Ετικέτες

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Μια άλλη Ελλάδα στις μπλε πινακίδες…





Νίκος Μίχος
Υπάρχει στην Ελλάδα ένα ελεύθερο διοδίων οδικό δίκτυο που να συνδυάζει την φύση, την υπέροχη θέα, τα αρώματα, την ιστορία, την εναλλαγή του περιβάλλοντος, την χαλάρωση αλλά και την απαίτηση ικανοτήτων ταυτόχρονα; Ναι, υπάρχει. Ή πιο σωστά υπήρχε και τώρα με την οικονομική κρίση απέκτησε και πάλι ζωή.

Πολλοί από εμάς δεν προλάβαμε να οδηγήσουμε την παλιά Παλαιά Εθνική Οδό Αθηνών Θεσσαλονίκης. Ήδη από πριν την δεκαετία του 1960 είχε αρχίσει να τίθεται εκτός λειτουργίας με τμήματα του διπλού δρόμου να εγκαινιάζονται χρόνο με τον χρόνο. Ο «νέος» δρόμος έστησε τα travel stop, αναβάθμισε την Στυλίδα, έφτιαξε λεβέντη τον «Λεβέντη». Με την νέα Νέα Εθνική Οδό, ο Λεβέντης χάθηκε, ο Άγιος Κωνσταντίνος μαράζωσε και κατά εκεί βαδίζει και η Στυλίδα. Όμως εκτός από τις αράχνες η νέα Ε.Ο. κατέστησε τα ταξίδια πανάκριβα και μονότονα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, η βασική απασχόληση του συνεπιβάτη είναι να μετρά τις διαχωριστικές λωρίδες.
Αν κοιτάξει όμως κανείς στον χάρτη λίγο πιο αριστερά θα βρει ένα ξεχασμένο δρόμο που σε οδηγεί από την Αττική στον βορρά. Εκεί, λοιπόν, στην αρχή του αυτο-μονοπατιού, στην Ελευσίνα,
βρισκόμαστε ένα πρωί Σαββάτου. Ήδη από την Μάνδρα, ένα σημείο ορόσημο για τους παλαιούς αυτοκινητιστές, ξεκινά η μαγεία: Ένας φιδωτός δρόμος μιας λωρίδας ανά ρεύμα σκαρφαλώνει το βουνό ανάμεσα σε ελαιώνες. Κάτω από τον ήλιο τα ξερόχορτα και το θυμάρι μυρίζουν. Ανακάθεσαι στο κάθισμα του αυτοκινήτου, κλείνεις τον κλιματισμό, ανοίγεις το παράθυρο και όλα τα αρώματα μπαίνουν μέσα. Μόνο 10 λεπτά μακριά από την αστική Αττική και ήδη αισθάνεσαι σαν σε διακοπές.


Ο δρόμος συνεχίζει απαιτητητικός με κλειστές ανηφορικές στροφές, πεύκα κρεμασμένα πάνω στον βράχο να ρίχνουν την σκιά τους πάνω από κάτι μικρές τσιμεντένιες επιγραφές: την παλιά χιλιομέτρηση. Δίπλα τους υπάρχουν και οι νέες σιδερένιες επιγραφές για να μην χαθεί ο οδηγός μέσα στον χρόνο.

Μετά από κάποια ώρα φτάνει κανείς στην Θήβα, την οποία μπορεί να παρακάμψει να κατευθυνθεί πάλι δίπλα από λιβάδια και λόφους και χωριά προς την Λιβαδειά, όπου θα ακολουθήσει την μπλέ πινακίδα για την Λαμία. Την διαδρομή θα του χαλάσουν μόνο οι νταλίκες. Τα διόδια που έχουν μπει λίγο πριν το γνωστό «90» αυξήθηκαν στα 3,90 ευρώ για το αυτοκίνητο και πολύ περισσότερο για τα φορτηγά. Έτσι οι περισσότεροι παρακάμπτουν ακουλουθώντας τον επαρχιακό. Όμως, εκτός από την φθορά που προκαλούν στο οδόστρωμα αλλά και στα παρακείμενα δέντρα και θάμνους, καθιστώντας λόγω της ταχύτητάς τους αναγκαία την προσπέραση γίνονται και επικίνδυνα. Υπάρχει όμως ο χώρος και ο χρόνος για να τους περάσει κανείς άνετα.


Μετά την Λιβαδειά κατευθύνεται ο δρόμος προς την Λαμία, μέσω εκείνου του κομματιού που άκουγε κανείς παλιά να μιλούν με δέος και ίσως κάποιο φόβο: Μπράλος. Πριν από το ανέβασμα στο βουνό και τις φοβερές στροφές κρεμασμένες πάνω από την Λαμία, περνά κανείς από την Χαιρώνεια. Εκεί, στέκει ακόμη όρθιος ο Λέων της Χαιρώνειας από το 300 π.Χ. σηματοδοτώντας το μνημείο όπου ετάφησαν οι Θηβαίοι Ιερολοχίτες που πολέμησαν κατά του Φίλιππου του Β’ το 338 π.Χ. Όρθιος και ελεγκτής του περάσματος.


Ο Μπράλος. Ένα σύνολο στροφών τυλιγμένων γύρω από τον καλυμμένο με δέντρα βράχο. Ο δρόμος φαρδύς αλλά δεν επιτρέπει λάθη: Με την άκρη του ματιού μπορεί ο οδηγός να θαυμάσει την Λαμία απλωμένη και την θάλασσα πιο μακριά. Και να κατεβαίνει μαζί με το βουνό κοντά στην επιφάνειά της. Όσο ανεβαίνει μυρίζουν οι ελαιώνες και τα πλατάνια. Μικρά γεφυράκια κόβουν την διαδρομή και αν έχει τον χρόνο και σταματήσει θα ακούσει τα νερά να κυλούν δροσερά. Ακόμη και το φορτηγό που θα διακόψει την στιγμή, δεν θα κορνάρει. Θα περιμένει να ξεκινήσει ο ταξιδιώτης. Μια αλληλεγγύη παράγεται δίπλα στο κάλλος και την ηρεμία. Πλησιάζοντας την κορυφή, η μυρωδιά γίνεται πιο έντονη και το πεύκο κυριαρχεί. Κατεβαίνοντας η υγρασία κάνει αισθητή την παρουσία της. Και μετά έρχεται το άσχημο διάλειμμα της νέας Εθνικής Οδού που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος πριν ανέβει πάλι για τον Δομοκό. Ένα χρήσιμο μονότονο διάλλειμμα πριν το στενό στριφνό πέρασμα για τον θεσσαλικό κάμπο.



Πλησιάζοντας το χωριό του Δομοκού τίποτα δεν προμηνύει τι θα ακολουθήσει. Στις πρώτες κιόλας στροφές της καθόδου η θέα είναι καθηλωτική. Στρέμματα από καλαμπόκι και στάρι. Καλλιεργημένα, θερισμένα, καμμένα περιμένοντας τον νέο σπόρο. Ως εκεί που φτάνει το μάτι. Μέχρι τα επόμενα βουνά. Αυτά που ξεκινούν πάνω από τα Τρίκαλα. Όλα στα πόδια του περιηγητή.

Η κάθοδος στον κάμπο είναι δύσκολη και θέλει προσοχή – κυρίως λόγω των «ογκωδών» συνταξιδιωτών. Όμως δικαιώνει. Έχοντας ανοιχτά τα παράθυρα η μυρωδιά του χώματος και του σταχιού διαπερνά το σώμα. Και η χαλάρωση έρχεται μαζί με το σούρουπο. Ακόμη και με 80 ή 100 χιλιόμετρα την ώρα αισθάνεται κανείς ότι πετά ανάμεσα στους πορτοκαλί και χρυσαφί από το φως του ήλιου σταχυοβολώνες. Αυτό θα το κάνει μέχρι και μια στροφή πριν το πρώτο μακρινό οικισμό της Λάρισας.

Η διαδρομή μας σταματούσε στην πόλη αυτή. Όμως ο δρόμος κάτω από το αυτοκίνητο συνεχίζει. Δεν τελειώνει. Είναι σε θέση να σε ταξιδέψει. Είτε καλύπτεις 10 είτε 100 είτε 1000 χιλιόμετρα. Είναι εκεί και θα σε πάει…

*Φωτογραφίες: Μαργκώ Χαραλαμπίδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου