Ετικέτες

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

«Ιδιωτικοποιήσεις: Θεωρία και εμπειρία μετά από τρεις δεκαετίες»



ΜΑΥΡΟΥΔΕΑΣ_2ΗΜΕΡΙΔΑ ΣΔΜ-ΔΕΗ & ΤΕΕ

Σταύρος Μαυρουδέας,Τμήμα Οικονομικών,Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Ι. Ιδιωτικοποιήσεις: μία προβληματική νεοσυντηρητική πολιτική

Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Προβάλλεται από τις συντηρητικές κυβερνήσεις Ρέηγκαν και Θάτσερ (στις ΗΠΑ και στο ΗΒ αντίστοιχα) αν και έχει ήδη προηγηθεί η δοκιμαστική εφαρμογή τους την προηγούμενη δεκαετία από τις στρατιωτικές δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής (π.χ. Χιλή).


Ακολούθως, επιβάλλεται ως διεθνής τάση παγκόσμια τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Από την δεκαετία του 1990 πλέον την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων την ενστερνίζεται και η κεντροαριστερά (σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κλπ.) με κορυφαίο παράδειγμα την κυβέρνηση Μπλαιρ στο ΗΒ. Στην επιβολή της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων (βλέπε Dağdeviren (2007)) στις αναπτυγμένες όσο και στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες παίζει ιδιαίτερο ρόλο το ΔΝΤ και τα Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής που αυτό επιβάλλει όπου αυτό καλείται να συνδράμει οικονομίες με προβλήματα. Ιδιαίτερα όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες και λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων αποτυπώνεται στη λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» (βλέπε Mavroudeas & Papadatos (2007)), δηλαδή στο νεοσυντηρητικό βασικό κοινό πλαίσιο πολιτικών που κυριαρχεί στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς που εδρεύουν στην Ουάσιγκτον (π.χ. ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα).

Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων είναι βασικό στοιχείο των νεοσυντηρητικών πολιτικών που κυριαρχούν παγκόσμια από την δεκαετία του 1990 και μετά, αντικαθιστώντας τις προηγούμενες Κεϋνσιανές πολιτικές. Οι νεοσυντηρητικές πολιτικές, όπως και οι προηγούμενες από αυτές συντηρητικές Κεϋνσιανές πολιτικές, αποτελούν πολιτικές καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Δηλαδή προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα βαθειά δομικά προβλήματα που εκδηλώθηκαν μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα με την παγκόσμια δομική οικονομική κρίση του 1973 (βλέπε Μαυρουδέας (2010, 2011)).

Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων προσπαθεί να αντιμετωπίσει το θεμελιακό πρόβλημα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης (την φθίνουσα κερδοφορία του κεφαλαίου και την συνεπακόλουθη υπερσυσσώρευση του) με την παροχή προς ιδιωτική εκμετάλλευση τομέων της οικονομίας που μέχρι προηγουμένως ήταν υπό δημόσιο έλεγχο. Οι τομείς αυτοί, υπό δημόσια λειτουργία, είχαν αρνητικά, μηδενικά ή πολύ χαμηλά ποσοστά κερδοφορίας λόγω κοινωνικής πολιτικής (δηλαδή επιλογής παροχής των υπηρεσιών τους με φθηνό αντίτιμο για να έχουν πρόσβαση σε αυτούς όλοι οι πολίτες και ιδιαίτερα τα φτωχότερα στρώματα. Συνεπώς όταν τους αναλαμβάνει το ιδιωτικό κεφάλαιο μπορεί – αυξάνοντας τόσο την εκμετάλλευση της εργασίας όσο και την τιμή των υπηρεσιών τους – να αποκτήσει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά κερδοφορίας. Και μάλιστα σε νέους τομείς που προηγουμένως δεν είχε πρόσβαση. Σημειωτέον ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις υπάρχουν κυρίως στους τομείς της κοινής ωφέλειας ή σε στρατηγικής σημασίας οικονομικούς κλάδους. Επίσης, ιδιαίτερα στους τομείς της κοινής ωφέλειας, πριν από τις δημόσιες επιχειρήσεις υπήρχαν ιδιωτικοί πάροχοι με εξαιρετικά αποτυχημένες οικονομικά και κοινωνικά επιδόσεις (ακριβές τιμές, ανεπαρκής κάλυψη του πληθυσμού κλπ.). Βασικό στοιχείο της αποτυχίας των ιδιωτικών αυτών παρόχων ήταν το υψηλό κόστος και ο μακροχρόνιος ορίζοντας απόδοσης των απαιτούμενων επενδύσεων για έργα υποδομής. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι τομείς της κοινωνικής ωφέλειας κρατικοποιήθηκαν. Αυτός είναι και ο λόγος που τώρα – εφόσον έχει δημιουργηθεί με δημόσια δαπάνη η υποδομή και είναι άμεσα εκμεταλλεύσιμη – το ιδιωτικό κεφάλαιο είναι διατεθειμένο να την αποκτήσει.

Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007-8 και που τα θεμελιακά αίτια της αλλά και οι επιπτώσεις της δεν έχουν αντιμετωπισθεί μέχρι σήμερα σηματοδοτεί την αποτυχία των νεοσυντηρητικών πολιτικών καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.

ΙΙ. Επιχειρήματα υπέρ και κατά των ιδιωτικοποιήσεων και η αποτίμηση τους

Τα βασικά επιχειρήματα υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων που προβάλλει η νεοσυντηρητική οικονομική θεωρία (τόσο στην αρχική εκδοχή της [μονεταρισμός – θεωρία κλειστής οικονομίας] όσο και στην τρέχουσα [«παγκοσμιοποίηση» - θεωρία ανοικτής οικονομίας] είναι τα ακόλουθα:

  1. Η δημόσια παροχή προϊόντων και υπηρεσιών δεν αφήνει περιθώρια επιλογής (τύπου, ποιότητας κλπ.) στους καταναλωτές.
  2. Οι δημόσιες επιχειρήσεις έχουν μεγάλο μισθολογικό κόστος και κόστος λειτουργίας
  3. Οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις, λόγω του ανταγωνισμού, οδηγούν σε φθηνότερες τιμές και μεγαλύτερη δυνατότητα επιλογής για τους καταναλωτές.
  4. Οι δημόσιες επιχειρήσεις δημιουργούν προβλήματα «ηθικού κινδύνου» (moral hazard), δηλ. Ότι κάποιοι μπορεί να αναλάβουν παράλογους κινδύνους γνωρίζοντας ότι είναι προστατευμένοι από τυχόν συνέπειες τους και δεν θα αναλάβουν τα αντίστοιχα κόστη.

Τα βασικά επιχειρήματα κατά των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ακόλουθα:

  1. Η υποτίμηση του δημόσιου συμφέροντος: Οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ενδιαφέρονται να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, την αξία των μετοχών τους και τις αμοιβές του διευθυντικού προσωπικού τους (που συνδέονται με τα προηγούμενα). Αυτό συνήθως συνεπάγεται ότι περιορίζουν τις δαπάνες για συντήρηση υποδομών και επενδύσεις (ιδιαίτερα όταν τα τελευταία δεν προσφέρουν σημαντική και σχετικά άμεση ώθηση στην κερδοφορία) και κλείνουν ή υποβαθμίζουν μη-κερδοφόρες διαδικασίες (π.χ. παροχή υπηρεσιών σε απομονωμένες περιοχές). Αυτό συνεπάγεται την φθορά των υποδομών και σοβαρά προβλήματα στην παροχή υπηρεσιών.
  2. Το πρόβλημα των φυσικών μονοπωλίων: Οι τομείς της κοινής ωφέλειας συχνά σχετίζονται με φυσικά μονοπώλια. Στην οικονομική θεωρία γνωρίζουμε ότι ο ανταγωνισμός σε τέτοιους κλάδους οδηγεί στη σπατάλη πόρων. Συνεπώς ακόμη και όταν κατατμηθούν σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις είτε κοστίζουν ακριβότερα είτε σύντομα καταλήγουν σε μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις.
  3. Το πρόβλημα των «εξωτερικοτήτων» (externalities). Στην περίπτωση που οι τομείς αυτοί δημιουργούν αρνητικές «εξωτερικότητες» (π.χ. μόλυνση) οι δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν να ρυθμίσουν την παραγωγή έτσι ώστε να περιορισθούν σε ένα κοινωνικά βέλτιστο επίπεδο. Αντιθέτως, οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις δεν έχουν κανένα κίνητρο να το κάνουν εκτός και εάν επιδοτηθούν από το δημόσιο.
  4. Η αρνητική αναδιανομή πλούτου: η πώληση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων (που ανήκουν σε όλους) στα πλουσιότερα στρώματα του πληθυσμού ευνοεί τα δεύτερα καθώς συνήθως αγοράζουν φθηνότερα και στη συνέχεια εκμεταλλεύονται εξαιρετικά προσοδοφόρες επιχειρήσεις (καθώς τα προϊόντα και τις υπηρεσίας κοινής ωφέλειας τα αγοράζουν αναγκαστικά όλοι). Αυτό οδηγεί σε αύξηση της ανισότητας μεταξύ πλουσίων και φτωχών.
  5. Η απώλεια οικονομιών κλίμακας: ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα των δημόσιων μονοπωλίων είναι ότι λόγω του μεγέθους τους εκμεταλλεύονται οικονομίες κλίμακας (δηλ. όσο αυξάνουν την παραγωγή το ανά μονάδα προϊόν κοστίζει φθηνότερα). Οι ιδιωτικοποιήσεις μέσω κατάτμησης δεν έχουν αυτή την δυνατότητα.
  6. Η απώλεια θέσεων εργασίας: Οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις προσπαθούν συνεχώς να μειώσουν τα κόστη (ακόμη και όταν αυτό είναι προβληματικό) και ένας από τους ευκολότερους τρόπους είναι η μείωση του προσωπικού και η εντατικοποίηση της εργασίας. Αυτό εύκολα συνεπάγεται αύξηση της ανεργίας (σε περιόδους ύφεσης ή κρίσης), εν τέλει μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας (λόγω υπερβολικής εντατικοποίησης) και σοβαρότατα ατυχήματα (και λόγω φθοράς του εργατικού δυναμικού).

Σήμερα, μετά από περισσότερο από τρεις δεκαετίες από την επιβολή των πολιτικών ιδιωτικοποίησης, ο απολογισμός τους είναι το λιγότερο αρνητικός. Τα βασικά τους επιχειρήματα περί (α) φθηνών τιμών και (β) καλύτερης παροχής υπηρεσιών στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν διαψευσθεί. Ενδεικτικό παράδειγμα η ιδιωτικοποίηση των τρένων στο ΗΒ που απέτυχε σε όλα τα πεδία, μαζί με αδιανόητα προηγουμένως ατυχήματα (λόγω κακής συντήρησης του υλικού και φθοράς του έμψυχου δυναμικού). Γι’ αυτό και χρειάσθηκε η επανακρατικοποίηση της υποδομής των σιδηροδρόμων.

Ο τομέας της ενέργειας είναι επίσης χαρακτηριστικός της αποτυχίας της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων (Bender (2004)). Οι πρωτοπόροι των ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν το ΗΒ και η Αργεντινή. Ουσιαστικά δημιουργήθηκε σταδιακά ένα τυποποιημένο πρότυπο που προπαγανδίσθηκε και επιβλήθηκε ευρύτερα. Η συνταγή περιλάμβανει διάσπαση της παραγωγής, διανομής, χονδρικής και λιανικής πώλησης και την δημιουργία ουσιαστικά ψευδο-αγορών (οιονεί αγορών) έτσι ώστε να δημιουργηθεί η αίσθηση κάποιας μορφής ανταγωνισμού. Σύντομα εμφανίσθηκαν συνταρακτικές αποτυχίες σε περιοχές όπως η Καλιφόρνια (σκάνδαλο Enron) και ο Καναδάς (Dağdeviren (2007)).

Ενδεικτικά, στην περίπτωση της Καλιφόρνιας – εκτός από το σκάνδαλο Enron – οι τιμές χονδρικής πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας πενταπλασιάσθηκαν στο διάστημα 1999-2001. Η υπόθεση Enron (και όχι μόνο) ανέδειξε το πρόβλημα της κερδοσκοπικής χρήσης του ελέγχου της αγοράς. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις είναι επιρρεπείς σε αποτυχία όταν αντιμετωπίζουν πιεστικούς περιορισμούς παραγωγικής δυναμικότητας. Τελευταίο αλλά ιδιαίτερα σημαντικό, διαπιστώθηκε ότι αποτυγχάνουν στο να έχουν κίνητρα για επενδύσεις στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτός ο προβληματισμός για τις επιπτώσεις των ιδιωτικοποιήσεων εκφράσθηκε ακόμη και σε μία σημαντική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας (Kessides (2004)).

Στη συνέχεια οι υποστηρικτές των ιδιωτικοποιήσεων επιχείρησαν μία «διαφυγή» από το «ανταγωνιστικό μοντέλο» των πλήρως απελευθερωμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων σε μία «σεμνή επαναρρύθμιση» με την εισαγωγή εποπτικών οργανισμών (συνήθως τις εξαιρετικά προβληματικές ανεξάρτητες αρχές). Η κίνηση αυτή άνοιξε μία ολόκληρη διελκυστίνδα μεταξύ κυβερνήσεων, εποπτικών αρχών και ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα όμως δεν ήταν καλύτερα. Χαρακτηριστικά, στην πιλοτική περίπτωση του ΗΒ όχι μόνο δεν μειώθηκαν οι τιμές αλλά αντίθετα αυξήθηκαν ραγδαία ενώ νέες αυξήσεις απειλούνται σήμερα με έντονες και δικαιολογημένες κοινωνικές αντιδράσεις. Επίσης η δομή του κλάδου κάθε άλλο παρά ανταγωνιστική είναι καθώς έχει επέλθει μία εμφατική ολιγοπωλιοποίηση με τις «Έξι μεγάλες» εταιρείες ουσιαστικά να έχουν συστήσει καρτέλ και να ελέγχουν τις τιμές.

Ακόμη και μία σχετική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας (Newbery & Pollitt  (1997)) αποδέχεται ότι οι μεγάλοι κερδισμένοι από την ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας στο ΗΒ είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και ότι οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας πληρώνουν υψηλότερες τιμές από ότι θα συνέβαινε υπό δημόσια ιδιοκτησία.

UK Electricity privatisation – who won, who lost


 
£ billions at 1994–95 prices
Consumers
(loss)  -1.3 to -4.4
Government
gain    1.2 to 0.4
Shareholders
gain   9.7 to 8.1

Source: World Bank PPPS Note 124

Αντίστοιχα στοιχεία δίνει πρόσφατη μελέτη του Australia Institute (Richardson (2013)) για την ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας στην Αυστραλία. Χαρακτηριστικά επισημαίνει ότι από την ιδιωτικοποίηση της το 1990 οι τιμές του ηλεκτρισμού αυξήθηκαν κατά 170% έναντι αύξησης του δείκτη τιμών καταναλωτή 60%.

Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων στην ενέργεια έχει δεχθεί σοβαρά πλήγματα και σε ένα από τα βασικότερα επιχειρήματα της, αυτό του «ηθικού κινδύνου». Έχει αποδειχθεί ότι οι ιδιωτικοποιήσεις, στην πραγματικότητα, ενισχύουν τον «ηθικό κίνδυνο». Οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν την κυριαρχία τους στην αγορά για να εκβιάσουν τις κυβερνήσεις με την απειλή της χρεοκοπίας και των διακοπών παροχής ενέργειας έτσι ώστε να τους επιτρέψουν οι ρυθμιστικές αρχές να αυξήσουν τις τιμές ή να τις διασώσουν από χρεοκοπία με κρατικά χρήματα. Αν και αποσιωπάται συστηματικά, οι ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτρισμού έχουν τα περισσότερα bail outs μετά τις τράπεζες (Bender (2004)).

ΙΙΙ. Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, η ΕΕ και το Μνημόνιο

Η ελληνική περίπτωση με την μακρόχρονη προσπάθεια – από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ – να ιδιωτικοποιήσουν την ΔΕΗ δεν διαφέρει από την πεπατημένη που προαναφέρθηκε παρά μόνο στο ότι καθυστέρησε λόγω των εύλογων κοινωνικών αντιδράσεων.

Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ το 1999 – προσπάθεια που ουσιαστικά είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1990 – προωθείται συστηματικά με άμεσο αρωγό την ΕΕ. Είναι η ΕΕ που με βάση την European Electricity Directive 96/92/EC (με κατά δήλωση στόχο την ασφάλεια της παροχής ρεύματος, το άνοιγμα των αγορών στον ανταγωνισμό, την ελευθερία των μεγάλων καταναλωτών να επιλέξουν τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας, την απαγόρευση σταυροειδών επιδοτήσεων μεταξύ των διαφορετικών δραστηριοτήτων ενός παρόχου (π.χ. εξόρυξη, παραγωγή, μεταφορά, διανομή) και την προαγωγή φιλικών προς το περιβάλλον μορφών ενέργειας) δίνει το πρόσχημα αλλά και την ώθηση για το άνοιγμα της διαδικασίας αυτής. Η πολιτική της ΕΕ στο χώρο αυτό ήταν και είναι δεδομένη: ιδιωτικοποίηση πάση θυσία. Ακόμη και υποστηρικτές της πολιτικής αυτής (π.χ. Burnes, Katsouros and Jones (2004)) αποδέχονται ότι η πολιτική της ΕΕ εκκινεί από ιδεολογικά κυρίως παρά από οικονομικά κριτήρια. Ουσιαστικά όμως εκκινεί από τα συμφέροντα μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών ενεργειακών ομίλων που αποσκοπούν στο έλεγχο ευρύτερων περιοχών.

Η μέχρι τώρα πορεία ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ προβλήθηκε πολλές φορές και από όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ ως αποτροπή του χειρότερου (της πλήρους ιδιωτικοποίησης) και των προβλημάτων που αυτή συνεπάγεται (μεταξύ των οποίων και οι πολλάκις προβαλλόμενοι εθνικοί λόγοι). Στην πραγματικότητα – και εν γνώσει τους – προχωρούσαν τμηματικά στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι δικαιολογημένες κοινωνικές αντιστάσεις.

Τα αποτελέσματα της μέχρι τώρα πορείας ιδιωτικοποίησης δεν απέχουν από τα δυτικά πρότυπα. Οι τιμές έχουν αυξηθεί δυσανάλογα. Υπάρχει απουσία επενδύσεων. Αμαρτωλά παιχνίδια με το λιγνίτη και τις ΑΠΕ. Και φυσικά και το πρόσφατο σκάνδαλο με τους ιδιωτικούς πάροχους (Energa, Ηellas Power)

Η υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο, χειροτέρεψε δραματικά τα πράγματα. Είναι δηλωμένη πρόθεση της τρόικας η ολοκληρωτική ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Το σχέδιο που προωθεί η σημερινή κυβέρνηση (παρά τις λαλίστατες αρνήσεις βασικών στοιχείων του στο παρελθόν) υλοποιεί τις δεσμεύσεις του Μνημονίου. Η κατεύθυνση στην οποία οδηγεί η ΕΕ και με τα Μνημόνια είναι η ενίσχυση πανευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης (βλέπε σχετικά σ.6).

Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ είναι καταστροφική όχι μόνο για τον τομέα του ηλεκτρισμού αλλά και ευρύτερα για την ελληνική οικονομία δεδομένης της βαρύνουσας σημασίας της ΔΕΗ για την τελευταία (π.χ. κύκλος εργασιών που αντιστοιχεί στο 3% του ΑΕΠ, τροφοδότης όλων των υπόλοιπων παραγωγικών δραστηριοτήτων).

Θα επιτείνει δραματικά την παραγωγική αποδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας που ξεκίνησε με την ένταξη στην Κοινή Αγορά, επιδεινώθηκε με την ΟΝΕ και πλέον παίρνει δραματική τροπή με τα Μνημόνια. Η ελληνική οικονομία χάνει κάθε δυνατότητα αυτόκεντρης ανάπτυξης και μετατρέπεται σε χαμηλό εξάρτημα δυτικο-ευρωπαϊκών διαδικασιών παραγωγής.

IV. Μία φιλολαϊκή εναλλακτική κατεύθυνση

Εθνικοποίηση ολόκληρου του ενεργειακού τομέα και η λειτουργία του σα μοχλού για την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας σε όφελος του λαού και της χώρας

Αυτό απαιτεί την αποδέσμευση από την ΕΕ και την υιοθέτηση μίας ανεξάρτητης εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής.

Ανάγκη εκπόνησης ενός αντίστοιχου σχεδίου προοδευτικής παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας. Στα πλαίσια του ο κλάδος της ενέργειας έχει καθοριστική βαρύτητα που εξαιρετικά εύστοχα είχε αποτυπώσει παλιότερα ο Δημήτρης Μπάτσης στο έργο του για την «Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Beder S. (2003), Power Play: The Fight for Control of the World’s Electricity, Melbourne: Scribe.

Burnes B., Katsouros M. and Jones T. (2004), ‘Privatisation and the European Union: The case of the Public Power Corporation of Greece’, International Journal of Public Sector Management, vol.17 no.1.

Dağdeviren Η. (2007), ‘Privatisation of electricity and water – Is it still worthwhile?’, paper presented in the Conference on POVERTY AND CAPITAL, 2–4 July, University of Manchester.

Hall D. (1999), Electricity restructuring, privatization and liberalization: some international experiences, Public Services International Research Unit, University of Greenwich.

Kessides I.N. (2004), Reforming Infrastructure: Privatization, Regulation, and

Competition, A co-publication of the World Bank and Oxford University Press.

Mavroudeas S. & Papadatos D. (2007), ‘Reform, Reform the Reforms or Simply Regression? The ‘Washington Consensus’ and its Critics’, Bulletin of Political Economy, vol.1 no.1.

Μαυρουδέας Στ. (2010), «Ανάπτυξη και κρίσεις: Η ταραγμένη διαδρομή του ελληνικού καπιταλισμού» σε Τόπος (2010), «Ο χάρτης της κρίσης: Το τέλος της αυταπάτης», Αθήνα: Τόπος.

Μαυρουδέας Στ. (2011), «Η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση: καπιταλιστική κρίση και ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις» σε Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Οικονομίας (ΕΕΠΟ), «Οικονομική κρίση και Ελλάδα», Αθήνα: Gutenberg.

Newbery D. & Pollitt M. (1997), ‘The Restructuring and Privatisation of the U.K. Electricity Supply—Was It Worth It?’, World Bank Public Policy for the Private Sector Note 124 September 1997 ( http://www.worldbank.org/html/fpd/notes/124/124newbe.pdf)

Richardson D. (2013), ‘Electricity and privatization: What happened to those promises?’, Australia Institute, Technical Brief no.22.

Πηγή: http://stavrosmavroudeas.wordpress.com/2013/11/08/%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%B9%CF%83%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου