ε
Σε
κάποιο χωριό της Ινδίας ένα παιδί περιμένει αυτή τη στιγμή υπομονετικά
μπροστά σε ένα μηχάνημα που θυμίζει αρκετά τα ATM μιας τράπεζας. Με τη
διάφορα ότι το μηχάνημα δεν δίνει χρήματα αλλά παίρνει λεφτά για να
δώσει μικρές ποσότητες νερού. Για το βρετανικό περιοδικό Economist η
συγκεκριμένη εικόνα αποτελεί ένα θαύμα της ιδιωτικής πρωτοβουλία, η
οποία προσφέρει πόσιμο νερό σε περιοχές που για χρόνια αντιμετώπιζαν
σημαντικά προβλήματα ύδρευσης. Για δεκάδες οργανώσεις και ερευνητές όμως
είναι μια εικόνα από το μέλλον ενός πλανήτη όπου το νερό θα έχει πάψει
οριστικά να αποτελεί δημόσιο αγαθό και η τελευταία σταγόνα του θα
ελέγχεται από μια χούφτα πολυεθνικών.
Ήδη, όπως αποκάλυψε πρόσφατα η Wall Street Journal, ορισμένες από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες αλλά και μερικά από τα γνωστότερα «αρπακτικά» της Γουόλ Στριτ επενδύουν δισεκατομμύρια δολάρια αγοράζοντας δίκτυα ύδρευσης ή τεράστιες ποσότητες νερού για ύδρευση και άρδευση. Αναμεσά τους συναντά κανείς ονόματα όπως της General Electric στις ΗΠΑ και της Siemens στην Ευρώπη ενώ τους τελευταίους μήνες αυξάνουν συνεχώς την παρουσία τους τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως η Goldman Sachs.
Πριν από δυο χρόνια αναλυτές της Citigroup ανέφεραν ότι πολύ σύντομα το νερό θα αποτελεί τη σημαντικότερη επένδυση σε φυσικά προϊόντα αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το πετρέλαιο, τον χαλκό, τα αγροτικά προϊόντα και τα πολύτιμα μέταλλα. Ρόλο κλειδί στην προσπάθεια ελέγχου των παγκόσμιων αποθεμάτων νερού θα παίξουν ιδρύματα ερευνών όπως το Aqueduct Alliance το οποίο έχει αναλάβει την «χαρτογράφηση» του νερού προκειμένου να προσφέρει στους πελάτες του (ανάμεσά τους και η Goldman Sachs) πληροφορίες για τις περιοχές του πλανήτη που θα αντιμετωπίζουν προβλήματα ύδρευσης και άρδευσης τις επόμενες δεκαετίες.
Οι πληροφορίες αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν το χάρτη μιας νέας σταυροφορίας για τον έλεγχο των πλούσιων σε νερό περιοχών του πλανήτη – μια διαδικασία που συνήθως μετριέται σε πολιτική αστάθεια, πραξικοπήματα αλλά ακόμη και πολεμικές συγκρούσεις.
Στην πρώτη γραμμή της μάχης πάντως εξακολουθούν να βρίσκονται τα προγράμματα ιδιωτικοποίησης των υδάτινων πόρων και των δικτύων ύδρευσης, τα οποία ήδη έχουν δείξει καταστροφικα αποτελέσματα για τι τσέπες εκατο μυρίων καταναλωτών σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τις προηγούμενες δεκαετίες η διαδικασία ξεπουλήματος προωθούνταν κυρίως σε χώρες του τρίτου κόσμου υπό τις ασφυκτικές πιέσεις οργανισμών όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Σε αρκετές περιπτώσεις ξένοι πιστωτές χρησιμοποιήσαν τους συγκεκριμένους οργανισμούς για να παραβιάσουν το σύνταγμα και τους νόμους χωρών και να προωθήσουν ιδιωτικοποιήσεις και τρομακτικές αυξήσεις στα τιμολόγια.
Σε πρόσφατη έκθεσή τους με τίτλο «Υδατικοί πόροι, υποδομές και υπηρεσίες νερού» ομάδα ερευνητών από το ΕΜΠ κατέγραψε ένα προς ένα τα παραδείγματα ιδιωτικοποιήσεων σε όλο τον κόσμο τα οποία, όπως προκύπτει από την έρευνα, συνδυάζονται πάντα με σκανδαλώδη ποσοστά κέρδους για τους ιδιώτες, άνιση πρόσβαση στο νερό των φτωχότερων στρωμάτων, αθέτηση υποσχέσεων ανάπτυξης του δικτύου και εκτεταμένα κρούσματα διαφθοράς.
Αν και το πλέον συνηθισμένο παράδειγμα για τις επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης είναι αυτό της Βολιβίας, όπου οι εταιρείες επιχείρησαν να ελέγξουν ακόμη και το νερό της βροχής, δεκάδες άλλα παραδείγματα, από την Τανζανία μέχρι την Αργεντινή και από τον Καναδά μέχρι τη Γαλλία αποδεικνύουν ότι η μετατροπή ενός κρατικού μονοπωλίου σε ιδιωτικό μονοπώλιο έχει πάντα καταστροφικές συνέπειες.
Για εκατοντάδες οικογένειες στις φτωχότερες περιοχές της Νικαράγουας οι αυξήσεις στην τιμή του νερού κατά 30%, που επέβαλε το ΔΝΤ σήμαιναν πρακτικά ότι έπρεπε να διακόψουν την εκπαίδευση των παιδιών τους προκειμένου να βρίσκουν τα χρήματα για τους λογαριασμούς ύδρευσης. Παρά το γεγονός ότι η χώρα καλύπτεται κατά 10% από νερό η πολιτική του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας οδήγησε έναν στους τρείς κατοίκους να μην έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό.
Ενώ η δράση των πολυεθνικών του νερού έχει συνήθως πιο εξόφθαλμα αποτελέσματα σε χώρες του τρίτου κόσμου, εταιρείες όπως η γαλλική Veolia και η Suez κατηγορούνται συχνά για τη δυσλειτουργία του συστήματος και τις τρομακτικές αυξήσεις στις τιμές του νερού ακόμη και στην καρδιά της Ευρώπης. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι αυτό του Παρισιού όπου οι τιμές αυξήθηκαν έως και κατά 200% από τη στιγμή που ο Ζακ Σιράκ, παρέδωσε τη ύδρευση της πόλης στις δυο πολυεθνικές. Να σημειωθεί ότι η δράση των συγκεκριμένων εταιρειών έχει συνδεθεί πολλές φορές με έντονο πολιτικό παρασκήνιο ενώ είναι πολλές οι περιπτώσεις, όπως λόγου χάρη της Ελλάδας, όπου στελέχη των γαλλικών κολοσσών τοποθετούνται σε θέσεις κλειδιά δημόσιων εταιρειών ύδρευσης πριν αυτές πάρουν το δρόμο του ολοκληρωτικού ξεπουλήματος.
Το Παρίσι όμως αποτέλεσε και ένα από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα επανεθνικοποίησης (για την ακρίβεια επαναδημοτικοποιήσης) του δικτύου ύδρευσης χάρη στην οποία μειώθηκε αισθητά το κόστος για του καταναλωτές ενώ τεράστιοι πόροι κατευθύνθηκαν στην συντήρηση και ανανέωση του δικτύου. Παρόλα αυτά το νερό στη Γαλλία ελέγχεται σήμερα κατά 70% από ιδιωτικές εταιρείες.
Παρά το γεγονός ότι σε όλη τη δυτική Ευρώπη επικράτησαν τα τελευταία χρόνια τάσεις επιστροφής των δικτύων ύδρευσης σε δημόσιο ή δημοτικό έλεγχο η γενική εικόνα αναμένεται να επιδεινωθεί εξαιτίας της μετατροπής της ίδιας της Κομισιόν σε ένα μηχανισμό προώθησης των ιδιωτικοποιήσεων. Το παράδειγμα της Ιταλίας, όπου η Ε.Ε αδιαφόρησε για το δημοψήφισμα με το οποίο οι πολίτες απέρριψαν την ιδιωτικοποίηση σε ποσοστό πάνω από 90%, είναι ενδεικτικό των αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων που χρησιμοποιούνται σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο προς όφελος συγκεκριμένων εταιρειών.
Σε άλλες περιοχές του πλανήτη, όπως λόγου χάρη στην Ινδία, η παράδοση του δημοσίου αγαθού που λέγεται νερό, περνά πρώτα μέσα από τα λεγόμενα ΣΔΙΤ (συμπράξεις ιδιωτικού και δημοσίου τομέα) στα οποία, από τη μια οι δημόσιες επιχειρήσεις αρχίζουν να λειτουργούν με αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος και από την άλλη οι ιδιωτικές βρίσκουν μια κερκόπορτα για να καταλάβουν την αγορά, εκμεταλλευόμενες τα δίκτυα ύδρευσης για τα οποία έχουν πληρώσει γενιές φορολογούμενων. Η διατήρηση της συντήρησης των δικτύων στο δημόσιο αποτελεί κανόνα στα περισσότερα προγράμματα ιδιωτικοποίησης όπου το σύνολο των κερδών περνά στους ιδιώτες ενώ οι ζημιές μένουν στους φορολογούμενους. Σε άλλες περιπτώσεις η επανεθνικοποιήση αποτελεί απλώς ένα ενδιάμεσο βήμα, στο οποίο το κράτος αναλαμβάνει να συντηρήσει και να αναπτύξει το δίκτυο προκειμένου να το παραδώσει και πάλι κερδοφόρο στους ιδιώτες.
Η διεθνής εμπειρία πάντως εκτός από παραδείγματα ολοκληρωτικής καταστροφής, που ακολούθησαν τα προγράμματα ιδιωτικοποίησης, έχει να επιδείξει και δεκάδες περιστατικά όπου οι τοπικές κοινωνίες κατάφεραν να διατηρήσουν τον έλεγχο του νερού σε δημόσιο έλεγχο ή ακόμη και αν αντιστρέψουν τη διαδικασία εκποίησης αυτού του δημόσιου αγαθού.
Ήδη, όπως αποκάλυψε πρόσφατα η Wall Street Journal, ορισμένες από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες αλλά και μερικά από τα γνωστότερα «αρπακτικά» της Γουόλ Στριτ επενδύουν δισεκατομμύρια δολάρια αγοράζοντας δίκτυα ύδρευσης ή τεράστιες ποσότητες νερού για ύδρευση και άρδευση. Αναμεσά τους συναντά κανείς ονόματα όπως της General Electric στις ΗΠΑ και της Siemens στην Ευρώπη ενώ τους τελευταίους μήνες αυξάνουν συνεχώς την παρουσία τους τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως η Goldman Sachs.
Πριν από δυο χρόνια αναλυτές της Citigroup ανέφεραν ότι πολύ σύντομα το νερό θα αποτελεί τη σημαντικότερη επένδυση σε φυσικά προϊόντα αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το πετρέλαιο, τον χαλκό, τα αγροτικά προϊόντα και τα πολύτιμα μέταλλα. Ρόλο κλειδί στην προσπάθεια ελέγχου των παγκόσμιων αποθεμάτων νερού θα παίξουν ιδρύματα ερευνών όπως το Aqueduct Alliance το οποίο έχει αναλάβει την «χαρτογράφηση» του νερού προκειμένου να προσφέρει στους πελάτες του (ανάμεσά τους και η Goldman Sachs) πληροφορίες για τις περιοχές του πλανήτη που θα αντιμετωπίζουν προβλήματα ύδρευσης και άρδευσης τις επόμενες δεκαετίες.
Οι πληροφορίες αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν το χάρτη μιας νέας σταυροφορίας για τον έλεγχο των πλούσιων σε νερό περιοχών του πλανήτη – μια διαδικασία που συνήθως μετριέται σε πολιτική αστάθεια, πραξικοπήματα αλλά ακόμη και πολεμικές συγκρούσεις.
Στην πρώτη γραμμή της μάχης πάντως εξακολουθούν να βρίσκονται τα προγράμματα ιδιωτικοποίησης των υδάτινων πόρων και των δικτύων ύδρευσης, τα οποία ήδη έχουν δείξει καταστροφικα αποτελέσματα για τι τσέπες εκατο μυρίων καταναλωτών σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τις προηγούμενες δεκαετίες η διαδικασία ξεπουλήματος προωθούνταν κυρίως σε χώρες του τρίτου κόσμου υπό τις ασφυκτικές πιέσεις οργανισμών όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Σε αρκετές περιπτώσεις ξένοι πιστωτές χρησιμοποιήσαν τους συγκεκριμένους οργανισμούς για να παραβιάσουν το σύνταγμα και τους νόμους χωρών και να προωθήσουν ιδιωτικοποιήσεις και τρομακτικές αυξήσεις στα τιμολόγια.
Σε πρόσφατη έκθεσή τους με τίτλο «Υδατικοί πόροι, υποδομές και υπηρεσίες νερού» ομάδα ερευνητών από το ΕΜΠ κατέγραψε ένα προς ένα τα παραδείγματα ιδιωτικοποιήσεων σε όλο τον κόσμο τα οποία, όπως προκύπτει από την έρευνα, συνδυάζονται πάντα με σκανδαλώδη ποσοστά κέρδους για τους ιδιώτες, άνιση πρόσβαση στο νερό των φτωχότερων στρωμάτων, αθέτηση υποσχέσεων ανάπτυξης του δικτύου και εκτεταμένα κρούσματα διαφθοράς.
Αν και το πλέον συνηθισμένο παράδειγμα για τις επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης είναι αυτό της Βολιβίας, όπου οι εταιρείες επιχείρησαν να ελέγξουν ακόμη και το νερό της βροχής, δεκάδες άλλα παραδείγματα, από την Τανζανία μέχρι την Αργεντινή και από τον Καναδά μέχρι τη Γαλλία αποδεικνύουν ότι η μετατροπή ενός κρατικού μονοπωλίου σε ιδιωτικό μονοπώλιο έχει πάντα καταστροφικές συνέπειες.
Για εκατοντάδες οικογένειες στις φτωχότερες περιοχές της Νικαράγουας οι αυξήσεις στην τιμή του νερού κατά 30%, που επέβαλε το ΔΝΤ σήμαιναν πρακτικά ότι έπρεπε να διακόψουν την εκπαίδευση των παιδιών τους προκειμένου να βρίσκουν τα χρήματα για τους λογαριασμούς ύδρευσης. Παρά το γεγονός ότι η χώρα καλύπτεται κατά 10% από νερό η πολιτική του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας οδήγησε έναν στους τρείς κατοίκους να μην έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό.
Ενώ η δράση των πολυεθνικών του νερού έχει συνήθως πιο εξόφθαλμα αποτελέσματα σε χώρες του τρίτου κόσμου, εταιρείες όπως η γαλλική Veolia και η Suez κατηγορούνται συχνά για τη δυσλειτουργία του συστήματος και τις τρομακτικές αυξήσεις στις τιμές του νερού ακόμη και στην καρδιά της Ευρώπης. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι αυτό του Παρισιού όπου οι τιμές αυξήθηκαν έως και κατά 200% από τη στιγμή που ο Ζακ Σιράκ, παρέδωσε τη ύδρευση της πόλης στις δυο πολυεθνικές. Να σημειωθεί ότι η δράση των συγκεκριμένων εταιρειών έχει συνδεθεί πολλές φορές με έντονο πολιτικό παρασκήνιο ενώ είναι πολλές οι περιπτώσεις, όπως λόγου χάρη της Ελλάδας, όπου στελέχη των γαλλικών κολοσσών τοποθετούνται σε θέσεις κλειδιά δημόσιων εταιρειών ύδρευσης πριν αυτές πάρουν το δρόμο του ολοκληρωτικού ξεπουλήματος.
Το Παρίσι όμως αποτέλεσε και ένα από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα επανεθνικοποίησης (για την ακρίβεια επαναδημοτικοποιήσης) του δικτύου ύδρευσης χάρη στην οποία μειώθηκε αισθητά το κόστος για του καταναλωτές ενώ τεράστιοι πόροι κατευθύνθηκαν στην συντήρηση και ανανέωση του δικτύου. Παρόλα αυτά το νερό στη Γαλλία ελέγχεται σήμερα κατά 70% από ιδιωτικές εταιρείες.
Παρά το γεγονός ότι σε όλη τη δυτική Ευρώπη επικράτησαν τα τελευταία χρόνια τάσεις επιστροφής των δικτύων ύδρευσης σε δημόσιο ή δημοτικό έλεγχο η γενική εικόνα αναμένεται να επιδεινωθεί εξαιτίας της μετατροπής της ίδιας της Κομισιόν σε ένα μηχανισμό προώθησης των ιδιωτικοποιήσεων. Το παράδειγμα της Ιταλίας, όπου η Ε.Ε αδιαφόρησε για το δημοψήφισμα με το οποίο οι πολίτες απέρριψαν την ιδιωτικοποίηση σε ποσοστό πάνω από 90%, είναι ενδεικτικό των αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων που χρησιμοποιούνται σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο προς όφελος συγκεκριμένων εταιρειών.
Σε άλλες περιοχές του πλανήτη, όπως λόγου χάρη στην Ινδία, η παράδοση του δημοσίου αγαθού που λέγεται νερό, περνά πρώτα μέσα από τα λεγόμενα ΣΔΙΤ (συμπράξεις ιδιωτικού και δημοσίου τομέα) στα οποία, από τη μια οι δημόσιες επιχειρήσεις αρχίζουν να λειτουργούν με αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος και από την άλλη οι ιδιωτικές βρίσκουν μια κερκόπορτα για να καταλάβουν την αγορά, εκμεταλλευόμενες τα δίκτυα ύδρευσης για τα οποία έχουν πληρώσει γενιές φορολογούμενων. Η διατήρηση της συντήρησης των δικτύων στο δημόσιο αποτελεί κανόνα στα περισσότερα προγράμματα ιδιωτικοποίησης όπου το σύνολο των κερδών περνά στους ιδιώτες ενώ οι ζημιές μένουν στους φορολογούμενους. Σε άλλες περιπτώσεις η επανεθνικοποιήση αποτελεί απλώς ένα ενδιάμεσο βήμα, στο οποίο το κράτος αναλαμβάνει να συντηρήσει και να αναπτύξει το δίκτυο προκειμένου να το παραδώσει και πάλι κερδοφόρο στους ιδιώτες.
Η διεθνής εμπειρία πάντως εκτός από παραδείγματα ολοκληρωτικής καταστροφής, που ακολούθησαν τα προγράμματα ιδιωτικοποίησης, έχει να επιδείξει και δεκάδες περιστατικά όπου οι τοπικές κοινωνίες κατάφεραν να διατηρήσουν τον έλεγχο του νερού σε δημόσιο έλεγχο ή ακόμη και αν αντιστρέψουν τη διαδικασία εκποίησης αυτού του δημόσιου αγαθού.
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Αύγουστος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου