(Λευκάδα
1824-1879)
Η Ελληνική Παλιγγενεσία, οι Λυρικές
Μπαλάντες και η «Ανυπόταχτη Πολιτεία (1) στο έργο
του.
Τα
Θεατρικά
Γράφει για το ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ
ο κ. Καρυδάς Ι.Σ.
Γρηγόριος
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
μέλος του Ε.Ε.Π. του
Ιδρύματος.
Μ’ αρέσει η θάλασσα γιατί μου
μοιάζει / μ’ αρέσει σ’ άκουσα να λες κρυφά / πότε αγριεύεται, βόγγει, στενάζει /
και πότε ολόχαρη παίζει γελά / Αρ. Βαλαωρίτης «Η Ξανθούλα» στ.
1-4
Με δέος αποτολμώ να
σκιαγραφήσω εδώ την τεράστια πνευματική μορφή του «Ποιητή της
Κλεφτουριάς» Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τέκνου της Λευκάδιας Γης. Και πως να
φυλακίσεις ένα Μέγιστο μέσα σε δυο σελίδες; Αν και Γόνος εύπορης οικογένειας με
σπουδές στην Ελβετία, Πίζα και Παρίσι δεν υιοθέτησε τον «απολιτικό» τρόπο ζωής
της κοινωνικής του τάξης, αλλά από νωρίς αφιερώθηκε στον Ελληνικό Λαό και σε όλα
τα Εθνικά κινήματα της εποχής του (Επτανήσων, Ηπείρου,
Κρήτης).
Έχοντας αποξαρχής κοινά
σημεία γραφής και ιδανικών με τον Διονύσιο Σολωμό (Ζάκυνθος 1798- Κέρκυρα 1857)
και τον Ανδρέα Κάλβο (Ζάκυνθος 1792-Λονδίνο 1869) προχωρά ακόμα πιο βαθιά στον
πυρήνα της πατριωτικής ποίησης δίνοντάς της χαρακτήρα εθνικά εξεγερτικό και
συνάμα παγκόσμια εγερτήριο, αρνούμενος όχι μόνο τη λιτότητα του Δ. Σολωμού αλλά
και την αδρή πνευματικότητα του Α. Κάλβου. Το 1821 και το Δημοτικό τραγούδι
αποτελούν τη μούσα του, καθώς επίσης και ο ενδελεχής αγώνας για την Ελευθερία
που έχει χρέος να την κατακτήσει κανείς, μαχόμενος μέχρις εσχάτων κατά των ξένων
κατακτητών και του επάρατου Ιμπεριαλισμού που αυτοί εκπροσωπούν.
Οι στίχοι του, έμπλεοι
βαθύτατου ανθρωπισμού και επικού κάλλους, είναι στίχοι αβροί, ηρωικοί και
ολογάργαροι που κοσμούν ανεξίτηλα τον καμβά της πνευματικής μεγαλειότητάς του.
Ήταν και είναι ο Ένας, ο απαράμιλλος ζωγράφος της φύσης, που πάντα πλαισιώνει το
έργο του, αυτός που αποφεύγει συστηματικά τα καθαρευουσιάνικα γλωσσικά πλουμίδια
της Αθηναϊκής Ρομαντικής Σχολής. Ακραιφνής δημιουργός της Δημοτικής Γλώσσας
γράφει ένα ποίημα για τον Πατριάρχη Κων/πόλεως Γρηγόριο τον Ε΄(1872) που
θεωρείται ορόσημο και θεμέλιο της Δημοτικής μας ποιητικής Γραμματείας. Όταν
μάλιστα το απήγγειλε (25-3-1872) αγέρωχα ενώπιον ενός λόγιου αλλά πεισιθάνατου
Αθηναϊκού κοινού, οι λεβέντικοι στίχοι του έτυχαν θριαμβευτικής υποδοχής από το
άκαμπτο, καθαρευουσιάνικο ακροατήριο, που λάτρεψε όμως τα Ελληνικά Εκείνου, ενός
Άρχοντα του Ηρωικού Λόγου. Ως «Μέγας Ψάλτης» του Αρματολισμού και του 1821,
ορκισμένος πολέμιος της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας αλλά και της όποιας
ξένης επιβουλής κατά της Ελλάδας, εξιδανίκευσε και ηρωποίησε πολλούς επιφανείς
αλλά και αφανείς αγωνιστές του ’21.
Σε άρθρο του στην «Εστία»
το 1877 διερωτάται, αν θα τριτώσουν και αν θα συνεχισθούν οι διαμαρτυρίες κατά
των ξένων «αφεντικών» ορμώμενος από το γεγονός δύο προηγούμενων διαδηλώσεων που
είχαν ήδη πραγματοποιηθεί. Στρατευμένος στην πατριωτική ποίηση κατέχει επάξια το
ύψιστο βάθρο του «Μέγα Βάρδου» των περιπετειών και των αγώνων του Όλου
Ελληνισμού. Δημιουργώντας έργα με παλμό και υπερηφάνεια πατριωτική, γιγαντώνει
το ηθικό των καταπιεσμένων Ελλήνων, έτσι ώστε σε κάποια κατάλληλη στιγμή να
«δυνηθούν να εξεγερθούν κατά παντός ξένου δυνάστη.
Δουλεύει με ένταση τα
ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος. Φιλοσοφώντας, χωρίς όμως να είναι φιλόσοφος
(στ.274-280, Φωτεινός). Ο Μέγας της «Λύρας αρματωλός», όπως τον αποκαλεί ο Κ.
Παλαμάς, δίνει ψυχή ακόμα και στα άψυχα, άπνοα πράγματα. Γεμάτος πάθος και φλόγα
ατενίζει ελπιδοφόρα το εθνικό και ανθρώπινο «Γίγνεσθαι», πάντοτε ορμητικός, σαν
κείνα τα πύρινα ποτάμια της Λευτεριάς και της Παλιγέννεσης. Συγχωνεύει όλες τις
ανθρώπινες στιγμές σε μια μονάχα: σε κείνη τη στιγμή της «ύστερης ώρας» ή ακόμα
στη Νίκη που πηγάζει αναγκαστικά μέσα από τα τρίσβαθα του θανάτου.
Το έργο του Επικό και
διόλου επιγραμματικό έλκει με τη ιδεατή ομορφιά των λέξεων, μαγεύει με την
καθαρότητα των πατριωτικών και εξεγερτικών μηνυμάτων, καθώς η πάντα κυρίαρχη
λέξη, πρωτόγνωρη, πρωτόφαντη παίζει Αρχάγγελο ρόλο στην εξαίσια δημιουργία του
ανυπέρβλητου αυτού γλωσσικού φετιχιστή. Το βάρος της αγέραστης λέξης
επισημαίνει αργότερα ο Μέγιστος της Ρωμιοσύνης Βάρδος Γ. Ρίτσος αναφέροντας:
χτίζει μονάχα λέξεις, άραγες θα γεράσουνε κι αυτές; (Αργά πολύ αργά μέσα
στη νύχτα, Δευτερόλεπτα 24 και 27, στ.202-203, Κέδρος, Αθήνα, 1996). Ως
συνειδητός, γλωσσικός εθνικιστής, ή ακόμα και λαογράφος, δίκαια χαρακτηρίζεται
«Αντρειωμένος Ποιητής» και μέγιστη ποιητική προσωπικότητα.
Αν ο Δ. Σολωμός θεωρείται
ο Μέγας Οδοποιός της νεώτερης Ελληνικής Ποίησης ο Βαλαωρίτης κατέχει επάξια τη
θέση του Άριστου Γεφυροποιού. Τα γεμάτα πατριωτικά ιδανικά έργα του έχουν ως
μοτίβο στοιχεία ηρωικά και είναι πλούσια σε ρητορεία λυρική και αισθήματα
κοχλάζοντα. Αισθάνεται σφόδρα αλληλέγγυος στους χωρικούς, γιατί για τον
Βαλαωρίτη Πατρίς σημαίνει τούτο μονάχα :Αγροτιά και Λαός. Υποτάσσοντας τους
προσωπικούς του καημούς (θάνατος παιδιών του κ.α.) αφοσιώνεται στους καημούς των
άλλων αφιερώνοντας την καρδιά του στους μάρτυρες και στους ήρωες της Δόξας και
της Ελευθερίας, βαστώντας όμως πάντα αχαμήλωτη τη σημαία της αγωνιστικής ποίησης
ομπρός στο πάτριο χρέος.
Και μόνο η δημιουργία του
πλασμένη για τους καημούς των άλλων και ούτε κατ’ ελάχιστον για τα δικά του
βάσανα βοά το αξεπέραστο μέγεθος της μεγαλοσύνης του. Ο Βαλαωρίτης συμπάσχει
ολοκληρωτικά με τους ήρωες του, ενώ ο Όμηρος, αν θέλομε να κάνουμε σύγκριση,
αφηγείται τα περιστατικά ως θεατής, ως παρατηρητής, ως τρίτος. Αντίθετα όμως
όπως ακριβώς και ο Όμηρος, δίνει στη Φύση ανθρωπόμορφη υπόσταση. Έχοντας ρίζες
στα έγκατα του Αρχαίου Ελληνικού, Πνευματικού πολιτισμού και στο κλέφτικο,
δημοτικό τραγούδι, ενσαρκώνει το γνήσιο, συνεπή και φλογερό πατριδολάτρη, που
όχι μόνο διηγείται την Ιστορία της Πατρίδας του αλλά ταυτίζεται κιόλας με αυτήν.
Το συνολικό του έργο, απόλυτα ανόθευτο και συγκινησιακό μας διαπερνά εσώτατα
οδηγώντας μας, άμποτες, ακόμα πιο πέρα από τα σύνορα των μοιραίων πατρίδων.
Ο «Αθανάσης
Διάκος» (1867) και ο «Αστραπόγιαννος» (1867) θεωρούνται τα κορυφαία
έργα του Αρ. Βαλαωρίτη, όπως και « ο Φωτεινός» (1891) και η «Κυρά
Φροσύνη» (1859). Τα έργα αυτά αναφέρονται στο 1821 ή έχουν ψήγματα απ’ αυτό.
Ο «Διάκος» έργο ρωμαλέο και αυστηρό στη δομή του, χαρακτηρίζεται, ως, Ευαγγέλιο
Εθνικής Πίστης. Προβάλλοντας ο Ποιητής την Ιερότητα της θυσίας των ηρώων του
’21 προετοιμάζει το έδαφος της κατοπινής, επικής του δημιουργίας. Στο «Διάκο»
όπως και ο ίδιος αναφέρει, προσδίδει όλη τη RUSTICA της Δημοτικής Γλώσσας
αλλά και τη γοητεία της αρχαίας Ελληνικής πνευματικής ωραιότητας. Η «Φροσύνη»
έργο υποτυπωδώς θεατρικό ή ακόμα και OPERA είναι ένα έργο όχι
αριστουργηματικό, θεωρείται όμως κρίκος ενωτικός μεταξύ των πρωτινών και των
μετέπειτα εξαίσιων, επικών πονημάτων του.
Στα ιστορικά έργα του
πρωταγωνιστούν ανώνυμοι ήρωες που δεν του δημιουργούν μεγάλες δεσμεύσεις. Ως
ιδεαλιστής πασχίζει για την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα παλλόμενος από
πατριωτισμό και φλογερό πανελεύθερο πνεύμα. Γι’ αυτό και τα έργα του αποτελούν
κινητήρια δύναμη δημιουργίας και ζωής. Η «Φροσύνη» γίνεται αργότερα μελόδραμα
γεμάτο μουσικότητα και μεγαλείο, αφού επεξεργάστηκε το θέμα της πολύ ελεύθερα,
σε αντίθεση με τον «Διάκο» που τον διακρίνει, ως ήδη προαναφέραμε, μια αυστηρή,
Δωρική σύλληψη και γραφή. Συσχετίζοντας το θάνατο του «Διάκου» με το θάνατο του
Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ πλάθει έργα, όπου οι ιστορικές και ερευνητικές
σημειώσεις του, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους. Γνωστός ως «Μουζίκος της Γης»
είναι δεμένος άρρηκτα με αυτήν. Υμνεί απεριόριστα το Διάκο αν και γνωρίζει, ότι
δεν μπορεί ούτε ανδριάντα να του στήσει, αλλά ούτε και να τον αναστήσει.
Μοναδικό του κίνητρο για το σμίλεμα αυτού του μεγαλειώδους έργου είναι η
ιστορική δυνατότητα που του δίνεται.
Τα έργα του Α. Βαλαωρίτη
ανήκουν στον επαναστατικό χώρο και αναφέρονται, όπως έγινε αντιληπτό από τη
θεματογραφία τους, σε ιστορικά του παρελθόντος γεγονότα, που τα επεξεργάζεται
όμως με σαφήνεια και πάθος. Με τον «Αστραπόγιαννο» και το «Ξεριζωμένο
δένδρο» θεμελιώνει τη μοντέρνα ποίηση του Συμβολισμού(2) . Τα
έργα του γεμάτα δραματικά στοιχεία παίρνουν την τυπική μορφή του Μονόλογου ή
διαλόγου, καθώς το κυρίαρχο στοιχείο τους αποτελεί η εξωτερική σύγκρουση των
δραματικών καταστάσεων. Ο «Αλή Πασάς και η κυρά Φροσύνη» ανέβηκε στην Ν.
Υόρκη το 1929, όπως αναφέρουν οι κριτικές των εκεί εφημερίδων «Ατλαντίς» και
«Εθνικός Κήρυξ» μεταξύ 16-20 Οκτωβρίου του προαναφερθέντος έτους. Επίσης ο «Αλή
Πασάς» ανέβηκε και στη Φιλιππούπολη από την Ελληνική Δραματική Εταιρεία «Θέσπις»
στις 10-12-1888 καθώς και στο Ελληνικό θέατρο «Απόλλων» και πάλι στη
Φιλιππούπολη στις 28-2-1880. Όπου ανέβηκε το έργο αυτό επαινέθηκε σφόδρα καθώς ο
λόγος του εμψύχωνε και δίδασκε τα πλήθη. Επίσης ο «Αλή Πασάς τύραννος των
Ιωαννίνων» ανέβηκε και στο θέατρο ''Διεθνές'' της Φιλιππούπολης στις
10-12-1881.
<!--[if !supportLists]-->(1) Από το ομότιτλο ποίημα του Γ.
Ρίτσου.
<!--[if !supportLists]-->(2)
Συμβολισμός : Τ φυσικά
όντα και αντικείμενα θεωρούνται σύμβολα κάποιων Ιδεών, σκέψεων και
συναισθημάτων. Πίσω από τα προαναφερθέντα κρύβεται μια ιδέα μια ψυχική και
πνευματική ζωή. Ο Συμβολισμός συνδυάζει τον Ιδεαλισμός και τον
Πραγματισμό,
Προτεινόμενα έργα, Συγκεντρωτικές εκδόσεις Αρ.
Βαλαωρίτη
<!--[if !supportLists]-->1.
Α. Βαλαωρίτου : βίος και
έργα εκδ. Ιωαν. Βαλαωρίτη με μελέτες των Ροίδη, Κ. Παλαμά, Σ.Π. Λάμπρου, Τ.
Φιλήμονος κ.α. Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήνα, 1908
<!--[if !supportLists]-->2.
Τα άπαντα του Βαλαωρίτη,
προλ. Σπ. Μελάς Εισαγωγή επιμέλεια Κλ. Παράσχος, τόμοι 2,
Αθήνα
<!--[if !supportLists]-->3.
Αρ. Βαλαωρίτου : Έργα
Α΄και Β΄από τον Αρ. Καμπάνη, Αθήνα , 1924
Βιβλιογραφία :
Α. Μέμος Παναγιωτόπουλος, Νεοελληνική ποιητική
Ανθολογία, Ακάδημος, Αθήνα,1969
Β. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τ. 6, Αθήνα,
1996
Γ. Αρ. Βαλαωρίτης «Φωτεινός», Ερμής, Αθήνα,
1970
Δ. Κέντρο μελέτης και έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου
Ε. Χρ. Βασιλάκου- Σταματοπούλου, Κων/πολίτικα
θεατρικά προγράμματα 1876-1900, Ε.Λ.Ι.Α.,Αθήνα,1999.
You might also like:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου