Ετικέτες

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος (1792 – 1869)

undefined
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο και ήταν ο πρωτότοκος γιος του κερκυραίου Ιωάννη Κάλβου και της Αδριανής Ρουκάνη, που καταγόταν από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου. Το 1801 μετά τη διάλυση του γάμου των γονιών του ο πατέρας του έφυγε για την Ιταλία, εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ο ποιητής αναχώρησε το 1802 με το μικρότερο αδερφό του Νικόλαο, για να ζήσουν μαζί του. Η αναγκαστική αυτή μετανάστευση επέδρασε αρνητικά στην ψυχοσύνθεση του δεκάχρονου Ανδρέα και η νοσταλγία του για την μητέρα του και την πατρίδα τον ακολούθησαν σε ολόκληρη τη ζωή του. Το 1805 η μητέρα του χώρισε και επίσημα από τον πατέρα του και παντρεύτηκε στη Ζάκυνθο τον Κωνσταντίνο Καλέκα (από τότε τα παιδιά έχασαν κάθε επαφή με την μητέρα τους).

Ο Κάλβος έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Ζάκυνθο (σύμφωνα με ανεξακρίβωτη πληροφορία το 1800 ήταν μαθητής του Αντωνίου Μαρτελάου) και συνέχισε τις σπουδές του στην ελληνική παροικία στο Λιβόρνο. Η ζωή του Κάλβου εκεί δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Τα προβλήματα προσαρμογής ήταν πολλά και σε αυτά προστέθηκε η συχνή απουσία του πατέρα του λόγω των εμπορικών δραστηριοτήτων του. Εκεί έγραψε στα ιταλικά το Άσμα στο Ναπολέοντα (1811) το οποίο αποκήρυξε αργότερα και έχει χαθεί εκτός απ’ τον πρόλογό του.
Το 1812 ο Κάλβος πήγε στη Φλωρεντία, όπου γνωρίστηκε με τον Ugo Foscolo, ο οποίος τον προσέλαβε ως αντιγραφέα του και παιδαγωγό του προστατευόμενου ανηψιού του, Στέφανου Βούλτσου. Η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο αντρών θα διαρκέσει χρόνια και θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία του Κάλβου. Ακολούθησε συγκατοίκησή του με το Foscolo και μικρό διάστημα παραμονής των δυο φίλων στην Ελβετία. Την περίοδο εκείνη έγραψε τρεις τραγωδίες στα ιταλικά: τον Θηραμένη (1812-13), μια αγνώστου τίτλου (1812-13) και τις Δαναΐδες (1815). Το 1816 ακολούθησε τον Foscolo στην Αγγλία και πήρε μέρος στην προσπάθεια του τελευταίου για έκδοση έργων κλασικών συγγραφέων. Εκεί μετέφρασε στα νέα ελληνικά το Βιβλίο κοινών προσευχών της Αγγλικανικής Εκκλησίας και ποιήματα (1819-1820). Ακολούθησε ρήξη στις σχέσεις του με το Foscolo. Έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να αποδεσμευτεί από την επιρροή του και να χαράξει τον δικό του ποιητικό δρόμο.
Το 1819 παντρεύτηκε την αγγλίδα Maria Teresa Josephine Thomas, η οποία όμως πέθανε τον ίδιο χρόνο κατά τη διάρκεια της γέννας του παιδιού τους. Την περίοδο αυτή (1818-1819) ο Κάλβος έδωσε διαλέξεις στο πνευματικό κέντρο Argyll Rooms του Λονδίνου με θέμα την ελληνική γλώσσα. Μετά το θάνατο της γυναίκας του συνδέθηκε με την παλιά του συμμαθήτρια Susan F. Ridout, σχέση που δεν ευδοκίμησε. Την περίοδο εκείνη είχε επανασυνδεθεί μέσω των μεταφράσεων και κάποιων διαλέξεων με την ελληνική γλώσσα, είχε ωστόσο ιταλική συνείδηση και είχε ως πρότυπο τον Alfieri. Το φθινόπωρο του 1820 μετά από σύντομη παραμονή στο Παρίσι επέστρεψε στη Φλωρεντία και εντάχθηκε στο κίνημα των Καρμπονάρων. Ως την άνοιξη του 1821 συνέχισε να γράφει στα ιταλικά και συνέθεσε δύο τραγωδίες ακόμα. Την ίδια χρονιά συνελήφθη από την αστυνομία και απελάθηκε στη Γενεύη. Πληροφορίες αναφέρουν πως την περίοδο εκείνη έγραφε ένα ποίημα για την ελληνική εξέγερση στη Μολδαβία.
Στη Γενεύη έμεινε από το 1821 ως το 1824 και έγραψε τις δέκα πρώτες Ωδές, τις οποίες τύπωσε το 1824 με τον τίτλο Λύρα. Το 1825 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου μπήκε στους φιλελληνικούς κύκλους και συνδέθηκε με έλληνες λογίους. Εκεί πραγματοποιήθηκε η έκδοση της νέας σειράς των Ωδών το 1826, με γαλλική μετάφραση του φίλου του ποιητή και φιλέλληνα Panthier de Censay μαζί με τα Λυρικά του Αθανάσιου Χριστόπουλου. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1826, έμεινε για λίγο στο Ναύπλιο, όπου απογοητεύτηκε από τις διαφωνίες και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και κατόπιν πήγε στην Κέρκυρα, όπου ανέλαβε την καθηγεσία στην Ιόνιο Ακαδημία και ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο λόγω αντιδράσεων των πανεπιστημιακών κύκλων και ασχολήθηκε με ιδιαίτερα μαθήματα, συγγραφή φιλοσοφικών συγγραμμάτων και μεταφράσεις, κυρίως φιλοσοφικών πραγματειών. Στην Ακαδημία επαναδιορίστηκε το 1836 ως καθηγητής της Ιδεολογίας.
Η διδασκαλία του στα ελληνικά προκάλεσε αντιδράσεις και εχθρικό κλίμα. Την περίοδο 1840-1841 επανήλθε στη διδασκαλία της Φιλοσοφίας και το Γενάρη του 1841 έγινε διευθυντής στο Κερκυραϊκό Λύκειο, θέση από την οποία παραιτήθηκε το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου. Την εποχή εκείνη στην Κέρκυρα βρισκόταν και ο Σολωμός, με τον οποίο όμως δεν δημιούργησε κανένα απολύτως δεσμό. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Μετάξης Κερκύρας (1845) και της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας (1848). Με την ποίηση δεν ασχολήθηκε ξανά ως το θάνατό του. Το 1852 εγκατέλειψε την Κέρκυρα για την Αγγλία με τη μέλλουσα δεύτερη γυναίκα του Charlotte Augusta Wadams (με την οποία γνώριστηκε κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στην Κέρκυρα και την παντρεύτηκε το 1853 στο Λονδίνο). Στην Αγγλία η Charlotte εργάστηκε σε σχολεία του Essex και του Λονδίνου και το 1865 ανέλαβε τη διεύθυνση οικοτροφείου θηλέων στο Louth, όπου δίδαξε και ο Κάλβος ξένες γλώσσες και μαθηματικά. Εκεί πέθανε το 1869 σε ηλικία 77 χρονών από πνευμονία. Η ταφή του έγινε σε αγγλικό νεκροταφείο. Με ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης το 1960 τα οστά του ποιητή και της γυναίκας του μεταφέρθηκαν και κηδεύτηκαν στην πατρίδα του, τη Ζάκυνθο.
undefined
Ως ποιητής ο Κάλβος συμπίπτει χρονικά με την Επτανησιακή Σχολή, αποτελεί ωστόσο μια μοναχική περίπτωση δημιουργού, που συγκεράζει στοιχεία διαφόρων ρευμάτων (κλασικιστικά, ρομαντικά) και διαφοροποιείται αρκετά από την Επτανησιακή Σχολή, κυρίως λόγω της ιδιομορφίας της γλώσσας του, η οποία διαθέτει σπουδαία εκφραστική και εικονοπλαστική δύναμη. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός μετά το 1889 με αφορμή τη γνωστή διάλεξη του Παλαμά για την ποίησή του. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ασχολήθηκαν κυρίως με τις Ωδές του, τα τελευταία χρόνια ωστόσο η έρευνα στρέφεται και γύρω από τα ιταλόφωνα έργα του.
http://www.24grammata.com/?p=28406
Ωδή πρώτη

Ο ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ

Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
τα χρυσά δώρα!

[β'-ια']

Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια·
ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
με κυριεύει.

Της Ζακύνθου τα δάση,
και τα βουνά σκιώδη,
ήκουον ποτέ σημαίνοντα
τα θεία της Αρτέμιδος
αργυρά τόξα.

Και σήμερον τα δένδρα
και τας πηγάς σεβάζονται
δροσεράς οι ποιμένες·
αυτού πλανώνται ακόμα
η Νηρηίδες.

Το κύμα ιόνιον πρώτον
εφίλησε το σώμα·
πρώτοι οι ιόνιοι Ζέφυροι
εχάιδευσαν το στήθος
της Κυθερείας.

Κι όταν το εσπέριον άστρον
ο ουρανός ανάπτη,
και πλέωσι γέμοντα έρωτος
και φωνών μουσικών
θαλάσσια ξύλα·

Φιλεί το ίδιον κύμα,
οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι,
το σώμα και το στήθος
των λαμπρών Ζακυνθίων
άνθος παρθένων.

[ιη'-κβ']

Ας μη μού δώση η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον·
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα
εις την πατρίδα.




Ωδή τετάρτη

ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΛΟΧΟΝ

Ας μη βρέξη ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίση
το χώμα το μακάριον
'που σας σκεπάζει.

Ας το δροσίζη πάντοτε
με τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη·
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ' άνθη.

Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα· ψυχαί 'που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον·

Σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιάν σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.

Αλλ' αν τις αποθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον,
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.

Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπου
τους οφθαλμούς η πρόνοος
φύσις τον φόβον έχυσε,
και τας χρυσάς ελπίδας,
και την ημέραν·

Επί το μέγα πρόσωπον
της γης πολυβοτάνου,
ευθύς το ουράνιον βλέμμα
βαθυσκαφή εφανέρωσε
μνήματα μύρια.

Πολλά μεν σκοτεινά·
φέγγει επ' ολίγα τ' άστρον
το της αθανασίας·
την εκλογήν ελεύθερον
δίδει το θείον.

Έλληνες, της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι·
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
άδοξος τάφος;

Ο Γέρων φθονερός,
και των έργων εχθρός,
και πάσης μνήμης, έρχεται·
περιτρέχει την θάλασσαν
και την γην όλην·

Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης,
και τα πάντα αφανίζει.
Χάνονται η πόλεις, χάνονται
βασίλεια, κ' έθνη·

Αλλ' ότε πλησιάση
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
ο Χρόνος, το θαυμάσιον
χώμα σεβάζων.

Αυτού, αφ' ου την αρχαίαν
πορφυρίδα, και σκήπτρον,
δώσωμεν της Ελλάδος,
θέλει φέρειν τα τέκνα της
πάσα μητέρα.

Και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν, και ειπείν· Τον ένδοξον
λόχον, τέκνα, μιμήσατε,

λόχον Ηρώων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου