Μετά το θάνατό των γονέων του, την κηδεμονία του ανέλαβε ένας θείος, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωση και την καλλιέργεια του ανιψιού του προσλαμβάνοντας άριστους παιδαγωγούς. Μεταξύ αυτών, ο Σιμόν Ροδρίγκες, ο οποίος μύησε τον νεαρό Σιμόν στα έργα σπουδαίων ευρωπαίων διανοητών, από τον Τζον Λοκ και τον Ανταμ Σμιθ ως τον Βολταίρο και τον Ρουσό. Το 1799 μετέβη στην Ισπανία για να συμπληρώσει την εκπαίδευσή του. Σ' ένα διάλειμμα των σπουδών και των ταξιδιών του παντρεύτηκε τη νεαρή ισπανίδα ευγενή Μαρία Τερέζα Ροδρίγκεθ ντελ Τόρο ι Αλάισα. Ο γάμος κράτησε λίγο, καθώς σ' ένα ταξίδι τους στο Καράκας, το 1803, η Μαρία Τερέζα προσβλήθηκε από κίτρινο πυρετό και πέθανε.
Το 1807 ο Μπολιβάρ επέστρεψε στο Καράκας και συμμετείχε στην εξέγερση κατά των ισπανών κατακτητών, που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση εξαιτίας των Ναπολεόντειων Πολέμων. Με την επικράτηση των επαναστατών, το 1810, ο Μπολιβάρ ανέλαβε την αποστολή να μεταβεί στο Λονδίνο για να ζητήσει βοήθεια από τους Άγγλους, οι οποίοι, όμως, κράτησαν αυστηρή ουδετερότητα. Το μόνο κέρδος από αυτό το ταξίδι ήταν η γνωριμία του με τον εξόριστο Φρανσίσκο ντε Μιράντα, ο οποίος το 1806 είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να ελευθερώσει τη Βενεζουέλα. Ο Μιράντα διέγνωσε τα προσόντα του Μπολίβαρ και τον έπεισε να επιστρέψει στο Καράκας για να αναλάβει την ηγεσία του απελευθερωτικού κινήματος.
H Βενεζουέλα κήρυξε την ανεξαρτησία της στις 5 Ιουλίου 1811 (Πρώτη Δημοκρατία) και ο 28χρονος Μπολίβαρ κατατάχθηκε στο στρατό. Πολύ σύντομα, όμως, άρχισαν να εκδηλώνονται διαφωνίες ανάμεσα στον Μπολιβάρ και στον Μιράντα, με αποτέλεσμα οι Ισπανοί να κατορθώσουν να επιβληθούν και πάλι. Ωστόσο, ο Μπολιβάρ ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα. Το 1812 κατέφυγε στην Καρθαγένη της Νέας Γρανάδας (σημερινή Κολομβία), όπου δημοσίευσε την πρώτη του πολιτική διακήρυξη, το «Μανιφέστο της Καρθαγένης», στο οποίο ανέλυε τις αιτίες της ήττας στη Βενεζουέλα και παρακινούσε τους επαναστάτες να συντρίψουν τους Ισπανούς. Από εκεί θα ξεκινήσει ένα χρόνο αργότερα η αποκληθείσα «Θαυμαστή Εκστρατεία» (Campana Admirable), που θα οδηγήσει το 1821 στη Μεγάλη Κολομβία.
Στις 6 Αυγούστου 1813 εισέρχεται και πάλι θριαμβευτικά στο Καράκας, επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος και ο λαός τον αποθεώνει και τον αποκαλεί «Απελευθερωτή» (El Libertador). Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, όμως, στις τάξεις των επαναστατών πολύ σύντομα οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο και έδωσαν πάλι την ευκαιρία στους Ισπανούς να καταλύσουν και τη Δεύτερη Δημοκρατία της Βενεζουέλας.
Ο Μπολιβάρ βρίσκεται εξόριστος στην Τζαμάικα και τον Δεκέμβριο του 1815 καταφεύγει στην Αϊτή, όπου ο διοικητής της Αλεξάντρ Πετιόν τον υποδέχεται ως ήρωα. Του παρέχει όπλα και πυρομαχικά, ενώ ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών και μαχητών της ελευθερίας τάσσονται στο πλευρό του. Το μόνο αίτημα του προέδρου της Αϊτής είναι η απελευθέρωση όλων των σκλάβων, στις χώρες που θα αποτίναζαν την ισπανική κυριαρχία. Σε μία σειρά επιστολών του, που γράφει στην Τζαμάικα και την Αϊτή, ο Μπολιβάρ αναλύει το όραμά του για την απελευθέρωση όλων των χωρών που βρίσκονταν υπό ισπανική κυριαρχία, από τη Χιλή και την Αργεντινή ως το Μεξικό.
Ο Μπολιβάρ εισέβαλε και πάλι στη Βενεζουέλα το 1817, εγκατέστησε επαναστατική κυβέρνηση και εξελέγη πρόεδρος της χώρας. Τα μέτρα της κατάργησης της δουλείας και της παραχώρησης γης στους στρατιώτες του απελευθερωτικού στρατού έκαναν τον Μπολιβάρ πολύ δημοφιλή στις μάζες. Συνεχίζει να απελευθερώνει εδάφη από χώρες υπό ισπανικό ζυγό και στις 7 Δεκεμβρίου 1821 ανακηρύσσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Μεγάλης Κολομβίας, που περιλαμβάνει τη Βενεζουέλα, την Κολομβία, τον Παναμά και τον Ισημερινό (Εκουαδόρ). Στο Κίτο, ο Μπολιβάρ θα συναντήσει τη γυναίκα των ονείρων του, την επαναστάτρια Μανουέλα Σάενς, η οποία θα του συμπαρασταθεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1822 ο Μπολιβάρ συμμετέχει στις δυνάμεις που μάχονται για την ανεξαρτησία του Περού και στις 10 Φεβρουαρίου 1824 εκλέγεται δικτάτωρ από το Κογκρέσο των απελευθερωμένων περιοχών της χώρας. Αναδιοργανώνει στρατιωτικά και πολιτικά το νέο κράτος κι ένα χρόνο αργότερα βοηθά τους κατοίκους του Άνω Περού να αποτινάξουν τον ισπανικό ζυγό. Πρώτο του μέλημα είναι η ψήφιση Συντάγματος, που διακρίνεται για τις φιλελεύθερες αρχές του. Το Κογκρέσο του Άνω Περού για να τιμήσει τον Μπολιβάρ ονομάζει τη χώρα Βολιβία (6 Αυγούστου 1825).
Το 1826 προσπάθησε να θέσει σε εφαρμογή ένα ακόμη σχέδιό του: τη δημιουργία συνομοσπονδίας των αμερικανικών κρατών. Για το σκοπό αυτό συνήλθε στον Παναμά μια παναμερικανική συνδιάσκεψη, όπου τα κράτη της Μεγάλης Κολομβίας, το Περού, η Βολιβία, το Μεξικό, η Κεντρική Αμερική και οι Ενωμένες Επαρχίες του Ρίο ντε λα Πλάτα (η σημερινή Αργεντινή) υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας και κάλεσαν και τα υπόλοιπα κράτη της αμερικανικής ηπείρου να την προσυπογράψουν. Όμως, το μεγαλεπήβολο σχέδιό του δεν ευωδόθηκε, λόγω των αντιδράσεων και των αντιζηλιών που προκλήθηκαν. Πολλοί ήταν εκείνοι που κατηγόρησαν τον Μπολιβάρ για βοναπαρτισμό.
Ο απογοητευμένος Μπολιβάρ στράφηκε στη συνέχεια στα εσωτερικά της Μεγάλης Κολομβίας, που παρουσίαζε μεγάλα προβλήματα διακυβέρνησης, εξαιτίας της μεγάλης της έκτασης, αλλά και της ύπαρξης αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων στις περιοχές, που την αποτελούσαν. Τον Απρίλιο του 1828 συγκάλεσε στην Οκάνια, Συντακτική Συνέλευση. Το σχέδιό του για ένα ομοσπονδιακό κράτος, που θα εγγυάτο και θα υπεράσπιζε τα ατομικά δικαιώματα, δεν ήταν ρεαλιστικό. Αντ' αυτού, ο Μπολιβάρ πρότεινε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους με ισχυρή κεντρική εξουσία και ισόβιο πρόεδρο, ο οποίος θα είχε το δικαίωμα επιλογής του διαδόχου του. Οι φιλελεύθεροι αντέδρασαν στις πανίσχυρες εξουσίες του προέδρου, αντιπροτείνοντας ένα σύστημα με «ψαλιδισμένες» τις εξουσίες της κεντρικής εξουσίας.
Εξοργισμένος από την εξέλιξη αυτή, ο Μπολίβαρ αποχωρεί με τους υποστηρικτές του από τη Συντακτική Συνέλευση και ανακηρύσσει τον εαυτό του δικτάτορα, στις 27 Αυγούστου 1828. Πίστευε ότι η αυταρχική αυτή λύση θα διαρκούσε λίγο, μέχρις ότου ο ίδιος ανακτήσει τις πολιτικές πρωτοβουλίες και διασώσει την ενότητα της Μεγάλης Κολομβίας. Τον Σεπτέμβριο του 1828 διαφεύγει μιας απόπειρας δολοφονίας,χάρη στον φύλακα - άγγελο, τη Μανουέλα Σάενς και στις 27 Απριλίου 1830 παραιτείται, όταν οι φυγόκεντρες τάσεις αποσυνθέτουν τη Μεγάλη Κολομβία. Σκοπεύει να φύγει στην Ευρώπη, αλλά τον προλαβαίνει ο θάνατος. Η φυματίωση από την οποία έχει προσβληθεί τον καταβάλλει στις 17 Δεκεμβρίου του 1830.
Στο νεκρικό κρεβάτι, ο Μπολίβαρ ζήτησε από τον υπασπιστή του στρατηγό Ντάνιελ Φλορένσιο Ο' Λίρι να κάψει το προσωπικό του αρχείο. Ο στρατηγός δεν υπάκουσε κι έτσι τα γραπτά του διασώθηκαν, τροφοδοτώντας με πολύτιμο υλικό τους ιστορικούς. Στα κείμενά του Μπολιβάρ διαφαίνεται η κλασσική φιλελεύθερη σκέψη του (χωρισμός των εξουσιών, ανεξιθρησκία, δικαίωμα στην ιδιοκτησία και κράτος δικαίου). Ο Μπολίβαρ υπήρξε μέγας θαυμαστής της Αμερικανικής Επανάστασης και λιγότερο της Γαλλικής. Αγαπημένα του βιβλία, τα οποία είχε πάντα μαζί του, το «Πνεύμα των Νόμων» του Μοντεσκιέ και ο «Πλούτος των Εθνών» του Άνταμ Σμιθ.
Ο Σιμόν Μπολίβαρ υπήρξε μία προσωπικότητα παγκοσμίου βεληνεκούς. Λατρεύτηκε ως ήρωας, ως αγνός και ανιδιοτελής πατριώτης, που ανάλωσε την προσωπική του περιουσία για τα ιδανικά της ελευθερίας. Ποιήματα εγράφησαν προς τιμή του και μνημεία αναγέρθηκαν σε πολλές πόλεις της Αμερικής, ενώ η μνήμη του είναι ζωντανή μέχρι σήμερα. Ο μεγάλος κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μας δίνει μια μυθιστορηματική περιγραφή των τελευταίων ημερών της ζωής του στο βιβλίο του «Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του» (εκδόσεις Λιβάνη), ενώ ο σπουδαίος έλληνας σουρεαλιστής ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος έγραψε ένα συγκλονιστικό ποίημα, το οποίο τιτλοφορεί Μπολιβάρ: Ένα ελληνικό ποίημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου