Χαλίλ και άλλοι τάχθηκαν επίσης υπέρ της υπογραφής μιας βουλγαρο- ρουμανο- τουρικής αμυντικής συνθήκης συμμαχίας. Τέλος, ο Βενιζέλος θα συναντιόταν στις Βρυξέλλες όχι με τον Ταλαάτ μπέη, αλλά με τον μέγα βεζίρη.[138] Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄, βλέποντας την αρνητική στάση της Τουρκία, απηύθυνε έκκληση στον Γερμανικό αυτοκράτορα να προτρέψει τον Βάνγκενχαϊμ να μεσολαβήσει για την αποδοχή των ελληνικών προτάσεων για τα νησιά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς αυτές ήταν στο πνεύμα των συνομιλιών στην Κέρκυρα.[139]

Τα ελληνοτουρκικά ζητήματα εξετάζονταν πλέον από τον Γερμανό πρέσβη με γνώμονα τη νέα διεθνή κατάσταση μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου –Φερδινάνδου στο Σαράγιεβο, στις 28 Ιουνίου 1914, και την προοπτική ενός αυστροσερβικού πολέμου ή ενός παγκοσμίου πολέμου. Και η Βουλγαρία είχε υποβάλει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πρόταση για την υπογραφή μιας βουλγαροτουρκικής αμυντικής συνθήκης συμμαχίας. Σε περίπτωση αυστροσερβικού πολέμου η Βουλγαρία θα μπορούσε να προσχωρήσει στις Κεντρικές Δυνάμεις και να επιτεθεί στη Σερβία. Η Ελλάδα θα εκπλήρωνε τις συμμαχικές της υποχρεώσεις έναντι της Σερβίας. Αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραφε με την Ελλάδα αμυντική συνθήκη συμμαχίας, θα ετίθετο ζήτημα casusfoederis. Έτσι, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα εμπλεκόταν σε πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας και της Αυστρίας, δηλαδή εναντίον της Γερμανίας. Προβλέποντας ένα τέτοιο εφιαλτικό σενάριο ο Βάνγκενχαϊμ παρότρυνε επιτακτικά τον μέγα βεζίρη να μην υπογράψει αμυντική συνθήκη συμμαχίας με την Ελλάδα, πριν η κατάσταση διαλευκανθεί.[140] Ο Σαΐντ Χαλίλ διευκρίνισε ότι το ζήτημα της σύναψης συνθηκών ήταν δική του υπόθεση και όχι του υπουργού των Εσωτερικών, ότι το ζήτημα των νησιών διαχωριζόταν από το ζήτημα της αμυντικής συνθήκης συμμαχίας, και αποκάλυψε τη διαμεσολάβηση του Ντίλλον.[141] Ενόψει του κινδύνου ενός νέου παγκοσμίου πολέμου το ζήτημα των νησιών αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία στο υποθετικό σενάριο μιας σύγκρουσης Αγγλίας-Γερμανίας. Η έκκληση του Έλληνα βασιλιά στον Γερμανό αυτοκράτορα παρέμεινε κενό γράμμα .

Ο Βενιζέλος δυσαρεστήθηκε με την αποτυχία της νέας διαμεσολαβητικής προσπάθειας του Ντίλλον, αλλά και με την αντικατάσταση του Ταλαάτ μπέη από το μέγα βεζίρη στην επικείμενη συνάντηση των Βρυξελλών. Ο υπουργός Εσωτερικών, ένας αθίγγανος βουλγαρικής καταγωγής από την Αδριανούπολη, ήταν περισσότερο οικείος στον Βενιζέλο με τον οποίο είχε ήδη αρχίσει αλληλογραφία για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Άλλωστε ζητήματα που ήθελε να θίξει ο Βενιζέλος, όπως για παράδειγμα την προστασία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, ανήκαν στις αρμοδιότητες του υπουργού Εσωτερικών. Παρά το γεγονός ότι στην Κωνσταντινούπολη ο Ντίλλον δεν είχε επιτύχει μια βάση συνεννόησης, ο Βενιζέλος δεν αρνήθηκε να συναντηθεί με τον αιγυπτιακής καταγωγής μέγα βεζίρη, επισημαίνοντας όμως ότι δεν μπορούσε να αποδεχτεί τις υπερβολικές αξιώσεις της Τουρκίας να διατηρεί στρατό και τελωνειακές αρχές στη νησιά.[142] Αλλά είτε ο υπουργός Εσωτερικών είτε ο μέγας βεζίρης μετέβαινε στις Βρυξέλλες η τουρκική πολιτική δεν θα μεταβαλλόταν. Στα θέματα που αφορούσαν την Ελλάδα η τουρκική θέση ήταν πλέον σαφής: αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών, καμιά ουσιαστική εγγύηση για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, απόρριψη της ελληνικής πρότασης για ελληνοτουρκική αμυντική συνθήκη συμμαχίας και υιοθέτηση της αντίστοιχης βουλγαρικής. Χαρακτηριστικά ο μέγας βεζίρης ενημέρωσε τη βουλγαρική πρεσβεία για την επικείμενη συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό στις Βρυξέλλες, έδωσε διαβεβαιώσεις ότι δεν θα συναινέσει στην υπογραφή μιας ελληνοτουρκικής αμυντικής συνθήκης συμμαχίας, αλλά θα επιθυμούσε να γνωρίζει τη στάση της Βουλγαρίας σε περίπτωση αυστροσερβικού πολέμου.[143] Η κυβέρνηση του Σαΐντ Χαλίλ έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την οθωμανική βουλή στη συνεδρίαση της 20ής Ιουλίου.[144] Προφανώς και ο Βενιζέλος διαισθανόταν ότι δεν υπήρχε προοπτική ελληνοτουρκικής συνεννόησης στις Βρυξέλλες, αλλά για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης αναχώρησε στις 21 Ιουλίου από την Πάτρα μέσω Τεργέστης για τη βελγική πρωτεύουσα, χωρίς να γνωρίζει την ημέρα της αναχώρησης του Σαΐντ Χαλίλ. Λόγω των εορταστικών εκδηλώσεων για την επέτειο της επανάστασης των Νεοτούρκων ο μέγας βεζίρης δεν ταξίδευσε ταυτόχρονα με τον Βενιζέλο. Ο Βενιζέλος θα παρέμεινε στο Μόναχο και θα συνέχιζε το ταξίδι του για τις Βρυξέλλες μόνο αν πληροφορούνταν την αναχώρηση του μέγα βεζίρη. Στην Τεργέστη ο Βενιζέλος πληροφορήθηκε την επίδοση του αυστριακού τελεσιγράφου στη Σερβία. Μετά την κήρυξη πολέμου της Αυστρίας στη Σερβία, στις 28 Ιουλίου 1914, ο Βενιζέλος αναχώρησε από το Μόναχο στις 29 Ιουλίου 1914 για την Αθήνα και η συνάντηση των Βρυξελλών ματαιώθηκε. Η βασική θέση της κυβέρνησης ήταν ουδετερότητα σε περίπτωση ενός τοπικού αυστροσερβικού πολέμου. Αν η Βουλγαρία εξαπέλυε επίθεση κατά της Σερβίας, η Ελλάδα και η Ρουμανία θα στήριζαν στη Σερβία για να μη παραβιαστεί η συνθήκη του Βουκουρεστίου. Σε περίπτωση Παγκοσμίου Πολέμου για τον Βενιζέλο ήταν αυτονόητο ότι η Ελλάδα θα τασσόταν στο πλευρό της Αντάντ με βασική επιδίωξη την προσάρτηση των νησιών του Αιγαίου, αλλά η στάση της Ελλάδας θα εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό από τη στάση της Τουρκίας και της Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία παρέμενε ουδέτερη τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1914.

Φοβούμενη ρωσική επίθεση, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψε στις 2 Αυγούστου 1914 με κάθε μυστικότητα συνθήκη αμυντικής και επιθετικής συμμαχίας με τη Γερμανία. Την 1η Αυγούστου η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία και στη Γαλλία. Στις 4 Αυγούστου η Αγγλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ ως υπουργός Ναυτικού προέβη σε κατάσχεση του RiodeJaneiro και του Resadieh. Στις 4 Αυγούστου ο Γερμανός αυτοκράτορας ενημέρωσε τον Κωνσταντίνο Α΄ για τη σύναψη της γερμανοτουρκικής συνθήκης συμμαχίας και για την προσχώρηση των γερμανικών πλοίων της Μεσογείου στον τουρκικό στόλο για κοινή δράση. Όταν ο Βενιζέλος χορήγησε άδεια στα δύο γερμανικά πολεμικά πλοία, το Goeben και Breslaou, να ανεφοδιαστούν με γαιάνθρακα αναμφίβολα γνώριζε την αποστολή τους. Σωστή είναι η ερμηνεία ότι ο Βενιζέλος ήθελε να εξωθήσει την Τουρκία σε πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων για να μπορέσει η Ελλάδα σε αντιστάθμισμα να προσχωρήσει στην Αντάντ, και έτσι το ζήτημα των νησιών να καταστεί υπόθεση και της Αγγλίας.[145] Η οθωμανική κυβέρνηση έθεσε όρους στη Γερμανία για την είσοδο των γερμανικών πλοίων στα Στενά, όπως για παράδειγμα: 1) γερμανική υποστήριξη για την κατάργηση των Διομολογήσεων. 2) γερμανική υποστήριξη για τις διαπραγματεύσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. 3) Σε περίπτωση επέμβασης της Ελλάδας και ήττας της, η Γερμανία πρέπει να υποστηρίξει την επιστροφή των νησιών του Αιγαίου στην Τουρκία.[146] OΒάνγκενχαϊμ αποδέχτηκε του νέους τουρκικούς όρους. Τα γερμανικά πλοία διήλθαν τα Στενά, αγκυροβόλησαν στην Κωνσταντινούπολη και μετατράπηκαν σε τουρκικά με απλή ανύψωση της τουρκικής σημαίας. Στις παραστάσεις των πρέσβεων της Αντάντ η σουλτανική κυβέρνηση απάντησε ότι τα δύο σκάφη είχαν αγοραστεί την τελευταία στιγμή σε αντικατάσταση των πλοίων που ναυπηγούνταν στην Αγγλία και την παράδοση των οποίων είχε απαγορεύσει η βρετανική κυβέρνηση. Έχοντας υπόψη τα νέα δεδομένα είναι ευεξήγητη η εσπευσμένη δήλωση του Βενιζέλου στις Δυνάμεις της Αντάντ, στις 18 Αυγούστου 1914, ότι η ελληνική κυβέρνηση, σε ‘’πλήρη συμφωνία με τον βασιλέα ‘’, είχε αποφασίσει να εισέλθει στον πόλεμο με τις χερσαίες και τις ναυτικές της δυνάμεις με την πρώτη πρόσκληση των Δυνάμεων της Αντάντ.[147] Η Ελλάδα χρειαζόταν τη συμμαχία της Αγγλίας σε έναν πόλεμο με την Τουρκία, καθώς ο Βενιζέλος εκτιμούσε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα εισερχόταν στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Αλλά η προσφορά του Βενιζέλου απορρίφθηκε από την Αντάντ με το επιχείρημα ότι μια πρόωρη προσχώρηση της Ελλάδας στην Αντάντ θα έστρεφε την ουδέτερη ακόμα Βουλγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία στις Κεντρικές Δυνάμεις.

Στη νέα ρευστή διεθνή κατάσταση, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Γερμανία το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου μετατρεπόταν σε μέσο άσκησης πίεσης προς την Ελλάδα να παραμείνει ουδέτερη ακόμα και στην περίπτωση που η Βουλγαρία επιτίθονταν στη Σερβία. Μια ευνοϊκή για την Ελλάδα λύση του ζητήματος παραπεμπόταν από τη Γερμανία στη νέα μεταπολεμική τάξη πραγμάτων που θα επέβαλε η νικήτρια Γερμανία. Για το λόγο αυτό ο Κουάτ έκρινε ασύμφορη στην παρούσα φάση την επανάληψη των ελληνοτουρικών συνομιλιών.[148] Πρωτοβουλία για την ανακίνηση του ζητήματος των νησιών ανέλαβε η Ρουμανία. Η στάση της Ρουμανίας στον πόλεμο ενδιέφερε τόσο την Ελλάδα όσο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ρουμανία, της οποίας την εξωτερική πολιτική διαμόρφωνε σε σημαντικό βαθμό ο βασιλιάς Κάρολος Α΄, παρέμενε ουδέτερη, αναμένοντας την πορεία του πολέμου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδίωκε τώρα μια συμμαχία με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Σε περίπτωση ενός ναυτικού ελληνοτουρκικού πολέμου για τα νησιά με ταυτόχρονη εισβολή της Βουλγαρίας στην Ανατολική Μακεδονία, ήταν σημαντικό για την Οθωμανική Αυτοκρατορία η Ρουμανία να παραμείνει τουλάχιστο ουδέτερη. Σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης στη Σερβία και ταυτόχρονης εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο προς βοήθεια της Σερβίας, για την Ελλάδα ήταν ουσιαστική η σύμπραξη και της Ρουμανίας κατά της Βουλγαρίας. Δεν αποκλειόταν ότι η Τουρκία θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία μιας πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας με τη Βουλγαρία για να ανακαταλάβει τα νησιά. Η Ρουμανία δεν είχε υπογράψει συνθήκη συμμαχίας με τη Σερβία ή την Ελλάδα, αλλά θεωρητικά ίσχυε το πνεύμα της Συνθήκης του Βουκουρεστίου. Για την αποφυγή περιπλοκών ήταν προς το συμφέρον της Ρουμανίας να δοθεί μια λύση στο ζήτημα των νησιών. Για την Ελλάδα η νέα κατάσταση ήταν δυσμενής. Είχε απορριφθεί το αίτημά της για άμεση προσχώρηση στην Αντάντ, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε δύο γερμανικά πολεμικά πλοία τα οποία προορίζονταν κυρίως για τον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Ωστόσο, η παρουσία τους στην Κωνσταντινούπολη ενίσχυσε τη διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας. Παρά τις ενστάσεις του Κουάτ, συγκροτήθηκε η ελληνική αντιπροσωπεία με μέλη τον Αλέξανδρο Ζαΐμη και τον Νικόλαο Πολίτη και η τουρκική, αποτελούμενη από τον Ταλαάτ μπέη και τον Χαλίλ μπέη. Ως τόπος της συνάντησης ορίστηκε το Βουκουρέστι, αλλά το ζήτημα των νησιών δεν ήταν η άμεση προτεραιότητα της Τουρκίας στην επικείμενη ελληνοτουρκική συνάντηση.

Οδεύοντας προς το Βουκουρέστι, ο Ταλάατ μπέης στάθμευσε στη Σόφια. Στις 6/19 Αυγούστου 1914 ο Τούρκος υπουργός Εσωτερικών υπέγραψε με τη βουλγαρική κυβέρνηση του Βασίλ Ραδοσλάβωφ διμερή συνθήκη συμμαχίας και φιλίας, το κείμενο της οποίας είχε συντάξει ο Βούλγαρος επιτετραμμένος στην Κωνσταντινούπολη Αντρέϊ Τόσεφ (AndrejTošev). Και οι δύο πλευρές δεσμεύτηκαν να σεβαστούν το κοινό τους σύνορο. Σε περίπτωση επίθεσης εναντίον ενός μέλους της συμμαχίας από βαλκανικό κράτος, η συνθήκη προέβλεπε την παροχή άμεσης βοήθειας με τις διαθέσιμες δυνάμεις από το άλλο μέλος.. Ωστόσο, η Βουλγαρία και η Τουρκία δεν θα προχωρούσαν σε καμιά στρατιωτική ενέργεια εναντίον βαλκανικού κράτους, χωρίς προηγούμενη αμοιβαία συνεννόηση, σε αντίθετη περίπτωση προβλεπόταν η τήρηση ευμενούς ουδετερότητας του ενός μέλους της συμμαχίας έναντι του άλλου μέρους που θα επιτίθονταν. [149] Για τη στρατιωτική συνεργασία προβλεπόταν η υπογραφή ειδικής στρατιωτικής σύμβασης. Ωστόσο, η βουλγαρική κυβέρνηση έθεσε ως όρο της βουλγᾱρο-τουρκικής στρατιωτικής συνεργασίας την παροχή επαρκών εγγυήσεων από τη Ρουμανία, τη διεύρυνση της βουλγαροτουρκικής συνθήκης σε βουλγαρο-τουρκο-ρουμανική. Για τη Βουλγαρία ήταν σημαντική η παροχή γραπτών εγγυήσεων υπό μορφή συνθήκης από τη Ρουμανία ότι δεν θα αντιταχθεί σε βουλγαρική επίθεση κατά της Σερβίας. Είναι προφανές ότι η κύρια αποστολή του Ταλαάτ μπέη στο Βουκουρέστι είχε διττό χαρακτήρα: Από τη μια πλευρά να εκβιάσει την Ελλάδα με τα νησιά να παραμείνει ουδέτερη σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης κατά της Σερβίας και από την άλλη πλευρά να πείσει τη Ρουμανία να δεσμευτεί ότι και αυτή θα παραμείνει ουδέτερη σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης κατά της Σερβίας και ελληνικής σύμπραξης με τη Σερβία.

Η Ρουμανία άφηνε γενικά να εννοηθεί ότι δεν θα παρεμπόδιζε τη Βουλγαρία να επιτεθεί εναντίον της Σερβίας, αλλά ήταν απρόθυμη να υπογράψει συνθήκη με τη Βουλγαρία και την Τουρκία για να δεσμευτεί γραπτά για την ουδετερότητά της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη στάση της Ρουμανίας είχε επιδείξει η Αυστροουγγαρία. Μιλώντας με τον πρέσβη της Αυστροουγγαρίας, κόμη Όττοκαρ Τσερνίν (OttokarCzernin), ο Ρουμάνος πρωθυπουργός Ιών Μπρατιάνου τόνισε ότι ο βασικός σκοπός της ελληνοτουρκικής συνάντησης στο Βουκουρέστι δεν ήταν το ζήτημα των νησιών, αλλά η στάση της Ρουμανίας στον πόλεμο Η Ρουμανία θα διαμήνυε στην Τουρκία ότι δεν εμμένει στη συνθήκη του Βουκουρεστίου και θα την συμβούλευε να μη μείνει ουδέτερη, αλλά να διασφαλίσει τα συμφέροντά της. Η Ρουμανία δεν θα υπογράψει καμιά συνθήκη συμμαχίας, αλλά θα υπερασπιστεί μόνη της τα σύνορά της. Ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος για τα νησιά θα ήταν ένα μεγάλο λάθος, διότι θα διακυβεύονταν πολλά συμφέροντα. Ο Τσερνίν συμφώνησε σε γενικές γραμμές και παραίνεσε τον Μπρατιάνου να προτείνει στην Τουρκία την άμεση προσχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Τριπλή Συμμαχία και τη λύση του ζητήματος των νησιών. [150] OΤσερνίν διαβίβασε στον βασιλιά Κάρολο Α΄ τηλεγράφημα του Φραγκίσκου-Ιωσήφ με το οποίο ο αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας τον ενημέρωσε για τη βουλγαροτουρκική συνθήκη συμμαχίας με την επισήμανση ότι η η βουλγαρική επίθεση κατά της Σερβίας εξαρτάται από την ουδετερότητα της Ρουμανίας.[151] Ο Κάρολος Α΄ απάντησε ότι εξουσιοδότησε τον Μπέρχτολντ να διαβεβαιώσει τον Φερδινάνδο, τον βασιλιά της Βουλγαρίας, ότι η Βουλγαρία μπορεί να στηρίζεται στην ουδετερότητα της Ρουμανίας, αλλά ότι δεν θα πρέπει να ανακινήσει ζήτημα Δοβρουτζάς.[152] OΜπρατιάνου, μετά από εντολή του βασιλέως, συνέταξε ένα σχέδιο –τηλεγραφήματος ως μια επιπρόσθετη διαβεβαίωση στον Φερδινάνδο ότι η Βουλγαρία έχει πλήρη ελευθερία κινήσεων και ότι η Ρουμανία θα παραμείνει ουδέτερη. Η διαβεβαίωση αυτή αρκούσε στη Βουλγαρία, εκτιμούσε ο Κάρολος Α΄. [153] Ταυτόχρονα, θα παρέχονταν εγγυήσεις και στην Τουρκία ότι η Ρουμανία θα επέτρεπε τη διέλευση πυρομαχικών για τη Βουλγαρία και την Τουρκία από το έδαφός της. Η δυσκολία προέκυπτε από τη στάση της Ελλάδας, διότι ο Ζαΐμης, ένα από μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας, είχε αναφερθεί στις συμμαχικές υποχρεώσεις της Ελλάδας. Ο Κάρολος Α΄ θεώρησε τον τουρκικό παράγοντα ως το καλύτερο μέσο εκφοβισμού της Ελλάδας. Η Ελλάδα θα μπορούσε να πείσει τους Σέρβους ότι αδυνατεί να εκπληρώσει τις συμμαχικές της υποχρεώσεις λόγω της τουρκικής απειλής.[154]

Η Ρουμανία ήταν μέλος της Τριπλής Συμμαχίας από το 1883 λόγω του ρωσικού κινδύνου, αλλά η στάση της Ρωσίας κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο είχε μεταβάλει τη στάση του Βουκουρεστίου. Η διπλωματική υποστήριξη που παρείχε η Ρωσία στο Βουκουρέστι σχετικά με το ζήτημα της Σιλίστριας και της Νότιας Δοβρουτζάς διαμόρφωσε ένα φιλικό κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών. Μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι γερμανόφιλοι του Συντηρητικού Κόμματος τάχθηκαν υπέρ της άμεσης προσχώρησης της Ρουμανίας στις Κεντρικές Δυνάμεις, ενώ οι Φιλελεύθεροι υπό τον πρωθυπουργό Μπρατιάνου ενέμεναν σε μια εφεκτική στάση παρακολουθώντας τις εξελίξεις μέχρις ότου διαφανεί η πιθανή έκβαση του πολέμου. Οι Κεντρικές Δυνάμεις υπόσχονταν τη Βεσσαραβία και η Ρωσία την Τρανσυλβανία. Μέχρις ότου επέλθει η αποφασιστική καμπή του πολέμου η Ρουμανία έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη. Η άποψη αυτή επιβλήθηκε στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκάλεσε ο βασιλιάς Κάρολος Α΄ στις 3 Αυγούστου 1914. Η αμυντική συνθήκη συμμαχίας του 1883 δεν δέσμευε τη Ρουμανία να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, διότι η Αυστροουγγαρία ήταν η επιτιθέμενη χώρα. Η Ρουμανία ήταν, ωστόσο, επιφυλακτική στην υπογραφή μιας βουλγαρο-ρουμανο-τουρκικής συνθήκης συμμαχίας τον Αύγουστο του 1914 , διότι αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προοίμιο προσχώρησής της στις Κεντρικές Δυνάμεις

Κατά την πρώτη συνάντηση των δύο αντιπροσωπειών, στις 26 Αυγούστου 1914, η τουρκική πλευρά έθεσε ως βάση των διαπραγματεύσεων την αναγνώριση της οθωμανικής κυριαρχίας επί των νησιών, τον διορισμό ενός χριστιανού Γενικού Διοικητού από τον σουλτάνο και την απορρόφηση των μισών εισοδημάτων των νησιών από την Υψηλή Πύλη.[155] Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από την ελληνική πλευρά, η οποία, μετά από οδηγίες από την Αθήνα, αντιπρότεινε ως έσχατη συμβιβαστική λύση την επιστροφή στην οθωμανική κυριαρχία της Μυτιλήνης και της Χίου και τη μακροχρόνια εκμίσθωσή τους στην Ελλάδα [156] Κωλυσιεργώντας και πάλι η τουρκική αντιπροσωπεία έθεσε το ερώτημα αν η ελληνική πρόταση θα ίσχυε για τη Σάμο και τη Λήμνο και αν η Τουρκία θα μπορούσε να υψώνει την τουρκική σημαία εκεί[157]. Η πορεία των διαπραγματεύσεων, οι οποίες φαινόταν ότι οδηγούνταν σε αδιέξοδο, είχε ως εξής σύμφωνα με τις πληροφορίες έδωσε ο Έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο, Γεώργιος Θεοτόκης, στην πρεσβεία της Αυστροουγγαρίας στο Βερολίνο.

Proposition turque.
La restitution des quatre îles à la souveraineté ottomane.
L’ octroi par la S. Porte autonomie administrative, avec gouverneur chrétien nommé exclusivement par le Sultan.
Emploi impots à usages locaux, à l’ exception de ceux de douanes et de postes et des impots gérés par la dette publique.

Contreproposition grecque.

La Grèce prend en bail les îles de Chio et Mytilène ; sous les conditions suivantes.
Que bail sera renouvelé tacitement à l’ exposition primitif, ou bien du terme de renouvellement, sauf dénonciation par une des parties contractantes, trois années à l’ avance et
Que tout arrangement concernant les îles fait par une des parties contractantes sans le consentement de l’ autre, avant l’ expiration du terme de bail primitif établi ou renouvelé, sera considéré comme nul et non advenu.

Le délégués ottomans ont demandé:

1 .Si contreproposition grecque concerne exclusivement Chio et Mytilène ou si elle ne pourrait etre étendue à Samos et Lemnos.

2.Si l’ acceptation de la proposition à bail, implique droit Turquie avoir son drapeau sur les îles. [158]

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το μείζον ζήτημα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Γερμανία ήταν η ουδετερότητα της Ελλάδας. Όπως αποκάλυψε ο Χαλίλ μπέης στον Γερμανό πρέσβη στο Βουκουρέστι, Ιούλιο Βάλντχαυζεν, η τουρκική αντιπροσωπεία είχε προτείνει στην ελληνική μια συνεννόηση στη βάση της ουδετερότητας της Ελλάδας, ακόμα και σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης κατά της Σερβίας. Η ελληνική αντιπροσωπεία επικαλέστηκε την ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας και η τουρκική ανταπάντησε ότι αν η Ελλάδα δεν διατηρήσει την ουδετερότητά της, τότε και η Τουρκία δεν μπορεί να παραμείνει ουδέτερη έναντι της Ελλάδας.[159]

Η αποστολή του Ταλαάτ μπέη στο Βουκουρέστι είχε αποτύχει. Η Ρουμανία δεν αποτελούσε τον θεματοφύλακα της συνθήκης του Βουκουρεστίου, αλλά ήταν απρόθυμη να προσχωρήσει στη βουλγαροτουρκική συμμαχία. Η Ελλάδα εμφανιζόταν σταθερή στην απόφασής της να στηρίξει τη Σερβία σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης. Την 1η Σεπτεμβρίου 1914 ο Ταλαάτ μπέης αναχώρησε από το Βουκουρέστι για την Κωνσταντινούπολη μέσω Σόφιας. Στη βουλγαρική πρωτεύουσα προφανώς πληροφόρησε τον Βούλγαρο πρωθυπουργό για τις επιφυλάξεις της Ρουμανίας να υπογράψει συνθήκη συμμαχίας, παρόμοια με τη βουλγαροτουρκική. Η βουλγαρική κυβέρνηση τελικά δεν επικύρωσε τη βουλγαροτουρκική συνθήκη συμμαχίας και φιλίας. [160] Εκτός από τη διφορούμενη στάση της Ρουμανίας, σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης και η εξέλιξη στο αυστροσερβικό μέτωπο. Η αυστριακή επίθεση δεν ήταν απλός περίπατος και στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου η απώθηση των αυστριακών στρατευμάτων από τους Σέρβους στη μάχη του Τσερ (CerskaBitka) είχε ισχυρό αντίκτυπο στη Βουλγαρία. Η Βουλγαρία προτίμησε να μη διακινδυνεύσει την ουδετερότητά της τη χρονική εκείνη περίοδο.

Στην Κωνσταντινούπολη ο Βάνγκενχαϊμ ενημερώθηκε από τον Ταλαάτ μπέη και τον μέγα βεζίρη για τις συνομιλίες στο Βουκουρέστι και είδε ευνοϊκά την τελευταία ελληνική πρόταση για τα νησιά.[161] Αλλά καθώς το ζήτημα των νησιών συνδέθηκε πλέον με το casusfoederis της Ελλάδας έναντι της Σερβίας ο Γερμανός πρέσβης κατέστησε σαφές στον Έλληνα πρέσβη, Δημήτριο Πανά, ότι οι δυσκολίες τώρα δεν απορρέουν καθόλου από το ζήτημα των νησιών. Το ουσιαστικό για την Τουρκία που στηρίζεται στην Τριπλή Συμμαχία είναι να μη προσδεθεί η Ελλάδα στην Τριπλή Συνεννόηση λόγω της συμμαχίας με τη Σερβία. Η συμμαχία με τη Σερβία δικαιολογούνταν λόγω της συνθήκης του Βουκουρεστίου, αλλά αυτή δεν ισχύει πλέον, και για το λόγο αυτό η Ελλάδα πρέπει να αποσαφηνίσει στη Σερβία ότι η ελληνοσερβική συμμαχία ίσχυε μόνο για τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και όχι για τον Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι το ζήτημα των νησιών και άλλες ελληνοτουρκικές διαφορές θα λυθούν αμέσως αν η Ελλάδα παραμείνει ουδέτερη. Αν η Ελλάδα στηρίξει τη Σερβία και έτσι προσδεθεί στην Αντάντ, εκτίθεται σε τουρκική επίθεση, κατέληξε ο Γερμανός πρέσβης.[162]

Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία η ουδετερότητα της Ελλάδας ήταν σημαντική όχι μόνο σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης κατά της Σερβίας, αλλά και κήρυξης πολέμου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά της Ρωσίας. Αυτή ήταν η ουσία της γερμανοτουρκικής συμμαχίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανέβαλε την κήρυξη του πολέμου στη Ρωσία, αναμένοντας πρώτα την έκβαση της γερμανικής επίθεσης κατά της Γαλλίας. Ο Ταλαάτ μπέης απείλησε ότι θα διέκοπτε τις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα και θα ανακαλούσε τον Χαλίλ μπέη από το Βουκουρέστι, αν η Ελλάδα δεν δήλωσε ότι θα παρέμενε ουδέτερη σε κάθε περίπτωση. Αν η Ελλάδα δεν έπραττε αυτό, το ζήτημα των νησιών θα μπορούσε να οδηγήσει σε πόλεμο, αν διακήρυττε την ουδετερότητά της, η Τουρκία θα ήταν συμφιλιωτική και θα αποδεχόταν έναν Έλληνα διοικητή των νησιών, διορισμένο από τον σουλτάνο. OΤαλαάτ μπέης ανέμενε τα αποτελέσματα του γερμανικού διαβήματος στην Αθήνα και κατόπιν θα αποφάσιζε για την ανάκληση του Χαλίλ μπέη. [163]

Το ‘’τελεσίγραφο’’ του Βάνγκενχαϊμ προκάλεσε αρχικά την αντίδραση του Κουάτ ο οποίος χαρακτήρισε άστοχη κίνηση τη σύνδεση του ζητήματος των νησιών με τα τη γενικότερη πολιτική της Ελλάδας και την άσκηση πίεσης στην Ελλάδα να διακηρύξει κατηγορηματικά ότι θα παρέμενε ουδέτερη σε κάθε περίπτωση. Η Ελλάδα ήταν στην πράξη ουδέτερη και ο εκβιασμός αυτός ενείχε τον κίνδυνο να εξωθήσει τη χώρα στην Αντάντ, καθώς η Γερμανία θα έπαιζε το παιχνίδι των εχθρών της. Κατά τον Κουάτ ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα ήταν επιζήμιος, διότι η Τουρκία, αντί να ασχολείται με τη Ρωσία, θα διασπούσε τις δυνάμεις της σε έναν πόλεμο με την Ελλάδα, το Γενικό Επιτελείο της οποίας πίστευε ότι θα συνέτριβε τον τουρκικό στρατό. «Αν δεν απαιτήσουμε εξ ονόματος της Τουρκίας δήλωση ουδετερότητας, η Ελλάδα θα παραμείνει ουδέτερη κατά την ακλόνητη πεποίθησή μου», [164]συμπέρανε ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα. Με την ίδια επιχειρηματολογία απέρριψαν το ‘’τελεσίγραφο’’ ο Κωνσταντίνος Α΄ και ο Στρέιτ. Επισήμαναν ότι με την αξίωση αυτή η Τουρκία οδηγούσε την Ελλάδα στην Αντάντ και θα ήταν ασυγχώρητο λάθος της Γερμανίας να επιτρέψει έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Και η Αντάντ θα μπορούσε να εκβιάσει την Ελλάδα με εδαφικές παραχωρήσεις προς τη Βουλγαρία για να προσεταιριστεί τη χώρα αυτή. Ο Στρέιτ έδωσε διαβεβαιώσεις για την ουδετερότητα της Ελλάδας.[165]

Στην Κωνσταντινούπολη ο Ταλάατ μπέης και ο μέγας βεζίρης προσποιήθηκαν ότι κατανόησαν την ελληνική θέση και τη σημασία που θα είχε η ουδετερότητα της Ελλάδας σε περίπτωση ρωσοτουρκικού πολέμου.[166] Μάλιστα ο υπουργός Εσωτερικών δήλωσε υποκριτικά στον Βάνγκενχαϊμ ότι σε μια σχετική συμφωνία με την Ελλάδα θα έπρεπε να βρεθεί μια κατάλληλα συγκεκαλυμμένη διατύπωση για την ουδετερότητα της Ελλάδας, χωρίς να την εκθέτει, αν η Τουρκία επιτεθεί στη Ρωσία. Ο Γερμανός πρέσβης δεν αμφέβαλε για τους ανατολίτικους ελιγμούς και την τραχύτητα των Τούρκων πολιτικών, προσφέρθηκε όμως να ενεργήσει για την αποτροπή του κινδύνου ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, διότι ο τουρκικός στρατός είχε ενισχυθεί σημαντικά και κατά τις εκτιμήσεις του LinanvonSandersήταν τώρα υπέρτερος του ελληνικού. [167]

Οι οθωμανικοί ελιγμοί του Ταλαάτ μπέη και του Σαΐντ Χαλίλ ήταν έκδηλοι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η διαβεβαίωση της Ελλάδας για την ουδετερότητά της σε περίπτωση ρωσοτουρκικού πολέμου προκάλεσε ικανοποίηση στη Γερμανία, αλλά δεν μετέβαλε τη στάση της οθωμανικής κυβέρνησης στο ζήτημα των νησιών, παρά την ετοιμότητα της Ελλάδος να εξετάσει κάθε νέα πρόταση[168]. Το ζήτημα των νησιών θα επιλυόταν οριστικά μόνο μετά την εκδίωξη των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, και στην παρούσα συγκυρία αποτελούσε μέσο τουρκικής εκβίασης της ουδετερότητας της Ελλάδας κυρίως σε μια ρωσοτουρκική σύγκρουση. Λόγω της απώθησης των αυστριακών στρατευμάτων από τους Σέρβους φαινόταν απίθανη βουλγαρική επίθεση κατά της Σερβίας στη δεδομένη στιγμή και η ουδετερότητα της Ελλάδας έναντι βουλγαρικής επίθεσης κατά της Σερβίας δεν είχε άμεση προτεραιότητα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την αποτυχία της αποστολής του Ταλαάτ μπέη στο Βουκουρέστι και τη μη επικύρωση της βουλγαρο-τουρκικής συνθήκης συμμαχίας και φιλίας. Ο Βενιζέλος δεν είχε αυταπάτες σχετικά με την τουρκική κακοπιστία. Αλλά, χωρίς τη στήριξη μιας Μεγάλης Δύναμης, δεν θα αναλάμβανε το κόστος ενός πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κυβερνητική κρίση στις αρχές Σεπτεμβρίου 1914 με την υπόθεση Kerr[169] και η θνησιγενής παραίτηση του Βενιζέλου στις 7 Σεπτεμβρίου 1914 αντανακλούσε τη λανθάνουσα επιδίωξη του Έλληνα πρωθυπουργού για προσχώρηση της Ελλάδας στην Αντάντ κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς εκτιμούσε ότι η Αγγλία θα επέβαλε τους όρους της ειρήνης στη Μεσόγειο. Ήταν η πρώτη ρήξη Κωνσταντίνου Α΄ – Βενιζέλου που οδήγησε στην παραίτηση του Στρέϊ από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών στις 11 Σεπτεμβρίου 1914 και στην αντικατάστασή του από τον Βενιζέλο. Hκρίση αντιμετωπίστηκε με εσωτερική ανακωχή. Δρώντας με βάση σχέδιο τακτικής και στρατηγικής οι Τούρκοι διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις στο Βουκουρέστι και ο Χαλίμ μπέης επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Στρέϊτ υποβάθμισε το γεγονός, επισημαίνοντας ότι οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να επαναληφθούν στην Αθήνα ή στην Κωνσταντινούπολη, και αποδίδοντας με αφέλεια τη διακοπή των διαπραγματεύσεων σε μηχανορραφίες της Τριπλής Συνεννόησης. [170]

Ως πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών ο Βενιζέλος κατέστησε σαφές στη Βουλή στις 17/30 Σεπτεμβρίου 1914 ότι ζήτημα νησιών δεν υφίστατο από την άποψη του διεθνούς δικαίου και ότι η Ελλάδα έχει συμμαχικές υποχρεώσεις έναντι της Σερβίας.

« ..Αλλά συγχρόνως όπως αι φιλικαί σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών [ της Ελλάδος και της Οθωμανικής Αυτοκτατορίας, ΣτΣ] τεθώσιν επί βάσεως εδραίας, η Κυβέρνησις ενόμισεν ότι ηδύνατο να έλθη εις συνεννόησιν τινα μετά της Τουρκίας και επί του Ζητήματος των νήσων. Το ζήτημα τούτον εθεώρησεν η Κυβέρνησις και θεωρεί πάντοτε ως οριστικώς τερματισμένον από απόψεως Διεθνούς , όχι μόνον δια των Συνθηκών του Λονδίνου και των Αθηνών, αλλά δια της αποφάσεως της διαιτητικής, ας είπωμεν ούτω των μεγάλων Δυνάμεων, της στηριχθείσης επί των συνθηκών εκείνων.

Αλλά παρ’ όλα ταύτα η Κυβέρνησις εδήλωσεν ότι ήτο διατεθειμένη να παράσχη ικανοποίησιν προς την Τουρκίαν εν τω ζητήματι τούτω υπό τον απαράβατον όρον , ότι αι Νήσοι αύται θα εξηκολούθουν κατεχόμεναι, διακυβερνώμεναι υπό της Ελλάδος κατά τον αυτόν ακριβώς τρόπον , καθ’ όν πάσαι αι άλλαι επαρχίαι του Ελληνικού βασιλείου. Κατόπιν ανταλλαγεισών σκέψεων περί των βάσεων υπό τας οποίας θα ήτο δυνατή τοιαύτη τις συνεννόησις απεφασίσθη να συναντηθώ μετά του Μεγάλου Βεζύρου εις Βρυξέλλας , αλλ’ η συνάντησις αύτη εματαιώθη, διότι επελθόντος του Ευρωπαϊκού πολέμου ή μάλλον της επιστρατεύσεως της γενικής όλων των Κρατών, τα οποία μετέχουν του Πολέμου, επεβάλλετο εις εμέ αναποδράστως η ανάγκη να επανέλθω το ταχύτερον εις την χώραν.

Αλλά και μετά τούτο εκατέρωθεν εξεδηλώθη η επιθυμία όπως και διαπραγματεύσεις, αίτινες έμελλε να διεξαχθώσιν εν Βρυξέλλαις μη ματαιωθώσι. Προς το σκοπόν δε τούτον απέστειλεν ειδικούς αντιπροσώπους εκάτερον των Κρατών εις Βουκουρέστιον όπως εις την φιλόξενον ταύτην πρωτεύουσαν επιδιωχθή η συνεννόησις επί του ζητήματος τούτου. Αλλά και πάλιν εις ουδέν αποτέλεσμα κατέληξεν η μετάβασις εις Βουκουρέστιον των αντιπροσώπων τούτων, διότι η Τουρκία προέτεινεν όπως αι διαπραγματεύσεις αναβληθώσιν εις ευθετώτερον χρόνον προβαλούσα την γενικήν Ευρωπαϊκή κατάστασιν και λόγους εσωτερικούς αυτής.

Ατυχώς αι εργασίαι της νέας Βουλής άρχονται εν μέσω της κλαγγής των όπλων του μεγάλου Ευρωπαϊκού πολέμου. Η Κυβέρνησις έδήλωσεν ότι κατά τον πόλεμον τούτον η Ελλάς θα μείνη ουδετέρα, αλλά δεν απέκρυψεν, ότι είχε συμμαχικάς υποχρεώσεις προς ένα των εμπολέμων, προς την Σερβίαν, και ότι τα συμμαχικάς ταύτας υποχρεώσεις ήτο αποφασισμένη να εκπληρώση πιστώς, αν ήθελε παρουσιασθή η περίπτωσις του συμμαχικού όρου. Η Ελλάς εννοείται ουδέν εύχεται πλειότερον παρά να μη παρουσιασθή η περίπτωσις του συμμαχικού όρου, όπως η πολεμική πυρκαϊά η οποία λυμαίνεται την Ευρώπην όλην, μη επεκταθή περαιτέρω εις την Βαλκανικήν χερσόνησον, της οποίας οι λαοί μετά τους δύο περυσινούς πολέμους έχουν ανάγκης τοσαύτης ησυχίας. ..»[171]

Ο Βενιζέλος δεν δημοσιοποίησε τους λόγους για τους οποίους κατέστη αδύνατη μια συνεννόηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο ζήτημα των νησιών. Αλλά δεν αμφέβαλε ότι η συνέχιση των διαπραγματεύσεων για τα νησιά δεν είχε κανένα νόημα. Τα νησιά αποτελούσαν πλέον defactoτμήμα του ελληνικού κράτους. Η απόφασή του για δυναμική εξωτερική πολιτική ενισχυόταν από τις εξελίξεις του πολέμου. Στη μάχη του Μάρνη (5- 10 Σεπτεμβρίου1914) ανακόπηκε η γερμανική επίθεση στο δυτικό μέτωπο και αποτράπηκε η κεραυνοβόλος νίκη της Γερμανίας. Ο πόλεμος των κινήσεων και των ελιγμών μετατράπηκε σε πόλεμο των χαρακωμάτων. Στο ανατολικό οι Γερμανοί είχαν νικήσει τους Ρώσους στην μάχη του Τάννεμπεργκ και στην πρώτη μάχη των Μαζουρίων λιμνών, αλλά οι Ρώσοι είχαν νικήσει τους Αυστριακούς στη μάχη της Λεμβέργης. Στο βαλκανικό μέτωπο οι Σέρβοι είχαν απωθήσει τους Αυστριακούς. Επιπλέον, η Αγγλία άφηνε τώρα ανοικτή την προοπτική μιας συμμαχίας με την Ελλάδα. Λόγω της αναρχίας στην Αλβανία , τον Οκτώβριο του 1914 ο ελληνικός στρατός εισήλθε και πάλι στη Βόρειο Ήπειρο.[172] Συνδέοντας το Βορειοπειρωτικό με το νησιωτικό ο Γκαλίμπ Κεμάλ μπέης στην Αθήνα είχε την πρόθεση να ζητήσει οδηγίες από την κυβέρνησή του για την ανακίνηση του ζητήματος προς όφελος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτράπηκε όμως από τον Κουάτ.[173]. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά την κατάργηση των Διολομογήσεων τον Σεπτέμβριο του 1914, ήταν απορροφημένη με το ζήτημα της κήρυξης του πολέμου κατά της Ρωσίας. Μετά τη λήψη της πρώτης δόσης του γερμανικού πολεμικού δανείου η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον πόλεμο. Στις 29 Οκτωβρίου 1914 τα πολεμικά σκάφη Goeben και Breslau βομβάρδισαν ρωσικά λιμάνια στον Εύξεινο Πόντο. Στις 2 Νοεμβρίου 1914 η Ρωσία διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κήρυξε τον πόλεμο. Το ίδιο έπραξαν και οι άλλες χώρες της Αντάντ. Τον Δεκέμβριο του 1914 η ελληνοτουρκική μικτή επιτροπή για την ανταλλαγή των πληθυσμών διέκοψε τις εργασίες της.

Τον Μάρτιο του 1915 το ζήτημα των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου χρησιμοποιήθηκε πάλι από τη Γερμανία ως δέλεαρ για την αποτροπή συμμετοχής της Ελλάδας στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση της Αντάντ στην Καλλίπολη και στα Δαρδανέλλια. Για να στηρίξει περισσότερο τις απόψεις του για την ανάγκη διατήρησης της ουδετερότητας της Ελλάδας ο Κωνσταντίνος Α΄ ζήτησε κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις από τον Γερμανό αυτοκράτορα για την οριστική διευθέτηση του ζητήματος των νησιών υπέρ της Ελλάδας μετά τον πόλεμο, την κατοχύρωση της Θεσσαλονίκης, την ουδετερότητα της Βουλγαρίας και την προστασία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. [174] Ο Γουλιέλμος Β΄ απάντησε αμέσως τονίζοντας ότι θα ήταν ανοησία για την Ελλάδα να εγκαταλείψει την πολιτική της ουδετερότητας και να προσχωρήσει στην Αντάντ για τους εξής λόγους: 1) μια ρωσική κυριαρχία στο Βυζάντιο είναι περισσότερο επικίνδυνη από την τουρκική. 2) Αν η Ελλάδα προσχωρήσει στην Αντάντ κατά της Τουρκίας, η Βουλγαρία θα στραφεί κατά της Καβάλας. 3). Η Γερμανία ενήργησε πάντα για τη διάσωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και δεν δίστασε να ταχθεί υπέρ της επιδίκασης των νησιών στην Ελλάδα.[175]

Ο Γερμανός αυτοκράτορας δεν ανέλαβε καμιά δέσμευση και παρέπεμψε τη διευθέτηση του θέματος των νησιών στη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Περισσότερο εκβιαστικός υπήρξε ο Βάνγκενχαϊμ . Η Ελλάδα έπρεπε να κατανοήσει ότι αν έμενε ουδέτερη και η Γερμανία νικούσε, μεταπολεμικά τα νησιά θα επιδικάζονταν στην Ελλάδα, διότι δεν θα είχαν πλέον σημασία για την Τουρκία, και η Γερμανία θα αναλάμβανε πρωτοβουλία για τη διάσωση των Ελλήνων, Οθωμανών υπηκόων. Αν η Ελλάδα εγκατέλειπε την ουδετερότητα και προσχωρούσε στην Αντάντ, τότε τα πρώτα θύματα θα ήταν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, που θα παραδίδονταν στην εκδικητική μανία των Τούρκων.[176]

Η γερμανική τακτική των υπεκφυγών και των εκβιασμών ήταν αναποτελεσματική. Εφόσον η Γερμανία δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την εξόντωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και να επιβάλει τη θέση των Μεγάλων Δυνάμεων στο ζήτημα των νησιών το 1914, κάθε υπόσχεση για το τι θα έπραττε σε περίπτωση νίκης της στον Μεγάλο Πόλεμο, εφόσον η Ελλάδα παρέμεινε ουδέτερη, δεν είχε πειστική δύναμη. Έτσι, ο Βενιζέλος συνέδεσε το ζήτημα των νησιών και το μέλλον του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας με την αγγλική πολιτική. Τα νησιά εντάχθηκαν στις εκλογικές περιφέρειες της Ελλάδας το 1915 και από τους στρατεύσιμους συγκροτήθηκε η Μεραρχία του Αρχιπελάγους. Αλλά η Τουρκία πέτυχε το στόχο της. Αφού εξόντωσε ένα μέρος του Ελληνισμού της δυτικής Μικράς Ασίας[177] και του Πόντου και επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή των υπολοίπων Ελλήνων, το ζήτημα των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου είχε απολέσει τη σημασία του στη Διάσκεψη της Λωζάννης.

[1] Για μια πρώτη προσέγγιση με τη σχετική βιβλιογραφία Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, «Το ζήτημα των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου στις παραμονές του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου: Toελληνικό διπλωματικό δίλημμα», Βαλκανικά σύμμεικτα , 12-13(2001-2003), σσ.111-141.Βλ. επίσης William Kaldis «Background for conflict: Greece, Turkey and Aegean Islands 1912- 1914», The Journal of Modern History, 51:12(1979), D1.119-D1.146.

[2] Sea Mceckin, «Benevolent Contempt. Bismarck’s Ottoman Policy», M.Hakan Yavuz, Peter Sloglet (επιμ. έκδοσης), War and Diplomacy, The Russo-Turkish War of 1877- 1878 and the Treaty of Berlin (Salt Lake City:The University of Utah Press, 2010), σσ. 86-87.

[3] Αυτόθι, σσ. 90-91. Εννοείται ότι οι ισχυροί οικονομικοί κύκλοι της Γερμανίας αναζητούσαν έναν ζωτικό χώρο(Lebensraum) στην Ανατολή. Εξωτερική πολιτική και οικονομία διαπλέκονταν.

[4] Malte Furhmann, Der Traum vom deutschen Orient. Zwei deutschen Kolonien im Osmanischen Reich 1851- 1918 (Frankfurt/ New York: Campus Verlag, 2006), σ.186.

[5] Mcmeekin, ό.π., σ. 91.

[6] Wilhel von Kampen, , Studien zur Deutschen Türkenpolitik in der Zeit Wilhems II., διδακτορικήδιατριβή, Kiel 1968, σ.78.

[7] Αυτόθι. σσ.44-45

[8] Αυτόθι, σ. 47.

[9] Για την ανάδυση του τουρκικού εθνοτικού εθνικισμού μετά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο Ugur Ümit Üngör, TheMakingofModernTurkey. Nation and State in Eastern Anatolia, 1913- 1950(Oxford: University Press, 2011), σσ. 42-50, Mustafa Aksakal, The Ottoman Road to War in 1914. The Ottoman Empire and First World War(Cambridge: University Press, 2008), σσ.19-41, Taner Akçam, A Shameful Act. The Armenian Genocide and the Question of Turkish Responsibility (New York: Henry Holt and Company, 2006), σσ. 82- 108.

[10] Kampen, ό.π,, σ. 49. «Wir müssen die Turkei solange wie möglich zu erhalten suchen und durch Beteiligung an dem Reformwerke der Türkei nicht nur ehrliche Hilfe leisten, sondern gleichzeitig auch unseren Einfluß in der gesamten Türkei zu stärken suchen. Gleichzeitig aber hätten wir uns auf den schlimmen Fall, die Teilung, vorzubereiten, in dem wir in unserer Arbeitszone durch Schulen, Krankehäuser, Entsendung von Ärzten etc. die Bevölkerung an uns fesseln und gleichzeitig damit auch den Mächten gegenüber den festen Entschluß bekunden, die von uns markierten Gebiete keiner anderer Macht zu überlassen».

[11] Αυτόθι, σ. 50.

[12]Askasal, , ό.π. σσ. 72-77.

[13] Spyridon Sfetas, «Greek perceptions of the First Balkan War and Venizelos’ s efforts to preserve the Balkan Alliance», Thetis, 20 (2012), σσ.263-269.

[14] Politisches Archiv des Auswärtigen Amtes ( στοεξήςPA AA), R 11608, Acta betreffend Beziehungen Serbiens zu Griechenland vom 11. November 1886 bis November 1918, Α. 2979, Athen, 7. Februar 1913, Quad an Bethmann Hollweg.

[15] PA AA, R 7531, Akten betreffend Beziehungen Griechenlands zu Bulgarien (vom 19.Novermber 1906 bis 31 Mai 1913), Telegramm Nr.20, Athen, 13. März 1913, Quadt an Auswärtiges Amt.

[16]Αυτόθι.

[17] PA AA, R7531, A.5704, Wien, 18.März 1913, Tschirsky an Bethmann Hollweg.

[18] Αυτόθι.

[19] Γενικά για τη γερμανική βαλκανική πολιτική μετά τη λήξη του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου βλ. Claudiu- LucianTopor, Germania, România șiRăzboaieleBalcanice ( Iași: EdituraUniversității ‘’Alexandru Ioan Cuza’’, 2008), σσ.215-254

[20] Helen Gardikas Katsiadakis, Greece and the Balkan Imbroglio. Greek Foreign Policy ( Athens: ΣύλλογοςπροςΔιάδοσινΩφελιμωνΒιβλίων, 1998) , σ. 217.

[21] Aυτόθι, σ.218.

[22] B.Kondis, « The problem of the Aegean islands on the eve of the World War I and Great Britain», Greece and Great Britain during Wolrd War I . First Symposium, organized in Thessaloniki (December 15-17, 1983) by the Institute for Balkan Studies in Thessaloniki and King’s College in London (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1985) , σσ.51-52.

[23] Για τους ναυτικούς εξοπλισμούς γενικά το 1914/1915 βλ.. Geoffrey Miller, Superior Force: The Conspiracy behind the Escape of Goeben and Breslau(Hull: University of Hull Press, 1996).

[24] Για το ταξίδι του Βενιζέλου βλ Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, Τόμος Τρίτος (Αθήναι: εκδόσεις Πάπυρος, 1967), σσ 233-236.

[25] Γεωργίου Βεντήρη, Η Ελλάς του 1910-1920. Ιστορική μελέτη. Τόμος Πρώτος ( Αθήναι: εκδόσεις Ίκαρος, 1931), σ.190. .

[26] Οι γερμανικές διπλωματικές υπηρεσίες εντόπισαν το άρθρο και το μετέφρασαν. PA AA,R 1434, Akten betreffend den Balkankrieg 1912/1913. Die Botschafterbesprechungen in London, die Vermittlungsfrage und die Friedensverhandlungen auch in Bukarest, R 14343 , von 8.September 1914bis Februar 1919, Die politische Lage. Das geheime Protokoll von 1913. Nationalul, No. 4 vom 29./12.Dezember 1915.

[27]Αυτόθι. Για το σκοπό της επίσκεψης των Βενιζέλου και Πάσιτς στο Βουκουρέστι ο υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας, Εμμανουήλ Πολουμπάρου (EmanoilPolumbaru), ενημέρωσε τον Γερμανό πρέσβη Ιούλιο Βάλντχαυζεν (Juliusvon Waldhausen). Οι πρωθυπουργοί της Σερβίας και της Ελλάδας ήθελαν να διαβεβαιωθούν αν η νέα κυβέρνηση ήταν πρόθυμη να σεβαστεί τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η απάντηση της κυβέρνησης του Ίωνα Μπρατιάνου ήταν καταφατική. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ελληνοτουρκικού ναυτικού πολέμου η συνθήκη του Βουκουρεστίου δεν παραβιαζόταν. Αν όμως η Βουλγαρία επέτρεπε τη διέλευση τουρκικών χερσαίων δυνάμεων από το έδαφός της, τότε αμέσως η Ρουμανία θα υπέγραφε στρατιωτική σύμβαση με τη Σερβία και την Ελλάδα. PA AA, R 11608, A.3768, Nr.52, Bukarest, den 19.2.1914, Waldhausen an Bethmann Hollweg

[28] Εμπρός, 1.2.1912(π.η)

[29] «.. Το Ηπειρωτικόν και το Νησιωτικόν ζήτημα παρουσιάζουν άποψιν ζοφερωτέρα από πριν, η δε μεγάλη ελπίς του κ. Βενιζέλου ότι θα πείση τας Δυνάμεις να συγκρατήσουν την Τουρκίαν από των εχθρικών της εκδηλώσεων προς την Ελλάδα εναυάγησαν οριστικώς και αμετακλήτως. Η Ήπειρος εθυσιάσθη άνευ ανταλλάγματος, οι Ηπειρώται παραδίδονται εις τους Αλβανούς άνευ εγγυήσεως τινός εξασφαλιζούσης την θρησκείαν και την γλώσσαν των, η Ίμβρος, η Τένεδος και το Καστελλόριζο μένουν άνευ προστασίας τινός, η δε Χίος και η Μυτιλήνη, χωρίς να ουδετεροποιηθούν, επιβάλλεται να μείνουν ανοχύρωτοι και να μη αποτελούν στρατιωτικήν ή ναυτικήν βάσιν, δια να είναι φαίνεται ευκολωτέρα η αίφνιδία κατάληψίς των υπό των Τούρκων. Εν τούτοις η Τουρκία παραμένει αδιαλλάκτως απειλητική δια το ζήτημα των νήσων. Τα δύο κυριώτερα ζητήματα των οποίων ο κ. Βενιζέλος ανέλαβε την διακανόνισιν, αντί να προχωρήσουν προς την λύσιν των υπέστησαν υπέστησαν ώθησιν προς τα οπίσω…Ο κΒενιζέλος είναι ο μόνος άνθρωπος εν Ελλάδι, όστις έχει το προνόμιον και δια τας επιτυχίας του και δια τας αποτυχίας του να θαυμάζεται εξ ίσου», Εμπρός, 2.2.1914.

[30] Εμπρός, 4.2.1914.

[31] Εμπρός, 9.2.1914. Η συνθήκη των Αθηνών είχε υπογραφτεί την 1η/14η Νοεμβρίου 1913 από τον Δημήτριο Πανά, πρέσβη της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, και το Γκαλήπ Κεμάλ μπέη (GalybKemalBey), πρέσβη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα. Προέβλεπε την προστασία των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων στις νέες χώρες ως Ελλήνων υπηκόων. Όσοι επέλεγαν την οθωμανική ιθαγένεια έπρεπε να εγκατασταθούν εκτός Ελλάδος, αλλά διατηρούσαν την ακίνητη ιδιοκτησία τους στην Ελλάδα. Βλ. Σταματίου Αντωνοπούλου, Αι Συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών (Αθήνα: εκδόσεις Πελασγός, 2002-επανέκδοση του 1917), σ.160-169. Για τη σύμβαση των Αθηνών και την εφαρμογή της βλ Γιάννης Ν..Γκλαβίνας, Οι μουσουλμανοί πληθυσμοί στην Ελλαδα (1912-1923). Από την ενσωμάτωση στην ανταλλαγή (Θεσσαλονίκη: εκδοτικός οίκος, Αντ. Σταμούλη, 2013), σσ.102-119.

[32] Sinan Kuneralp (ed), Ottoman Diplomatic Documents on the Origins of World War One. VI The Aegean Islands Issue 1912- 1914 (Istanbul: The Isis Press, 2011), σ.251.

[33]Αυτόθι, σσ.251- 252.

[34] Konstantinos Loulos, Die deutsche Griechenlandpolitik von der Jahrhundertwende bis zum Ausbruch des Ersten Weltkrieges (Frankfurt am Main- Bern- New York: Verlag Peter Lang, 1986), σ. 346.

[35] Kuneralp, ό.π.,σ. 255.

[36]Αυτόθι, σσ. 261- 262.

[37] P.Gooch and Harold Temperley (eds), British Documents on the Origins of the War, 1989- 1914. Volum X, Part 1. The Near and the Middle East on the Eve of War (London: His Majesty’s Stationery Office, 1936), σ. 245, No 264.

[38] Kuneralp, ό.π.,σ. 264.

[39] Gooch- Termperley (eds), British Documents, ό.π.,σσ.244-245, No 264.

[40] Για την παραμονή του Γουλιέλμου Β΄ στην Κέρκυρα, τα ενδιαφέροντά του για τις αρχαιολογικές ανασκαφές και τις διάφορες εκδηλώσεις προς τιμήν του βλ. Εμπρός, 8.4.1914 και 10.4.1914,

[41] Loulos, ό.π., σσ. 347- 348.

[42] Αυτόθι, σ.350.

[43] Mattias Bjornlund,, «The 1914 cleansing of Aegean Greeks as a case of violent Turkification», Journal of Genocide Research , 10: 1 (2008), σσ.42-45, Tessa Hofman, « Γενοκτονίαενροή-Cumu lative Genocide. The Massacres and Deportations of the Greek Population of the Ottoman Empire (1912- 1923)», στοσυλλογικόέργο Tesa Hofman, Matthias Bjornlund, Vasileios Meichnetsidis (eds), The Genocide of Ottoman Greeks. Studies in the State- Sponsored Campaign of Extermination of the Christians of Asia Minor (1912 – 1922) and its Aftermath: History, Law, Memory(New York &Athens: published by Aristide D. Caratzas, 2011), σσ.46- 47.

[44] Μιχαήλ Χοδάς, Πως η Γερμανία κατέστρεψε τον Ελληνισμόν της Τουρκίας, Αθήνα 1978 (επανέκδοση του 1916), σσ..48-49, Η. Morgenthau, Τα μυστικά του Βοσπόρου, πρόλογος Αχ. Λαζάρου, μετάφραση Ι. Καπεσιάν (Αθήνα: εκδόσεις Τροχαλία, τρίτη έκδοση 1998), σ.101.

[45] Κωνσταντίνος Εμμ. Φωτιάδης, Η Γενoκτονία των Ελλήνων ου Πόντου, 1ος τόμος (Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Ηρόδοτος, 2002), σσ.436-437.

[46]Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας – Γενική Διοίκησις Μακεδονίας, φάκελος 76, Μετανάστευσις Μουσουλμάνων, Αστυνομική Διεύθυνσις Θεσσαλονίκης προς Γενικόν Διοικητήν Μακεδονίας, αρ. πρωτ. 121211, Θεσσαλονίκη , 9.4.1914.

[47] Για μια πρώτη προσέγγιση βλ.Βασιλική Τσακόγλου, Ο Πρώτος Διωγμός των Ελλήνων στην Ανατολική Θράκη 1913-1918 ( Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Γιαχούδη, 2011), σσ.94-132.

[48] Ίδρυμα Ιστορίας Ελευθερίου Βενιζέλου- Αρχείο Λέσχης Φιλελευθέρων ( στο εξής ΙΙΕΒ-ΑΛΦ), 1914 , φάκελος 34/ 29, αρ.τηλεγρ. 1605, Πέραν, 4/17.4.1914, Πανάς προς Υπουργείο Εξωτερικών.

[49] ΙΙΕΒ-ΑΛΦ, 1914, φάκελος 34/9, αρ.τηλεγρ..1553, Πέραν, 1/14.4.1914, Πανάς προς Υπουργείο Εξωτερικών.

[50] ΙΙΕΒ-ΑΛΦ, 1914, φάκελος 34/10, Πέραν 1/14. 4. 1914, Πανάς προς Υπουργείο Εξωτερικών.

[51] ΙΙΕΒ-ΑΛΦ, 1914, φάκελος 34/12, αρ.τηλεγρ. 1555, Πέραν, 1/14 .4.1914, Πανἀς προς Υπουργείο Εξωτερικών.

[52] ΙΙΕΒ-ΑΛΦ, 1914, φάκελος 34/ 26, αρ.τηλεγρ,1618, Πέραν, 4/17.4.1914, Πανάς προς Υπουργείο Εξωτερικών. Στο τηλεγράφημα αναφερόταν « Εν ημέραις καθ’ας λοιπός χριστιανικός κόσμος εν χαρά πανηγυρίζει και πρόκειται να πανηγυρίσει την ανάστασιν του Κυρίου ολόκληροι Χρστιανικοί πληθυσμοί εν Θράκη εις τα πρόθυρα της Κων/πόλεως και υπό τα όμματα των αντιπροσώπων των Χριστιανικών Ευρωπαϊκών Δυνάμεων διέρχονται στιγμάς οδύνης και απελπισίας ας δεν είδε ουδέ εν ταις ζοφερωτέραις ημέραις της δουλείας αυτού. Καθ’απάνθρωπον και αυθαδέστατον σχέδιον ολόκληρος ο ορθόδοξος αγροτικός πληθυσμός της Θράκης συμποσούμενος εις 350 περίπου χιλιάδας ψυχών εξαναγκάζεται να εγκαταλείψη την πάτριον γην εν η επί χιλιετηρίδας έζησε και να παραχωρήση τον τόπον εις τους έξωθεν ερχομένους Μωαμεθανούς και δη ως επί το πλείστον Αλβανούς εκ των Σερβικών μερών πρόσφυγας αφαιρουμένους πρότερον βία όλην την ακίνητον και αυτήν έτι την κινητήν περιουσίαν αυτού και πλείστα άλλα ανήκουστα υφισταμένους δεινά…. Παρακαλούμεν εναγωνίως την Υμετέραν Ευσεβεστάτην Μεγαλειότητα ίνα εν ονόματι της Φιλανθρωπίας της Δικαιοσύνης και του Χριστιανικού πολιτισμού ζητήση την κραταιάν επέμβασιν του Μεγαλειοτάτου και σεπτού Αδελφού Αυτής όπως τεθή άμεσον τέρμα εις τα ατιμάζοντα την ανθρωπότητα ανήκουστα ταύτα όργια…». .

[53] Εμπρός, 10/23. 4. 1914.

[54] PA AA, R 1431, Akten betreffend den Balkankrieg 1912/ 13. Die Botschafterbesprechungen in London, die Vermittlungsfrage und die Friedensverhandlungen (auch in Bukarest) vom 11.Mai bis 30 Juni 1914, Telegram Nr.206 vom 11. Mai 1914, Constantinopel, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[55]Αυτόθι.

[56] PA AA, R1431, Telegram Nr.116 vom 18. Mai 1914, Athen, Quad an das Auswärtige Amt.

[57] PA AA; R1431, Telegram Nr.96 vom 14. Mai 1914, Rom, Flotow an das Auswärtige Amt.

[58] PA AA, R 14341, Depesche Nr.119 vom 10. Mai 1914, Bukarest, Waldthausen an Bethmann Hollweg.

[59] PA AA, R14341, Telegram Nr.229 vom 19. Mai 1914, Constantinopel,, Wangenheim an das Auswärtige Amt.

[60]Αυτόθι.

[61]Αυτόθι.

[62] Χρ. Χρηστίδη (επιμ.), Μεταξάς. Το προσωπικό του ημερολόγιο. Πόλεμοι 12-13. Τόμος Τρίτος 1910-1914 (Αθήνα: εκδόσεις Γκοβόστης,1952), σ. 241.

[63] PA AA, R 14341, A 10209, Inhalt : Talaats Besuch in Livadia, St. Petersburg, den 23. Mai 1914, PourtalèsanBethmannHollweg.

[64]Αυτόθι.

[65] PP AA, R14341, Telegramm Nr.119 vom 19. Mai 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[66] PA AA, R14341, Telegramm Nr, 236 vom 25..Mai 1914, , Constantinopel, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[67] PA AA, R 14341, Telegramm Nr.131 vom 28. Mai 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[68] PA AA, R 14341, Telegramm Nr. 251 vom 30. Mai 1914, Therapia, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[69] Αυτόθι.

[70] PAA AA. R14341, Telegramm Nr. 160 vom 18.Juni 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[71]Εμπρός, 30. 5.1914. Και οι Νεότουρκοι καθιέρωσαν το 1914 ως εθνική εορτή την άλωση της Κωνσταντινούπολης. και έγιναν οι σχετικές εκδηλώσεις, Σκρίπ , 31.5.1914. ,

[72] PA AA, R 14341, Telegramm Nr.208 vom 4.Juni 1914, Therapia, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[73]Σκρίπ, 19/ 20. 5. 1914.

[74]Ρ. Gooch- Harold Terperley (eds), British Documents, ό.π., σσ. 253- 254, No 274.

[75]Αυτόθι,σσ. 252- 253.

[76] PA AA, R14341, Telegramm Nr.250 vom 30. Mai 1914, Therapia, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[77]Αυτόθι.

[78] Georgi Markov, Goljamata Vojna i Bâlgarskijat Ključ za Evropejski Pogreb 1914- 1916 (Sofia: Akademično Izdatelstvo « Prof.Marin Drinov» 1995) , σ.22.

[79] Σκρίπ, 10.5.1914.

[80] Εμπρός, 13.5.1914.

[81] Εμπρός, 29. 5.1914. Hνομοθετική πράξη δημοσιεύθκε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, «Περί παραχωρήεως της νησίδος Σάσωνος εις την Αλβανίαν», Εφημερίς της Κυβερνήεως του Βασιλείου της Ελλαδος. Τεύχος Α’, αρ.φύλλου 151, Εν Αθήναις τη 7 Ιουνίου 1914.

[82] PP AA, R 14341, Telegramm Nr.121 vom 20. Mai 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[83] PP AA, R 14341, Telegramm Nr. 123 vom 21. Mai 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[84] PP AA, R 14341, Telegramm Nr. 127 vom 26.Mai 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt. Οι όροι της ελληνικής κυβέρνησης ήταν η ανταλλαγή των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και του βιλαετίου του Αϊδινίου με τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας και της Ηπείρου να γίνει σε εθελούσια βάση, υπό την προστασία των δύο κυβερνήσεων και να συγκροτηθεί μικτή επιτροπή μετανάστευσης με έδρα τη Θεσσαλονίκη ,και τη Σμύρνη. Βλ. Yannis G.Mourelos, «The 1914 persecutions and the first attempt at an exchange of minorities between Greece and Turkey», Balkan Studies 26:1 (1985), σσ.394- 395.Ως μοντέλο χρησιμοποιήθηκε η τουρκοβουλγαρική συμφωνία εθελούσιας ανταλλαγής πληθυσμών με άξονα την αποζημίωση των Βουλγάρων προσφύγων που είχαν εγκαταλείψει την Ανατολική Θράκη το 1913. Η συμφωνία αυτή επισυνάφθηκε στην τουρκοβουλγαρική Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 16ης/29ης Σεπτεμβρίου 1913.

[85] Eμπρός, 27.5.1914.

[86] Εμπρός, 2.6.1914. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Indépendant της Θεσσαλονίκης ο Τούρκος πρέσβης ομολόγησε ότι η μετανάστευση των Μουσουλμάνων ήταν εκούσια. Βλ. Εμμ. Χ. Εμμανουηλίδου, Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήναι: Τύποις Γ.Χ. Καλλέργη και Σίας, 1924), σ. 63 , υπ.1. Υπήρχαν ωστόσο σποραδικά περιστατικά ληστειών και λεηλασιών σε βάρος μουσουλμανικών περιουσιών και φόνων μουσουλμάνων από ντόπιους χριστιανούς. Βλ Γκλαβίνας, ό.π.,σσ. 305-306. Η επίσημη ελληνική πολιτική, σε αντίθεση με τη βουλγαρική, απέβλεπε στην παραμονή των φιλήσυχων και εργατικών μουσουλμανικών αγροτικών πληθυσμών στις νέες χώρες με σεβασμό των θρησκευτικών τους δικαιωμάτων. Για τη διαφορετική στάση Ελλαδος-Βουλγαρίας έναντι των μουσουλμανικών πληθυσμών βλ. Ι.Glavinas, «The perception of Muslim minority in Greece in Greek and Bulgarian policy and strategy (1912-1923)», Etudes Balkaniques 4:(2005), σσ.157—174.

[87]Εσφαλμέναο Justin Macarthy γενικεύειταπράγματακαιδιαβλέπεισυγκεκριμένοσχέδιοόλωντωνβαλκανικώνκρατώνγιαεκδίωξητωνμουσουλμάνων «Εach of the Christian Balkan nations adopted a policy of ‘’demographic warfare’’ intended to make their own people an absolute majority in the areas they conquered..». Βλ. Justin Mccarthy, «Muslim refugees in Turkey: The Balkan Wars, World War I and the Turkish War of independence», Health W.Lowry and Quataert (eds), Humanist and Scholar. EssaysinhonorofAndreasTietze , Istanbul 1993, σσ.89-90.

[88] Σκρίπ, 27.5.1914. Προσβλήθηκε το Γενιτσαροχώρι. OΈλληνες πρέσβης Δημήτριος Πανάς δήλωσε στον μέγα βεζίρη ότι σε περίπτωση καταστροφής της πόλης του Αϊβαλί θα προκαλούνταν σοβαρό ζήτημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εμπρός, 1.6.1914.

[89] Σκρίπ, 28.5.1914.

[90] Σκρίπ, 30.5.1914.

[91]Αυτόθι..

[92] Οθωμανικές πηγές για το θέμα αυτό προσκόμισε ο TanerAkcam σε διεθνές συνέδριο στο Άμστερνταμ. Βλ. TanerAkcam, «OttomanDocumentsandExpulsionofGreeksfromAsiaMinor 1913- 1914», WATSVIII: EthnicTensionsandViolenceattheEndoftheOttomanEmpire, InternationalInstituteofSocialHistoryandNIODInstituteforWar, HolocaustandGenocideStudies, Amsterdam, October 27- 30, 2011.Κατά τις στατιστικές του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των ελληνικών προξενείων που διενεργήθηκαν το 1910-12 στην Ανατολική Θράκη και συνολικά στη Μικρά Ασία (εκτός της περιοχής των Αδάνων, Αλεξανδρέττας και Ερζερούμ που υπάγονταν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας) ζούσαν 2.068.402 Ελληνορθόδοξοι. (Στην Ανατολική Θράκη 290. 600, στην Κωνσταντινούπολη 378.999, στο βιλαέτι του Αϊδινίου 495.936). Σύμφωνα με τις οθωμανικές στατιστικές του 1914 που δημοσίευσε ο KemalKarpat, οι Ελληνορθόδοξοι ανέρχονταν σε 1.498.540 Βλ AlexisAlexandris, «TheGreekCensusofAnatoliaandThrace (1910- 1912): AContributiontoOttomanHistoricalDemography», στο συλλογικό έργο DimitriGondicasandCharlesIssawi (eds.), OttomanGreeksintheAgeofNationalism(Princeton: DarwinPress, 1999), σσ.45-76, εδώ κυρίως 53-54.

[93] Για την καταστροφή της Παλαιάς Φώκαιας βλ. αποσπάσματα από την έκθεση του Γάλλου αρχαιολόγου FélixSartiauxπου ήταν αυτόπτης μάρτυς, Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, 1ος τόμος, (Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Ηρόδοτος, 2002), σσ.468-469. Στη Παλαιά Φώκαια υπήρχε γαλλική αρχαιολογική ομάδα που διενεργούσε ανασκαφές. Στη γαλλική αρχαιολογική αποστολή αναζήτησαν καταφύγιο οι διωκόμενοι Έλληνες. Για μια προσέγγιση του θέματος από τουρκικής πλευράς βλ. την αδημοσίευτη ανακοίνωση του EmreErol, «Νatives, MigrantsandRefugeesinEskiFoça (Παλαιά Φώκαια) in 1914», WatsVII: EthnicTensionsandViolenceattheEndoftheOttomanEmpire, InternationalInstituteofSocialHistoryandNIODInstituteforWar, HolocaustandGenocideStudies, Amsterdam, October 27- 30, 2011.

[94] Βλ. Εμμανουηλΐδου, ό.π., σ. 62.

[95] Εμπρός, 2.6.1914.

[96] Εμπρός, 3.6.1914.

[97] Βjornlund, op.cit, p.49.

[98] Εμπρός, 7.6.1914.

[99] Αυτόθι. Σε επιστολή του προς τον Βενιζέλο στις 13/26 Ιουνίου 1914 ο μητροπολίτης Χρυσόστομος επισήμανε τον κίνδυνο γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού λόγω της λεγόμενης τουρκικής εθνικής αφύπνισης που αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της Τουρκίας για τους Τούρκους. Βλ. Φωτιάδης, ό.π., σσ.470-471.Στις 12/25 1914 Ιουνίου οι μητροπολίτες Εφέσου, Σμύρνης, Φιλαδέλφειας, Κρήνης (Τσεσμέ) και Ηλιουπόλεως (Αϊδινίου) κατήγγειλαν την Τουρκία στη Διεθνή Ανακριτική Επιτροπή και ζήτησαν 1. Την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους, 2. Την απόδοση των περιουσιών. 3.Την κατάπαυση του μποϋκοτάζ, 4. Αποζημιώσεις 5. .Εγγυήσεις, 6. Το σχηματισμό επιτροπής για τη διενέργεια της εκ νέου αποκατάστασης των προσφύγων στις εστίες τους. Βλ. Εμπρός, 18.6.1914.Για τους διωγμούς του 1914 στη Μικρά Ασία βασική πηγή είναι οι εκθέσεις του Σμύρνης Χρυσοστόμου βλ. Το Αρχείο του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου , Τόμος Δεύτερος, Μικρά Ασία. Μητροπολίτης Σμύρνης Α’ 1910-1914 (, εισαγωγή –σημειώσεις Αλέξης Αλεξανδρής), (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000), σσ.51-291.

[100] Χρ.Χρηστίδη΄(επιμ,) Μεταξάς, ό. π., σ.244-245.

[101]Διπλωματικά Έγγραφα 1913-1917. Ελληνοσερβική Συνθήκη Συμμαχίας. Εισβολή ΓερμανοΒουλγάρων εις Μακεδονίαν (Συμπλήρωμα), Υπουργείον επί των Εξωτερικών, Εν Αθήναις 1917, σσ.5-8.

[102]Αυτόθι, σ. 9.

[103] PA AA, R 14341, Telegramm Nr.148 vom 12 Juni 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[104] PA AA, R 14341, Telegramm Nr.173 vom 11.Juni 1914, Bukarest, Waldhausen an Bethmann Hollweg.

[105] Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο ( στο εξής Ε.Λ. Ι. Α.) Αρχείο Γεωργίου Στρέϊτ, φάκελος 12. 1 « Αίτησις συμπράξεως προς Σερβίαν. Απάντησις αυτής. Τηλεγραφήματα Βουκουρεστίου» (Ιούνιος 1914), Papadiamantopoulos à Streit, Nr.600, Bucarest, 3/ 16 Juin 1914.

[106]Αυτόθι.

[107] Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Γεωργίου Στρέϊτ, φάκελος 12.1, Papadiamantopoulos à Streit, Nr.601, Bucarest, 3/16 Juin 1914.

[108] Εμπρός, 31.5.1914, 1.6.1914.

[109] PA AA, R 14341, Telegramm Nr.159 vom 17. Juni 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[110]PA AA, R 14341, Telegramm Nr. 281 vom 18. Juni 1914, Therapia, , Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[111] Αυτόθι.

[112] PA AA, R 1431, Telegramm Nr.156 vom 15 Juni 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[113] PA AA, R 14341, Telegramm Nr.160 vom 18.Juni 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[114] Αυτόθι.

[115] Εμπρός, 6.6.1914.

[116] Αυτόθι.

[117] PA AA, R 14341, Telegramm Nr.164vom 19.Juni 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[118] Αυτόθι. Στο τηλεγράφημά του προς τον Ουΐλσων ο Βενιζέλος παρείχε τις διαβεβαιώσεις ότι με την απόκτηση των θωρηκτών η Ελλάδα δεν σκόπευε να επιτεθεί κατά της Τουρκίας, αντίθετα, η Τουρκία, έχοντας υπεροπλία με το Ρίο Ιανέιρο, θα μπορούσε να επιτεθεί κατά της Ελλάδος για την απόκτηση των νησιών. Λόγω του κινδύνου που διέτρεχε η Ελλάδα,, η Αμερική, αν δεν έστεργε να πωλήσει τα δύο θωρηκτά, θα μπορούσε να κηρύξει αμέσως πόλεμο στην Τουρκία, προλαμβάνοντας τη έλευση του Ρίο Ιανέιρο. Εμπρός, 12.6.1914.

[119] Mourelos, ό.π, σ. 399.

[120] PA AA, R 1431, Telegramm Nr.256 vom 21. Juni 1914, Therapia, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[121]Αυτόθι.

[122] PA AA, R 14341, Telegramm Nr. 809 vom 22 Juni 1914, Therapia, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[123] Zisis Fotakis, Greek Naval Strategy and Policy, 1910- 1919 (London and New York: Routledge, 2005), σσ.98- 99. OKerrείχε προσφερθεί και να ηγηθεί μιας επιχείρησης του ελληνικού στόλου να προσβάλει τα οθωμανικά dreadnoughts , όταν θα μεταφέρονταν από τα ναυπηγεία της Αγγλίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

[124] PA AA, R 14341, Telegramm Nr.176 vom 23. Juni 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[125] Αυτόθι.

[126] Morgenthau, ό.π, σσ.107-108. Η ελληνική κυβέρνηση, στη σπουδή της να αγοράσει τα παλαιά αμερικανικά πολεμικά πλοία, δεν συμβουλεύτηκε τον Kerr ο οποίος χαρακτήρισε τον Βενιζέλο ως pennywiseandpound foolish (ακριβό στα πίτουρα και φθηνό στ’ αλεύρι). Το ‘’Λήμνος’’ κατέπλευσε στο Φάληρο στις 26 Ιουλίου/ 7 Αυγούστου 1914 βλ. Εμπρός. 27/7/1914. Το ‘’Κιλκίς’’ κατέπλευσε πρώτα στη Νάπολη. Μετά την εκκαθάριση των πολεμικών δαπανών των Βαλκανικών Πολέμων, η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει οξύτατο δημοσιονομικό πρόβλημα στο δεύτερο εξάμηνο του 1914 και στις αρχές του 1915 .Βλ. Κώστας Κωστής, ‘’Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας’’. Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους , 18ος-21ος αιώνας, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013, σσ.567-568. Έτσι, ήταν περιορισμένες οι δυνατότητες

[127]PAAA, R 14341, TelegrammNr.177 vom 25. Juni 1925, Athen, Quadtan AuswärtigesAmt

[128] Εμπρός, 15.6.1914. Για τη συγκρότηση της μικτής επιτροπής ανταλλαγής των πληθυσμών ο Βενιζέλος αλληλογραφούσε με τον Ταλαάτ μπέη όταν αυτός βρισκόταν ακόμα στη Σμύρνη. Το βασικό θέμα ήταν αν θα υπήρχαν ευρωπαίοι αξιωματούχοι ως μέλη της επιτροπής, όπως επιθυμούσε ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ο Βενιζέλος αποδέχτηκε τελικά την πρόταση του Ταλαάτ μπέη για τον ορισμό μόνο ευρωπαίου διαιτητή σε περίπτωση διαφωνιών των μελών της επιτροπής. Στις 13/26 Ιουνίου 1914 η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε στην τουρκική τα ονόματα των Ελλήνων αντιπροσώπων στη μικτή επιτροπή, των προξένων Κωνσταντίνου Δημαρά και Γεωργίου Τζορμπατζόγλου.

[129] PA AA, R 14341, A 12981, Inhalt: Türkei und Griechenland, Athen, den 25. Juni 1914, Quadt an Bethmann Hollweg.

[130]Ρ.Gooch- Harold Termerlay (eds), British Documents on the Origins of the War, ό.π., σ..267, No293.

[131] PA AA, R 14341, Telegramm Nr.184 vom 30. Juni 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[132] PA AA, R 14342, Akten betreffend den Balkankrieg 1912/ 1913, die Botschafterbesprechungen in London, die Vermittlungsfrage und die Friedensverhandlungen (auch in Bukarest), vom 1. Jul 1914 biszum 7. September 1914, Telegramm Nr.336 vom 1. Juli 1914, Constantinopel, Wangenheim an s Auswärtiges Amt.

[133] Αυτόθι.

[134] Αυτόθι.

[135] Εμπρός, 27.6.1914. Κατά τη συνεδρίαση αυτή ο βουλευτής Σμύρνης Εμμανουήλ Εμμανουϊλίδης τόνισε ότι η τουρκική εθνική αφύπνιση στηριζόταν απολίτιστα στο οικονομικό μποϋκοτάζ και στην εξόντωση των Ελλήνων.

[136] Για τις αποκλίνουσες απόψεις των Ελλήνων και Τούρκων αντιπροσώπων σε θέματα εκούσιας μετανάστευσης, αποζημιώσεων και διαιτησίας κατά τις συνεδριάσεις της μικτής επιτροπής ανταλλαγής πληθυσμών στο δεύτερο ήμισυ του 1914 βλ. Mourelos, ό.π., σσ.41-47.

[137] P.Gooch- Harold Temperley (eds), Btitish Documents in the Origins of the War, ό.π., σσ. 267- 269, No.293, 295, 297.

[138] Aυτόθι, pp. 271, 274- 275, No. 300, 304, 305, 306 και PA AA, R14342, Telegramm Nr.346 vom 16.Juli 1914, Therapia, ,Wangenheim an Auswärtiges Amt

[139]PA AA R 14342,R 14342, Telegramm Nr.205 vom 18.Juli 1914, Athen, Bassewitz an Auswärtiges Amt.

[140] PA AA, R 14342, Telegramm Nr. 352 vom 19. Juli 1914, Therapia, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[141] Αυτόθι.

[142] PA AA, R 14342, Telegramm Nr.206 vom 19. Juli 1914, Athen, Bassewitz an Auswärtiges Amt.

[143] PA AA. R 14342, Telegramm Nr.366 vom 21.Juli 1914, Threrapia, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[144] Σκρίπ, 8.7.1914. Κατά τη συνεδρίαση αυτή ο μουσουλμάνος βουλευτής Αϊδινίου Ουμπεϊδουλλάχ δήλωσε προκλητικά υπό μορφή λογοπαιγνίου ότι επί κυβερνήσεως του Μουχτάρ πασά χάθηκε από την κυριαρχία μας η Ρούμελη, ενώ με την παρούσα κυβέρνηση χάνονται οι Ρωμιοί. Εννοούσε προφανώς ότι κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, όταν κυβερνούσαν οι Φιλελεύθεροι, χάθηκε η ευρωπαϊκή Τουρκία, ενώ τώρα εκδιώκονται οι Ορθόδοξοι Ελληνοοθωμανοί.

[145] Fotakis,, ό.π., σ. 103.

[146] Aksakal,, ό.π, σ. 115.

[147] George B. Leon, Greece and the Great Powers 1914- 1917 ( Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1974), σ. 43.

[148] PA AA, R 14342, Telegramm Nr.260 vom 9. August 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt και Telegramm Nr. 269 vom 10. August 1914, Athen, Quad an Auswärtiges Amt.

[149] Markov, ό.π, σ. 64..

[150] PA AA, R 14342, Telegramm Nr.153 vom 19. August 1914, Sinaia, Waldhausen an Auswärtiges Amt.

[151] PA AA, R 11608, Acta betreffend Beziehungen Serbiens zu Griechenland vom 11.November 1886 bis November 1918, Telegramm Nr.176 vom 24.August 1914, Sinaia, Waldhausen an Auswärtiges Amt.

[152]Αυτόθι.

[153] PA AA, R 14342, Telegramm Nr.179 vom 25. August 1914, Sinaia, Waldenhausen an Auswärtiges.

[154] Αυτόθι.

[155] PP AA, R 1432, Telegramm Nr.192 vom 27. August 1914 , Sinaia, Waldhausen an Auswärtiges Amt.

[156] Στεφανίδης, ό.π., σ. 137. Προβλεπόταν για 25 χρόνια.

[157] Αυτόθι., σ.138.

[158] PA AA, R 14342, K..u. K. Oestrereichisch- Ungarische Botschaft, Α 20505, Berlin , den 5. September 1914, vom griechischen Gesandten mitgeteilt.

[159] PP AA, R 14342, Telegramm Nr.229 vom 2. September 1914, Sinaia, Waldhausen an Auswärtiges Amt.

[160] Markov, ό,π., σ. 64.

[161] PA AA, R 14342, Telegramm Nr.701 vom 4. September 1914, Therapia ,Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[162] Αυτόθι.

[163] PA AA, R 14342, Telegramm Nr.723 vom 6. September 1941, Therapia, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[164] PA AA, R 14342, Telegramm Nr.404 vom 7. September 1914, Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[165] PA AA, R 14342, Telegramm Nr. 405 vom 7. September 1914, Quadt an Auswärtiges Amt.

[166] PA AA R 14343, Akten betreffend den Balkankrieg 1912/1913. Die Botschafterbesprechungen in London, , die Vermittlungsfrage und die Friedensverhandlungen (auch in Bukarest) vom 8. September 1914 bis Febr. 1919), Telegramm Nr.751 vom 8. September 1914, Therapia, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[167] Αυτόθι.

[168] Στο ημερολόγιό του ο Στρέιτ έγραφε στις 27 Αυγούστου/ 9 Σεπτεμβρίου 1914. « .. Η σπουδαιότης της ελληνικής ουδετερότητος απέναντι της Τουρκίας καταληπτή υπό ταύτης,[της Γερμανίας, ΣτΣ], λέγει τηλεγράφημα του Wangenheim νεώτερον. Αι απόψεις εν τω ζητήματι των νήσων καλύτεραι. Θα επεθύμει όμως ο Ταλαάτ να ευρεθή διατύπωσίς τις κεκαλυμμένη και μη εκθέτουσα την Ελλάδα , ήτις να τεθή εις σύμβασιν εξασφαλίζουσα την ουδετερότητα της Ελλαδος, αν η Τουρκία κινηθή. Επιφυλάσσομαι ν’ απαντήσω μετά συνεννόησιν. Ανακοινώ ταύτα εις Πρόεδρον, όστις μοι λέγει (ότι) να ζητήσωμεν προτάσεις Τουρκίας δυναμένας να υποβληθώσιν εδώ ή εν Βουκουρεστίω παρί τοιαύτης formule. … Επιμένει ν’ απαντήσωμεν προς τον Quadt εν τοιούτω πνεύματι και κατ’ αρχήν μη αποκρούοντες. Τούτο και πράττω επισκεπτόμενος τον Πρεσβευτήν της Γερμανίας και δηλών ότι ηθέλομεν εξετάση πάσαν πρότασιν εν διαπραγματεύσει περί νήσων» Βλ. Γεωργίου Στρέϊτ, Ημερολόγιον- Αρχείον. Τόμος Πρώτος (επιμ. έκδοσης Παναγιώτης Πιπινέλη), Αθήναι 1964, σσ.42-43.

[169]Βεντήρης, ό.π., σσ.250- 255.

[170] PA AA, R 14343, Telegramm Nr.417 vom 11. September 1914 , Athen, Quadt an Auswärtiges Amt.

[171] Σκριπ, 18.9.1914. Στο λόγο του στη Βουλή για τα νησιά ο Βενιζέλος ανέφερε ότι ο απαράβατος όρος της Ελλάδας ήταν η κυριαρχία. Στα πρακτικά επήλθε η αλλοίωση ότι τα νησιά θα εξακολουθούν να κατέχονται και να διοικούνται όπως οι άλλες επαρχίες της Ελλάδος. PA AA, R14343, Telegramm Nr.501 vom 1. Oktober 1914, Athen, Qudt an Auswärtiges Amt.

[172] Η ανακατάληψη της Βορείου Ηπείρου από τον ελληνικό στρατό έγινε με τους όρους που έθεσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις: Η κατοχή να είναι προσωρινή και η Αυλώνα να καταληφθεί από την Ιταλία. Βλ. Βασίλειος Κόντη, Ευαίσθητες ισορροπίε. Ελλάδα και Αλβανία στον 20ό αιώνα (Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Παρατηρητής, 1994), σ. 101.Για τη συζήτηση στην ελληνική Βουλή για το Βορειοηπειρωτικό και τη συμφιλίωση του Βενιζέλου με τον Χρηστάκη-Ζωγράφο βλ. «Η χθεσινή Βουλή. Η ανακατάληψις της Ηπείρου. Λόγοι του Βενιζέλου και Ζωγράφου», Σκρίπ, 15.10.1914.

[173]PAAA, R 14343, TelegrammNr.598 vom 29.Oktober 1914, Athen, QuadtanAuswärtigesAmt.

[174] PAAA, R14345, TelegrammNr. 239 vom 4. März 1914, Dringend, Athen , Mirbach an Auswärtiges Amt.

[175] PA AA, R14343, Telegramm Nr.117 vom 5.März 1915, Gr.Hauptquartier , Kaiser an Kaiserliche Gesandtschaft Athen.

[176] PA AA, R 14343, Telegramm Nr.521 vom 4.März 1915, Constantinople, Wangenheim an Auswärtiges Amt.

[177] Η έκθεση των διερμηνέων των πρεσβειών που είχαν μεταβεί στη Μικρά Ασία το 1914 αποτύπωνε την κατάσταση ως έκρυθμη, επισήμανε την αδυναμία της Υψηλής Πύλης να κατευνάσει την έξαψη και επέρριπτε έμμεσα ευθύνες στο Νεοτουρκικό Κομιτάτο, Εμπρός, 25.6.1914. Αλλά δεν υπήρξε πρακτικό αποτέλεσμα. Η Διαρκής Ανακριτική Επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους πρεσβειών των Μεγάλων Δυνάμεων, διέκοψε τις εργασίες της όταν άρχισε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος,Οι διερμηνείς των πρεσβειών Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Ρωσίας και Ιταλίας συμμετείχαν και στη Διεθνή Ανακριτική Επιτροπή.. Ο Σμύρνης Χρυσόστομος, που είχε ταχθεί κατά της ανταλλαγής των πληθυσμών και είχε καταθέσει στη Διεθνή Ανακριτική Επιτροπή, απελάθηκε στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 1914 μετά από εισήγηση του βαλή της Σμύρνης Ραχμή μπέη, καταγόμενου από οικογένεια ντονμέδων της Θεσσαλονίκης. Βλ. Μοναχού Μαξίμου Ιβηρίτου, Ο Πολύαθλος Μητροπολίτης Δράμας-Σμύρνης Χρυσόστομος. Ήρως και Μάρτυς, Άγιο ‘Όρος 2010, σ.46. Βλ. επίσης, «Βίαιη απέλασις του μητροπολίτου Σμύρνης», Εμπρός, 23.8.1914.

ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου