Ο Αλέξιος Ά Κομνηνός υποδέχεται τον Γοδεφρίγο του Μπουγιόν το 1097
|
Ο
Αλέξιος Κομνηνός πέτυχε, ύστερα από αδιάκοπο αγώνα που διήρκεσε σχεδόν
τέσσερες δεκαετίες, να παλινορθώσει τη δύναμη της βυζαντινής
αυτοκρατορίας σε σημαντικό βαθμό. Κάθε φάση του αγώνα αυτού είναι και
μία απόδειξη για την πολιτική μεγαλοφυΐα και την ασύγκριτη διπλωματική
τέχνη του Κομνηνού. Εναντίον του Ροβέρτου Γυισκάρδου χρησιμοποίησε τη
Βενετία, εναντίον του Τσαχά τους αντιμαχόμενους εμίρηδες, κατατρόπωσε
τους Πατζινάκες με τη βοήθεια των Κουμάνων, χρησιμοποίησε εναντίον των
Τούρκων τους σταυροφόρους και εναντίον των ηγεμονιών των σταυροφόρων
τους Τούρκους. Εκτός όμως από την έξυπνη εκμετάλλευση των ξένων δυνάμεων
κατόρθωσε να αυξήσει σε μεγάλο βαθμό και τις δικές του δυνάμεις.
Η
στρατιωτική ισχύς του βυζαντινού κράτους αυξανόταν από πόλεμο σε πόλεμο
και από χρόνο σε χρόνο. Στη διάρκεια του πολέμου με τον Ροβέρτο
Γυισκάρδο δεν υπήρχε βυζαντινός στόλος, ενώ στον πόλεμο εναντίον του
Τσαχά και ιδιαίτερα εναντίον του Βοημούνδου ένα μέρος της επιτυχίας
οφειλόταν στο βυζαντινό ναυτικό. Τις ήττες της πρώτης περιόδου
διαδέχθηκαν νικηφόρες εκστρατείες εναντίον των Κουμάνων κ αι τ ων
Σελτζούκων, ενώ την σοβαρή άνοδο ου βυζαντινού στρατού την διαπιστώνει
κανείς καθαρά, όταν συγκρίνει τους δύο πολέμους με τους Νορμανδούς στα
ανατολικά παράλια της Αδριατικής.
Ο
Αλέξιος Α’ όχι μόνο διεύρυνε τα σύνορα της αυτοκρατορίας, αλλά και
σταθεροποίησε εσωτερικά το κράτος και αποκατέστησε την αμυντική του
ισχύ. Είναι αλήθεια ότι το πολιτικό σύστημα που εγκατέστησε ήταν εντελώς
διαφορετικό σε σύγκριση με το άκαμπτο καθεστώς της μέσης βυζαντινής
περιόδου. Τα ανησυχητικά φαινόμενα του ενδέκατου αιώνα, όπως η εκμίσθωση
των φόρων, η παραχώρηση του δικαιώματος της εξουσίας σε κοσμικούς και
εκκλησιαστικούς μεγαλοκτήμονες, η υποτίμηση του νομίσματος, συνέχισαν να
υπάρχουν και μάλιστα επεκτάθηκαν περισσότερο. Ένας νέος παράγοντας
είναι η όλο και πιο δεσπόζουσα παρουσία των Ιταλικών ναυτικών
δημοκρατιών στο βυζαντινό εμπόριο. Η Βενετία γίνεται από το 1082 και
εξής παντοδύναμη στα βυζαντινά ύδατα και τον Οκτώβριο του 1111 ο Αλέξιος
Α ‘ παραχώρησε με συνθήκη και στην Πίζα σπουδαία εμπορικά προνόμια.
Μικρογραφία από χειρόγραφο του 12ου αι. (Βατικανό, Biblioteca Apostolica). |
Η
χαλάρωση της βυζαντινής γραφειοκρατικής μηχανής φαίνεται πολύ
χαρακτηριστικά στις αλλαγές που έγιναν στο σύστημα των αυλικών αξιωμάτων
και τίτλων που πραγματοποίησε ο Αλέξιος Α’ και η οποία σχετίζεται με
την εξέλιξη της προηγούμενης περιόδου. Από την απλόχερη απονομή τίτλων
στην περίοδο της στρατιωτικής ηγεσίας πολλά παλιά οφφίκια έχασαν την
αξία τους και χρειάσθηκε να δημιουργηθούν νέα για πρόσωπα που κατείχαν
εξέχουσες θέσεις. Οι τίτλοι του πατρικίου, πρωτοσπαθαρίου και
σπαθαροκανδιδάτου, που χαρακτήριζαν ανώτερα αξιώματα τον δέκατο αιώνα,
έχασαν την αρχική σημασία τους στα μέσα του ενδέκατου αιώνα και έπαψαν
να χρησιμοποιούνται στα τέλη του ενδέκατου και τις αρχές του δωδέκατου
αιώνα. Από την περίεργη αυτή υποτίμηση των τίτλων επέζησαν μόνο τα τρία
ανώτατα αξιώματα της μέσης βυζαντινής περιόδου, του καίσαρος, του
νοβελισσίμου και του κουροπαλάτου, που κι αυτά όμως έχασαν κάπως την
αρχική τους αξία. Για τον αδελφό του Ισαάκιο ο Αλέξιος Α’ δημιούργησε το
νέο τίτλο του σεβαστοκράτορος (που ήταν συνδυασμός των τίτλων του
σεβαστού και του αυτοκράτορος), τον οποίο του απένειμε κατά προτίμηση
αντί του τίτλου του Καίσαρος. Έτσι τώρα δεν είχε καμιά επιφύλαξη να
τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον σφετεριστή του θρόνου Νικηφόρο
Μελισσηνό και να του παραχωρήσει τον τίτλο του καίσαρος, ο οποίος
εξακολουθούσε να είναι μια ανώτερη όχι όμως και η ανώτατη τιμητική
διάκριση.
Οι
παλαιοί επίσημοι τίτλοι εξαφανίζονται και στους ανώτερους υπαλλήλους
δίδονται τώρα τίτλοι, που παλαιότερα ήταν αυτοκρατορικοί ή αποδίδονταν
κατά προτίμηση σε νεώτερα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Με
συνδυασμό επί μέρους τίτλων και διακρίσεων προέκυψε μία ανεξάντλητη
ποικιλία, όπως: σεβαστός, πρωτοσεβαστός, πανυπερσεβαστός,
σεβαστοϋπέρτατος, Πανσεβαστοϋπέρτατος, πρωτοπανσεβαστοϋπέρτατος,
εντιμοϋπέρτατος, πανεντιμοϋπέρτατος, πρωτοπανεντιμοϋπέρτατος ή
νοβελίσσιμος, πρωτονοβελίσσιμος, πρωτονοβελισσιμοϋπέρτατος και πολλά
παρόμοια. Οι αλλαγές αυτές στο σύστημα των τίτλων απεικονίζουν τις
εξελίξεις, που είχαν επικρατήσει στη βυζαντινή διοίκηση από τον ενδέκατο
αιώνα και εξής.
Μαζί
με την άκαμπτη συγκεντρωτική γραφειοκρατία εξαφανίζεται και η αυστηρή
ιεραρχική τάξη που χαρακτήριζε τη μέση βυζαντινή περίοδο. Παρόμοια
χαρακτηριστική υποτίμηση παρατηρείται και στους τίτλους των διοικητών
των θεμάτων. Από τους τρεις διαφορετικούς τίτλους που χρησιμοποιούνταν
στα τέλη του δέκατου αιώνα, δηλ του στρατηγού, του κατεπάνω και του
δουκός, διατηρήθηκε μόνο ο ανώτατος. Κατά την περίοδο των Κομνηνών όλοι
οι διοικητές των θεμάτων φέρουν τον τίτλο του δούκα, ενώ οι υφιστάμενοί
τους ονομάζονται κατεπάνω. Η αλλαγή αυτή είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική,
γιατί παράλληλα μ’ αυτή μειώνεται και η σημασία όπως και η έκταση των
επί μέρους θεμάτων. Τον τίτλο μέγας δουξ είχε από τα χρόνια του Αλεξίου
Α’ ως την πτώση της αυτοκρατορίας ο αρχιναύαρχος, που ήταν αρχηγός όλου
του ναυτικού. Οι δύο δομέστικοι, της Ανατολής και της Δύσεως, που από το
δεύτερο μισό του δέκατου αιώνα μοιράζονταν την ανώτατη διοίκηση του
στρατού, στα μέσα του ενδέκατου αιώνα είχαν τον τίτλο μέγας δομέστικος.
Από τα χρόνια του Αλεξίου Α’ και εξής τον έλεγχο όλων των πολιτικών
υπηρεσιών είχε ο λογοθέτης των σεκρέτων, ο οποίος από τα τέλη του
δωδέκατου αιώνα ονομάζεται μέγας λογοθέτης. Από τώρα και στο εξής οι
αρμοδιότητες του πρωθυπουργού, γνωστού με τον τίτλο μεσάζων, συνδέονται
συχνά (αν και όχι πάντοτε) με το αξίωμα τούτο, όπως ακριβώς ήταν
συνδεδεμένες στη μέση βυζαντινή περίοδο με το αξίωμα του λογοθέτου του
δρόμου.
Υπέρπυρα χρυσά νομίσματα της εποχής του Αλεξίου α΄ Κομνηνού |
Η
αποσύνθεση του στρατού και η καταθλιπτική οικονομική κρίση είναι οι δύο
εκείνοι παράγοντες, που χαρακτηρίζουν την εσωτερική κατάσταση της
βυζαντινής αυτοκρατορίας από τα μέσα του ενδέκατου αιώνα και που η
αντιμετώπισή τους απασχόλησε σε πρώτη γραμμή την εσωτερική πολιτική του
Αλεξίου Α’. Η υποτίμηση του νομίσματος, που είχε αρχίσει στα μέσα
περίπου του ενδέκατου αιώνα, συνεχίσθηκε σε μεγαλύτερη έκταση επί
Αλεξίου Κομνηνού, με αποτέλεσμα, εκτός από το παλαιό και σταθερό χρυσό
νόμισμα, να κυκλοφορούν και νέα νομίσματα από κατώτερα μέταλλα και με
ποικίλη αξία. Όπως είναι φυσικό, η εξέλιξη αυτή προξένησε μεγάλη σύγχυση
στην οικονομική ζωή, ταυτόχρονα όμως προέκυψαν και ορισμένα οφέλη για
το δημόσιο ταμείο, που ενώ έθετε στην κυκλοφορία υποτιμημένο νόμισμα,
απαιτούσε από τους φορολογούμενους νόμισμα πλήρους αξίας. Ωστόσο η
κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να συνεχισθεί επ’ άπειρον και γρήγορα το
κράτος υποχρεώθηκε να δέχεται και το νόμισμα κατώτερης αξίας. Αρχικά η
αξία του νομίσματος βρισκόταν σε μεγάλη διακύμανση και οι εφοριακοί
υπάλληλοι υπολόγιζαν την ισοτιμία σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια και
κέρδιζαν τη διαφορά, ώσπου ο αυτοκράτορας όρισε ένα (χρυσό) νόμισμα να
αντιστοιχεί σε τέσσερα μιλιαρέσια (αργυρά νομίσματα). Έτσι όμως η τιμή
του βυζαντινού χρυσού νομίσματος σταθεροποιήθηκε ακριβώς στο ένα τρίτο
της αρχικής του αξίας. Ωστόσο στη βασική φορολογία προστέθηκαν πολλές
άλλες προσαυξήσεις, που ονομάσθηκαν δικέρατον, εξάφολλον, συνήθεια και
ελαστικόν και οι οποίες έφθασαν μαζί τα 23 τοις εκατό του βασικού φόρου.
Στην εκτίμηση όμως του βασικού φόρου η αξία του χρυσού νομίσματος
υπολογίσθηκε στο ένα τρίτο ενώ οι φορολογικές προσαυξήσεις καθορίσθηκαν
αρχικά σύμφωνα με την παλαιά τιμή. Όταν όμως οι φορολογούμενοι
διαμαρτυρήθηκαν, ο αυτοκράτορας συμβιβάσθηκε με τη μέση λύση και
επέτρεψε ειδικά για τις προσαυξήσεις να μειωθεί η αξία του νομίσματος
στο μισό. Τούτο σήμαινε άνοδο των πρόσθετων φόρων κατά 50 τοις εκατό, με
συνέπεια να ωφεληθεί ακόμη περισσότερο το δημόσιο ταμείο, γιατί οι
πρόσθετοι αυτοί φόροι επιβλήθηκαν από ένα ορισμένο ποσό του βασικού
φόρου και πάνω. Με την υποτίμηση όμως του χρυσού νομίσματος αυξήθηκε
ανάλογα και η τρέχουσα αξία των φόρων, με αποτέλεσμα τους πρόσθετους
φόρους να καταβάλλουν πια και οι φτωχότεροι φορολογούμενοι που
προηγουμένως είχαν εξαιρεθεί απ’ αυτούς. Με τον έξυπνο αυτό τρόπο ο
αυτοκράτορας πέτυχε σοβαρά πλεονεκτήματα από την υποτίμηση του
νομίσματος.
Το
βάρος έπεσε τώρα βασικά στους ώμους του φορολογούμενου και έτσι
επιδεινώθηκε περισσότερο η θέση του. Περισσότερο καταθλιπτική από τη
φορολογία ήταν όμως η αυθαιρεσία των εφοριακών υπαλλήλων και των
μισθωτών των φόρων, των οποίων οι καταχρήσεις στη συλλογή των φόρων
προκάλεσαν περισσότερες διαμαρτυρίες απ’ όσες η αύξηση των φόρων. Η
εκμίσθωση των φόρων ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στις αρχές του
δωδέκατου αιώνα, αφού ακόμη και ολόκληρες επαρχίες εκχωρούνταν σε
ιδιώτες συλλέκτες των φόρων. Οι μισθωτές των φόρων θεωρούσαν φυσιολογικό
να εισπράττουν ως και διπλάσιο από τον κανονικό φόρο. Στους φόρους σε
χρήμα προστέθηκαν όμως και πολλαπλές επιβαρύνσεις σε είδος όπως και η
υποχρεωτική εκτέλεση ορισμένης προσωπικής εργασίας («λειτουργίας»), που
στην εποχή αυτή είναι ιδιαίτερα φορτική. Ο πληθυσμός ήταν υποχρεωμένος
να προμηθεύει το υλικό και να προσφέρει την προσωπική του εργασία για
την κατασκευή πλοίων, οχυρών, γεφυρών και δρόμων. Ήταν ακόμη
υποχρεωμένος να εξασφαλίζει κατάλυμα και συντήρηση στους κρατικούς
υπαλλήλους και στους στρατιωτικούς, να εξυπηρετεί τις ανάγκες του
ακριτικού στρατού και να τροφοδοτεί τα μετακινούμενα στρατεύματα με όλα
τα απαραίτητα τρόφιμα, είτε δωρεάν είτε σε πολύ χαμηλές τιμές. Αυτό
σημαίνει ότι τη συντήρηση του στρατού εξασφάλιζε εν μέρει μόνο το
κράτος, ενώ ο πληθυσμός σήκωνε με άμεσο τρόπο το υπόλοιπο βάρος που την
εποχή αυτή ήταν ιδιαίτερα υψηλό.
Ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και οι άλλοι βαρώνοι της Πρώτης Σταυροφορίας στο αυτοκρατορικό παλάτι του Αλέξιου Κομνηνού. |
Με
τον τρόπο αυτό εξοικονομούσε τα πράγματα το κράτος που βρισκόταν σε
άθλια οικονομική κατάσταση, ενώ παράλληλα ήταν αναγκασμένο να
αναδιοργανώσει χωρίς χρονοτριβή εκ νέου την αμυντική του δύναμη
αποκτώντας όσο γινόταν περισσότερους ξένους μισθοφόρους. Πραγματικά ο
βυζαντινός στρατός την περίοδο αυτή ήταν ένα συνονθύλευμα από Βαράγγους,
Ρώσους, Πατζινάκες, Κουμάνους, Τούρκους, Γάλλους, Γερμανούς, Άγγλους,
Βουλγάρους, Αβασγούς και Αλανούς. Μαζί με τα μισθοφορικά στρατεύματα
άρχισε να αποκτά πάλι μεγάλη σπουδαιότητα και ο εγχώριος στρατός. Βέβαια
το κύριο σώμα της στρατιωτικής δυνάμεως των Βυζαντινών δεν αποτελούσαν
πλέον οι μικρογαιοκτήμονες, αφού τα παλαιά στρατιωτικά κτήματα
αφανίσθηκαν κατά την διάρκεια της φεουδοποιήσεως. Αν και οι στρατιώτες
γεωργοί δεν εξαφανίσθηκαν τελείως, εντούτοις ο ρόλος τους ήταν πολύ πιο
περιορισμένος. Το βυζαντινό στράτευμα είχε ως βάση ένα καθαρά
φεουδαρχικό σύστημα εξαρτήσεων και την πραγματική του δύναμη αποτελούσαν
ημεγαλογαιοκτησία των προνοιαρίων. Στην εφαρμογή του θεσμού της
προνοίας για στρατιωτικούς σκοπούς οφείλεται μάλιστα κατά κύριο λόγο η
στρατιωτική ισχύς της βυζαντινής αυτοκρατορίας στα χρόνια της εξουσίας
της στρατιωτικής αριστοκρατίας, που την εκπροσωπούσε η δυναστεία των
Κομνηνών. Αντίθετα, οι προνοιακές εκχωρήσεις που συναντάμε στα χρόνια
των επιγόνων της μακεδονικής δυναστείας και των Δουκάδων ήταν άσχετες με
στρατιωτικές υποχρεώσεις. Με τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό ο θεσμός της
προνοίας απέκτησε το στρατιωτικό του χαρακτήρα, τον οποίο διατήρησε από
τότε και ως την πτώση της αυτοκρατορίας. Ο προνοιάριος ανελάμβανε τώρα
και την υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας και αυτός είναι ο λόγος που
ονομαζόταν γενικά «στρατιώτης». Ήταν έφιππος πολεμιστής και, ανάλογα με
την έκταση του προνοιακού τιμαρίου που κατείχε, συνοδευόταν από μεγάλη ή
μικρή στρατιωτική ομάδα. Παράλληλα οι λοιπές γαιοκτησίες, όπως και οι
εκκλησιαστικές περιουσίες, υποβλήθηκαν σε αναγκαστική επιστράτευση για
εξασφάλιση στρατιωτών που ήταν ελαφρά οπλισμένοι πεζικάριοι. Το
προνοιακό τιμάριο δεν ήταν ιδιοκτησία του προνοιαρίου· απαγορευόταν η
εκποίησή του και αρχικά δεν μεταβιβαζόταν ούτε με κληρονομιά. Το κράτος
διατήρησε την ιδιοκτησία και το απεριόριστο δικαίωμα της διαθέσεως των
προνοιακών κτημάτων, τα όποια εκχωρούσε ή αφαιρούσε κατά βούληση. Όσο
χρόνο όμως ο προνοιάριος είχε στην κατοχή του τα εκχωρημένα κτήματα και
τους αγρότες, που κατοικούσαν σ’ αυτά, ήταν ο απόλυτος ιδιοκτήτης και
κύριός τους, και μάλιστα κατά κανόνα ως το τέλος της ζωής του.
Οι
προνοιάριοι και οι στρατιώτες στη μέση βυζαντινή περίοδο προέρχονταν
από δύο διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Ενώ οι παλαιοί στρατιώται
αποτελούσαν ένα στρατό από μικροκαλλιεργητές, οι προνοιάριοι, αν και
αυτοί ονομάζονταν στρατιώται, προέρχονταν από τις τάξεις της
φεουδαρχικής αριστοκρατίας και προ παντός από την κατώτερη αριστοκρατία.
Ήταν δηλ. μεγάλοι ή μικροί γαιοκτήμονες – φεουδάρχες και τα κτήματά
τους καλλιεργούσαν οι αγρότες, που ανήκαν σ’ αυτά. Η προνοιακή εκχώρηση
δεν περιλάμβανε μόνο τη μεταβίβαση ορισμένων κτημάτων, αλλά ακόμη και
τους αγρότες, που ζούσαν σ’ αυτά. Έτσι οι τελευταίοι μεταβάλλονταν σε
πάροικους των προνοιαρίων και όφειλαν να καταβάλλουν τις φορολογικές
υποχρεώσεις τους σ’ αυτούς. Ακριβώς το δικαίωμα αυτό της φορολογίας όπως
και των λοιπών εσόδων των προνοιακών τιμαρίων συνιστούσε την αξία και
το θέλγητρο για την επιδίωξη των προνοιακών κτημάτων.
Η
μεγάλη σπουδαιότητα του θεσμού της προνοίας, σε σχέση με την προσπάθεια
του κράτους να αντιμετωπίσει τα νέα του προβλήματα, είχε σαν
φυσιολογική συνέπεια να εκχωρούνται σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό
προνοιακά κτήματα. Με τον τρόπο αυτό επιταχύνθηκε και ενισχύθηκε το
φεουδαρχικό σύστημα στο Βυζάντιο. Ο θεσμός της προνοίας είναι η πιο
εντυπωσιακή έκφραση του τύπου της φεουδαρχίας που επικράτησε στο
Βυζάντιο. Ο θεσμός αυτός διαδόθηκε σε μεγάλη έκταση και έξω από τα όρια
της βυζαντινής αυτοκρατορίας και μάλιστα στις νοτιοσλαβικές χώρες, και
έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην επικράτηση του φεουδαρχικού συστήματος στις
χώρες αυτές.
Ο
Αλέξιος Α’ επέφερε επίσης και ορισμένες τροποποιήσεις στο λεγόμενο
χαριστίκιον, που αφορούσε τη μεταβίβαση της διοικήσεως μοναστηριών και
μοναστηριακών περιουσιών σε λαϊκούς. Το μέτρο αυτό, που ήταν ευρύτατα
διαδεδομένο ιδιαίτερα από τον ενδέκατο αιώνα και εξής, απέβλεπε στην
οικονομική ανάπτυξη των μονών. Αλλά συχνά οδηγούσε σε μεγάλες
καταχρήσεις, με αποτέλεσμα να προκαλεί δυσαρέσκεια σε ένα τμήμα του
κλήρου. Γι’ αυτό καταδικάσθηκε επανειλημμένως από εκκλησιαστικές
συνόδους. Ωστόσο συνέχισε να εφαρμόζεται και μάλιστα υποστηρίχθηκε από
πολλούς επιφανείς εκκλησιαστικούς άνδρες. Αυτό συνέβαινε γιατί το μέτρο
αποτελούσε διέξοδο για την οικονομική δραστηριότητα των μοναστηριών, η
οποία είχε σημαντικά περιορισθεί εξαιτίας της αρχής του αναπολλοτρίωτου
της εκκλησιαστικής περιουσίας. Βέβαια στα προηγούμενα χρόνια σε
παρόμοιες εκχωρήσεις προέβαινε κυρίως η εκκλησιαστική ηγεσία, ενώ τώρα ο
ίδιος ο αυτοκράτορας εκχωρούσε τις μοναστηριακές περιουσίες σαν ένα
είδος προνομίου. Σε αντίθεση με τις προνοιακές εκχωρήσεις, τα χαριστίκια
δεν υποχρέωναν τον κάτοχο να επιτελέσει κάποια δημόσια λειτουργία,
εξασφάλιζαν όμως στο κράτος ένα φθηνό μέσο για την αμοιβή των υπαλλήλων
του. Βέβαια δεν αποκλείεται ο αυτοκράτορας να επιθυμούσε με το μέτρο
αυτό να περιορίσει την υπερβολική αύξηση της μοναστηριακής ιδιοκτησίας.
Φυσικά δεν πρέπει να απορούμε, που οι εκχωρήσεις των περιουσιών αυτών
από τον αυτοκράτορα προκαλούσαν τη δυσαρέσκεια των εκκλησιαστικών
κύκλων.
Κατά
τον ίδιο τρόπο ο Αλέξιος Α’ προσέκρουσε και στη σθεναρή αντίδραση, των
εκκλησιαστικών κύκλων όταν, στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων με
τους Νορμανδούς και τους Πατζινάκες, αναγκάσθηκε να εκποιήσει
εκκλησιαστικούς θησαυρούς. Κάτω από την πίεση της αντιδράσεως αυτής
υποσχέθηκε την αποζημίωση των δημευμένων θησαυρών, το δε 1082,
αναιρώντας τις ίδιες του τις πράξεις, εξέδωσε ένα διάταγμα, με το οποίο
απαγόρευε για το μέλλον κάθε αυθαίρετη εκποίηση εκκλησιαστικής
περιουσίας. Η πράξη αυτή δεν τον εμπόδισε όμως μερικά χρόνια αργότερα,
όταν βρισκόταν εκ νέου σε δυσχερή θέση, να προβεί σε νέα εκποίηση
εκκλησιαστικών σκευών. Πάντως, η διατάραξη αυτή ήταν προσωρινή και
μεταξύ της κοσμικής και της εκκλησιαστικής ηγεσίας επικρατούσε κατά
κανόνα αμοιβαία κατανόηση και συνεργασία, που στηριζόταν σε μεγάλα κοινά
συμφέροντα. Ο αυτοκράτορας και η Εκκλησία αγωνίζονταν από κοινού
εναντίον των αιρετικών κινημάτων, που απειλούσαν τόσο την κρατική όσο
και την εκκλησιαστική τάξη και ο αυτοκράτορας πρωτοστατούσε στις
ενέργειες αυτές. Η διδασκαλία των Βογομίλων, που είχε αναπτυχθεί στις
σλαβικές χώρες της Βαλκανικής κάτω από την επίδραση διαφόρων ανατολικών
αιρέσεων, είχε διαδοθεί τόσο πολύ στην εποχή του Αλεξίου Α’ και είχε
αποκτήσει τόσους οπαδούς μέσα στο βυζαντινό κράτος, ακόμη και στην ίδια
τη βυζαντινή πρωτεύουσα, ώστε ο αυτοκράτορας θεώρησε ως πρώτιστο καθήκον
του κράτους να καταπολεμήσει την επικίνδυνη αυτή αίρεση. Ο ηγέτης των
Βογομίλων, Βασίλειος και οι μαθητές του, που έμειναν πιστοί στις
πεποιθήσεις τους, κάηκαν πάνω στην πυρά.
Ο
αυτοκράτορας, με τη συνείδηση του προστάτη της Ορθοδοξίας, έλαβε
δραστήρια μέρος στις διαβουλεύσεις εναντίον του «υπάτου των φιλοσόφων»
Ιωάννου Ιταλού, ο οποίος, όπως και ο μεγάλος προκάτοχός του Ψελλός, ήταν
θερμός υπέρμαχος του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνικών και βαθύς γνώστης
της αριστοτελικής διδασκαλίας. Στο πρόσωπο του Ιωάννου Ιταλού η αρχαία
φιλοσοφία, που κυριαρχούσε από την εποχή του Ψελλού στην ανώτατη
φιλοσοφική σχολή της αυτοκρατορίας, βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χριστιανική
δογματική διδασκαλία. Ο Ιωάννης Ιταλός αντίθετα προς τον εύστροφο
Ψελλό, ξεπέρασε τα όρια που προδιέγραψε το χριστιανικό δόγμα και πλήρωσε
με αφορισμό την εμμονή του στην «ανόητη ψευδοσοφία των εθνικών». Όπως
υπεράσπισε την ακεραιότητα της δογματικής πίστεως, έτσι ο Αλέξιος
αγωνίσθηκε για την εκκλησιαστική τάξη και για την καθαρότητα της
χριστιανικής ζωής. Προστάτευσε τις αυστηρά ασκητικές μονές του Αγίου
Όρους και ιδιαίτερα υποβοήθησε το έργο του μοναχού Χριστοδούλου, ο
οποίος είχε εγκατασταθεί στη νήσο Πάτμο και εργαζόταν για την ανανέωση
της μοναχικής ζωής. Η Πάτμος και τα γειτονικά νησιά εκχωρήθηκαν οριστικά
σ’ αυτόν και διαμορφώθηκαν σε μοναστική πολιτεία, όπως ο Άθως, με
ευρύτατα προνόμια.
Στα
χρόνια του Αλεξίου Κομνηνού σταθεροποιήθηκε όχι μόνο η αυτοκρατορία
αλλά και η αυθεντία του αυτοκράτορα. Αλλά η αυτοκρατορία των Κομνηνών
διαφέρει ουσιαστικά στην εσωτερική δομή της από το αυστηρά συγκεντρωτικό
κράτος της μέσης βυζαντινής περιόδου. Την εποχή των Κομνηνών
χαρακτηρίζει η επιτάχυνση στην ανάπτυξη της φεουδαρχίας και οι
φεουδαρχικές δυνάμεις της επαρχίας, εναντίον των οποίων είχαν αγωνισθεί
με αποφασιστικότητα οι αυτοκράτορες του δέκατου αιώνα, έγιναν οι κύριοι
στυλοβάτες του νέου κρατικού μηχανισμού. Ο Αλέξιος έδωσε το προβάδισμα
στους κοινωνικά ισχυρότερους παράγοντες, οι οποίοι είχαν επιζήσει παρά
την αντίδραση της κεντρικής εξουσίας στους μέσους βυζαντινούς χρόνους
και πάνω σ’ αυτούς οικοδόμησε τη νέα κρατική και στρατιωτική οργάνωση.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το μυστικό της επιτυχίας του καθώς και τα όριά
της. Το Βυζάντιο εγκατέλειψε οριστικά τα άλλοτε σταθερά θεμέλιά του· η
στρατιωτική, οικονομική και νομισματική του ισχύς περιορίσθηκε σε μεγάλο
βαθμό. Έτσι εξηγείται το γεγονός γιατί το μεγαλείο της εποχής των
Κομνηνών δεν είχε διάρκεια αλλά το διαδέχθηκε η κατάρρευση του
βυζαντινού κράτους.
Στην
ανάπτυξη της φεουδαρχίας συνέβαλε επίσης η επαφή με τη Δύση. Η μοίρα
θέλησε ώστε το Βυζάντιο να έλθει σε στενή επαφή με το δυτικό κόσμο, όταν
η εκκλησιαστική κοινωνία – κι αυτό σημαίνει για την εποχή αυτή, η
πνευματική επικοινωνία γενικά – είχε πια διακοπεί. Μίσος και αποστροφή
ήταν τα αισθήματα που έτρεφαν μεταξύ τους οι Βυζαντινοί και οι Δυτικοί
και η στενότερη επαφή όξυνε ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό. Πάντως
από την εποχή αυτή αρχίζει να γίνεται αισθητή η επιρροή της Δύσεως πάνω
στο Βυζάντιο με πολλούς τρόπους, τόσο στον πολιτιστικό όσο και στον
πολιτικό τομέα. Βέβαια η επικράτηση της φεουδαρχίας στο βυζαντινό κράτος
ήταν αποτέλεσμα της εσωτερικής του εξελίξεως. Ωστόσο είναι φυσικό ότι
δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο από τη δημιουργία των πολλών
λατινικών ηγεμονιών στην Εγγύς Ανατολή, όπου επικρατούσε ο πιο γνήσιος
τύπος της δυτικής φεουδαρχίας. Οι σχέσεις των αρχηγών των σταυροφόρων με
τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’, που διαμορφώθηκαν κατά τα δυτικά πρότυπα,
έφεραν νέες πολιτικές αρχές στον κόσμο του Βυζαντίου. Η σχέση αυτή της
υποτέλειας επεκτάθηκε σύντομα και σε άλλους ηγεμόνες της βυζαντινής
επικράτειας και έτσι έγινε τελικά ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του
μεταγενέστερου βυζαντινού κράτους.
Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους
Πηγή: http://feltor.wordpress.com/2012/05/24/412359/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου