Στα στενά των Δερβενακίων, πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη
|
Αννίτα Ν. Πρασσά
δρ Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας,
προϊσταμένη Γενικών Αρχείων Κράτους Ν. Μαγνησίας
Ο
Χουρσίτ, ο νικητής του Αλή πασά, ανέθεσε στον Μαχμούτ πασά της Λάρισας ή
Δράμαλη την επιχείρηση της καταστολής της Επανάστασης στην Πελοπόννησο.
[ Σημείωση βιβλιοθήκης: Ο Χουρσίτ καταγγέλθηκε ως καταχραστής του
δημόσιου θησαυρού και έπεσε σε δυσμένεια, του αφαιρέθηκε η αρχηγία της
εκστρατείας στην Πελοπόννησο, η οποία ανατέθηκε στον Μαχμούτ Πασά, τον
επονομαζόμενο Δράμαλη. Ο Χουρσίτ διατασσόταν να παραμείνει στη Λάρισα
και να φροντίζει την τροφοδοσία του στρατού του Δράμαλη. Ουσιαστικά,
επρόκειτο για υποβιβασμό. Ο Τούρκος ιστοριογράφος Αχμέτ Τζεβντέτ
ισχυρίζεται ότι ο διορισμός του Δράμαλη έγινε με υπόδειξη του ίδιου του
Χουρσίτ, ο οποίος επιφορτίστηκε επίσημα την όλη επιχείρηση με απόλυτη
ευθύνη για τη διοργάνωση και τον ανεφοδιασμό του εκστρατευτικού σώματος
].
Ο Μαχμούτ πασάς της Λάρισας ή Δράμαλης,
λιθογραφία του Boggi.
|
Ο
Δράμαλης ξεκίνησε με περίπου 25.000 στρατό (πεζούς και ιππείς) και την
1η Ιουλίου 1822 έφθασε στη Θήβα, χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Οι
οπλαρχηγοί καταλάβαιναν ότι δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν κατά
μέτωπο και ήλπιζαν ότι αποκλείοντας τις στενές διαβάσεις της Στερεάς θα
εμπόδιζαν την επικοινωνία με τις βάσεις του. Παρά το μεγάλο όγκο αυτού
του στρατού – χειμάρρου, που απ’ όπου περνούσε σκορπούσε τον τρόμο και
τον πανικό, η θερινή αυτή εκστρατεία είχε και μειονεκτήματα.
Η
εποχή – λόγω της μεγάλης ζέστης – δυσχέραινε τη μετακίνησή του και τη
μεταφορά των πυροβόλων μέσα από τα δύσβατα ορεινά στενά, ενώ επίσης δεν
ήταν εύκολος ο ανεφοδιασμός και η τροφοδοσία του. Από την άλλη όμως
πλευρά, η γνωστή διαμάχη μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών, η αδυναμία
συντονισμού της κεντρικής διοίκησης με τα τοπικά πολιτικά σώματα και η
έλλειψη οικονομικών πόρων ήταν ανασταλτικοί παράγοντες.
Έτσι,
ο Δράμαλης μέσω Μεγαρίδας στις 6 Ιουλίου έφθασε ανενόχλητος στην
Κόρινθο. Την προηγούμενη νύχτα οι τρομοκρατημένοι κάτοικοι είχαν
εκκενώσει την πόλη και δυο μέρες αργότερα ο Ακροκόρινθος (τον οποίο οι
Έλληνες είχαν καταλάβει από τον Ιανουάριο) έπεφτε στα χέρια του εχθρού.
Το κάστρο, που είχε φρουρά 300 στρατιωτών υπό τον Αχιλλέα Θεοδωρίδη,
πολλά πολεμοφόδια και τρόφιμα, εγκαταλείφθηκε ανυπεράσπιστο, αφού πρώτα
σκοτώθηκε ο εκεί φυλακισμένος Κιαμήλ μπέης. Η απώλεια αποδόθηκε στο
φρούραρχο Θεοδωρίδη, που φυλακίστηκε στη μονή Καστριού Ερμιόνης.
Στην
Κόρινθο ο Δράμαλης παρέμεινε τρεις ημέρες και συγκάλεσε πολεμικό
συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχε και ο Γιουσούφ πασάς της Πάτρας. Ο
τελευταίος πρότεινε τη διαίρεση του στρατού, προκειμένου να καταληφθούν
ταυτόχρονα η Αχαΐα και η Αργολίδα, και στη συνέχεια η Τρίπολη. Επίσης,
κατά τον Γιουσούφ, ήταν σκόπιμο να γίνει η Κόρινθος βάση ανεφοδιασμού.
Ο
Δράμαλης όμως, παρακινημένος από τη μέχρι τότε ανεμπόδιστη πορεία του,
αποφάσισε να συνεχίσει αμέσως και με όλο το στρατό του. Στις 12 Ιουλίου
ήταν έξω από το Άργος, αφού πρώτα είχε αναγγείλει την άφιξή του στην
εξαντλημένη τουρκική φρουρά του Ναυπλίου, που ήταν έτοιμη να παραδοθεί. Η
είδηση ότι οι Τούρκοι είναι προ των πυλών προξένησε τέτοιο πανικό στους
κατοίκους του Άργους, που έσπευσαν να εγκαταλείψουν την πόλη.
Ακόμη
και τα περισσότερα μέλη του Εκτελεστικού και Βουλευτικού Σώματος
διέφυγαν με πλοία, εκτός από ελάχιστους (μεταξύ αυτών ο αντιπρόεδρος του
Εκτελεστικού, Αθανάσιος Κανακάρης), που φρόντισαν για τη διάσωση των
αρχείων της κυβέρνησης. Για τη συμπεριφορά αυτή των πολιτικών ο
Κολοκοτρώνης σημειώνει στα απομνημονεύματά του:
«Το
Βουλευτικό και το Εκτελεστικό δεν είχε καμμίαν δύναμιν, ούτε ενήργησε
τίποτες εις αυτήν την περίστασιν. Ο Κανακάρης έλεγε: “Τα αρχεία ας
γλυτώσωμε και το έθνος ας πάγη”».
Στο
Άργος είχε επίσης συγκεντρωθεί ο δημόσιος θησαυρός, για να χρησιμεύσει
στις πολεμικές ανάγκες. Αντί όμως να καταλήξει στο δημόσιο ταμείο, τον
οικειοποιήθηκαν ορισμένοι ιδιώτες.
Προσωπογραφία Θεόδωρου Κολοκοτρώνη,
έργο του Karl Krazeisen, 1828.
|
Την
κατάσταση έσωσε τότε η ψυχραιμία και η στρατηγική σκέψη του Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη, που εκείνες τις μέρες βρισκόταν στην Τρίπολη. Η
Πελοποννησιακή Γερουσία και οι πρόκριτοι ζήτησαν τη συνδρομή του. Ο
Κολοκοτρώνης ανταποκρίθηκε άμεσα και κάλεσε σε επιστράτευση όλους τους
άνδρες ηλικίας 18-60 ετών, παίρνοντας αυστηρά μέτρα κατά της λιποταξίας,
ενώ παράλληλα φρόντισε για την αποστολή τροφίμων και πολεμοφοδίων.
Επίσης διέταξε να κάψουν όλη τη σοδειά του κάμπου του Άργους, για να
επιδεινωθεί η κατάσταση του τουρκικού στρατού, που βρισκόταν μακριά από
τις βάσεις ανεφοδιασμού του. Πιστεύοντας ότι ο στόχος του Δράμαλη ήταν η
Τρίπολη, φρόντισε να κλειστούν όλες οι διαβάσεις προς εκεί και
δημιουργήθηκε στρατόπεδο στους Μύλους (έξω από το Άργος) με 2.000
άνδρες. Για αντιπερισπασμό, φρόντισε για την κατάληψη της ακρόπολης του
Άργους, της λεγόμενης «Λάρισας». Όταν ο Δράμαλης έφθασε στις 13 Ιουλίου,
άρχισε την πολιορκία της νομίζοντας ότι εκεί ήταν αποθηκευμένα τα
τρόφιμα.
Έπειτα
από αυτή την καθυστέρηση ο εχθρικός στρατός βρισκόταν σε πολύ δύσκολη
θέση λόγω έλλειψης νερού και τροφών. Δεδομένου ότι ο τουρκικός στόλος
δεν είχε αφιχθεί στον Αργολικό κόλπο, ο Δράμαλης δεν είχε άλλη διέξοδο
και αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο. Οι αναμενόμενες ενισχύσεις από
Λάρισα ήταν αδύνατο να έλθουν, αφού τα στενά της Μεγαρίδας φυλάγονταν
από τους Βιλιώτες και Περαχωρίτες, ενώ βορειότερα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
ήταν έτοιμος να αποκόψει τον εφοδιασμό από Λαμία και Λάρισα. Προτού
υποχωρήσει ο Δράμαλης, προσπάθησε μάταια να παραπλανήσει τους Έλληνες
ότι δήθεν θα προχωρούσε προς Τρίπολη.
Ο
Κολοκοτρώνης, αντιλαμβανόμενος τη δεινή θέση του εχθρού και
παραμερίζοντας τις επιφυλάξεις του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και άλλων
οπλαρχηγών, έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του. Ο ίδιος θα καταλάμβανε τα
Δερβενάκια, ενώ οι άλλοι οπλαρχηγοί θα έμεναν στις θέσεις τους σε
περίπτωση που ο Δράμαλης συνέχιζε προς Τρίπολη. Ο Κολοκοτρώνης με 2.500
άνδρες κατευθύνθηκε στον Άγιο Γεώργιο Νεμέας (ΒΔ του στενού των
Δερβενακίων), προκειμένου να αποκλείσει τις διαβάσεις. Τέσσερις δρόμοι
οδηγούσαν προς Κόρινθο. Ο πρώτος, του Αγίου Γεωργίου, ομαλότερος αλλά
μακρύτερος: μετά το Φίχτι έκλινε δυτικά προς Άγιο Γεώργιο, από κει προς
πεδιάδα Κουρτέσας και Κόρινθο.
Η εκστρατεία του Δράμαλη στην πεδιάδα του Άργους,
Αλέξανδρος Ησαΐας
|
Ο
δεύτερος, του Δερβενακίου ή «Αφεντικός»: βόρεια του χωριού Φίχτι άρχιζε
το στενό του Δερβενακίου, περνούσε από τη ρεματιά ανάμεσα στις
Χρυσοκουμαριές (δυτικά) και τον Ανεμόμυλο (ανατολικά) και μετά άρχιζε
φαράγγι που κατέληγε στο Χάνι του Ανέστη έχοντας αριστερά το Αγριλόβουνο
και δεξιά την Παναγόρραχη. Στο νότιο στόμιο της χαράδρας βρισκόταν το
Παληόχανο. Ο «αφεντικός» αυτός δρόμος, λιθόστρωτος στα περισσότερα
σημεία του, ήταν πολύ συνηθισμένος εκείνη την εποχή.
Ο
τρίτος δρόμος, του Αγίου Σώστη (επίσης πολυσύχναστος): άρχιζε από το
Χαρβάτι (Μυκήνες), περνούσε από την Παναγόρραχη και τη δυτική πλευρά του
Τρίκορφου, συνέχιζε στη μονή Αγ. Σώστη και οδηγούσε στην Κουρτέσα. Ήταν
μεν συντομότερος του Δερβενακίου, αλλά έφθανε σε μεγαλύτερο ύψος.
Ο
τέταρτος και συντομότερος, του Αγιονορίου (αρχ. «Κοντοπορεία»):
περνούσε από το Μπερμπάτι (Πρόσυμνα), διακλαδωνόταν στο Στεφάνι και από
εκεί μέσω της κλεισούρας Αγιονορίου έφθανε στην Κλένια.
Ο
Κολοκοτρώνης, αδυνατώντας να αποκλείσει τις διαβάσεις, κατέλαβε ο ίδιος
με 800 άνδρες τις Χρυσοκουμαριές, ενώ έστειλε 700 άνδρες υπό τον
Γεώργιο Δημητρακόπουλο στο Αργιλόβουνο, 700 υπό τον Αντώνη Κολοκοτρώνη
κ.ά. στην Παναγόρραχη, 150 υπό τον παπα-Δημήτρη Χρυσοβιτσιώτη στο χωριό
Ζαχαριά. Για να αποτρέψει τον εχθρό να στραφεί προς τον Αγ. Γεώργιο,
τοποθέτησε μεταξύ Αγ. Γεωργίου και Δερβενακίου ένα ψευδοστράτευμα με
ζώα, κάπες και φέσια αγωνιστών, που από μακριά έμοιαζαν με ισχυρό
συγκεντρωμένο στράτευμα. Παράλληλα ζήτησε από τους Πλαπούτα, Παπανίκα,
Νικηταρά και τους Φλεσσαίους να έλθουν για ενίσχυση.
Το
μεσημέρι της 26ης Ιουλίου η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων έφθασε στη θέση
Παληόχανο, αλλά ο Κολοκοτρώνης τους άφησε να προχωρούν ανυποψίαστοι
μέχρι την άφιξη και του υπόλοιπου στρατού. Όταν πλέον το κύριο σώμα του
εχθρού είχε εμφανιστεί, διατάχθηκε επίθεση, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να
τραπούν προς τον Αγ. Σώστη.
Νικήτας Σταμαυελόπουλος (Νικηταράς) |
Εκεί
δεν είχε φθάσει ακόμη ο Νικηταράς και αρκετοί πεζοί και ιππείς πέρασαν
στην Κουρτέσα. Οι υπόλοιποι καταδιώχθηκαν ανελέητα από τους άνδρες που
βρίσκονταν στην Παναγόρραχη, το Αγριλόβουνο και τις Χρυσοκουμαριές. Ο
Αντ. Κολοκοτρώνης τους εμπόδισε να στραφούν προς την Παναγόρραχη (απ’
όπου θα διασώζονταν προς την Κουρτέσα) και τους έστρεφε προς τη μονή Αγ.
Σώστη, ελπίζοντας ότι εκεί τους περίμενε ο Νικηταράς. Παράλληλα ο
Κολοκοτρώνης διέταξε τον Δημητρακόπουλο να αφήσει το Αγριλόβουνο και να
ενισχύσει τον Αντώνη Κολοκοτρώνη. Όταν τελικά ο Νικηταράς έφθασε μαζί με
τους άλλους οπλαρχηγούς στον Αγ. Σώστη, αποκλείστηκαν πλέον όλες οι
γύρω οχυρές διαβάσεις και έτσι ελεγχόταν η ζεύξη των μονοπατιών μεταξύ
Αγ. Σώστη και Δερβενακίου.
Την
ελληνική επίθεση (που κράτησε και μετά τη δύση του Ηλίου) ακολούθησε
πανικός και σύγχυση του εχθρού, που οδήγησε σε άτακτη φυγή. Σκηνές
φρίκης εκτυλίχθηκαν. Η ρεματιά γέμισε στοιβαγμένους νεκρούς, τραυματίες
και ζώα. «Ο βράχος, η λαγκαδιά έγινε ένα από τα κουφάρια», σημειώνει ο
Νικηταράς. Η φονική αυτή μάχη είχε μεγάλες απώλειες για τους Τούρκους:
περίπου 2.500 – 3.000 νεκρούς και τραυματίες και πάρα πολλά λάφυρα.
Ο
Δράμαλης, μπροστά σ’ αυτή την πανωλεθρία, αναγκάστηκε να επιστρέψει και
να στρατοπεδεύσει στη Γλυκειά (Τίρυνθα), προετοιμάζοντας την επιστροφή
στην Κόρινθο. Ο Κολοκοτρώνης, σίγουρος για τις προθέσεις του εχθρού,
συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στο Δερβενάκι. Αποφασίστηκε η κατάληψη των
στενών των Δερβενακίων και Αγιονορίου. Οι Πλαπούτας, Δεληγιάννης και
Αντώνης Κολοκοτρώνης θα τοποθετούνταν μέσα στο στενό του Δερβενακίου και
οι Νικηταράς, Δημ. Υψηλάντης και Παπαφλέσσας στο Αγιονόρι.
Ο
Γιατράκος, επικεφαλής των στρατευμάτων Κεφαλαρίου, Μύλων και Άργους,
στο Χαρβάτι μαζί με τους Τσώκρη, Σέκερη κ.ά. Οι οδηγίες ήταν να
σπεύσουν όπου θα εμφανιζόταν ο εχθρός. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο
Αγριλόβουνο. Ενώ το σχέδιο ήταν καλό, δεν εφαρμόστηκε πλήρως. Το Χαρβάτι
έμεινε αφύλακτο, γιατί ο μεν Γιατράκος καθυστέρησε στους Μύλους
περιμένοντας την άδεια της σκιώδους κυβέρνησης για να εκτελέσει τη
διαταγή του στρατηγού, οι δε στρατιώτες του Τσώκρη απείθησαν στρεφόμενοι
στα τουρκικά λάφυρα της 26ης Ιουλίου.
Ο
Δράμαλης αναχώρησε από τη Γλυκειά τα ξημερώματα της 28ης Ιουλίου, χωρίς
όμως να ειδοποιηθούν έγκαιρα οι Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας. Ο εχθρός
μέσα από το αφρούρητο Χαρβάτι έφθασε στο Μπερμπάτι. Από εκεί υπάρχουν
δυο δρόμοι προς Αγιονόρι: ο ένας κατ’ ευθείαν, όπου φύλαγαν οι Φλεσσαίοι
και ο άλλος μέσα από το Στεφάνι, όπου βρισκόταν ο Νικηταράς. Ο Δράμαλης
προτίμησε το δεύτερο. Ο Νικηταράς – αρχικά μόνος του – προσπάθησε να
τον αντιμετωπίσει καταλαμβάνοντας επίκαιρες θέσεις στα υψώματα. Οι
Τούρκοι δεν άργησαν να βρεθούν ανάμεσα στα δυο πυρά, του Νικηταρά και
του Νικήτα Φλέσσα.
Αργότερα
διατάχθηκε ο Πλαπούτας να μεταβεί από το Δερβενάκι στην Κλένια, αλλά οι
Τούρκοι είχαν πλέον βγει από το Αγιονόρι. Η καταδίωξη διήρκεσε έξι ώρες
και συμμετείχαν χωρικοί, ακόμη και γυναίκες του Αγιονορίου, πετώντας
βράχια από το βουνό. Τα πλούσια λάφυρα, που άφηναν πίσω τους οι Τούρκοι,
ανέκοψαν την ορμή της καταδίωξης, στην οποία όμως επέμεινε με λίγους
άνδρες ο Νικηταράς. Ο Δράμαλης μόλις διασώθηκε, έχοντας χάσει το ένα
πέμπτο της αρχικής του δύναμης, πάρα πολλά πολεμοφόδια και μεταγωγικά
μέσα.
Σχεδιάγραμμα της Μάχης στα Δερβενάκια |
Η
συντριβή της στρατιάς του στα Δερβενάκια και στο Αγιονόρι έσωσε την
Επανάσταση στην Πελοπόννησο και – όπως συνηθίζεται – έμεινε ως θρύλος
στη λαϊκή μνήμη. Ο Κολοκοτρώνης, ως εμπνευστής της διπλής νίκης (στην
οποία συνέβαλαν ο Νικηταράς και άλλοι οπλαρχηγοί), απέκτησε μεγάλο κύρος
και αναδείχθηκε αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων. Λίγο αργότερα του
επιφυλάχτηκε από το λαό θερμή υποδοχή στην Τρίπολη, προκαλώντας το φθόνο
των πολιτικών και αρχόντων, οι οποίοι ένιωθαν την «προ αμνημονεύτων
ετών» εξουσία τους αποδυναμωμένη, ενώ ο Δράμαλης το φθινόπωρο του ίδιου
χρόνου πέθανε από τη λύπη του στην Κόρινθο.
Βιβλιογραφία
Δημ. Κ. Βαρδουνιώτης, Η καταστροφή του Δράμαλη, Τρίπολις, 1913.
Τάσος
Αθ. Γριτσόπουλος, «Ιωάννου Φιλήμονος, Προκαταρκικαί αιτίαι της εισβολής
των εχθρών εις Πελοπόννησον (1822)», Μνημοσύνη, τ. Θ΄ (1982-1984), σ.
3-56.
Απομνημονεύματα,
Αθήναι (1957) τ. Β’. Ευάγγελος Ζαμάνος, Η εκστρατεία του Δράμαλη υπό το
φως ιστορικοστρατιωτικής ερεύνης, Αθήναι 1964.
Νικόλαος
Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων
1821-1833, εισαγ. – σημ.: Γ. Βλαχογιάννης, Αθήναι 1940, τ. Β’.
Θεόδ.
Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, (φωτομ.
επανέκδ.), εισαγ.-ευρετ. – επιμ.: Τ. Αθ. Γριτσόπουλος, Αθήναι 1981.
Νικ. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1851, τ. Α’.
Σπυρ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1861, τ. Β’.
Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αθήναι 1839, τ. Β’.
Φώτιος Χρυσανθακόπουλος (Φωτάκος), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1899, τ. Α’.
Κριτική
αποτίμηση των απομνημονευμάτων του Αγώνα, βλ. Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος,
«Ιστοριογραφία του Αγώνος», Μνημοσύνη, τ. Γ’ (1970-1971), σ. 33-253.
Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Οι μεγάλες μάχες του 1821 », τεύχος 278, 24 Μαρτίου 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου