Επιμελείται ο Γ.Γ.Γ.
Από το βιβλίο του Γ. Α. Μέγα,
«Ελληνικές γιορτές και έθιμα του ελληνικού λαού»
Οι Καλικάντζαροι είναι δαιμόνια που εμφανίζονται μόνο κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα - Φώτα). « Έρχονται από τη γης αποκάτω. Ολον τον χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης», αλλά όταν κοντεύουν να το κόψουν έρχεται ο Χριστός και μονομιάς ξαναγίνεται το δέντρο και τότε τα δαιμόνια χυμούν στη γης επάνω και πειράζουν τους ανθρώπους.
Ο λαός φαντάζεται τους Καλικάντζαρους με ποικίλες μορφές. Για κάποιους, «είναι σαν τους ανθρώπους, όμως μαύροι και άσκημοι και πολύ ψηλοί και φορούν σιδεροπάπουτσα». Για κάποιους άλλους, «είναι μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, τράγινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς και με τριχωτό όλο το σώμα». Για άλλους, τέλος, «είναι κουτσοί, στραβοί, μονόμματοι, μονοπόδαροι και πολύ κουτοί... Η θροφή τους είναι σκουλήκια, βαθράκια, φίδια κ.ά. Μπαίνουν στα σπίτια από την καπνοδόχο και κατουρούν τη φωτιά, καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες, τους πιάνουν στο χορό» κ.τ.λ.
<!--[if !supportLineBreakNewLine]-->
<!--[if !supportLineBreakNewLine]-->
Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, Καλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται τα Χριστούγεννα, επειδή η σύλληψή τους συμπίπτει με την ημέρα του Ευαγγελισμού. «Αν κανένα παιδί γεννηθεί τα Χριστούγεννα, το δένουν με σκορδοπλεξούδα ή με ψαθόσκοινο από το χέρι της μητέρας του, για να το εμποδίσουν να πάει με τους Καλικάντζαρους, ή του καίνε τα νύχια των ποδιών: δεν μπορεί να γίνει Καλικάντζαρος χωρίς νύχια».
<!--[if !supportLineBreakNewLine]-->
<!--[if !supportLineBreakNewLine]-->
Για τον Νικόλαο Πολίτη, πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, οι Καλικάντζαροι είναι πλάσματα της νεοελληνικής μυθολογίας, στα οποία έδωσαν αφορμή οι μεταμφιέσεις που γίνονταν κατά τις ημέρες του Δωδεκαημέρου, επειδή οι μεταμφιεσμένοι συχνά ενοχλούσαν και φόβιζαν τους ανθρώπους. Διάφορα όμως στοιχεία, που ανάγονται στην προέλευση, τη μορφή και την ενέργεια αυτών των δαιμονίων (το ότι δηλαδή έρχονται από τον κάτω κόσμο όπου διαμένουν όλο τον άλλο χρόνο, το ότι εμφανίζονται με διάφορες μορφές, πολλές φορές σαν όντα μαλλιαρά, σαν Αράπηδες ή σαν ζούζουλα, το ότι θορυβούν, περιφέρονται εδώ κι εκεί, πηδούν, χορεύουν και απλώς ενοχλούν, δεν κακοποιούν τους ανθρώπους, το ότι μιαίνουν τις τροφές) καθιστούν πιθανό τον συσχετισμό των Καλικάντζαρων με τους νεκρούς, που σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη επιστρέφουν -σε ορισμένη εποχή- για λίγο χρόνο ανάμεσα στους ζωντανούς.
Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από τη δοξασία των Φαρασιωτών της Καππαδοκίας περί των «μνημοράτων» (= πεθαμένων). Πιστεύουν δηλαδή οι Φαρασιώτες ότι οι νεκροί, κατά τις νύχτες του Δωδεκαημέρου, γυρίζουν στους δρόμους και μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους. Γι’ αυτό και καίνε λιβάνι στη φωτιά -για να φύγουν. Τους φαντάζονται σαν Αράπηδες που φορούν κουρέλια και φεύγουν ξανά στις 8 Ιανουαρίου. Είναι λοιπόν οι Καλικάντζαροι «αι κήρες», δηλαδή οι ψυχές των νεκρών, οι οποίες, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Αθηναίοι, τις ημέρες των Ανθεστηρίων, όταν ο Αδης ήταν ανοιχτός, επανέρχονταν στον επάνω κόσμο και ενοχλούσαν με διάφορους τρόπους τους ζωντανούς -κυρίως μίαιναν τις τροφές. Γι’ αυτό και οι αρχαίοι Αθηναίοι «περιεσχοίνιζον» τα ιερά (δηλαδή τα περίζωναν με κόκκινο νήμα, δημιουργώντας μαγικό κύκλο, τον οποίο δεν μπορούσαν να περάσουν οι ψυχές), άλειφαν με πίσσα τις πόρτες των σπιτιών και μασούσαν από το πρωί ράμνο, για να εμποδίσουν την είσοδο των ψυχών στους ναούς, τα σπίτια και τα σώματά τους. Και, τέλος, τις έδιωχναν λέγοντας: «θύραζε, Κήρες, ουκέτ’ Ανθεστήρια».
Ο φόβος για τους Καλικάντζαρους υπέβαλε και στους νεοέλληνες παρόμοιες ή ανάλογες μεθόδους. Αλλοι κρεμούν πίσω από την πόρτα του σπιτιού ή μέσα στην καπνοδόχο ένα κατωσάγωνο γουρουνιού, που έχει αποτρεπτική δύναμη, άλλοι καίνε αλάτι ή παλιοπάπουτσο στη φωτιά -οι κρότοι και η δυσωδία του καπνού διώχνουν τους Καλικάντζαρους. Αλλοι προσπαθούν να τους εξαπατήσουν δένοντας στο κρικέλι της πόρτας λινάρι -μέχρι να ξεμπερδέψει ο δαίμονας και να μετρήσει τις ίνες του λιναριού, θα λαλήσει ο πετεινός, ο αγγελιοφόρος της ημέρας, που διώχνει τα δαιμόνια του σκότους. Αλλοι προσπαθούν να εξευμενίσουν τα δαιμόνια με διάφορες προσφορές -τους προσφέρουν από τα γλυκά και τις τηγανίτες τους. Ετσι, στην Αγχίαλο, «τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, της αγίας Αναστασίας, έκαμναν κάτι γλυκά με στάρι, λίγο αλεύρι, σταφίδες, ζάχαρη, καρύδια, σύκα, κανέλλα και τα μοίραζαν στα σπίτια. Πετούσαν όμως πρώτα τρεις κουταλιές κάτω απ’ την καπνοδόχο -για τους Καλικάντζαρους». Στην Κύπρο, «την τελευταία ημέρα τα Δωδεκαήμερα, που θα φύγουν οι Πλανήταροι, δηλαδή οι Καλικάντζαροι, τους περιποιούνται και τους κάνουν ξεροτήγανα... Τα ρίχνουν απάνω στα δώματα, να τα φαν οι Πλανήταροι, που γυρίζουν τότε από σπίτι σε σπίτι και χαιρετιώνται που θα φύγουν».
<!--[if !supportLineBreakNewLine]-->
Αλλά το κύριο μέσο, για να κρατηθούν οι Καλικάντζαροι μακριά από τα σπίτια των ανθρώπων, είναι η φωτιά, στην οποία η λαϊκή αντίληψη αποδίδει δύναμη αποτρεπτική των δαιμόνων. Γι’ αυτό η φωτιά στην εστία καίει μέρα και νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο. Την παραμονή των Χριστουγέννων, κάθε νοικοκύρης φέρνει και τοποθετεί στο τζάκι του σπιτιού του ένα χοντρό ξύλο, το οποίο κόβει από δέντρο αγκαθωτό, π.χ. αχλαδιά ή αγριοκερασιά, γιατί το αγκάθι διώχνει τα δαιμόνια. Το ξύλο αυτό λέγεται Χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάντζαλος. Πριν το βάλουν στο τζάκι, το ραίνουν με διάφορα καταχύσματα, δηλαδή με ξηρούς καρπούς. Τόσο τα ξύλα που απομένουν από τη φωτιά αυτή, όσο και η στάχτη, έχουν αποτρεπτική δύναμη και χρησιμοποιούνται για την προφύλαξη του σπιτιού και των χωραφιών από κάθε κακό: ξωτικά, σκαθάρια, χαλάζι.
<!--[if !supportLineBreakNewLine]-->
<!--[if !supportLineBreakNewLine]-->
Στην Χίο, την παραμονή, «κάθε νοικοκύρης θα κόψει ένα μεγάλο ξύλο αφ’ τα χωράφια και θα το φέρει να το ρίξει μες στημ μέσην του σπιθκιού και το λεν Χριστόξυλο. Ευτό θα το ράνουν αμύγδαλα, καρύδια και θα τρέχουν τα παιδάκια να τα μαζεύγκουν να τα τρων. Ύστερι θα πα να πάρει το Χριστόξυλον η νοικοκυρά να πα να το βάλει στην παραστιάν, νάφτει δώδεκα μέρες χωρίς να σβήσει. Υστερα θα μαζώξει την αχχυλιά να τη ρίξει στα τέσσερα καντούνια του σπιθκιού, για να φυλάει από τους Οξω κι απ’ εδώ».
Στον Τζίμο Μεσημβρίας, «έβαζαν μιαν αχλαδιά ή τσαπουργιά ό,τα’ εχ’ ποτακείνα τα’ αγκαθιάρ’κα. Κάθα πρωί θάνα το καιν από λίγο να βαστάξει δώδεκα μέρες. Τ’ ονομάζαμε σκαρκάντζαλο, επειδής ήταν για τις Σκαρκαντζάλοι. Εκαιγε το ξύλο αυτό και γι’ αυτό παραφυλάγντανε το σπίτι από τις Σκαρκάντζαλοι. Και ντη στάχτη τη μαζεύαμε, ντη ρίχναμε στο γέννημα, για να μη καμ’ δαυλό. Ρίχναμε και γύρω στην αυλή ποτακείν’ ντη στάχτη κορδόνι λόγυρα, για να προφυλάγεται τα ζώγα, τς ανθρώπ’ ‘πο κάθε ζούδι κι απ’ τις Σκαρκάντζαλοι».
Στα Μάλγαρα της Θράκης, τα ξύλα που απομένουν στη φωτιά «τα παιρν’ σπιτουνοικοκύρ’ς την παραμουνή τουν Φώτουν κι τα μπηγ’ στου χουράφ’, για να μη μπορούν οι μαγίστρες να πάρουν τουν καρπό απ’ τα γεννήματα και για να καρπίζουν τα στάρια». Έτσι εξασφαλίζεται η καλή σοδειά του νέου χρόνου.
Σε πολλούς τόπους, αντί για ένα τοποθετούν δύο ή τρία ξύλα, τα οποία κόβουν από καρποφόρα δέντρα και τα βάζουν ζευγαρωτά στο τζάκι. Τα ζευγαρώνουν και τα ανάβουν: κάνουν το «πάντρεμα της φωτιάς».
Σε πολλούς τόπους, αντί για ένα τοποθετούν δύο ή τρία ξύλα, τα οποία κόβουν από καρποφόρα δέντρα και τα βάζουν ζευγαρωτά στο τζάκι. Τα ζευγαρώνουν και τα ανάβουν: κάνουν το «πάντρεμα της φωτιάς».
Στα Άγραφα, για παράδειγμα, «παντρεύουν τη φωτιά τους. Βάνουν αγριοκερασιάς ξύλο για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρινο ξύλο για στοίχειωμα του νοικοκύρη και τα βάνουν χλωρά στη φωτιά. Για να καούν». Στην Κέρκυρα βάζουν και τρίτο ξύλο, που συμβολίζει τον κουμπάρο, ενώ στη Λευκάδα ο νοικοκύρης, αφού τοποθετήσει στη γωνιά δυο ξύλα (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό και ένα με παραφυάδες, θηλυκό), χύνει πάνω τους λίγο λάδι και λίγο κρασί και, απαγγέλλοντας το «ευλογητός ει Κύριε», ανάβει τη φωτιά. Ετσι γίνεται το πάντρεμα της γωνιάς. Κι επειδή τόσο ο καπνός όσο και οι κρότοι, που παράγονται από την καύση ορισμένων φυτών, θεωρούνται ότι έχουν δύναμη αποτρεπτική κατά των δαιμόνων, σε πολλά μέρη καίνε στη φωτιά χαμολιό ή σπαραγγιά.
<!--[if !supportLineBreakNewLine]-->
<!--[if !supportLineBreakNewLine]-->
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου