[…]
Ακολούθησε η ήττα. Η μικρασιατική αυτοκαταστροφή ψαλίδισε τις εθνικές
βλέψεις, αλλά ένα μέρος του πολιτικού κόσμου, όπως άλλωστε και του λαού,
δεν εγκατέλειψε το όνειρο της νέας επέκτασης στ’ ανατολικά. Ο Πάγκαλος,
ο Χατζηκυριάκος και πολλοί άλλοι στρατοκράτες ποτέ δεν συγχώρησαν στον
Βενιζέλο την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, ενώ και στην Τέταρτη
Συντακτική Εθνοσυνέλευση σημειώθηκαν απ’ όλες τις πλευρές έντονες
αντιδράσεις εναντίον της. Η ιδεολογική κληρονομιά της ήττας σύντομα
αναπτύχθηκε σ’ ένα μείγμα λατρειών της βίας και του θανάτου,
μισαλλόδοξου κι εκδικητικού εθνικισμού και θεωριών περί «πισώπλατου
μαχαιρώματος» της χώρας από τους «Φράγκους» και τους κομμουνιστές – τους
νέους «εχθρούς».
Με
δυο λόγια, η πολεμική δεκαετία διέψευσε τις εθνικές ελπίδες και δεν
έλυσε τα εσωτερικά προβλήματα, ενώ άφησε κληρονομιά νέους πολέμους•
ουσιαστικά, έκτοτε τα Βαλκάνια δεν γνώρισαν την ειρήνη. Στην
πραγματικότητα αποδείχθηκε καταστροφική για όλους τους βαλκανικούς
λαούς, σπέρνοντας παντού μίσος και φόβο για τους γείτονες και τους
εσωτερικούς «άλλους», πόσο μάλλον για τους «προδότες», όπως λέγονταν ήδη
συχνά οι πολιτικοί αντίπαλοι, που τώρα πλέον απονομιμοποιούνταν
λογοθετικά με το χαρακτηρισμό των εχθρών του έθνους. Η δραματική της
κατάληξη, που κορυφώθηκε στη στρατιωτική ήττα, τη δημοσιονομική
κατάρρευση και την προσφυγιά των ορθόδοξων πληθυσμών της Τουρκίας, έβαλε
την Ελλάδα στη χορεία των ηττημένων κρατών, παρά τα εδαφικά της κέρδη
μετά το 1912, και από αυτή την άποψη δημιούργησε μία από τις σημαντικές,
όπως είδαμε προηγουμένως, προϋποθέσεις του φασισμού.
Ο
πολιτικός λόγος που αναπτύχθηκε αυτή την περίοδο διευκόλυνε επίσης το
φασισμό, καθώς υπογράμμιζε την κατάρρευση του αισθήματος πως ολόκληρο το
έθνος αποτελούσε μια πολιτική κοινότητα Ωστόσο, αντίθετα απ’ άτι
συνέβαινε σε άλλες χώρες, εδώ από το έθνος δεν εξοβελιζόταν μόνον η
αριστερά αλλά και η αντίπαλη αστική παράταξη, Λόγου χάρη, ήδη πριν από
την Καταστροφή, η Πρωτεύουσα, το ημιεπίσημο πρωθυπουργικό όργανο,
διακήρυσσε σαν επιστημονικό συμπέρασμα πως οι βενιξελικοί δεν ανήκαν στο
ελληνικό έθνος. «Αντεθνισμός είναι ο Κωνσταντινισμός μετά την εθνικήν
μας καταστροφήν», αντέτασσε λίγο αργότερα στη βουλή ένας επιφανής
Φιλελεύθερος. Στο κλίμα της εποχής ούτε οι εκφράσεις αυτές ήταν ακραίες,
ούτε τα πολιτικά συναισθήματα που τις στήριξαν ασυνήθιστα Μεταφρασμένες
σε πολιτικές προτάσεις τόσο οι μεν όσο και τα δε οδηγούσαν λογικά στην
αυταρχική επιβολή του μισού έθνους πάνω στο άλλο μισό. Έτσι βοήθησαν
καταλυτικά τη μετατόπιση μερίδων των Φιλελευθέρων και της δεξιάς επάνω
στο συνεχές που εκτείνεται από το συντηρητισμό ως το φασισμό, προς την
κατεύθυνση του τελευταίου.
Την
εκδικητικότητα, το μίσος και το φόβο συμπλήρωνε η φυλετική και
πολιτισμική περιφρόνηση των γειτόνων. Αντιτουρκικά ρατσιστικά αισθήματα
ήταν ευρύτατα εξαπλωμένα στους διανοουμένους, ενώ και οι βούλγαροι ή
γενικά οι σλάβοι καταγγέλλονταν με νέα έμφαση ως προαιώνιοι εχθροί. Η
ιεράρχηση των εθνών οε βαθμούς πολιτισμού -των ελλήνων λίγο παρακάτω ή
παραπάνω από την Ευρώπη, κι έπειτα των επίφοβων βουλγάρων και των
ισχυρών ρουμάνων, των αλβανών και των «συντηρητικών» τούρκων- έγινε
κοινός τόπος στην Ελλάδα του πρώιμου εικοστού αιώνα, όπου ο αλυτρωτικός
και ιμπεριαλιστικός λόγος εξακολουθούσε να εκφέρεται με εκπολιτιστικό
ένδυμα ακόμη και από τη μεταρρυθμιστική αριστερά.
Στο
στόχαστρο πάντως των εθνικών διανοουμένων δεν μπήκαν μόνον α
πολιτισμικά κατώτερα- Οι πολεμικές συνθήκες καλλιέργησαν απέναντι στους
ξένους εν γένει μια εξίσου νοσηρή καχυποψία, που συχνά συνδεόταν με μια
γενικότερη αντίσταση στη νεωτερικότητα – ένα άλλο κινητήριο πάθος του
φασισμού, που εκδηλωνόταν ο’ όλα τα επίπεδα και με κάθε λογής τρόπους.
Στην πραγματικότητα, όμως, η εξάρτηση από τις «προστάτιδες δυνάμεις»
εξακολούθησε και μετά το ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας να λειτουργεί ως
ψυχολογικό αντανακλαστικό. Οι αστοί πολιτικοί δικαιολογούσαν την
περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών και την αυταρχική καταστολή της
αριστεράς επικαλούμενοι την απουσία εθνικής συνείδησης που χαρακτήριζε
τους κομμουνιστές αλλά και οι ίδιοι επιδίωκαν την ανάμειξη ξένων στα
ελληνικά πράγματα όποτε έβρισκαν πως τους συνέφερε -σε τέτοιο βαθμό,
ώστε αυτό έφτασε να θεωρείται από ξένους παρατηρητές χαρακτηριστικό
στοιχείο του ύφους της πολιτικής τους- το «αληθινό ελληνικό στυλ», όπως
παρατηρούσε ειρωνικά ένας βρετανός διπλωμάτης.
Παραμένει
άγνωστο, πάντως, σε ποιο βαθμό αφομοίωσαν οι «σιωπηλές τάξεις» αυτές
τις ρατσιστικές αντιλήψεις και τα πολεμοχαρή πολιτικά συναισθήματα που
κυριαρχούσαν στους αστούς και τους διανοουμένους. Το βέβαιο είναι πως οι
πόλεμοι της δεκαετίας 1912-1922 έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη
διαμόρφωση των στάσεων και αντιλήψεων των λαϊκών μαζών, αλλά η ιστορία
τους από τη σκοπιά των απλών ανθρώπων δεν έχει ακόμη γραφεί. Ωστόσο,
γνωρίζουμε πως η καταναγκαστική στράτευση, οι στρατιωτικές ωμότητες και
λεηλασίες και η δημιουργία κυμάτων άμαχων προσφύγων συνέθεταν μια
εφιαλτική εμπειρία, την οποία συγκάλυψε ο επίσημος λόγος. Ο πληθυσμός
στα θέατρα των επιχειρήσεων υπέφερε πρωτοφανείς ταλαιπωρίες και διώξεις,
συνήθως αλλ’ όχι πάντοτε από «εθνικούς εχθρούς», ενώ οι στρατευμένα
συμμετείχαν, με την προτροπή ή την ανοχή των ανωτέρων, σε ωμότητες οι
οποίες δικαιολογημένα γεννούσαν υστερικούς φόβους αντιποίνων.
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα, 2006, Βιβλιόραμα, σελ. 70-72
Ο
Πάγκαλος είχε πολιτική ισχύ από την επαύριο της Μικρασιατικής
Καταστροφής, όταν απέκτησε νευραλγική Θέση στο στράτευμα. Αναλαμβάνοντας
την αναδιοργάνωση της Στρατιάς του Έβρου, δημιούργησε μια αυτόνομη βάση
εξουσίας, κυρίως με στρατιωτικούς αλλά και με τα παραστρατιωτικά σώματα
που έφτιαξε στη Βόρεια Ελλάδα Εμπνεόταν από ακραίες σοβινιστικές και
αυταρχικές ιδέες, και Θαύμαζε κι αυτός τον Μουσσολίνι, αλλά δεν Θα
μπορούσε ακριβώς να χαρακτηριστεί φασίστας, παρά τις φασιστικές του
τάσεις, για τους λόγους που Θα δούμε αμέσως. Το 1924, μόλις πήρε το
υπουργείο Δημόσιας Τάξης στην κυβέρνηση Παπαναστασίου, κήρυξε τον
στρατιωτικό νόμο στις Νέες Χώρες, και ακόμη και σε τμήματα της Θεσσαλίας
και της Στερεάς, με πρόσχημα την καταπολέμηση της ληστείας, κι εφάρμοσε
πολιτική πυγμής. Από τότε υποστήριζε, όχι όμως δημόσια, ότι η Ελλάδα
μπορούσε να διοικηθεί μόνο δικτατορικά και ότι ο λαός ήταν αμελητέα
ποσότητα.
Όταν
διαπίστωσε τη φθορά της κυβέρνησης Μιχαλακόπουλου, το καλοκαίρι του
1925, ο Πάγκαλος οργάνωσε μαζί με τον Χατζηκυριάκο ένα στρατιωτικό
κίνημα που, απροσδόκητα, πέτυχε. Διέθετε μικρές δυνάμεις, αλλά τον
εννοούσαν οι εσωτερικοί παράγοντες που αναφέραμε στην προηγούμενη
ενότητα, κι επίσης οι δυσκολίες της εξωτερικής πολιτικής: η κυβέρνηση
Μιχαλακοπούλου αγωνιούσε ν’ αποφύγει τις ευθύνες της μετά την αποτυχία
των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων με τη Γιουγκοσλαβία για την ανανέωση
της συνθήκης συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών. Οπωσδήποτε, ο φόβος των
εξωτερικών περιπλοκών συντέλεσε στην προθυμία της Φιλελεύθερης ηγεσίας
ν’ αφήσει την κυβέρνηση στον στρατηγό.
Αν
ο Μιχαλακόπουλος βιαζόταν να εγκαταλείψει την εξουσία, ο κορμός των
Φιλελευθέρων και της αριστεράς ευνόησε επίσης τα σχέδια του Πάγκαλου.
Πρώτα πρώτα, τα ενίσχυσε έμμεσα αλλά ουσιαστικά η στάση του Καφαντάρη:
το πράσινο φως για το πραξικόπημα δόθηκε όταν ο τελευταίος αρνήθηκε να
σχηματίσει κυβέρνηση, ή έστω να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνασπισμού
ώστε να εκτονωθούν οι κοινωνικές εντάσεις που δημιούργησε η πολιτική
του Μιχαλακόπουλου. Η Δημοκρατική Ένωση κατηγορήθηκε επίσης για συνεργία
με τον Πάγκαλο κατά την έκρηξη του κινήματος. Τέλος, ο στρατηγός
φρόντισε να εξασφαλίσει την υποστήριξη και του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το τελευταίο όφειλε τη διαπραγματευτική του ισχύ -και το 1922 και ο
Μεταξάς είχε επιζητήσει να συνεργαστεί μαζί του, όπως θα έκαναν και
άλλοι κινηματίες αργότερα- ακριβώς στο ότι ήταν ένα οργανωμένο μαζικό
κόμμα, το οποίο αποτελούσε τη μοναδική πολιτική δύναμη εκείνη την εποχή,
έξω από τον κρατικό μηχανισμό και την εκκλησία, ικανή να κινητοποιήσει
μάζες άμεσα και σε πανελλαδική κλίμακα Διέθετε μάλιστα οργανωμένους
οπαδούς σε νευραλγικούς χώρους, όπως ήταν οι επικοινωνίες, οι
σιδηρόδρομοι, τα αστικά κέντρα και οι μεγάλες παραγωγικές μονάδες. Είχε
μικρή δύναμη στον στρατό, παρά την ύπαρξη ομάδων αριστερών αξιωματικών
και φαντάρων, αλλά η επιρροή που είχε αποκτήσει στους εφέδρους, μέσω των
Παλαιών Πολεμιστών, το έκανε υπολογίσιμο παράγοντα και από στρατιωτική
άποψη.
Όταν
απέσπασε την υποστήριξη και του προέδρου Κουντουριώτη ορκίστηκε η πρώτη
κυβέρνηση Πάγκαλου, η οποία αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από
κοινοβουλευτικά στελέχη. Έπειτα παρουσιάστηκε στην εθνοσυνέλευση για να
λάβει τον «κοινοβουλευτικό μανδύα»: εκμεταλλευόμενος αυτή την ανάγκη
νομιμοποίησης του Πάγκαλου, ο Παπαναστασίου κατόρθωσε να του επιβάλει
ορισμένους όρους:
Αρχικά
ο Στρατηγός Πάγκαλος σκεφτόταν ν’ αντικαταστήσει τον Ναύαρχο
Κουντουριώτη με τον Πλοίαρχο Χατζηκυριάκο· έπειτα δέχτηκε να διατηρηθεί
ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Ναύαρχο Κουντουριώτη και ν αναθέσει την
Πρωθυπουργία στον κ. Παπαναστασίου. Έπειτα υπαναχώρησε. Ο κ.
Παπαναστασίου, ερεθισμένος από αυτήν τη μεταχείριση, σκλήρυνε τη στάση
τον και του παρουσίασε έναν αριθμό όρων, οι οποίοι θα έπρεπε να
εκπληρωθούν για να συνεργαστεί με την Επανάσταση [...] ανάγκασε τον
Στρατηγό Πάγκαλο να υιοθετήσει ολόκληρο σχεδόν το πρόγραμμα του [...] Οι
όροι για το δικαίωμα έκδοσης νομοθετικών διαταγμάτων αντιπροσωπεύουν
έναν συμβιβασμό της τελευταίας στιγμής [...] πρακτικά ισοδυναμούν με την
παραχώρηση δικτατορικών εξουσιών στον Στρατηγό Πάγκαλο [...] ο’ αυτό το
σημείο ο 1 Παπαναστασίου υποχρεώθηκε να υποχωρήσει. Ίσως έκρινε πως η
περαιτέρω αντίσταση του απλώς θα ωθούσε τον Πάγκαλο ν’ αναλάβει
απροκάλυπτα επαναστατικές εξουσίες. Νομίζω πως πρέπει να παραδεχτούμε
ότι ο κ. Παπαναστασίου έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για τη διατήρηση της
συνταγματικής διακυβέρνησης, και ο’ ένα μεγάλο βαθμό το πέτυχε.
Ωστόσο,
το κίνημα του Πάγκαλου δεν θα μπορούσε να πετύχει αν έβρισκε απέναντι
του δυνάμεις αποφασισμένες να υπερασπιστούν το κοινοβουλευτικό σύστημα,
οι οποίες το 1925 δεν υπήρχαν, και πράγματι ανταποκρινόταν σε μια
γενικότερη αυταρχική ροπή των αστών, και όχι μόνον αυτών. Η συζήτηση για
την παροχή «κοινοβουλευτικού μανδύα» στη δικτατορία, τον Ιούνιο του
1925, έδωσε την ευκαιρία σε πολύ διαφορετικές πολιτικές ομάδες ν’
αρθρώσουν έναν συγκροτημένο λόγο υπέρ της στρατιωτικής διακυβέρνησης κι
εναντίον του κοινοβουλευτισμού. Πρώτα πρώτα ο γνωστός μας Φραγκούδης,
ρίχνοντας την ευθύνη της δικτατορικής εκτροπής στην «ιδίαν ρουτίναν και
την ιδίαν διαφθοράν του ψευδοκοινοβουλευτισμού», παρουσίασε πιο
επεξεργασμένη την προηγούμενη του θεωρία: «Η κοινή εξέγερσις, αν δεν
προσλαμβάνη εις την Ελλάδα τον χαρακτήρα της Επαναστάσεως διά λόγους
ψυχολογικούς, λαμβάνει όμως ενίοτε τον χαρακτήρα των στρατιωτικών
κινημάτων». Ο ηγέτης των σοσιαλιστών I. Πασαλίδης («Ημείς οι σοσιαλισταί
στεφανώνομεν την πράξιν της ενόπλου δυνάμεως με τας ολίγας λευκάς και
ηθικάς ψήφους μας») θεώρησε ότι ο Πάγκαλος, ζητώντας τη θετική ψήφο της
βουλής, κινδύνευε να συμβιβαστεί με τον επάρατο κοινοβουλευτισμό. Ο
αρχηγός των αγροτιστών Δ. Μαργέτης υπογράμμισε επίσης τη δυσπιστία του
απέναντι στον κοινοβουλευτισμό και τάχθηκε υπέρ της «επανάστασης», η
οποία πάντως θα ήταν προτιμότερο να είναι λαϊκή και όχι στρατιωτική. Ο
πρόσφυγας Σ. Παπαγρηγοριάδης διακήρυξε «το δικαίωμα του Στρατού να
αναμειγνύεται εις την πολιτικήν [...] και ο στρατιώτης είναι πολίτης και
μετέχει κρίσεως και αρχής». Όλοι αυτοί ψήφισαν ουσιαστικά να δοθούν
δικτατορικές εξουσίες στον Πάγκαλο• μαζί, εννοείται, με τον
Παπαναστασίου, ο οποίος δεν παρέλειψε να διακρίνει «αγνά ελατήρια» στο
κίνημα.
Στις
συντομότατες προγραμματικές δηλώσεις του ο Στρατηγός ανέφερε πως «θα
ανασύνταξη και οργάνωση τας εθνικάς κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεις,
ώστε να καταστή ταχέως το Έθνος σεβαστόν εις τους εχθρούς ημών και
πολύτιμος φίλος διά τους συμμάχους», πως θα ενίσχυε τους πρόσφυγες, την
τάξη και τη δημόσια ασφάλεια και θα εξάλειφε «το εθνοκτόνον χάσμα» του
Διχασμού. Τις αληθινές προγραμματικές δηλώσεις του, όμως, είχε καταθέσει
στη βουλή λίγο προτού επιχειρήσει το πραξικόπημα: «Έχω την πεποίθησιν»,
δήλωνε τότε, «ότι μετά δυο ή τρεις μήνας, όταν ο Ελληνικός λαός έβλεπε
διοίκησιν χρηστήν, την οποίαν δεν θα παρεξέκλινε το κομματικόν συμφέρον,
εκ των 800 χιλιάδων αι 700 χιλιάδες θα ήσαν υπέρ της Δημοκρατίας, διότι
ο Ελληνικός λαός θέλει διοίκησιν, ισοπολιτείαν, δικαιοσύνην. Θα
εβλέπομεν τότε ότι αντί να υπάρχουν ανησυχίαι και δυσφορίαι, αι οποίοι
υπάρχουν, αι ψυχικοί εις το στράτευμα, ο στρατός θα εργάζεται όπως και
νυν και ακόμη με περισσότερον ζήλον, αι δημόσιαι υπηρεσίαι θα
ελειτούργουν κανονικώς και υπό το κράτος της Δημοκρατίας ο πέλεκυς του
νόμου θα επέπιπτεν επί παντός». Επιπλέον, ένα τέτοιο χρηστό πολίτευμα θα
καταργούσε την «ελευθερία του Τύπου, η οποία βεβαίως είναι απαραίτητος
εις τα ελεύθερα πολιτεύματα [αλλά] καταστρέφει ασφαλώς τα έθνη».
Ισχυρό
και αυστηρό κράτος, μιλιταρισμός, χρηστή διοίκηση, ισοπολιτεία,
δικαιοσύνη: μ’ αυτές τις απλοϊκές ιδέες, και με αρωγό το απέραντο του
εγώ, έλπιζε ο Πάγκαλος ν’ αναστυλώσει τη χώρα Αυτές οι αντιλήψεις του
βέβαιο δεν ήταν δημοκρατικές, αλλά ούτε και θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν φασιστικές. Παρά τον στρατοκρατικό τους αυταρχισμό, και
μολονότι ήταν άγνωστο πώς θα εξελίσσονταν αν ο Πάγκαλος έμενε
περισσότερο καιρό στην κυβέρνηση, η αδιαφορία του για τη δημιουργία ενός
μαζικού κινήματος δείχνει πως, όσο και αν προσπαθούσε να μιμηθεί τον
Μουσσολίνι, δεν αντιλαμβανόταν μια αν όχι απαραίτητη πάντως βασική όψη
του φασισμού. Ο Πάγκαλος δεν απέδιδε πρωταρχική σημασία στο κόμμα αλλά
στον ισχυρό στρατό, και προσπαθούσε να οργανώσει ολόκληρο το κράτος με
γνώμονα τη δημιουργία και τη διατήρηση του. Πράγματι κατόρθωσε χάρη ο’
αυτόν ν’ αντιμετωπίσει με επιτυχία τη σερβική επιθετικότητα, αλλά δεν
ήξερε ακριβώς εναντίον τίνος ήθελε να τον χρησιμοποιήσει: μέσα στο χρόνο
που κυβέρνησε στράφηκε διαδοχικά εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, της
Βουλγαρίας και της Τουρκίας.
Εν
τέλει ο Πάγκαλος σχημάτισε κυβέρνηση με την υποστήριξη της Δημοκρατικής
Ένωσης, του Κονδύλη και του Γονατά, και την ανοχή του Καφαντάρη και του
Μιχαλακόπουλου. Στη συνέχεια προσπάθησε να κρατήσει την εξουσία όχι
οργανώνοντας ένα μαζικό κόμμα κατά το φασιστικό πρότυπο, αλλά
εξισορροπώντας τις πιέσεις των πολυδιασπασμένων αντιπάλων του. Βάσεις
της εξουσίας του ήταν, εκτός από τη προσωπική δημοτικότητα του, η
επιρροή του στον στρατό και η επιβολή του σ έναν πειθήνιο κρατικό
μηχανισμό. Οι προθέσεις του δεν ταυτίζονταν με κείνες μιας συντηρητικής
δικτατορίας, η οποία θα επιδίωκε απλώς την καταστολή και την
αποκινητοποίηση των μαζών, αλλά ήταν επηρεασμένες από το φασιστικό
παράδειγμα. Ο Πάγκαλος ήθελε να κινητοποιήσει ολόκληρο το έθνος για να
προωθήσει το στρατοκρατικό του πρόγραμμα και τα επεκτατικά σχέδια του.
Ωστόσο, το χρόνο που κυβέρνησε δεν πρόλαβε να κάνει πολλά πράγματα,
καθώς ήταν αναγκασμένος να ελίσσεται διαρκώς ανάμεσα στους αντιπάλους
του, μοιράζοντας αριστερά και δεξιά υποσχέσεις και χτίζοντας και
γκρεμίζοντας συμμαχίες αδιάκοπα Ξόδεψε το χρόνο και τις δυνάμεις του
προσπαθώντας ν’ αντιμετωπίσει μια σειρά από αδιάκοπες κρίσεις –
πολιτικές, διπλωματικές και οικονομικές, αρκετές από τις οποίες είχε
δημιουργήσει ο ίδιος.
Μόλις
πήρε την κυβέρνηση στα χέρια του ο Πάγκαλος δήλωσε πως είχε σκοπό να
την κρατήσει μόνιμα, περιόρισε τον τύπο, καταδίωξε το Κομμουνιστικό
Κόμμα και άρχισε να κυβερνά με διατάγματα Την ημέρα που υπογράφηκε το
δημοκρατικό σύνταγμα διέλυσε την εθνοσυνέλευση, παραλείποντας να
προκηρύξει εκλογές για νέα βουλή. Όταν οι Δημοκρατικοί, διακρίνοντας
κάπως καθυστερημένα τις αυταρχικές του τάσεις, αλλά και πάλι πρώτοι από
τις πολιτικές παρατάξεις, συγκρούστηκαν μαζί του, εκείνος προσέγγισε
τους μοναρχικούς. Προσπαθώντας να δώσει την εικόνα μιας ισχυρής και
φιλοπόλεμης Ελλάδας, κατά το μουσσολινικό πρότυπο, εισέβαλε στη
Βουλγαρία, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί από την Κοινωνία των Εθνών.
Νωρίτερα είχε προκαλέσει ανησυχίες συζητώντας με τους ιταλούς τη διανομή
της Μικρός Ασίας. Ενδεικτική των υπερεθνικιστικών αντιλήψεων της
κυβέρνησης του ήταν η σκλήρυνση της στάσης της απέναντι στα ξένα
σχολεία. Στις παραγράφους που ακολουθούν θα δούμε πιο αναλυτικά αυτές
τις διαδικασίες.
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα, 2006, Βιβλιόραμα, σελ. 218-224
Ο
Βενιζέλος, μολονότι ποτέ δεν αμφισβήτησε εκ βάθρων τη φιλελεύθερη
οικονομική θεωρία, ανήκε στην πτέρυγα των Φιλελευθέρων που υποστήριζε τη
δραστήρια κρατική παρέμβαση στην οικονομία, με αποτέλεσμα να θεωρείται
από αρκετούς αστούς επικίνδυνος για το κοινωνικό καθεστώς. Οι αντιλήψεις
του στις αρχές τη τρίτης του πρωθυπουργίας συνοψίστηκαν σε μια ομιλία
του προς τα μέλη της Φιλελεύθερης Νεολαίας – ένα κείμενο χαρακτηριστικό
εκείνων των αισιόδοξων ημερών, προτού ξεσπάσουν η παγκόσμια οικονομική
κρίση, η επίθεση της άκρας δεξιάς και η αναζωπύρωση των ευρωπαϊκών
ανταγωνισμών. Βασική αντίληψη του, που τον διαφοροποιούσε ριζικά από το
φασισμό, ήταν η κατηγορηματική απόρριψη του αλυτρωτισμού και του
επεκτατισμού, καθώς και της πραγμάτωσης των εθνικών στόχων με πολέμους.
Όπως το έθετε ο ίδιος, «Μια περίοδος της ελληνικής ιστορίας ετερματίσθη
με τον παγκόσμιον πόλεμον. Μια νέα περίοδος αρχίζει μετ’ αυτόν». Η
Ελλάδα έπρεπε ν’ αρκεστεί στα τότε της σύνορα και να συμβιβαστεί με την
ιδέα ότι δεν θα πετύχαινε ποτέ την «ολοκληρωτική εθνική αποκατάσταση».
Αλληλένδετη μ’ αυτή την αντίληψη ήταν η απόρριψη του πολέμου: «Η
ανθρωπότης έφθασε εις ένα σημείον όπου είνε υποχρεωμένη να κατάργηση
τους πολέμους, εάν δεν θέλη μέσα εις τους πολέμους να συντριβή και να
ναυαγήση εντελώς ο νεώτερος πολιτισμός».4 Οι νέοι εθνικοί στόχοι δεν
μπορούσαν παρά να είναι ο εκσυγχρονισμός του κράτους και η κοινωνική
μεταρρύθμιση: «Όλη σας η προσοχή και η δραστηριότης μέλλει να στροφή
μόνον εις την οργάνωσιν του νέου ελληνικού κράτους εις κράτος
συγχρονισμένον και εις την βελτίωσιν, την καθημερινήν βελτίωσιν, του
ισχύοντος κοινωνικού καθεστώτος». Απαραίτητη προϋπόθεση για να
επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι παρέμενε η πολιτική δημοκρατία, η οποία,
έλεγε ο Βενιζέλος, κινδύνευε από την αριστερά:
Έχετε
βαθειά θεμελιωμένην την πεποίθησιν, ότι μόνον διά της κανονικής
λειτουργίας τον δημοκρατικού ημών πολιτεύματος δύνασθε να
πραγματοποιήσητε τας ευγενείς ορμάς της ψυχής σας. Μη λησμονήτε, ότι
βίαιοι ανατροπαί ημπορούν να λύσουν, αν και όχι πάντοτε ασφαλώς,
πολιτικά προβλήματα και ιδίως ζητήματα μορφής τον πολιτεύματος. Βίαιαι,
όμως, ανατροπαί δεν δύνανται να φέρουν οριστικάς κοινωνικάς
μεταρρυθμίσεις, ή, αν τας φέρουν, συνοδεύονται από τοιαύτας καταστροφάς,
ώστε το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά να ήξιζε τας θυσίας. Προ πάντων, μη
παρασύρεσθε από την ψυχικήν ασθένειαν, ήτις υπήρξεν απότοκος του μεγάλου
πολέμου, ότι όλοι αι παλαιοί αξίαι είναι απορριπτέοι.
Σε
σχέση με τη λειτουργία της δημοκρατίας, την ίδια εποχή ο Βενιζέλος
διευκρίνιζε ότι θεωρούσε χρήσιμη την τακτική εναλλαγή των κυβερνήσεων,
«η οποία επιτρέπει εις το κυβέρνησαν κόμμα να αναλάβη νέας δυνάμεις και
εις τα εκτός της αρχής κόμματα να αναλάβουν την εξουσίαν, διά να
αντιμετωπίσουν και εκείνα τας ανάγκας της πραγματικότητος». Οι βάσεις
της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας δεν θα ήταν άλλες από τις κεντρικές
αξίες του αστικού καθεστώτος -πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια και
ιδιοκτησία- αλλά κατάλληλα διασκευασμένες. Εδώ ο Βενιζέλος απάγγελλε ένα
φιλελεύθερο ευχολόγιο αρκετά απομακρυσμένο από τις τρέχουσες πρακτικές
και αξίες της ελληνικής κοινωνίας:
Η
ιδέα της πατρίδος, υπό τον άρον τον να μη καταπνιγή το αίσθημα, ότι
είμεθα και μέλη μιας ευρυτέρας κοινωνίας, της ανθρωπινής κοινωνίας, η
οικογένεια, υπό τον όρον της εξασφαλίσεως πλήρους ισότητος εις τα δύο
φύλα, η ιδιοκτησία, υπό τον όρον, ο συγκεντρούμενος πλούτος να μη
αποβαίνη όργανον καταπιέσεως των απορωτέρων τάξεων, αι θρησκευτικαί
πεποιθήσεις, υπό τον όρον του απολύτου σεβασμού προς πάσαν άλλην
πεποίθησιν και προς αυτήν ακόμη την έλλειψιν πεποιθήσεων, είνε τα
ασφαλέστερα θεμέλια, επί των οποίων ημπορούμεν να στηρίξωμεν πάσαν
προσπάθειάν μας, όπως επιτύχωμεν την βαθμιαίαν βελτίωσιν του κοινωνικού
καθεστώτος.
Σκοπός
της κοινωνικής μεταρρύθμισης θα ήταν η δικαιότερη κατανομή του
εισοδήματος, η οποία δεν θα εξυπηρετιόταν από την ανακατανομή του
πλούτου, αλλά μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας κι επομένως του
εθνικού προϊόντος, και κυρίως από τον γεωργικό τομέα:
Ό,τι
κυρίως επιδιώκομεν διά της βαθμιαίας ταύτης βελτιώσεως του κοινωνικού
καθεστώτος είνε η οσημέραι δικαιότερα κατανομή του διά της κοινής
εργασίας παραγομένου ετησίως εθνικού εισοδήματος. Μη λησμονήτε μόνον
ποτέ ότι πάσα προσπάθεια δικαιότερος κατανομής πρέπει να συμβαδίζη με
την ειλικρινή προσπάθειάν όλων, όπως το ετήσιον εθνικόν εισόδημα είνε
όσω το δυνατόν μεγαλείτερον. [...] Εάν εμοιράζαμεν τον υπάρχοντα εθνικόν
πλούτον εξ ίσου εις όλους, όλοι θα ήσαν πτωχοί και μετ’ ολίγον πάλιν
άλλοι θ’ απέβαινον πτωχότεροι και άλλοι ευπορότεροι. Αλλ’ εάν αυξήσωμεν
το εθνικόν εισόδημα και επιτύχωμεν συγχρόνως την δικαιοτέραν κατανομήν
του, η οικονομική θέσις των σήμερον απόρων θα βελτιωθή κατά τρόπον
περισσότερον πάγιον. Διά τούτο και η σημερινή κυβέρνησις έστρεψεν όλην
την προσοχήν της εις την εξασφάλισιν της αυξήσεως του εθνικού
εισοδήματος διά της αυξήσεως παντός είδους παραγωγής και προ πάντων της
γεωργικής, από την οποίαν ημπορούμεν να συγκομίσωμεν αμεσότερα και
μεγαλείτερα αποτελέσματα.
Ως
τα μέσα του 1929 ο Βενιζέλος πρόβαλλε ένα όραμα προόδου κι ευημερίας
που δεν διέφερε σημαντικά από εκείνο που είχε εξαγγείλει στις αρχές της
πολιτικής του σταδιοδρομίας στην Ελλάδα Απλώς, τώρα έδινε σαφέστερη
έμφαση στη γεωργία: με τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής και την
ανάπτυξη του γεωργικού πλούτου που θα έφερναν τα μεγάλα έργα,
η
Ελλάς θα κατορθώση όχι μόνον να διαθρέψη επαρκώς τον σημερινόν αγροτικόν
της πληθυσμόν, αλλά και να εγκαταστήση γεωργικώς ένα μεγάλο μέρος του
φυσικώς αυξανομένου πληθυσμού της [...] Όταν ο γεωργικός πληθυσμός μας
κατορθώση, δια της επισχημονικωτέρας καλλιέργειας της γης, να ευημερήση
θα αποχτήσωμεν τοιουτοτρόπως το στερεώτερον έρεισμα και τον κοινωνικού
και τον πολιτικού μας καθεστώτος και η Ελλάς, προαγόμενη εις οικονομικήν
ευημερίαν, θα δυνηθη όχι μόνον να ανάπτυξη όλος τας ηθικός και ψυχικός
δυνάμεις της, αλλά και να γίνη σπουδαιότερος καθ’ ημέραν παράγων ε¬ρήνης
εις την Εγγύς Ανατολήν.
Συνολικά,
ο Βενιζέλος επαγγελλόταν το 1929 μια ρόδινη εκδοχή του κοινωνικού
φιλελευθερισμού, η οποία δεν απέδιδε σοβαρή σημασία σας επιθέσεις που
δέχονταν ήδη συστηματικά τα δημοκρατικά καθεστώτα από τα δεξιά ούτε στις
κριτικές σχετικά με την αστάθεια της καπιταλιστικής συσσώρευσης και την
αμφίβολη δυνατότητα των βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων που είχε αναπτύξει η
αριστερά. Δύσκολα μπορούσε να συνδεθεί άλλωστε το εκσυγχρονισμένο,
φιλελεύθερο και δημοκρατικό κράτος αυτού του οράματος με την ελληνική
πραγματικότητα που περιλάμβανε τη συστηματική καταστολή της εργατικής
τάξης. Τέλος, άρρητες προϋποθέσεις του ίδιου οράματος ήταν η διεθνής
πολιτική σταθερότητα και ο συνεχής μεγάλης κλίμακας εξωτερικός
δανεισμός, από τον οποίο αναμενόταν κατά μείζονα λόγο η αύξηση της
παραγωγής που θα μετρίαζε εν καιρώ τις κοινωνικές αντιθέσεις. Ήταν οι
τελευταίοι μήνες στους οποίους ένας ευρωπαίος φιλελεύθερος μπορούσε να
διατυπώσει έναν τόσο αισιόδοξο και αυτάρεσκο ιδεολογικό λόγο.
Όπως
αναφέρθηκε, το πεδίο όπου διαφοροποιούνταν αποφασιστικά ο Βενιζέλος από
το φασισμό ήταν η εξωτερική πολιτική και όχι τόσο η εσωτερική, ιδίως
όσον αφορούσε τους εργάτες, όπου ανιχνεύονταν διαφορές βαθμού μάλλον
παρά ποιότητας σε σχέση με τα σύγχρονα του φασιστικά καθεστώτα Για
ευνόητους λόγους όμως, από τον Δαφνή αλλά και από τους νεότερους
μελετητές δόθηκε μέτρια μόνον έμφαση στον αναπροσανατολισμό της
εξωτερικής πολιτικής της χώρας με την εγκατάλειψη των εδαφικών
διεκδικήσεων που σηματοδότησε η Συνθήκη της Λωζάννης, και ακόμη
μικρότερη στο βαρύ πολιτικό κόστος που είχε αυτός ο αναπροσανατολισμός
για τον Βενιζέλο. Περιλάμβανε αφ’ ενός τη συμφιλίωση με την Τουρκία και
αφ’ ετέρου την αποστασιοποίηση από τη Βρετανία και την προσέγγιση με την
Ιταλία, αλλά σε βαθμό τέτοιο που να μη διακινδυνεύει την ουδετερότητα
της χώρας απέναντι στις ενδεχόμενες συγκρούσεις των μεγάλων Δυνάμεων.
Μια άλλη διάσταση του ήταν η σύγκρουση με τον αλυτρωτισμό, η οποία στις
συγκεκριμένες συνθήκες εκφράστηκε ως σαφής αντίθεση στην καλλιέργεια της
εθνικιστικής ιδεολογίας. Με τα λόγια του ίδιου του Βενιζέλου, «να μην
είμεθα νασιοναλισταί άκροι και να μη λησμονώμεν ότι υπάρχουν και άλλαι
πατρίδες και ότι έχουν και άλλοι δικαιώματα ανάλογα με εκείνα, τα οποία
διεκδικούμεν εμείς».
Η
προσέγγιση με την Ιταλία, που ξεκίνησε αμέσως μόλις πήρε ο Βενιζέλος
την εξουσία και κατέληξε στην υπογραφή του ελληνοϊταλικού συμφώνου
φιλίας το φθινόπωρο του 1928, πρέπει ν’ αποδοθεί καθαρά σε διπλωματικής
φύσης λόγους και όχι σ οποιαδήποτε προτίμηση των Φιλελευθέρων για το
φασιστικό σύστημα Η ειρηνόφιλη πολιτική, η προσέγγιση με την Ιταλία κι
έπειτα και με την Τουρκία, η προώθηση της βαλκανικής συνεργασίας έστω
και χωρίς τη Βουλγαρία, η αξιόλογη περιστολή των εξοπλισμών και το νέο,
περιορισμένο, ναυτικό πρόγραμμα, καθώς και η αποφασιστική αντιμετώπιση
των αλυτρωτικών συλλόγων της Κύπρου και των Δωδεκανήσων πράγματι
συγκρούονταν με τον επεκτατικό εθνικισμό του φασισμού. Αυτός ήταν και ο
κυριότερος λόγος άλλωστε που η κυβέρνηση Βενιζέλου, όπως κι εκείνη του
Κεμάλ, δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί φασιστική. Πόσο μάλλον όταν το
πολιτικό κόστος της επιλογής αυτής ήταν μεγάλο, καθώς αποξένωσε, εκτός
από τους στρατιωτικούς που αναφέραμε προηγουμένως, κι ένα σημαντικό
μέρος των Φιλελευθέρων, και πρώτα πρώτα τον ίδιο τον υπουργό Εξωτερικών
Ανδρέα Μιχαλακόπουλο.13 Από την άλλη πλευρά, έγινε ευνοϊκά δεκτή στην
αριστερά. Ο τύπος των Φιλελευθέρων και της αντιβασιλικής αντιπολίτευσης,
καθώς και η Πρωία του Λαϊκού Κόμματος την υποστήριξαν με ενθουσιασμό,
αλλά οι υπόλοιπες αντιβενιζελικές εφημερίδες είτε την αντιμετώπισαν σαν
μια δυσάρεστη αναγκαιότητα είτε την υπονόμευσαν υποστηρίζοντας πως ήταν
υπερβολικές οι παραχωρήσεις που έκανε η Ελλάδα.
Επιπλέον,
η ίδια πολιτική αποξένωσε τον στρατό, με αποτέλεσμα την απόπειρα
πραξικοπήματος ενός αξιόλογου αριθμού αξιωματικών, υπό την αιγίδα του
Πάγκαλου και των μοναρχικών, την εποχή που ο Βενιζέλος και ο
Μιχαλακόπουλος βρίσκονταν στην Άγκυρα Οι αξιωματικοί δυσφορούσαν για τις
επαγγελματικές τους προοπτικές: οι προαγωγές ήταν πολύ σπάνιες ιδίως
για τους νέους, οι οποίοι στρέφονταν προς όποιον τους υποσχόταν να
προωθήσει τα συμφέροντα τους – προς τον Πάγκαλο και τους μοναρχικούς
στρατοκράτες, αλλά ακόμη περισσότερο, για την ώρα, προς τον Πλαστήρα. Εν
τέλει η πολιτική της ελληνοτουρκικής φιλίας έδωσε στους μοναρχικούς και
τους στρατοκράτες αντιπάλους της έναν σημαντικό ρητορικό τόπο, την
αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας, ο οποίος δεν έπαψε να προβάλλεται, άλλοτε
συγκαλυμμένα και άλλοτε απροκάλυπτα, ως το τέλος του Μεσοπολέμου.
Ωστόσο, από κανένα κόμμα δεν αμφισβητήθηκε ευθέως η πολιτική αυτή στις
εκλογές που ακολούθησαν.
Η
πολιτική του Βενιζέλου στο Κυπριακό και πάλι τον οδήγησε σε σύγκρουση
με τον Μιχαλακόπουλο και με τους αλυτρωτιστές, που περιλάμβαναν
σημαντικά στελέχη των Φιλελευθέρων. Στις αρχές του 1930, ενώ τη Βρετανία
κυβερνούσαν οι Εργατικοί, ο Βενιζέλος είχε προχωρημένες συνομιλίες για
την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Οι ταραχές του 1931 ενάντια στην
αυθαιρεσία της αποικιακής διοίκησης όχι μόνον κατέστρεψαν αυτή την
προοπτική, αλλά και αξιοποιήθηκαν κατά κόρον από τον αντιβενιζελικό
τύπο, και προκάλεσαν έντονες ζυμώσεις στα αστικά και μικροαστικά
στρώματα εναντίον της μετρημένης στάσης της κυβέρνησης. Πρακτικά όλοι οι
δήμοι, τα επαγγελματικά επιμελητήρια και οι κάθε λογής σύλλογοι
εξέδωσαν ψηφίσματα συμπαράστασης στους κυπρίους. Ως την άνοιξη της
επόμενης χρονιάς, χρονιάς εκλογών, η ζύμωση για το Κυπριακό, στην οποία
πρωτοστατούσαν η δεξιά και οι βασιλόφρονες, είχε πλήξει αξιόλογα τη
δημοτικότητα του Βενιζέλου και το ζήτημα ανακινήθηκε επίσης στην
προεκλογική περίοδο.
Η
προσπάθεια συντήρησης του εδαφικού καθεστώτος, κι επομένως η σύγκρουση
με όσους επέμεναν στον επεκτατισμό -γιατί συχνά δεν μπορούμε πλέον να
μιλήσουμε για αλυτρωτισμό μετά το 1922- ήταν μια πραγματιστική επιλογή
του Βενιζέλου. Αντίθετα από τον γερμανικό και τον ιταλικό καπιταλισμό
του Μεσοπολέμου, ο ελληνικός δεν αισθανόταν καμιά πιεστική ανάγκη
απόκτησης ζωτικού χώρου, αντιθέτως έδινε προτεραιότητα στην αφομοίωση
των Νέων Χωρών και την ενσωμάτωση των προσφύγων. Από αυτή την άποψη, ο
επεκτατισμός που εξακολουθούσαν να καλλιεργούν ορισμένες όχι
ευκαταφρόνητες μερίδες των Λαϊκών και των Φιλελευθέρων ήταν ανεδαφικός
και αναχρονιστικός. Εξίσου οπισθοδρομική και όχι λιγότερο αδιάλλακτη
ήταν η αντίθεση τους στα μέτρα με τα οποία ο Βενιζέλος προσπάθησε να
ενσωματώσει τους εργαζομένους. Τα μέτρα αυτά ανταποκρίνονταν σε
επιτακτικές ανάγκες νομιμοποίησης του καθεστώτος και αποτύπωναν αυτό που
χαρακτηρίζεται, στη μαρξιστική διάλεκτο, σχετική αυτονομία του κράτους
από τα συμφέροντα των διάφορων τάξεων. Ωστόσο, συνεπάγονταν κόστος για
το κεφάλαιο, πιο δυσάρεστο για τις ασθενέστερες μερίδες του, κι επιπλέον
σκόνταψαν σε ισχυρές ιδεολογικές αντιδράσεις.
Αναλύοντας
τις επιλογές και τις εκβάσεις της κρατικής πολιτικής στον Μεσοπόλεμο
μπορούμε να συνδέσουμε σαφέστερα την έννοια αυτής της σχετικής
αυτονομίας του κράτους με τις εσωτερικές συγκρούσεις του πλέγματος
εξουσίας, οι οποίες αναζωπυρώθηκαν με την εμφάνιση της οικονομικής
κρίσης. Οι εσωτερικές αυτές συγκρούσεις πάντως αναπαράγονταν στο
εσωτερικό των δύο αστικών πολιτικών στρατοπέδων και, ως το ξέσπασμα της
οικονομικής κρίσης, δεν συνδέονταν ευθέως με τους πολιτικούς
ανταγωνισμούς των βενιζελικών και των αντιβενιζελικών.
Σύμφωνα
με το σχέδιο του Βενιζέλου, και στο πλαίσιο των κατευθύνσεων που είχαν
τεθεί από το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, η κοινωνική πολιτική θα
προωθούνταν με τη συνεργασία των μετριοπαθών συνδικάτων κάθε χώρας, τα
οποία σε αντάλλαγμα απαιτούσαν κοινωνικές παραχωρήσεις. Στην πράξη, στον
Μεσοπόλεμο ο μεταρρυθμισμός αυτός μετατοπιζόταν διαρκώς προς
συντηρητικότερες θέσεις, ακολουθώντας την πολιτική συγκυρία. Η λογική
αυτή έμενε, όμως, μετέωρη σε συνθήκες σύγ/ρουσης κι εν μέρει αφόπλισε
τις πολιτικές τάσεις του εργατικού κινήματος.
Η
νομοθεσία για το ωράριο υπήρξε στο Μεσοπόλεμο ένα πεδίο διαμάχης και το
αίτημα δεν έλειπε από τις πολιτικές και συνδικαλιστικές διεκδικήσεις.
Κάθε χρόνο εκδίδονταν κάποια διατάγματα για την εφαρμογή του σε
ορισμένους κλάδους, πάντα με πολλές εξαιρέσεις και τροποποιήσεις. Ως το
1932 είχαν εκδοθεί 25 νομοθετικά κείμενα που κωδικοποιήθηκαν τη χρονιά
αυτή. Το 1940 τα κείμενα είχαν αυξηθεί σε 40. Δεν επρόκειτο μόνο για ένα
νομικό πολυδαίδαλο, που αύξανε τις δυσκολίες ελέγχου. Το εργατικό
κίνημα πολυτεμαχιζόταν με τον τρόπο αυτό και ωθούνταν προς τον
συντεχνιασμό.
Ενώ
οι Φιλελεύθεροι θέσπισαν, πράγματι, μια όχι ευκαταφρόνητη κοινωνική
νομοθεσία, αυτή, όπως διατύπωνε επιγραμματικά ο Παπαναστασίου, «είχε
περιορισμένα αποτελέσματα – αφ’ ενός εξαιτίας της ελλιπούς εφαρμογής
της, αφ’ ετέρου εξαιτίας των ατελειών της, και τέλος εξαιτίας της
ανεπαρκούς οργάνωσης των εργατών και της ανώμαλης πολιτικής και
οικονομικής κατάστασης». Δεν αρκούσε για να εκτονώσει την εργατική
αναταραχή, πόσο μάλλον αφού, ακόμη και μετά το ξέσπασμα της οικονομικής
κρίσης, δεν αμφισβητήθηκε το πλαίσιο του οικονομικού φιλελευθερισμού και
ούτε επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί καμιά συγκεκριμένη βιομηχανική πολιτική
για την αντιμετώπιση της. Μάλιστα, με μια σειρά από νομοθετήματα
επιχειρήθηκε ν’ αποθαρρυνθεί η βιομηχανική ανάπτυξη προς όφελος της
γεωργικής και της εμπορικής. Η ειρωνεία είναι ότι ακριβώς τα ίδια
νομοθετήματα στην πραγματικότητα ευνόησαν την ανάπτυξη της βιομηχανίας,
που άρχισε να κάλυπτα ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας
ζήτησης, έστω και με κλαδικές και περιφερειακές στρεβλώσεις.
Με
δυο λόγια, η εργατική πολιτική των Φιλελευθέρων είχε περιορισμένους
στόχους και ισχνά αποτελέσματα Σε αντίδραση, ενισχύθηκε η αριστερά. Η
δυσφορία των εργατών για τις συνθήκες ζωής τους και η ανάπτυξη ταξικής
συνείδησης όμως αποτύπωναν ευρύτερες ιδεολογικές διεργασίες, τις οποίες
αποτυπώνει γλαφυρά, με μέτρια μόνο δόση υπερβολής, ένας συντηρητικός
σχολιαστής:
Μέχρι
προ ολίγων ετών η εργατική και η κατωτέρα τάξις εις μιαν απλήν
επίκλησιν, ότι η θρησκεία κινδυνεύει και ότι η Εκκλησία ευρίσκεται εν
διωγμώ εσηκώνετο κυριολεκτικώς επί ποδός έτοιμος και να αιματοκυλισθή
διά τα ιδανικά της πίστως και της πατρίδος… [ήδη] οι μόλις γραφήν και
ανάγνωσιν γνωρίζοντες εργάται έχουν μάθει τώρα την θεωρίαν της εξελίξεως
και την κοσμοθεωρίαν του μονισμού και του ιστορικού υλισμού, με
επιστημονικήν δε ενημερότητα και ακρίβειαν, η οποία σας καταπλήττει. Και
είνε έτοιμοι να μυκτηρίσουν όχι μόνον τους αντιπροσώπους της θρησκείας,
αλλά και αυτήν ακόμη την ιδέαν της, αυτό ακόμη το θρησκευτικόν
συναίσθημα και αυτά τα θρησκευτικά ιδανικά.
Η
εκκλησία δύσκολα μπορούσε ν’ αντιδράσει σ’ αυτήν τη θρασεία απομάκρυνση
των εργατών από τα «θρησκευτικά ιδανικά». Όταν οι φασίστες υποσχέθηκαν
πως θα την ανέκοπταν, έστω και με τη βία, συντάχθηκε μαζί τους, όπως
έκανε και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα, 2006, Βιβλιόραμα, σελ. 252-261
Επιστρέφοντας
στην ενεργό πολιτική, το 1928, ο Βενιζέλος είχε παρουσιάσει σαν
φιλεργατική του πρωτοβουλία την ανάληψη από το κράτος διαιτητικού ρόλου
στις εργατικές διαφορές κι έκανε ανοίγματα ακόμη και προς τους
κομμουνιστές. Είδαμε προηγουμένως τις μεταρρυθμίσεις με τις οποίες
προσπάθησε να ενσωματώσει την εργατική τάξη. Από την άλλη πλευρά, όμως,
προσπαθώντας να συσπειρώσει την αστική τάξη, διακήρυξε προγραμματικά τη
συστηματική οργάνωση της καταστολής. Μιλώντας στον λαό δεν άφησε
περιθώριο αμφιβολιών:
Πάσα
απόπειρα διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος, τον
οποίον στερεά θεμέλια είναι η πατρίς, η οικογένεια, η ιδιοκτησία, θα
εύρη αντιμέτωπον την πυγμήν του κράτους. Χωρίς, άλλως τε, να
περιορίοωμεν καμμίαν θεωρητιχήν συζητηαν περί τον καταλληλότερου τρόπου
δι’ ου δύναται να μεταρρυθμιοθή η σημερινή οργάνωσις της κοινωνίας και
χωρίς να γίνομεν επιλήσμονες των φιλελευθέρων μας αρχών. Είμεθα
αποφασισμένοι να εξοπλίσωμεν το κράτος και τας αρχάς του διά της
αναγκαίας νομοθεσίας, όπως καταστή δυνατή η αποτελεσματική κοινωνική
άμυνα κατά των απρκάλυπτων ανατρεπτικών ενεργειών των εχθρών του
κοινωνικού καθεστώτος.
Στην
τρίτη κυβερνητική τετραετία των Φιλελευθέρων ο Βενιζέλος προσπάθησε να
δημιουργήσει ένα θεσμικό πλαίσιο που θα περιλάμβανε την υποχρεωτική
διαιτησία στα εργατικά αιτήματα και τις κοινωνικές ασφαλίσεις, και με το
οποίο έλπιζε ν’ αποκινητοποιηθεί και να ενσωματωθεί η εργατική τάξη.
Στην πράξη όμως μέχρι το 1932 η καταστολή της αριστεράς, η οποία
υποβοηθούνταν από την πολυδιάσπαση της, υποκαθιστούσε τις κοινωνικές
μεταρρυθμίσεις. Σε μεγάλο βαθμό οι Φιλελεύθεροι απλώς συστηματοποίησαν
κι ενέτειναν τις διώξεις που εφαρμόζονταν ήδη από τις δικτατορίες του
Πάγκαλου και του Κονδύλη, αλλά και από τις κυβερνήσεις συνεργασίας που
τις διαδέχθηκαν και οι οποίες, ενώ αποκατέστησαν πολλές δημοκρατικές
ελευθερίες, δεν έπαψαν να κυνηγούν τη ριζοσπαστική αριστερά. Μολαταύτα,
με τη νομοθέτηση του «ιδιωνύμου αδικήματος» έθεσαν την καταστολή σε νέα
βάση, η οποία ταυτιζόταν με κείνη των φασιστικών καθεστώτων.
Ο
διαβόητος νόμος 4229/1929 όριζε ως «ιδιώνυμο αδίκημα» ουσιαστικά το να
έχει κανείς αριστερές ιδέες, κι επομένως εγκατέλειπε τις καθιερωμένες
αντιλήψεις της αστικής νομικής κουλτούρας, αλλά και τις συνταγματικές
παραδόσεις της μεταοθωνικής Ελλάδας που θεωρούσαν την ελευθερία των
ιδεών απαραβίαστη. Ακόμη χειρότερα, επέτρεπε τη δίωξη των πολιτών κατά
την ανεξέλεγκτη κρίση των αρχών και των συνεργατών τους. Καταλύοντας τις
ελευθερίες της συνείδησης, της έκφρασης, του συνέρχεσθαι και του
συνεταιρίζεσθαι, χρησιμοποιήθηκε για να διαλυθούν κάθε λογής σωματεία
και οργανώσεις που δεν ελέγχονταν από το κράτος. Η νομοθεσία αυτή του
Ιδιώνυμου δύσκολα μπορούσε να συμβιβαστεί με οποιοδήποτε
«εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα», καθώς αυτό δεν προστάτευε οποιονδήποτε
συγκεκριμένο πολιτειακό ή πολιτικό θεσμό, αλλά γενικά το «κρατούν
κοινωνικό σύστημα», που περιλάμβανε δίπλα στο οικονομικό καθεστώς τους
θεσμούς και αξίες της κυρίαρχης ιδεολογίας, ιδίως την οικογένεια, τη
θρησκεία και το έθνος. Το Ιδιώνυμο δεν χρειαζόταν καμιά αλλαγή για να
στραφεί εναντίον ακόμη και των πιο αθώων μεταρρυθμιστών και των ίδιων
των Φιλελευθέρων, και πράγματι χρησιμοποιήθηκε εναντίον τους όταν η
κυβέρνηση πέρασε στα χέρια της άλλης αστικής παράταξης.
Ωστόσο,
επί Βενιζέλου προείχε ο ταξικός χαρακτήρας του νέου νόμου: με το
Ιδιώνυμο η δημοκρατία και η ελευθερία καταργήθηκαν για την εργατική
τάξη. Δεν έπληξε μόνον τους κομμουνιστές, που αποτελούσαν τον δηλωμένο
του στόχο, αλλά και πλήθος σοσιαλιστές ή και απλούς συνδικαλιστές στην
πραγματικότητα, όπως παρατηρήθηκε, εξαρχής είχε συλληφθεί και ως
απεργοσπαστικός μηχανισμός. Ο αντισυνταγματικός αυτός νόμος διατυπώθηκε
σκόπιμα με ασάφεια, έτσι ώστε να ποινικοποιεί το φρόνημα, και η έκταση
της εφαρμογής του ήταν τέτοια που δεν άφηνε αμφιβολίες ότι κατέλυε τη
φιλελεύθερη νομική τάξη. Ο Βενιζέλος και το επιτελείο του τα γνώριζαν
όλα αυτά και τα επικροτούσαν, και μάλιστα λίγο αργότερα με νέο νόμο
θέσπισαν τη φυλάκιση όσων καταδικάζονταν ακόμη και για την απλή έκφραση
αριστερών ιδεών.
Οι
διώξεις εναντίον της αριστεράς προσέλαβαν πρωτόγνωρη έκταση από τις
αρχές του 1930. Τότε διαλύθηκε η Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών
Ελλάδος, και τους επόμενους μήνες την ακολούθησαν η Εργατική Βοήθεια
(μια οργάνωση υποστήριξης των θυμάτων των πολιτικών και συνδικαλιστικών
διώξεων), το κομμουνιστικό συνδικάτο των καπνεργατών και το Εργατικό
Κέντρο Θεσσαλονίκης. Στην τριετία μετά το 1929 φυλακίστηκαν με το
Ιδιώνυμο κάπου δώδεκα χιλιάδες άνθρωποι, ενώ από το 1929 ως το 1937
καταδικάστηκαν αμετάκλητα περίπου τρεις χιλιάδες, οι τετρακόσιοι σε
ποινές φυλάκισης μεγαλύτερες του έτους. Ωστόσο, πολύ περισσότεροι ήταν
εκείνοι που υπέστησαν ελαφρότερες διώξεις, και τεράστια η σημασία του
πλήγματος που δόθηκε στην ελευθερία της συνείδησης. Η γεωγραφία της
καταστολής αποτύπωνε την επιρροή της αριστεράς όσο και τον αυταρχισμό
των αρχών ή των τοπικών ελίτ: σχεδόν χίλιες διακόσιες καταδικαστικές
αποφάσεις εκδόθηκαν στην Αττικοβοιωτία, τριακόσιες στη Λάρισα, διακόσιες
πενήντα στη Θεσσαλονίκη, εκατόν πενήντα στην Καβάλα, και πολλές άλλες
ακόμη στη Δράμα, τη Λέσβο και τη Σάμο. Περίπου έξι στους δέκα ήταν
εργάτες κι ένας στους δέκα αγρότης. Στην πραγματικότητα η συντριπτική
τους πλειονότητα καταδικάστηκε απλώς για συμμετοχή σε απεργίες ή άλλου
τύπου διεκδικήσεις.
Ενώ
τα πιο διορατικά στοιχεία του πλέγματος εξουσίας αντιλαμβάνονταν πως η
καταστολή δεν αποτελούσε μακροπρόθεσμα λύση, η ιδέα ακόμη και συμβολικών
μεταρρυθμίσεων συγκέντρωνε την αντίθεση του αστικού κόσμου και ιδίως
των εργοδοτικών ενώσεων. Οι αστοί έβλεπαν την κοινωνική αναταραχή, που
παρουσίαζε έξαρση στη Θεσσαλονίκη και στις καπνοπαραγωγικές περιοχές,
σαν «κομμουνιστική δραστηριότητα» και θέλησαν να την αντιμετωπίσουν,
όπως είδαμε προηγουμένως, ενισχύοντας μορφές αντισοσιαλιστικής μαζικής
κινητοποίησης, οι οποίες ωστόσο απέτυχαν. Μια άλλη λύση έδινε η
καλλιέργεια του θρησκευτικού αισθήματος. Μια αξιόλογη αλλαγή διαθέσεων,
μετά το ξέσπασμα της κρίσης, αποτυπώνεται από έναν οξυδερκή παρατηρητή:
Έως
προχθές, που ο ορίζων ήτο αίθριος, σχεδόν κανείς από τους μεγαλοαστούς
και μεγαλοκεφαλαιούχους αυτούς δεν ωμίλει περί πίστεως,περί θρησκείας,
περί οικογενείας. [..]) την τιμίαν ελληνικήν οικογένειαν με τας αυστηράς
παραδόσεις της συνήντας συχνότερον και συνηθέστερον εις τας μεσαίας και
κατωτέρας τάζεις. Και οι ναοί μόνον εις ωρίσμενας τελετάς, προ παντός
επικήδειους, εδέχοντο την επίσκεψιν των κραταιών αυτών εκπροσώπων του
αστικού καθεστώτος. Όσον διό σήμερον, ειξεύρω ότι τα πράγματα ήλλαξαν
κάπως. Και τα παλαιά αυτά ιδανικά της πίστεως και της πατρίδος και της
ελληνικής οικογενείας εγυαλίσθησαν από αυτούς εσπευσμένως, δια να
«πασσάρωνται» εν μέσω ιερεμιάδων, ακουσμένων και από στόματα
μεγαλόσχημων αστών, εκδιηγουμένων τους τρομερούς κινδύνους, τους οποίους
διατρέχει η κοινωνία μας, εάν εγκαταλίπωμεν τας ωραίας αυτάς και υψηλάς
των πατέρων μας παραδόσεις!
Όλα
αυτά όμως αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Από το χειμώνα του 1931 προς το 1932 η
κρίση ρευστότητας προκάλεσε σημαντική κοινωνική αναταραχή, ιδίως στα
αστικά κέντρα, η οποία αντιμετωπίστηκε κυρίως με την καταστολή.
Ιδιαίτερα άσχημη ήταν η κατάσταση στο βορρά. Στη Θεσσαλονίκη ο αριθμός
των ανέργων είχε εκτοξευτεί στα ύψη και υπολογιζόταν σε δεκάδες χιλιάδες
– εξήντα χιλιάδες, κατά τον δήμαρχο. Οι φτωχοί αδυνατούσαν να
προμηθευτούν τρόφιμα, ρούχα ή ξύλα για ν’ αντιμετωπίσουν τον ιδιαίτερα
βαρύ χειμώνα, κι επιβίωναν χάρη στις διανομές σούπας που οργάνωνε ο
δήμος σε τριάντα πέντε σημεία της πόλης. Οι εργατικές διαδηλώσεις που
είχαν προγραμματιστεί για τα τέλη Φεβρουαρίου αποτράπηκαν με μια δόση
στρατιωτικού καθεστώτος. Ένα σύνταγμα ιππικού και άλλο ένα πεζικού, μαζί
με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις της χωροφυλακής, περιπολούσαν
ακατάπαυτα στους δρόμους. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Καβάλα Στην
Νάουσα πάλι, όπου τα κλωστήρια απέλυαν συνεχώς, έγιναν διαδηλώσεις με
κύριο αίτημα το ψωμί. Στην Ξάνθη ομάδες ανέργων εισέβαλαν σε φούρνους
και πήραν όσο ψωμί βρήκαν κλήθηκε το ιππικό γιατί η χωροφυλακή δεν
επαρκούσε, και η αγορά έκλεισε.
Τέτοια
επεισόδια δεν απειλούσαν άμεσα το αστικό καθεστώς, αλλά σηματοδοτούσαν
τη διάλυση της βενιζελικής συμμαχίας. Είδαμε προηγουμένως τους λόγους
δυσφορίας των αγροτών οι πρόσφυγες, πάλι, είχαν εξεγερθεί εναντίον της
περικοπής των αποζημιώσεων τους που είχε αναγγελθεί από τον Βενιζέλο.
Δίπλα σ’ αυτά, το συνδυασμένο αποτέλεσμα της κατασταλτικής πολιτικής και
της οικονομικής κρίσης ήταν η εξέγερση και των εργατών απέναντι στην
κυβέρνηση Βενιζέλου. Αυτός ήταν ένας παράγοντας που βάραινε στους
πολιτικούς υπολογισμούς γιατί η εργατική τάξη, μολονότι δεν αποτελούσε
μεγάλο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, ήταν συγκεντρωμένη στα αστικά
κέντρα και μπορούσε να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα σε αμφίρροπες
εκλογές. Πράγματι, πριν από τις εκλογές του 1932 εκτιμούνταν πως οι
εργάτες γενικά θα καταψήφιζαν την κυβέρ¬νηση.91 Οι εναλλακτικές λύσεις
που προβλήθηκαν κατόπιν ήταν είτε η προσπάθεια ανασύστασης αυτής της
συμμαχίας, με μα σειρά παραχωρήσεων που θα οργανώνονταν από τη
φιλοβενιζελική αριστερά (και θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν με τους
αξιόλογους πόρους που θα εξοικονομούνταν από τη στάση πληρωμών στην
αποπληρωμή των εξωτερικών δανείων), είτε η «δεξιά» λύση, που προέβλεπε
μια κυβέρνηση συνασπισμού των αδύναμων αντιβενιζελικών και τέως
βενιζελικών αστικών κομμάτων, ή αλλιώς το στήσιμο ενός μόνιμου
αυταρχικού καθεστώτος. Ο Βενιζέλος δοκίμασε πρώτα την αριστερή λύση
Παπαναστασίου, αλλά αμέσως την τορπίλισε. Μετά τις εκλογές του 1932
άφησε την αντίπαλη αστική παράταξη με την οποία συνεργαζόταν τώρα και ο
Κονδύλης, να φθαρεί: και αυτή υιοθέτησε την ίδια πολιτική καταστολής των
εργατών όταν πήρε την κυβέρνηση. Από τη στιγμή όμως που και οι δύο
παρατάξεις επέλεξαν τη «δεξιά» λύση, έπρεπε να βρουν τρόπους για ν’
απορροφηθούν οι πολιτικοί κραδασμοί που θα προκαλούσε η απαραίτητη
καταστολή: με δεδομένες τις διεθνείς τάσεις της εποχής, ο πρόσφορος
τρόπος γι’ αυτό φάνηκε πως θα ήταν η οικοδόμηση ενός αυταρχικού
καθεστώτος. Το ερώτημα ήταν αν θα μπορούσε ένα τέτοιο καθεστώς να
μονιμοποιηθεί.
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα, 2006, Βιβλιόραμα, σελ. 282-287
Πηγή: http://users.sch.gr/symfo/sholio/istoria/kimena/1930.marketos-musolini.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου