Ετικέτες

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Φανταράκια


undefined
Γραμμένο γιά τούς στρατιτες μας στήν λβανία (1940-1941).

Το Σπύρου Μελ

ταν τό δς μπροστά σου δύνατο, ζαρωμένο, ξύριστο, συφοριασμένο, ζαλωμένο τό σάκκο νά πηγαίν μονοπάτια καί κουτσαίνοντας, δέ δίνεις οτε μιά δεκάρα:

― Ατός εναι ρωας;

, λοιπόν, ναί… ατός εναι!

λοι ο ξένοι χουν τήν ατή κπληξι στήν πρώτη παφή: «μένα, κύρ Φράγκο –σάν νά τούς λέ φωνο τό στρατιωτάκι– δέν μπορες νά μ’ ξηγήσς εκολα… Εμαι μεγάλο θέμα μελέτης».


Εναι νας ρωας, πού δέν ξέρει τίποτε πό τόν αυτό του· πού δέ νιώθει τόν ρωισμό του· πού κινεται στήν τμόσφαιρα τς ποποιΐας, σά νά ταν πιό καθημερινή του πραγματικότης.

Περπάτησα πλάϊ του ρες μέ τήν αώνια γωνία:

Πο βρίσκεται τό μυστικό το μεγαλείου του;

ρχονται στιγμές, πού στά μάτια του κανε καί φέγγουν λοι ο λιοι τς Μεσογείου. Βλέπω καθαρά κάτι:

undefined
τι τό φς ατό κυριαρχε πάνω στή φλόγα· ξυπνάδα ξουσιάζει πώς πρέπει νά τό πομακρύνω πό ατή τήν πόπειρα ψυχολογίας. ξυπνάδα στόν πόλεμο δέν χρειάζεται παρά γιά τό τεχνικό μέρος. λλά δέν ποτελε ποτέ τόν ρωα. λλην μάχεται πολύ πιδέξια σως πό οονδήποτε λλο στρατιώτη.

ρχονται ρες, πού καί τό τελευταο φανταράκι γίνεται στρατηγός:

δ σ’ ατή τή γράνα νά πέσουμε, συνάδελφε –κουσα στρατιωτάκι νά λέ στή μάχη στό σύντροφό του– νά τούς βγομε στό πλευρό!

λοχαγός τραβ πό κε!

― Μωρέ, σ’ τό λοχαγό τώρα, θά τόν παντήσουμε ψηλότερα.

λλά μέ τήν ξυπνάδα δέν πάει κανείς στή θυσία. Καί τό φανταράκι ξίζει, ταν βάζ τόν αυτό του κάτω· ταν ρχεται θεία στιγμή, πού σπάζει λες τίς χορδές τς ζως: «δ Βαγγέλη, σώθηκαν τά ψέματα· δ θά πεθάνης!».

λλά καί πρίν π’ ατή τή στιγμή: ταν δίν τόν αυτό του σ’ λες τίς δεινοπάθειες, σ’ λους τούς φάνταστους μόχθους καί τίς τεράστιες δυσκολίες μέ μιά φοβερή γαλήνη, μιάν πλότητα καταπληκτική. Γι’ ατό τό περίεργο πλάσμα, πού θά κάμ τή σκούφια πολλν στορικν νά γυρίσ νάποδα, τίποτε δέν εναι δύνατο.

undefined
ντιμετωπίζει τά πιό τεράστια προβλήματα σάν νά τά ξερε, νά τά εχε π’ ψιν του πό πρίν. ναπτύσσει μέσως πόλυτη οκειότητα μέ τίς μεγαλύτερες δυσκολίες. Πο κρύβουν τ’ νεξάντλητα ποθέματα δυνάμεως ο σκητικές ατές πράξεις, πού νομίζετε, τι κατέθεσαν δη ,τι κι ν εχαν; Θέλησι –μιά θέλησι χωρίς στόμφο, χωρίς ρητορική, χωρίς θορυβώδεις χειρονομίες.

Γιά νά νιώσωμε τό φανταράκι, πρέπει νά βγάλωμε πό τή μέση κάθε τύπο ξωτερικό. Πρέπει νά σβήσωμε καί διατάγματα πιστρατεύσεως καί προσκλήσεις λικιν καί κάθε δέα ξωτερικς νάγκης. Μπορε νά τούς πολύσετε, ν θέλετε. Δέ θά φύγ κανείς! Θά μείνουν λοι στά βουνά τς λβανίας θελονταί, ς πού νά ρίξουν τούς ταλούς στή θάλασσα.

Ατό τό φανταράκι, πού δέ δίνετε μιά δεκάρα, ταν τό πρωταντικρύζετε, χει τό νστικτο τς στορίας. Δέν ξέρει παρά κρες μέσες. λλά τήν ασθάνεται, τή νιώθει. χει βάλει μέσα του κατάβαθα, κλόνητα, τι ατή τή στιγμή παίζεται τύχη τς λλάδος, λευθερία της, τιμή της, θνική της παρξι. Ατό τό ξέρει καί τό πιό γράμματο στρατιωτάκι, πού δρώνει νά σκαρώσ μέ μαγγορες τήν πογραφή του.

― Δέν εναι σάν τίς λλες φορές! θ’ κούσετε νά σς λένε λοι. Ατοί πνε νά σβήσουν τήν λλάδα! Μά δέ θά τό φνε.

undefined
δάμαστη θέλησι τς νίκης, ατή συχη κι λύγιστη πόφασι νά μή γυρίσ πίσω κανείς, ν δέ ρίξουν τόν χθρό στή θάλασσα, εναι τό μυστικό το ρωϊσμο τους, τς πιμονς, τς ντοχς, τν φάνταστων θυσιν, πού προσφέρονται μέ τή μεγαλύτερη αταπάρνησι. Τό κάθε φανταράκι χει κάμει τήν θνική πόθεσι προσωπικό ζήτημα:

― Μωρέ, κος κε νά τούς περάσ πό τό μυαλό νά μς ποδουλώσουν!

Φρενιάζει, θηρίο νήμερο γίνεται καί τό πιό συχο φανταράκι, ταν το τό θυμίσουν. χει πληγωθ βαθύτατα τό φιλότιμό του: Γιά ποιούς μς περάσανε; Εμαστ’ λληνες!

Ξέρεις τί θά π λληνες;… ν δέν τό ξέρς, θά σο τό μάθω τώρα στή στιγμή!

τσι μπαίνει τό στρατιωτάκι στή μάχη: νά τούς δείξ ποιός εναι.

Ατός μπορε νά συγχύζ τόν Περικλ μέ τό Θεμιστοκλ· δέν χει διόλου νά κάμ. Τήν λλάδα καί τήν στορία της δέν τήν χει μέσα του σάν κρύες γνώσεις. Τήν χει σάν ννοια, σάν οσία, σά ζωντανή πραγματικότητα: Εναι ατός διος λλάς ατή, γεμτος πό τά κλέη καί τούς θρύλους τριν χιλιάδων τν, πό τό καθάριο καταστάλαγμά τους, περήφανος γιά τήν τύχη του, νά εναι φορεύς τέτοιας ξίας. Κι ς μήν μπορ νά μετρήσ τό θησαυρό σ’ λη τήν κτασί του.

Μ’ νατρίχιασμα κρυφό κουσα μιά μέρα ατή τήν κουβέντα, δυό λεπτά πρίν μπ να τάγμα στή μάχη:

― Καί γιατί λλο ρθαμε, ρέ συνάδελφε, δ πέρα; ρθαμε νά νικήσωμε νά πεθάνωμε σάν λληνες!

― Καί πς πεθαίνουν ο λληνες, δέ μο λές;…

― Ο λληνες πεθαίνουν σάν λληνες! Κι ν δέν τό ξέρς νά πς νά τό μάθς. Πεθαίνουν παλληκαρίσια… γιά τήν δέα!…

Πιό ξάστερο ρισμό τς οσίας ατο το ρωισμο δέν πάντησα πουθενά. Τήν δωσε μονάχο του τό φανταράκι.



Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεχος 368, κτώβριος 2003.


Πηγή: ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου