Η εικόνα του τελευταίου αυτοκράτορα Νικόλαου Β' έχει περάσει από τρεις σημαντικές περιόδους. Η πρώτη, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, διαδέχτηκε τις αντιλήψεις που κυριάρχησαν την περίοδο της “περεστρόικα”. Σύμφωνα με αυτές, η εκτέλεση όχι μόνο του Νικόλαου, αλλά και των παιδιών και των υπηρετών του, ήταν ο προάγγελος της κατοπινής σοβιετικής καταστολής. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο, ακόμα δεν είχαν γίνει σοβαρές έρευνες για την πολιτική του και τον τρόπο που ασκούσε ο Τσάρος την εξουσία του.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1990, έκανε την εμφάνισή της στη Ρωσία η ονομαζόμενη γραμματεία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού, η οποία ήδη από το 1981 είχε ανακηρύξει τον Νικόλαο, Αγιο. Τότε, σε κάποια μέρη της Ρωσίας, άρχισαν να τιμούν τον τελευταίο αυτοκράτορα ως Αγιο. Στην αρχή του ‘90, όμως, το Πατριαρχείο της Μόσχας ετάχθη κατά της αγιοποίησης. Η Ειδική Επιτροπή εξέφραζε αντιρρήσεις. Αφορούσαν κυρίως στην παραίτησή του από τον θρόνο, που, σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες, θεωρείται μη αποδεκτή, καθώς και στην εσωτερική πολιτική του Νικόλαου σχετικά με την Εκκλησία.
Η στάση της Εκκλησίας
Επίσης, δεν υπήρχε σαφήνεια ως προς τα λείψανα της οικογένειας του Τσάρου. Εκείνα που ανακαλύφθηκαν ήδη το 1971 από την ομάδα Ριάμποφ-Αβντόνιν δεν αναγνωρίζονταν από ένα μέρος της εκκλησιαστικής και της ιστορικής κοινότητας. Άλλο σημαντικό στοιχείο αποτελούσε το γεγονός ότι ο Πατριάρχης Αλέξιος κληρονόμησε τις απόψεις εκείνης της μερίδας του προεπαναστατικού κλήρου που ασκούσε κριτική στον Νικόλαο. Εκτός τούτου, η εξουσία του Νικόλαου σημαδεύτηκε και από την σκοτεινή προσωπικότητα του Ρασπούτιν, η προνομιακή θέση του οποίου δίχασε τον ρωσικό κλήρο.
Οι συζητήσεις για την αγιοποίηση του Τσάρου οδήγησαν σε έντονη εκδοτική δραστηριότητα. Στη Ρωσία κυκλοφόρησε το βιβλίο των ρώσων της διασποράς με τίτλο “Ο αυτοκράτορας Νικόλαος ως δυνατός άνθρωπος”. Δημοσιεύτηκαν πολλά άρθρα, και προβλήθηκαν ντοκιμαντέρ που καλλιεργούσαν την εικόνα του Νικόλαου ως καλού οικογενειάρχη, σοφού “λαϊκού Τσάρου”. Τα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλόκ, ο Νικόλαος θεωρείτο ως ένα από τα πολιτικά θύματα των κομμουνιστών. Ωστόσο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 νέες σημασίες αποδόθηκαν στην εικόνα του.
Σύμβολο της “ιεράς ρωσικής εξουσίας”
Μετά το 1996 η θέση των φιλελεύθερων κλονίστηκε στη Ρωσία. Η δεύτερη προεδρία του Γέλτσιν συνοδεύτηκε από βαθύ διχασμό στην κοινωνία. Οι ελπίδες για την ταχεία ενσωμάτωση στο Δυτικό κόσμο μετά τον κομμουνισμό εξαντλήθηκαν. Ετσι, ο Νικόλαος Β' έμεινε ως ένα σύμβολο της συντηρητικής αντίστασης, και σύμβολο της ιεράς ρωσικής εξουσίας που προστατεύει τον λαό και την πίστη από την παγκόσμια συνωμοσία του άθεου Δυτικού πολιτισμού (!). Οι πολιτικές αποφάσεις του Νικόλαου ερμηνεύονται πια στα πλαίσια της οικουμενικής μάχης για την διατήρηση του μοναδικού σωστού Χριστιανισμού - “της πίστης της Τρίτης Ρώμης”.
Το θέμα της τσαρικής οικογένειας απασχολεί ευρέως τον Τύπο κατά τη δεκαετία του 1990 για έναν ακόμη λόγο. Το 1993, ο Γέλτσιν ίδρυσε επιτροπή για την ταύτιση των λειψάνων, η οποία λειτούργησε πέντε χρόνια. Οι πολυάριθμες διαμάχες και γνωματεύσεις ολοκληρώθηκαν με την επίσημη τελετή ταφής μόλις το 1998. Ωστόσο ένα μέρος του κοινού συνέχισε, ακόμη και μετά από την κρατική απόφαση να αμφισβητεί τη γνησιότητα των λειψάνων. Αν και εκείνα τα χρόνια η τοποθεσία της πρώτης ταφής της τσαρικής οικογένειας αποτέλεσε προορισμό μαζικού προσκυνήματος (Γκάνινα Γιάμα), υπάρχει το ενδεχόμενο να δικαιωθούν αυτοί που θεωρούσαν το Ποροσιόνκιν Λόγκ πραγματικό σημείο ταφής.
Για τον Γέλτσιν, η μοίρα του Νικόλαου είχε και μια προσωπική διάσταση. Ο Γέλτσιν ήταν ο επικεφαλής του Σβερντλόβσκ (Εκατερινμπούργκ) εκείνη ακριβώς την περίοδο που ελήφθη η απόφαση για την κατεδάφιση του κτιρίου (Οικεία Ιπάτιεφ) όπου και εκτελέστηκε η τσαρική οικογένεια. Γι' αυτό ο ίδιος απέδιδε πάντα μεγάλη σημασία στη μορφή του Νικόλου Β' και της οικογένειάς του.
Μικρό ενδιαφέρον από τον Πούτιν
Με τον ερχομό του Πούτιν το ζήτημα του Νικόλαου, στα πλαίσια της “πολιτικής της μνήμης” του Κρεμλίνου, αποδυναμώθηκε. Ο Πούτιν δεν έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την προεπαναστατική ιστορία. Μετά τον Γέλτσιν, ανέλαβε μια διχασμένη κοινωνία. Οι ιδρυτές της μετασοβιετικής Ρωσίας δεν κατάφεραν να σβήσουν γρήγορα την κομμουνιστική κληρονομιά, όπως το έκαναν σε άλλες χώρες του πρώην “ανατολικού μπλoκ”. Κατά την πρώτη του θητεία, ο Πούτιν επιχείρησε να καλλιεργήσει την πολιτική του συμβολικού τερματισμού του “μακρού ρωσικού εμφυλίου του 20ου αιώνα”, να συμφιλιώσει τους “λευκούς” με τους “κόκκινους”. Από τη μία, διατήρησε τον παλιό σοβιετικό ύμνο. Από την άλλη, επικοινωνούσε με τον μάλλον μοναρχικό Σολζενίτσιν, και έθαψε ξανά στο μοναστήρι Ντανίλοβ τις σορούς των “λευκών” στρατηγών που πέθαναν στην εξορία.
Μετά το 2005, όταν το καθεστώς εδραιώθηκε, ο Πούτιν και οι πολιτικοί κύκλοι, επιχειρούσαν διαρκώς να δημιουργήσουν ένα ενωτικό πάνθεον με σύμβολα του ρωσικού μεγαλείου. Συμπεριλάμβανε τους πάντες: Τον Αλέξανδρο Νιέφσκι, τον Στάλιν, τον Λένιν, τον Γιούρι Γκαγκάριν, τον πιο δημοφιλή ρώσο Αγιο Σεραφείμ του Σαρώφ, τον στρατάρχη Ζούκοφ. Στο ίδιο πάνθεον βρέθηκε και ο Νικόλαος Β'. Η προσπάθεια του Πούτιν να δημιουργήσει ένα είδος “πολιτικής θρησκείας” από συμβολικά γεγονότα και προσωπικότητες, ήταν πιο επιτυχής από εκείνη της περιόδου Γέλτσιν. Το αποτέλεσμα όμως είχε μεγάλο κόστος. Διότι πρόκειται για την ιστορία, όχι ενός “έθνους πολιτών”, αλλά μάλλον για τους “υπηκόους ενός φωτισμένου απολυταρχισμού”.
Μαζί, Στάλιν και Τσάρος!
Όλο το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 ήταν γεμάτο με τηλεοπτικές συζητήσεις για το μεγαλείο του Στάλιν και των στρατηγών του. Η ρωσική ιστορία άρχισε πάλι να ερμηνεύεται ως ιστορία της “εξουσίας της ισχύος”. Η προσέγγιση του Πούτιν στην ιστορία είναι ψυχρή. Τη μεταχειρίζεται μάλλον ως ένας “μάνατζερ”, δηλαδή ως τεχνοκράτης-διαχειριστής της πολιτικής. Γι' αυτό τον λόγο ο Νικόλαος Β', ως τελευταίος αυτοκράτορας και φορέας μιας ιδιαίτερης αντίληψης για τη ρωσική εξουσία, δεν ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους ρώσους ηγέτες ή τις μεγάλες προσωπικότητες. Για την σύγχρονη επίσημη Ρωσία, η νίκη στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ο ρόλος του Στάλιν, έχουν μεγαλύτερη σημασία από την οικονομική ανάπτυξη της εποχής του Νικόλαου Β'. Ετσι, η εικόνα του Νικόλαου στην επίσημη Ρωσία αποτελεί μόνο μία από πολλές μορφές ρώσων ηγεμόνων – προκατόχων του “φωτισμένου απολυταρχισμού” του Πούτιν. Και δεν είναι, βέβαια, ο πιο πετυχημένος απ' αυτούς, διότι δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις ταραχές, ενώ παραιτήθηκε λόγω της αντίστασης των αντιφρονούντων το 1917. Παρ' όλα αυτά, εξακολουθεί να βρίσκεται ανάμεσα στα σύγχρονα αντιφιλελεύθερα σύμβολα της Ρωσίας.
Ο μετασχηματισμός της μετασοβιετικής κοινωνίας των πολιτών δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Ο κοινωνικός διχασμός παραμένει. Η συμφιλίωση με την ρωσική ιστορία δεν έχει επιτελεστεί. Η ιστορία τώρα δεν είναι “σπίτι”, αλλά “πεδίο μάχης”. Το 1994 σε δημοσκόπηση με θέμα “Ποια από τις ιστορικές προσωπικότητες του παρελθόντος θεωρείτε αληθινό ρώσο πατριώτη;”, ο Νικόλαος Β' δεν βρέθηκε καν στην πρώτη δεκάδα. Μόλις 5% των ερωτηθέντων τον θεώρησε πατριώτη. Εκείνη την εποχή ο Νικόλαος Β' δεν έμπαινε στις πρώτες σειρές των σημαντικότερων ιστορικών προσωπικοτήτων στη Ρωσία, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις.
Ωστόσο προς το 2013 η κατάσταση άλλαξε. Η τελευταία δημοσκόπηση του “Λεβάντα-Τσέντρ” ανέδειξε ότι το 4% και το 3% εκτιμούν θετικά τον ρόλο του Γέλτσιν και του Γκορμπατσόφ αντίστοιχα. Με μεγάλη διαφορά τους ξεπερνούν ο Στάλιν (13%), ο Μπρέζνιεφ (13%), ο Νικόλαος Β' (14%). Εντούτοις ο Νικόλαος έχει τη μικρότερη αρνητική βαθμολογία. Τον εκτιμούν, αλλά δεν τον θεωρούν τύραννο και βάναυσο. Όταν ο Πούτιν ανέλαβε την τρίτη κατά σειρά προεδρική θητεία του, προέτρεψε τους ρώσους ιστορικούς να επιχειρήσουν να συγγράψουν μια ρωσική ιστορία με συνοχή και “χωρίς αντιφάσεις”. Ο τρόπος με τον οποίο θα παρουσιάζεται η περίοδος του Νικόλαου Β' δεν είναι ακόμη σαφής. Γι' αυτόν το λόγο και η επέτειος των 400 ετών του Οίκου Ρομάνοφ εορτάζεται σε χαμηλούς τόνους, χωρίς επίσημες  πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ωστόσο το Κρεμλίνο αποφάσισε να γιορτάσει ευρέως μια άλλη επέτειο, την αρχή του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, γιατί η στρατιωτική θεματολογία και η “γενναιότητα των ρωσικών όπλων” πιο εύκολα εγγράφονται στις ιδεολογικές ανάγκες του “φωτισμένου απολυταρχισμού”.