“…Υπάρχουν στιγμές της ζωής που μπαίνουν σαν ορόσημα μπροστά από τον περασμένο χρόνο, συνάμα όμως δείχνουν ξεκάθαρα μια κατεύθυνση και καινούργια.
Σαν ένα μεταβατικό σημείο νιώθουμε αναγκασμένοι να κοιτάξουμε το παρελθόν και το παρόν με το αετίσιο μάτι της σκέψης για ν΄ αποκτήσουμε έτσι συνείδηση της πραγματικής μας θέσης.
Ακόμη κι η ιστορία της οικουμένης αγαπά τέτοιες αναδρομές και κοιτάζει εξεταστικά τον εαυτό της, πράγμα που συχνά γεννά την εντύπωση ότι γυρίζει πίσω ή σταμάτησε, ενώ στην πραγματικότητα γέρνει στο θρόνι της για να κατανοήσει τον εαυτό της, για να διαπεράσει με το πνεύμα την ίδια της την πράξη, την πράξη του πνεύματος..”
Κ. Μαρξ γράμμα στο πατέρα του[1]
Εισαγωγή
Αφορμή για την εργασία που ακολουθεί είναι μια πρόσφατη μελέτη- δίπλα στο κύμα στην κυανή ακτή της Πρέβεζας- του βιβλίου «ταξίδια με τον Επίκουρο» του Ντάνιελ Κλάιν από τις εκδόσεις Πατάκης.
Πρόκειται για ένα βιωματικό, υπαρξιακό ταξίδι στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στην Ύδρα, ενός ηλικιωμένου Εβραιοαμερικάνου φιλοσόφου, με την βοήθεια του Επίκουρου. Έναν στωικό, υπαρξιστή και Καντιανό Επίκουρο, όπως τον διάβασε και τον παρουσίασε ο συγγραφέας του συγκεκριμένου βιβλίου πρακτικής «on the road» φιλοσοφίας.
Η οπτική του συγγραφέα δεν μπορώ να πω πως με ικανοποίησε, μου έδωσε το ερέθισμα να κοιτάξω καλύτερα αυτόν τον κάπως περιθωριακό -σε σχέση με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη- φιλόσοφο. Αυτή η εργασία είναι η δική μου «on the road» μελέτη στον Επίκουρο.
Τώρα θα μου πείτε: μα τι εννοείς με το «on the road» μελέτη του Επίκουρου; Μα τίποτε άλλο από την απόπειρα μιας ανοικτής και σε ένα βαθμό ανατρεπτικής, ίσως και αναρχικής θέασης του Επίκουρου. Μιας ανοικτής, ανατρεπτικής και αναρχικής θέασης που μόνο ο «δρόμος», τα ταξίδια, το διάβασμα και η ενασχόληση, με τα του «Δήμου», μπορούν να σου προσφέρουν.
Ναι αυτός θα είναι ο «δικός μου Επίκουρος»[2], χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο «δικός μου Επίκουρος» δεν θα εμπεριέχει -διαλεκτικά ελπίζω- και τους άλλους Επίκουρους που μελέτησα στα πλαίσια αυτής της μικρής μου εργασίας. Ούτε πάλι πως ο «δικός μου Επίκουρος» είναι και ο πραγματικός. Όλες οι φιλοσοφικές οπτικές είναι αληθινές, αρκεί να έχουν σε ένα βαθμό επιστημονική θεώρηση και να θρέφουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες του φιλοσοφικού στοχασμού.
Εσείς οι αναγνώστες αυτού του κειμένου θα κρίνεται αν υπάρχει αυτή η ανατρεπτική, ανοικτή θέαση και δεν είναι μια- καλή ή κακή(και αυτό παίζει το ρόλο του)- συρραφή απόψεων σαφώς πιο αξιόλογων από έμενα μελετητών του φιλοσόφου.
Ακόμη και αν απέτυχα, ελπίζω μόνο να σεβάστηκα τις απόψεις που θα παρουσιάσω ,δίχως να παρερμηνεύω τους συγγραφείς των βιβλίων και δίχως να παρερμηνεύσω και μάλιστα με χυδαίο τρόπο και τον ίδιο τον Επίκουρο.
Στο πρόλογο της εργασίας θα παρουσιάσω το βασικό ερώτημα της εργασίας, στο κύριο μέρος θα επιχειρήσω να δώσω κάποιες απαντήσεις και στον επίλογο να βγάλω κάποια συμπεράσματα, αφήνοντας ανοικτό σε περαιτέρω διερεύνηση αν, σε πιο βαθμό και με πιο τρόπο η σκέψη του Επίκουρου είναι σύγχρονη.
Και όταν λέμε σύγχρονη εννοούμε αν με ένα τρόπο θεάται και συμμετέχει στο αναστοχασμό για την ριζική αλλαγή αυτού του κόσμου προς την κατεύθυνση της κοινωνικής χειραφέτησης.
Πρόλογος
Το βασικό ερώτημα που θέτω υπό διερεύνηση είναι αν υπάρχει ένας πολιτικός Επίκουρος, αν δηλαδή το Επικούρειο «Λάθε Βιώσας» ενέχει μια πολιτική στάση και όχι μια στάση- όπως θα λέγαμε- απολίτικη ή αντιπολιτική.
Κατά συνέπεια θα ασχοληθούμε με το τι νοείται πολιτική, πολίτης, πολιτεία, πόλη-κράτος στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και όχι γενικά. Όπως επίσης διαμέσου της θέασης της φιλοσοφικής οπτικής θα δούμε πως την αντιμετωπίζει ο Επίκουρος. Όπως θα δούμε πια είναι η στάση που επιλέγει απέναντι στο τι νοείται πολιτική και την πολιτεία στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Πρόκειται άραγε για ένα πολιτικό αναχωρητισμό, μια στροφή προς μια ατομικότητα που αδιαφορεί για τα κοινά της πόλης; Ή μια στροφή προς μια ολοκληρωμένη ατομικότητα, μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που αντιμετωπίζει και ξεπερνά τις προκλήσεις, τους κινδύνους και τους φόβους του.
Και αν πρόκειται για μια αδιαφορία, πως αυτή νοείται. Πρόκειται για μια αδιαφορία που τον κάνει συνεργό στο τι συντελείται ή τον βρίσκει σε θέση μάχης απέναντι σε αυτό που συντελείται.
Και πως δίνει την μάχη του ο Επίκουρος και οι όμοιοι του. Τον δίνει με τον τρόπο που τον έδιναν την εποχή του, συμμετέχοντας σε ένα «στημένο» πολιτικό παιχνίδι ή επιλέγει μια γραμμή εξόδου, όχι μόνο για να σώσει οτιδήποτε μπορεί να σωθεί, αλλά και για να ξαναπιάσει το νήμα από εκεί που το αφήσαν οι Ίωνες φιλόσοφοι, οι σοφιστές και οι δημοκρατικές δυνάμεις την εποχή της ακμής της Αθηναϊκής δημοκρατίας.
Στοχεύοντας σε μια επανάκτηση και επανεκκίνηση αυτών των πολιτικών προταγμάτων, έτσι ώστε όλοι οι άνθρωποι αυτή την φορά, και όχι μόνο οι ελεύθεροι πολίτες/ άνδρες να γίνουν πραγματικά ελεύθεροι και ανεξάρτητοι.
Η απάντηση που δίνω εξαρχής στο ερώτημα που θέτω είναι θετική. Το Επικούρειο «Λάθε Βιώσας» αποτελεί μια συνειδητή πολιτική στάση, μια δημοκρατική πολιτική στάση, που όχι μόνο κρατάει την ουσία της δημοκρατικής πολιτικής κοινότητας, όπως την έζησαν στην χρυσή περίοδο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, αλλά και την διευρύνει σε κοινωνικά υποκείμενα που ήταν αποκλεισμένα από τις δομές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, όπως ήταν οι δούλοι, οι μέτοικοι και οι γυναίκες.
Και αυτή είναι μια νεωτεριστική και ανατρεπτική στάση που μας οδηγεί στην εποχή του Διαφωτισμού, ίσως και να την υπερβαίνει, καθώς μιλάει στο όνομα του ανθρώπου και όχι του πολίτη. Δίκαια λοιπόν από αυτή την άποψη ο Επίκουρος ονομάστηκε από τον Καρλ Μαρξ «μέγιστος διαφωτιστής»[3].
Ένας επαναστάτης διαφωτιστής που κατανόησε πως δεν επαρκούν οι από τα πάνω αλλαγές αν το μαχόμενο υποκείμενο, που δεν είναι άλλο από τον άνθρωπο, τον άνδρα, την γυναίκα, τον ελεύθερο και τον δούλο, δεν απελευθερωθούν από τους φόβους τους. Απελευθερωμένοι από τους φόβους τους που στην σημερινή εποχή μπορούμε να τις ονομάσουμε και ιδεολογίες, μπορούν να αλλάξουν με ριζικό τρόπο τα πράγματα.
Η Εποχή του
Αλλά ας επιστρέψουμε στην εποχή του που διαμορφώσαν τις συνθήκες για να εμφανιστεί αυτός ο «μέγιστος διαφωτιστής», περισώζοντας τις ανθρώπινες αξίες και την δημοκρατική στάση, σε μια περίοδο παρακμής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Ο Επίκουρος έζησε την πρώτη περίοδο των Ελληνιστικών χρόνων, με την δημοκρατία της «πόλης- κράτους», με την δημοκρατία του «δήμου», όχι μόνο να βρίσκεται σε παρακμή, λόγω της οικονομικής κυριαρχίας των πλούσιων, αλλά να έχει καταλυθεί από την Μακεδονική βασιλεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επίγονων του. Και αυτό είχε ως αποτέλεσμα και τυπικά να περιοριστεί ο αριθμός των Αθηναίων πολιτών που είχε πολιτικά δικαιώματα, καθώς θεσπίστηκε πλαφόν περιουσίας 2000 δρχ.[4] Δηλαδή ταξικά αφορούσε πλέον μόνο τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις και όχι το πλήθος των ελεύθερων ανδρών πολιτών.
Ενώ η σχόλη του, ο περίφημος «κήπος» και το φιλοσοφικό του ρεύμα μεγαλούργησε και άντεξε στις επιθέσεις άλλων ρευμάτων, του κράτους και των άλλων ιδεολογιών για 500 χρόνια, σε μια παρατεταμένη εποχή μετάβασης από την ύστερη δουλοκτητική κοινωνία, που είχε ως κορύφωση την χρυσή «πεντηκονταετία»( (479-431 π.Χ), στην πρώιμη περίοδο της φεουδαρχίας, με τις αυτοκρατορίες της ανατολής και της δύσης. Με τον κυρίαρχο χριστιανισμό να πολεμάει αλλά και να εγκολπώνεται το ρεύμα του Στωικισμού- αντίπαλου του ρεύματος του Επίκουρου- καθώς και τον νεοπλατωνισμό, μετατρεπόμενος από θρησκεία διωκόμενων, σε κρατική θρησκεία, θέτοντας τις εθνικές θρησκείες και θεωρήσεις στην «παρανομία», και στην συνέχεια στο κάδρο της παρελθούσας ιστορίας.
Στην πιο σκληρή «παρανομία» από όλες τις εθνικές παραδόσεις βρέθηκε η Επικούρεια Φιλοσοφία τόσο για το άσχημο όνομα που είχε βγάλει, λόγω χοντροκομμένων παρανοήσεων, σε βαθμό που να γίνει πιστευτός ο «χοίρος του Επίκουρου», όσο και γιατί η άποψη του Επίκουρου περί θεών έτεινε σε ένα αθεϊσμό ή έτσι φαίνονταν στα μάτια των πρώτων χριστιανών. Ίσως αυτός ο «ενάντιος ζήλος να συνέτεινε αποφασιστικά στο να εξαφανιστεί το συγγραφικό έργο του Επίκουρου, που κατά τον Διογένη Λαέρτιο δεν περιλαμβάνει λιγότερο από τριακόσια βιβλία»[5]
Επιστρέφοντας στις αρχικές συνθήκες της εμφάνισης του Επίκουρου και της φιλοσοφίας θα αναφερθούμε σε αυτό που γραφεί ο Χ. Θεοδωρίδης στο εξαιρετικά σημαντικό και σε ένα βαθμό στρατευμένο βιβλίο του για τον Επίκουρο [6]:
« Όταν ο Επίκουρος άρχισε να νιώθει τον κόσμο, η Ελλάδα είχε χάσει την ανεξαρτησία της κάτω από την επιβολή της μακεδονικής στρατοκρατίας. Με τους μακεδόνες αρχηγούς συνεργάζονταν οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις της πατρίδας του και στο διανοητικό έδαφος κυριαρχούσε η ιδεαλιστική φιλοσοφία….Ο Επίκουρος γεννήθηκε από τον πόνο και το θυμό του ανθρώπου που είχε κληρονομήσει την αδέσμευτη ιδιοσυγκρασία αποκτημένη με μακροχρόνιους αγώνες»[7].
Μια δημοκρατική ιδιοσυγκρασία στα πλαίσια ενός «δήμου» – πολιτεία- κράτους με πολίτες και λαό σε μεγάλο βαθμό να αυτοκυβερνούνται, διαμέσου κλήρωσης. Είναι η ολοκλήρωση μιας πολιτικής διαδικασίας που ξεκίνησε με την βασίλεια των ηρώων, συνεχίστηκε με την ολιγαρχία των αρίστων, για να ολοκληρωθεί με την αυτοκυβέρνηση των ελευθέρων πολιτών, μέσα από κοινωνικούς αγώνες του δήμου και του λαού ενάντια στους δυνατούς και τους ολιγάρχες.
Μια αμεσοδημοκρατική αυτοκυβέρνηση των ελεύθερων πολιτών και όχι όλων των ανθρώπων που κατοικούσαν σε αυτή την περιοχή του κόσμου, που αποτελεί ένα ιστορικό παράδοξο, μια δημοκρατική «ανωμαλία» στα πλευρά βασιλιάδων, αριστοκρατών και αυτοκρατόρων. Μια δημοκρατική ανωμαλία που δεν έζησε πάνω από 7 δεκαετίες αλλά καθόρισε την φιλοσοφική και πολιτική σκέψη έως και στα σήμερα.
Λες και με εγελιανούς όρους το καθολικό πνεύμα της αυτοσυνειδησίας της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, αφού εμφανίστηκε διαμέσου της εξουσίας των ηρώων βασιλιάδων και των αριστοκρατών του πνεύματος, ολοκλήρωσε την παρουσία του με το δημοκρατικό σώμα του πλήθους των ελευθέρων. Αντιμετωπίζοντας τις αντιφάσεις που γεννάει η δουλοκτητική κοινωνία που αφήνει το μεγαλύτερο τμήμα του λαού, εκτός της δημοκρατικής εξουσίας, καθώς και τις ταξικές αντιθέσεις ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, επιστρέφει στο εαυτό της, περιμένοντας ή ετοιμάζοντας την επόμενη έξοδο.
Σε αυτή την φάση της επιστροφής είναι που εμφανίζεται το επικούρειο πνεύμα της αυτοσυνειδησίας της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας για να κρατήσει άσβεστη την ελπίδα μιας πραγματικά δημοκρατικής κοινότητας. Ταυτόχρονα δε, ξαναφέρνει στην επικαιρότητα την ατομική υλιστική θεώρηση της προσωκρατικής φιλοσοφία, «γειώνοντας την» στο επίπεδο του ατόμου, που νιώθει ελεύθερος από την πόλις-κράτος, βρισκόμενος στο χάος των αυτοκρατορικών Ελληνιστικών χρόνων. Σε αυτό το χάος, η Επικούρεια και η Στωική από μια άλλη οπτική φιλοσοφία, δίνει ένα νόημα αυτοσυνειδησίας.
Όπως γράφει και ο ιστορικός Νίκος Ψυρούκης, ακολουθώντας σε ένα μεγάλο βαθμό την φιλοσοφική οπτική του Χ. Θεοδωρίδη, στην μονογραφία του για τον Επίκουρο [8]:
«Ο Επίκουρος κληρονομούσε ένα πνευματικό κόσμο περίπου τεσσάρων αιώνων, αυτόν που δημιουργήσαν οι Ίωνες φιλόσοφοι, οι Πυθαγόρειοι, οι σοφιστές, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος, ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης Και έμπαινε στην μάχη της ζωής και της δημιουργίας μέσα σ΄ έναν κόσμο γεμάτο μεταπτώσεις, αγωνίες, άγχος, αβεβαιότητα, μέσα σ΄ έναν κόσμο που χαρακτηρίζονταν από τα κοινωνικά αδιέξοδα, από το κουρέλιασμα όλων των παλαιών αξιών της δουλοκτητικής κοινωνίας, από τον σκεπτικισμό και από τους οξύτατους ταξικούς αγώνες. Ήταν ο κόσμος των τυχοδιωκτών εμπόρων, της εξαθλίωσης μεγάλου τμήματος των ελεύθερων, της παθητικοποίησης και του ξεπεσμού των πολιτών, του υπερατομικισμού και των μικροσυμφερόντων. Μα ήταν κι ένας κόσμος των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων και του κοσμοπολιτισμού(τα τείχη του στενού «κράτους-πόλη» είχαν πέσει). Και ο Επίκουρος διάλεξε τον δρόμο του: μέσα στην παρακμή έδωσε τη μάχη του διαφωτισμού για να κρατήσει και να στηρίξει την υπόσταση του ανθρώπου. Αναπόφευκτα λοιπόν πρότρεξε της εποχής του και την ξεπέρασε, αφού υπερασπίζονταν μια παντοτινή υπόθεση της ανθρωπότητας, την πεμπτουσία της ανθρώπινης φύσης, την ελευθερία του ανθρώπου»[9].
Κλείνοντας το πρόλογο δεν μπορώ πάρα να συγκρίνω την εποχή του Επίκουρου όπως την περιγράφει ο ιστορικός Νίκος Ψυρούκης με την δική μας εποχή. Μια εποχή και πάλι μεταβάσεων, εποχή τεραστίων επιστημονικών δυνατοτήτων καθώς και πλούτου, αλλά και με μια εποχή μικρών προσδοκιών. Κατά μια έννοια ζούμε την εποχή των δικών μας Ελληνιστικών παγκοσμιοποιημένων τόπων και χρόνων, στην οποία το έθνος- κράτος το υπερβαίνει η οικονομική και τεχνολογική ενοποίηση του κόσμου.
Με την κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία που κτίστηκε πάνω στο έθνος- κράτος, να μετατρέπεται σε μια παγκόσμια μεταεθνική ολιγαρχία των οικονομικά ισχυρών και των ιμπεριαλιστικών κέντρων, όπως στην εποχή του Επίκουρου η δημοκρατία του «Δήμου» μεταλλάχθηκε σε αυτοκρατορική βασιλεία- ολιγαρχία και τυρρανίδα. Αλλά ας αναπτύξουμε το βασικό μας ερώτημα, ερευνώντας και μελετώντας τις φιλοσοφικές οπτικές του Επίκουρου, δίνοντας έμφαση στο πεδίο της ηθικής και της πολιτικής.
Η φιλοσοφία του Επίκουρου
“Είναι δυστυχία να ζεις μέσα στην αναγκαιότητα, όμως δεν αποτελεί αναγκαιότητα το να ζεις μέσα στην αναγκαιότητα. Παντού στέκουν ανοικτοί της ελευθερίας οι δρόμοι, πολλοί, σύντομοι κι εύκολοι.”[10]
Η φιλοσοφία του Επίκουρου είναι βαθιά ανθρωποκεντρική. Δεν υπάρχει πάρα ο άνθρωπος ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο ον, που είναι ικανός να φτιάξει την ζωή του όπως αυτός θέλει. Είναι ικανός να απολαύσει την ευτυχία που μόνος αυτός μπορεί να φτιάξει. Ακόμη καλύτερα την ευτυχία την έχει μέσα του.
Τι πρέπει να κάνει; Μα να παραμερίσει αυτά που τον ενοχλούν, αυτά που τον εμποδίζουν να απολαύσει την ευτυχία που κατέχει. Να εξασφαλίσει αυτό που ονομάστηκε Επικούρεια αταραξία. «Όλες μας οι πράξεις αυτό έχουν σκοπό να παραμερίσουν τον πόνο και την ταραχή. Όταν αυτό το καταφέρουμε γαληνεύει όλη η μπόρα της ψυχής, γιατί ο άνθρωπος πια να τρέξει για να κυνηγήσει κάτι, που να συμπληρώνει την ευεξία της ψυχής.»[11]. Κατά συνέπεια ο στόχος του ανθρώπου είναι να πολεμήσει τους φόβους του και τις δεισιδαιμονίες του.
Και αυτό θα συμβεί, αν ο άνθρωπος- προσωπικότητα κτίσει με αυτά τα κριτήρια την κοινωνία, μαζί με τους όμοιους του, που δεν μπορεί πάρα να είναι και φίλοι του. Και από αυτή την οπτική μάλλον φτάνει την αρχαιοελληνική αυτάρκεια στην «εσχάτη συνέπεια»[12] της.
Ένας τέτοιος ολόπλευρα ανθρωποκεντρικός δεν μπορεί πάρα να είναι ένας κόσμος αποκλειστικά υλικός και αισθητός, γιατί μόνο κατά αυτόν τον τρόπο μπορεί ο άνθρωπος και η κοινότητα του να είναι αυτεξούσια και αυτάρκης.
Όπως γράφει και ο Χ. Θεοδωρίδης: «Ο κήπος είναι η συνέχεια και η τελείωση της Αθηναϊκής πολιτείας.. Κοινή χαρά και κοινή αγάπη ενώνει τους τρόφιμους της σχολής. Αυτές που έπρεπε να ενώνουν όλους τους πολίτες και όλους τους ανθρώπους και θα τους ενώσουν, όταν τα δόγματα της Σχολής γίνουν κοινό κτήμα»[13] . Και από αυτή την οπτική ο Επικούρειος κήπος έχει το χαρακτήρα μιας συγκεκριμένης πραγματωμένης ουτοπίας ή καλύτερα ευτοπίας.
Σε αυτό τον υλικό αισθητό κόσμο δεν παρεμβαίνει κανένας θεός ή δαίμονας. Όχι πως δεν είναι ένθεος ο Επίκουρος, αλλά είναι ένθεος με ένα τέτοιο τρόπο που οι θεοί του, δεν παρεμβαίνουν πουθενά, παρακάτω θα ασχοληθούμε πιο αναλυτικά με το θέμα.
Ο Επίκουρος θεωρεί πως οι άνθρωποι διάμεσου της γνώσης των αισθητών πράγματων και της φύσης μπορεί να κατανοήσει τον κόσμο που τον περιβάλει και να κάνει την φύση «συντελεστή της ευδαιμονίας»[14] του.
Διάμεσου της γνώσης και της επιστήμης θα μπορέσει ο άνθρωπος να απελευθερωθεί από την αμάθεια, τις προλήψεις τις δεισιδαιμονίες του και τους φόβους του. Θα αντιμετωπίσει τους, τους καημούς, τις πίκρες, τους σωματικούς και τους ψυχικούς πόνους του
Και από αυτή την οπτική η γνώση, η επιστήμη και η φιλοσοφία έχουν νόημα και αξία αν υπηρετούν τις βαθύτατες ανάγκες του ανθρώπου και της κοινότητας του και όχι το αντίθετο και αυτό είναι κάτι που το γνώριζε ο Επίκουρος και οι όμοιοι του.
Όπως τονίζει με έμφαση και ο Χ. Θεοδωρίδης: «Για τον Επίκουρο και τη σχολή του η φιλοσοφία υπηρετεί τη ζωή κι έχει μοναδικό σκοπό, όπως κάθε γνώση ή ενέργεια να φέρει τη γαλήνη και την ευτυχία. Αυτό λέγει ο επικουρικός ορισμός της φιλοσοφίας που μας έσωσε ο Σέξτος ο Εμπειρικός. Η φιλοσοφία είναι ενέργεια και εξηγώντας τους λόγους εκείνων που γίνονται και καταλήγοντας σε συμπεράσματα με διαλογισμούς κάνει ευτυχισμένη την ζωή..»[15].
Αυτή λοιπόν η κοινωνική αποστολή της φιλοσοφίας και ο αγώνας για την καταπολέμηση των φόβων, της αμάθειας και των δεισιδαιμονιών, αυτό το νόημα της λέξης ευδαιμονία, που έκανε τον άνθρωπο, τον ολικό άνθρωπο και όχι μόνο τον ελεύθερο πολίτη άνδρα, δαιμόνισε τις εξουσίες της εποχής του, τις φιλοσοφικές, πολιτικές και θρησκευτικές εξουσίες.
Ο λόγος πολύ απλός, διαφώτιζε τον άνθρωπο για να αντιμετωπίσει και να πολεμήσει τους φόβους του. Εξάλλου μόνο όποιος μπορεί να αντιμετωπίσει και να πολεμήσει τους φόβους είναι λεύτερος και αυτοκυρίαρχος. Αλήθεια τι πιο βαθύτατα ανατρεπτικό μήνυμα, τι πιο καθολικά αναρχική στάση από αυτή.
Αναρχικό όχι με την σημασία του σύγχρονου μηδενιστικού εξεγερσιακού αναρχισμού των καπιταλιστικών μητροπόλεων, μα με την έννοια που έδινε ο πρίγκιπας του αναρχισμού Π. Κροπότκιν, δηλαδή ενός αναρχικού κοινοτισμού. Ή με την έννοια που έδινε ο Μ. Μπούκσιν, ενός φυσιοκρατικού διαλεκτικού κοινοτισμού. Σίγουρα πρόκειται για μια υπόθεση εργασίας που ευελπιστώ να αναλύσω και εδώ σε ένα βαθμό αλλά και αλλού. Από μια πρώτη ματιά θα έλεγα πως για τους αναρχικούς στοχαστές έχει σε μεγάλο βαθμό υποτιμηθεί η Επικούρεια φιλοσοφία σε σχέση με την κυνική η την Στωική.
Καταστηματική ηδονή
Η δύναμη της αταραξίας της ψυχής που σου προσφέρει η γνώση, η επιστήμη και η φιλοσοφία έχει ως αποτέλεσμα την χαρά και την ευθυμία. Η ιδία η πολιτεία νιώθει δυνατή, όταν αποτελείται από χαρούμενα σώματα και άτομα, ελεύθερος πολίτης είναι μόνο ο χαρούμενος πολίτης.
Ο Δημόκριτος μιλάει για την ευθυμία, για την «ευάρεστη διάθεση της ψυχής»[16],δηλαδή για την γαληνή της ψυχής που μας οδηγεί σε μια γραμμή επιλογής για το τι μας κάνει καλό και τι μας κάνει κακό, για το τι μας προκαλεί δηλαδή ηδονή.
Για τον Επίκουρο «Ανώτερες κι ευγενικότερες είναι οι πνευματικές ηδονές και μέτρο για την διάκριση τους το καλό και τ΄ αληθινό. Αυτά είναι σταθερά και κοινά σ΄ όλους, ενώ το ευάρεστο, το ηδύ, είναι διαφορετικό στο καθένα…Ύψιστη απόλαυση είναι η διανοητική εργασία.., ο «θεωρητικός βίος», όπως το υπογράμμιζε και ο Αριστοτέλης »[17].
Ενώ στις «κύριαι δόξαι» γράφει: «Δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς χαρούμενα, αν η ζωή του δεν έχει γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη, κι ούτε πάλι είναι δυνατόν να χει η ζωή του γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη, αν δεν έχει και χαρά. Όποιος δεν τα διαθέτει αυτά δεν μπορεί να ζει ευτυχισμένα».[18]
Είναι ολοφάνερο πως ο Επικούρειος λόγος περί χαράς είναι απόρροια της γνώσης και της επιστήμης, που οδηγεί στην αταραξία και στην επιλογή αυτών των πράγματων που μας κάνουν καλό και όχι κακό, είναι σαν αιώνες πριν να προλέγει τον Σπινόζα και την Ηθική του. Μια ηθική της απελευθέρωσης και της χαράς που προκύπτει από αυτά τα πράγματα, τα γεγονότα, τις έξις και τας συναισθήματα που κάνουν δυνατό το σώμα, όχι ρωμαλέο και ισχυρό, αλλά δυνατό.
Σπινοζικά δυνατό σημαίνει οντολογικά ενεργητικό(potentia) που αντιστέκεται σε κάθε παθητική δύναμη ή εξουσία(potestas), όπως είναι η εξουσία των φόβου, του πόνου, των δεισιδαιμονιών, της πολιτικής και κρατικής εξουσίας. Αντίθετα ενεργητική δύναμη ήταν ο Επικούρειος Κήπος, απέναντι στην παθητική εξουσία του πλήθους των Ελληνιστικών χρόνων και την αυτοκρατορική εξουσία.
Ακολουθώντας την σκέψη του Ζιλ Ντελέζ στο βιβλίο του «Σπινόζα Πρακτική φιλοσοφία» στο τι θεωρεί καλό και καλό θα δούμε πως: « Ο καλός και ο κακός ..Είναι οι δύο κατευθύνσεις που προσλαμβάνει η παραλλαγή της δύναμης ενέργειας: η μείωση της δύναμης αυτής(λύπη) είναι κακή, η αύξηση της(χαρά) είναι καλή( Ηθικήiv, 41). Αντικειμενικά συνεπώς καλός είναι όποιος και ό,τι ή προωθεί τη δύναμη μας να ενεργούμε, κακός όποιος τη μειώνει ή την παρεμποδίζει…»[19]
Με το καλό και το κακό να υπάρχουν γιατί δεν κυβερνά ο Λόγος και αφού δεν κυβερνά ο Λόγος δεν είμαστε ελεύθεροι. «Για αυτό και ο Σπινόζα λέει: «Αν οι άνθρωποι γεννιούνταν ελεύθεροι δεν θα σχημάτιζαν καμία έννοια του καλού ή του κακού πράγματος επί όσο καιρό ήταν ελεύθεροι(iv, 68)…Το καλό όπως και το κακό δεν έχουν νόημα. Είναι όντα κατ΄ επινοιαν ή κατά φαντασία που εξαρτούνται εξ ολοκλήρου από τα κοινωνικά σημεία, από το κατασταλτικό σύστημα ανταμοιβών και τιμωριών»[20] .
Μια θέση που πιστεύω πως θα έβρισκε σύμφωνο και τον υλιστή Επίκουρο, όταν έλεγε πως το τι είναι καλό ή το τι είναι κακό, το ξεχωρίζουν πολύ καλά τα ζώα, επειδή δεν έχουν ακόμη διαστρεμμένη την φύση ή όταν λέει «το νεογέννητο που δεν έχει ακόμη σκλαβωθεί σε στραβές δοξασίες, άμα το βρει υπερβολικά κρύος αγέρας κλαίει και ξεφωνίζει..»[21] . Συνδέοντας το καλό και την ηδονή με την φυσική τάξη που καλό και ηδονή είναι ότι αποφεύγει ο πόνο και το άλγος.
Φυσικά στο Σπινόζα δεν υπάρχει μια ελευθερία εκλογής, το κάθε σώμα είναι αναγκαίο να εμμένει στο σώμα του, στο «είναι» και στην ντετερμινιστική αναγκαιότητα(conatus), γεγονός που τον φέρνει πιο κοντά στο Δημόκριτο, πάρα στο Επίκουρο της απόκλισης.
Αντίστοιχα η απόρριψη της τελεολογίας εκ μέρους του Σπινόζα επηρέασε την εικόνα που έχει για την φιλοσοφία[22]. Τόσο στην περίπτωση του Επίκουρου όσο και σε αυτή του Σπινόζα εμφανίζεται η γραμμή του υλισμού και της εμμένειας ή καλύτερα ένας υλισμός της εμμένειας. Δηλαδή αυτή η φιλοσοφική διαδρομή και στάση που ξεκινά από τις ίδιες τις ανάγκες του σώματος και τις ψυχής και όχι από έξωθεν παρεμβάσεις και εξουσίες.
Ο μαρξιστής φιλόσοφος Λ. Αλτουσέρ στην ύστερη φάση του, στην προσπάθειά του μιλήσει για ένα υπόγειο ρεύμα του υλισμού, για έναν υλισμό της συνάντησης, ένα ανοικτό και μη-τελεολογικό υλισμό. Αναφέρεται σε ένα υπόγειο ρεύμα υλισμού που ξεκινά από τον Επίκουρο, τον Λουκρήτιο, τον Σπινόζα, τον Μακιαβέλλι, τον Χομπς, τον Ρουσσώ και τον Χάιντεγκερ.[23]
Αλλά ας επιστρέψουμε στην έννοια της ηδονής στον Επίκουρο. Στο Επίκουρο όπως είπαμε η ηδονή συσχετίζεται με την αταραξία της ψυχής, όπως αυτή απορρέει από την αντιμετώπιση των φόβων και των πόνων και σίγουρα δεν ταυτίζεται με τις ηδονές της σάρκας.
Ο φιλόσοφος για να την ξεχωρίσει «τις άλλες κοινές ηδονές(από φαγί, πιοτό, θεάματα κ.τ.λ.) την είπε «καταστηματική ηδονή», λέξη που δε λέγει τίποτε σ’ μας. Εμείς θα λέγαμε το πολύ καταστασιακή ηδονή. Ενώ τις κοινές τις είπε ηδονή «εν κινήσει»..»[24]
Σύμφυτη με την ηδονή είναι η διάκριση των επιθυμιών, καθώς με βάση το τι προσφέρει ηδονή οδηγείται ο Επίκουρος σε μια ιεραρχία επιθυμιών. «..ο Επίκουρος εισάγει μια τριπλή διάκριση ανάμεσα στις επιθυμίες…Ανάμεσα στις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές και αναγκαίες, άλλες φυσικές και μη αναγκαίες, και άλλες ούτε φυσικές και ούτε αναγκαίες».[25]
Φυσικές και αναγκαίες είναι η ικανοποίηση των βασικών αναγκών μας και μάλιστα σε μια λιτοδίαιτη κλίμακα. Φυσικές και μη αναγκαίες, είναι η ικανοποίηση των βασικών αναγκών που ορέγονται μια ποικιλία. Ενώ ούτε φυσικές, ούτε αναγκαίες είναι οι αλλότριες επιθυμίες και ανάγκες. Το να ζεις πχ στην πολυτέλεια ή να επιθυμείς να κατακτήσεις τον κόσμο, το να νιώθεις αλαζόνας και εξουσιαστής. Δεν είναι φυσικές και αναγκαίες οι ακόρεστες ορέξεις για το σεξ, το φαΐ και το πιοτό.
Κατά αυτή την έννοια ηδονή έχουμε όταν απουσιάζουν οι αιτίες που δεν επιτρέπουν την αταραξία της ψυχής ή όταν απουσιάζουν οι επιθυμίες που μας ταράζουν. Μια ταυτόσημη λέξη για τους επικούρειους με την ηδονή είναι η «αοχλησία»[26], δηλαδή η απουσία οχλήσεων.
Στην βουδιστική υφής γαλήνη και αταραξία του Επίκουρου θα πρέπει να απουσιάζει οτιδήποτε προκαλεί διέγερση, ακόμη και αν αυτό είναι η χαρά. Όταν όμως αυτή προκληθεί χρειαζόμαστε την ηδονή να την ικανοποιούμε, διότι διαφορετικά δεν θα βρούμε ηρεμία. Φυσικά σε αντίθεση με τις βουδιστικές αντιλήψεις, η θεώρηση του Επίκουρου κινείται σε ξεκάθαρα υλιστικά πεδία.
Ο Χ. Θεοδωρίδης στο υψηλής ποιότητας βιβλίο του για τον Επίκουρου ακολουθώντας την διαλεκτική λογική γράφει: «Το Επικουρικό δόγμα για την καταστηματική ηδονή είναι από τις ξάστερες εκείνες αλήθειες, που, ενώ βρίσκονται μπρος στα μάτια κι ανάμεσα στα δάκτυλα του, χρειάστηκε ο άνθρωπος αιώνες για να τις φτάσει…Μας φέρνει στα σύνορα της διαλεκτικής ηθικής. Για να φτάσουμε εκείνο που ορίζει η ανθρώπινη φύση, στην ευγένεια της ψυχής και το υψηλό φρόνημα είναι ανάγκη πρώτα να γαληνέψουμε παραμερίζοντας κάθετι που μας ενοχλεί, ανάγκες υλικές, ανθρώπους που για τον ένα ή τον άλλο λόγο μας κάνουν κακό, στραβές ιδέες, τις άπειρες μικρότητες που πολιορκούν τη ζωή μέσα στην αποκαρδιωτική ανωμαλία των παραγωγικών σχέσεων. Με τη διαφορά που οι επικούρειοι τη λύτρωση τη ζήτησαν στην φυγή και στο κλείσιμο μέσα στους τοίχους του Κήπου, ενώ η διαλεκτική θέλει να επιτύχει με τη δράση και τ΄ οριστικό ξεκαθάρισμα.»[27]
Με σύγχρονους πολιτικούς όρους, ο Χ. Θεοδωρίδης μιλάει για τον διαρκή αγώνα, για μια κοινωνία που θα εξασφαλίζει στα μέλη της την ψυχική ηρεμία μέσα από την ικανοποίηση των επιθυμιών και όχι την καταπίεση τους. Για την ύπαρξη μιας κοινωνίας όπου οι άνθρωποι θα είναι ικανοποιημένοι και ευτυχισμένοι και προπαντός αυτεξούσιοι. Δηλαδή μιλάει για έναν επαναστατικό αγώνα που θα καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πράγματων. Με μαρξιστικούς όρους μιλάει για τον κομμουνισμό ως την υπαρκτή τάση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Οι Επικούρειοι με τον κήπο τους αν δεν μοιάζουν με αναχωρητές σίγουρα μοιάζουν με αυτά τα σύγχρονα αυτόνομα και μετααυτόνομα πολιτικά ρεύματα που οικοδομούν παράλληλες ανταγωνιστικές κοινότητες αντικαπιταλιστικής ισοελευθερίας μέσα στην κοινωνία, θεωρώντας πως είτε θα αδειάσουν τον καπιταλισμό, είτε θα αλλάξουν τον κόσμο δίχως να πάρουν την εξουσία.[28]
Με κοινό σημείο ανάμεσα στις δυο παραδείγματα η εποχή των Επικούρειων και η εποχή μας. Εποχές μετάβασης, εποχές αλλαγής παραδειγμάτων, εποχές της κυριαρχίας του σχετικισμού και του μηδενισμού. Εποχές μειωμένων προσδοκιών, αλλά και εποχές μεγάλων δυνατοτήτων.
Σε αυτές τις εποχές τα πρωτοπόρα επαναστατικά πνεύματα- όπως του Επίκουρου- νιώθοντας το μπλοκάρισμα που προκαλούν οι ξεπερασμένες παραγωγικές σχέσεις, προχωρούν μπροστά, αρνούμενες να περιμένουν την πλειοψηφία του αλλοτριωμένου πλήθους. Γίνονται το μαχόμενο παράδειγμα και ας καούν μαχόμενες, όπως καίγεται κάθε μερικό. Έτσι ανοίγουν δρόμο βοηθώντας τις αντικειμενικές συνθήκες να ωριμάσουν, όπως θα έλεγε και ο Τσε Γκεβάρα.
Η ωρίμανση των επαναστατικών συνθηκών ακόμη και σε συνθήκες αντεπανάστασης επιβάλει όχι μόνο να συνδεθείς με την επαναστατική τάση της εποχής, αλλά και να αποσυνδεθείς με την αντεπαναστατική τάση. Με όρους διαλεκτικής, το «ένα να γίνει δύο», να διαχωριστεί η επαναστατική και η αντεπαναστατική τάση. Και αυτό είναι που έπραξε ο Επίκουρος και οι Επικούρειοι[29].
Και κατά αυτόν τον τρόπο κατανοώ και την αντίληψη να αλλάξουμε τον κόσμο δίχως να πάρουμε την εξουσία, την υπάρχουσα εξουσία και όχι την καθολική εξουσία επί των όρων ζωής. Δηλαδή μια διαλεκτική επαναστατικού διαχωρισμού από τα πλοκάμια των δομών της εξουσίας που έχουν ταυτιστεί με την κυρίαρχη αντεπαναστατική τάση.
Βέβαια απέναντι σε ένα ολοκληρωτικό καπιταλισμό που διαρκώς αποικίζει το «φυσικό – κοινωνικό είναι» δεν υφίσταται κάτι εκτός που θα αλλάξει το εντός. Όπως ήταν λόγου χάρη οι βάρβαροι στην εποχή της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ή όπως ήταν η «τρίτη τάξη» την εποχή της Γαλλικής Εξανάστασης. Κάθε μορφή αναχωρητισμού πολύ γρήγορα εκφυλίζεται και αλλοτριώνεται. Σήμερα οι επικούρειοι δεν θα είχαν πολύ μέλλον και πολύ γρήγορα θα μετατρέπονταν σε στοιχείο της παρακμάζουσας ολοκληρωτικής καπιταλιστικής αυτοκρατορίας.
Τι μένει, μα τίποτε άλλο πάρα η άμεση καθολική επανάσταση αυτών των εκφυλισμένων και ολοκληρωτικά αλλοτριωμένων όντων. Αν υπάρχει ή αν υπάρξει κάτι έξω, είναι μέσα μας. Είναι μέσα στο ατομικό μας σώμα ή μέσα εντός του δυνάμει πολιτικού μας σώματος. Είναι οι δυνατότητα μας ως μοναδικότητες να βρούμε διάκενα και ξέφωτα που Επικούρεια θα μεθύσουμε με την ηδονή της ευτυχίας, της χαράς και της αταραξίας.
Μάλλον πρέπει να βρούμε ένα Κήπο μέσα μας, για να κτίσουμε Επικούρειους Κήπους εκτός μας. Και αυτό δεν είναι αναχωρητισμός, μα είναι μια στρατευμένη επιλογή, μια διαλεκτική πορεία από το μερικό, στο γενικό και από κει στο καθολικό.
Αν ο Ελληνικός κόσμος ήταν για το Χέγκελ η νεανική ηλικία της ανθρωπότητας, που έσβησε για να ξαναγεννηθεί στις αλήθειες του ώριμου άνδρα[30], ο Επίκουρος και η φιλοσοφία του ήταν μια από την δημιουργικότερη φάση αυτής της παιδικής ηλικίας. Που κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες θα ξαναγεννηθεί και θα λάμψει στην ώριμη φάση της ανθρωπότητας.
Κάτι που σε ένα ατομικό επίπεδο μπορεί να συμβεί και μέσα στο σώμα κάθε μοναδικότητας που επιθυμεί να πάψει να είναι ένα αλλοτριωμένο αντικείμενο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Επιθυμεί να η λέξη κλειδί, επιθυμεί να είναι λεύτερο, να είναι ανεξάρτητο, να είναι δυνατό, άρα χαρούμενο.
Το πρόβλημα είναι πως όπως έλεγε ο Αριστοτέλης στο 3ο βιβλίο των πολιτικών του και στην συνέχεια ο Ρουσσώ στο κοινωνικό του συμβόλαιο πως αν μάθει ο άνθρωπος στην σκλαβιά, ξεχνάει την πρότερη ελεύθερη ζωή των προγόνων του.
Ή μάλλον αυτή η πρότερη ελεύθερη ζωή των προγόνων του ζει μέσα του, ως μύθοι, θρησκείες, προσδοκίες, επιθυμίες. Μόνο που αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα που ξεστρατίζει από τον δρόμο του Επίκουρου που διαπραγματευόμαστε σε αυτή την εργασία.
«Λάθε Βιώσας»
Το Επικούρειο «Λάθε Βιώσας» δηλαδή η ενέργεια και η στάση του να ζεις παράμερα και απαρατήρητα από την βουή του εκφυλισμένου πλήθους μιας πολιτείας- μιας πόλης/κράτος σε παρακμή- είναι η αναγκαία έξοδος από αυτή τη πολιτεία.
Μια έξοδος που όχι μόνο θα κρατήσει αναμμένη την φλόγα του διαφωτισμού, αλλά αποτελεί μια αναγκαία και δυνατή συνθήκη το αναγκαίο «απ΄ έξω» που στην συνέχεια θα ξαναμπεί μέσα για να αλλάξει με ριζικό τρόπο τα δεδομένα.
Η έξοδος του Μωάμεθ από την Μέκκα, δημιούργησε μια κοινότητα στην Μεδίνα για να εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Ο χριστιανισμός έπραξε το ίδιο με τις πρωταρχικές χριστιανικές κοινότητες τις «αγάπες».
Ο Επικούρειος κήπος ήταν μια απελευθερωμένη βάση, μια προσωρινά απελευθερωμένη ζώνη σύμφωνα με την γλώσσα του Sufi αναρχικού hakim bey[31]. Ένας δρόμος εξόδου στο ίδιο έδαφος ή μέσα στο έδαφος της παρακμής και όχι ένας ασκητικός αναχωρητισμός.
Ένας δρόμος εξόδου απελευθέρωσης που ευελπιστούσε σε μια καθολικοποίηση των απελευθερωτικών διαδρομών. Δεν ήταν ένας δρόμος μιας απολίτικης παρακμιακής συμπεριφοράς, αλλά ένα ανατρεπτικό δημοκρατικό σχέδιο, πρόκειται για ένα βαθύτατα πολιτικό σχέδιο.
Που κατανοούσε, πως στους ανοικτούς ορίζοντες των κοσμοπολίτικων Ελληνιστικών καιρών, το να μένει κάνεις στην υπεράσπιση της δημοκρατίας της πόλης- κράτος και του ελευθέρου Έλληνα άνδρα πολίτη, μάλλον αποτελεί φενάκη. Ελεύθερος ή θα λογιάζεται ο άνθρωπος Έλληνας ή βάρβαρος, άνδρας ή γυναίκα, ο ελεύθερος και ο δούλος ή η ελευθερία θα χάνεται για όλους, ακόμη και για τους ελευθέρους άνδρες πολίτες.
Ο Επίκουρος κατανοούσε πως όποιος καταπιέζει τον συνάνθρωπο του δεν είναι ούτε ο ίδιος λεύθερός, για αυτό πίστευε πως όποιος έχει μεγάλη περιουσία δεν είναι λεύθερός. Είναι ευρέως γνωστό πως «Η σχολή του, ο «κήπος» είχε για διευθυντή του έναν περιφρονημένο, τον κατά τα άλλα αξιόλογο δούλο Μυ. Στον «κήπο» σύχναζαν κι άλλοι δούλοι, εταίρες, υπάρξεις περιφρονημένες από την δουλοκτητική κοινωνία».[32]Επίσης στην εταίρα Λεόντιον «εμπιστευτήκαν ακόμη και την προεδρεία, που οι τρόφιμοι του κήπου την έπαιρναν διαδοχικά. Η πράξη αυτή διασύρθηκε σαν αίσχος απερίγραπτο, γιατί μια εταίρα παρουσιάστηκε προεδρίνα κοινότητας»[33]
Στη κοινωνία που έκτιζαν οι Επικούρειοι μέσα στο κήπο τους «κόβονται οι αφορμές που προκάλεσαν την αναρχία και την αλληλοεξόντωση ο «πόλεμος πάντων κατά πάντων», οι σκοτεινές πλεονεξίες, οι ανόητες φιλοδοξίες και τα πάθη. Η έννοια της ιδιοκτησίας είναι κάτι ασυμβίβαστο με το πνεύμα της επικουρικής κοινότητας…Η φύση της επικουρικής κοινότητας αποκλείει την ιδιοκτησία και μαζί καταργεί τη δουλεία, γιατί ο δούλος για τον αρχαίο είναι σημαντική ιδιοκτησία. Το ζήτημα απασχόλησε πολύ τη σχολή. Απήχηση από τις συζητήσεις είναι η γνώμη του Επίκουρου, πως όσο η κοινωνία είναι τέτοια που ξέρουμε, όσο ακόμα δεν πλάτυναν οι τοίχοι του Κήπου να περιλάβουν όλη την ανθρωπότητα, θλιβερή ανάγκη επιβάλει στον Επικούρειο να φροντίζει για ιδιοκτησία και για το μέλλον »[34].
Ένδειξη πως ο Επίκουρος όχι μόνο είχε μια δημοκρατική πολιτική αντίληψη, με στοιχεία πολιτικού ρεαλισμού, αλλά κατανοούσε την μεταβατικότητα της ευτοπίας του κήπου και της αναγκαιότητας για την καθολικοποίηση του, έτσι ώστε να συμπεριλάβει ολόκληρη την ανθρωπότητα, καθώς μόνο έτσι θα νικούσε τελεσίδικα. Ενώ ας σημειωθεί πως στη διαθήκη του απελευθέρωνε και τυπικά τους δούλους του.
Αντιμετωπίζοντας τα ζητήματα μέσα από μια ταξική εξισωτική χροιά- σε μια εποχή άμεσης σύγκρουσης των λίγων πλουσίων και πολλών φτωχών, όξυνσης θα λέγαμε των ταξικών συγκρούσεων- μια τέτοια εξισωτική σχεδόν κοινότητα αποτελούσε μια ανοικτή πρόκληση για τις κυρίαρχες δυνάμεις της δουλοκτητικής κοινωνίας.
Που για αυτό το λόγο ποτέ τους, δεν χώνεψαν τον Επίκουρο και την φιλοσοφία του για αυτή του την σχεδόν αναρχική για την ολόπλευρα ισοδημοκρατική και εξισωτική στάση. Και πάντα την θεωρούσαν εχθρική για τα συμφέροντα τους και για την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής.
Φιλία
Κατά τον Ν. Κλάιν στο βιβλίο του «ταξίδια με τον Επίκουρο» η Επικούρεια φιλία βρίσκεται πολύ κοντά στο Καντιανό «Πράττε μόνο σύμφωνα με έναν τέτοιο γνώμονα, μέσου του οποίου μπορείς συνάμα να θέλεις αυτός ο γνώμονας να γίνει καθολικός νόμος.»[35]. Θεωρώντας ο Ν. Κλάιν πως «Έτσι ο Καντ πίστευε ότι κανένας άνθρωπος ο οποίος θα ακολουθούσε αυτή την επιταγή, δεν θα επέλεγε να μεταχειριστεί έναν άλλο άνθρωπο, ως μέσο για την εκπλήρωση κάποιου σκοπού…»[36].
Γιατί αν συνέβαινε να αντιμετωπίζεις και να σε αντιμετωπίζουν ως μέσο τότε θα χάνονταν η έννοια του καθολικού νόμου. Στην ηθική του Καντ και κατά τον Ν. Κλάιν και στην ηθική του Επίκουρου πρέπει να αντιμετωπίζεις τον άλλο άνθρωπο και να σε αντιμετωπίζει και ο άλλος, ως αυτοσκοπός.
Ο A.J. Festugiere στο βιβλίο του « Ο Επίκουρος και οι θεοί του» γράφει για το πώς βλέπει ο Πλάτωνας και ο Επίκουρος την φιλία: «Στο πλατωνικό σύστημα ο έρως ή η φιλία εκτιμιούνται μόνο ως μέσον… Η πλατωνική φιλία μπορεί να συγκριθεί με τον ενθουσιασμό που μοιράζονταν σε μια τάξη ο δάσκαλος και οι μαθητές του, όταν αγαπούν και οι δυο πλευρές τη σωστή μάθηση…Αντίθετα η Επικούρεια Φιλία είναι αυτοσκοπός. Δεν είναι απλώς ένα ενδιάμεσο μονοπάτι της σοφίας∙ αποτελεί από μόνη της σοφία.»[37]
Και μόνο εξαιτίας του γεγονότος πως η φιλία είχε αυτή την οντολογική βαρύτητα ο κήπος, αυτή η κοινότητα των φίλων, κατάφερε να αποτελεί το αντιπαράδειγμα προς την εκφυλισμένη πόλη-κράτος. Μόνο μεταξύ φίλων και ίσων που βλέπουν τον άλλο ως φίλο και ως ίσο, μπορεί να δομηθεί μια τέτοια στρατευμένη κοινότητα.
Όπως γράφει και ο ίδιος ο Επίκουρος στο «Επικούρου προσφώνησις»: « Η φιλία σέρνει τον χορό ολόγυρα στην οικουμένη καλώντας μας όλους να σηκωθούμε για τον ύμνο [της ευτυχίας].»[38]
Αν σε αυτή την κοινότητα εισαχθούν τα κοινά δαιμόνια και ιδιαίτερα τα ιδιοτελή συμφέροντα που δημιουργούν τις προϋποθέσεις να αντιμετωπίζεται ο άλλος ως μέσο και όχι ως αυτοσκοπός, τότε διαλύεται η συνοχή της κοινότητας, διαλύεται η συνοχή του Επικούρειου κήπου.
Φυσικά ο Επίκουρος αναγνωρίζοντας την ευδαιμονία και την ηδονή, δεν μπορεί να πάρα να θεωρεί πως η αφετηρία της φιλίας παραμένει η ωφέλεια, αλλά εν τέλει έχει ένα σαφή οντολογικό αυτοσκοπό. Όπως γράφει και ο ίδιος « Κάθε φιλία την διαλέγουμε για αυτό που είναι∙ κι αφετηρία της έχει την ωφέλεια»[39]. Μια ωφέλεια που ξεκινά από την σύμβαση μεταξύ των ανθρώπων να μην πράττουν κακό ο ένας στο άλλο, να ακόμη μια εκδοχή της σχέσης ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο ως αυτοσκοπού και όχι ως μέσου, και καταλήγει στην Επικούρεια κοινότητα ίσων και φίλων, στην οποία φτάνεις στο σημείο να διακινδυνεύεις για τον φίλο.
Σε αυτήν έννοια του φίλου και της φίλιας δεν μπορούμε πάρα να αντικρύσουμε την έννοια του συντρόφου και της συντροφικότητας στα πλαίσια των επαναστατικών οργανώσεων, στα πλαίσια των πραγματικών επαναστατικών οργανώσεων. Ή την έννοια του του ελεύθερου συνεταιρισμένου παραγωγού στα πλαίσια μιας μελλοντικής ελεύθερης κομμουνιστικής κοινωνίας.
Με την έννοια του συντρόφου και του ελεύθερου συνεταιρισμένου παραγωγού να βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση και σύγκρουση με την έννοια του πολίτη και την έννοια του ιδιώτη. Όπως η Επικούρεια φιλία έρχονταν σε σύγκρουση με το πολίτη και τη πολιτική την εποχή της παρακμής της πόλης-κράτους.
Ο Επίκουρος πιάνει την έννοια της φιλίας από εκεί που την άφησε ο Αριστοτέλης με τα δυο τελευταία βιβλία των «ηθικών νικομαχείων». Εκεί ο Αριστοτέλης γράφει πως «όταν οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ- των δια φιλικών δεσμών- δεν παρίσταται ανάγκη της δικαιοσύνης, αλα και αν είναι δίκαιοι και πάλιν έχουν ανάγκη της φιλίας, η δε υπέρτατη δικαιοσύνη φαίνεται, ότι μεταξύ φίλων εβρίσκεται»[40] . Μια παράγραφο που όπως σημειώνει ο καθηγητής Φάρινγκτον «αφτη η θαβμάσια παράγραφος θα μπορούσε να περάσει σαν η ιδρυτική διακήρυξη του κήπου.»[41]
Ενώ όπως ο Επίκουρος λέγει πως κάτω από ορισμένες συνθήκες ο φίλος μπορεί να πεθάνει για τον φίλο, έτσι κι ό Αριστοτέλης λέγει πως ο χρηστός άνθρωπος κάνει τα πάντα για τον φίλο του, πεθαίνει ακόμη για αυτόν. Και ενώ ο Αριστοτέλης παρόλο που θεωρεί πως οι δούλοι είναι από την φύση τους δούλοι, θεωρεί πως σαν άνθρωποι οι δούλοι μπορεί να γίνουν φίλοι, κάτι που και πάλι «..ανοίγει την πόρτα στο Επίκουρο.»[42]
Σε αντίθεση όμως με τον Αριστοτέλη η φιλία στον Επίκουρο δεν οδηγεί στην αναμόρφωση της πόλης- κράτος, κάτι που ήταν φύση και θέση στην εποχή του Επίκουρου. Οδηγεί σε αυτό το διάκενο ελευθερίας τον κήπο, στην απόσυρση του από την πολιτική που εκφυλίζει τα ήθη, τον οδηγεί στην εξεγερμένη υποκειμενικότητα, όπως τον παρουσίασε ο Μαρξ στην διδακτορική του διατριβή, και μας το αναλύει ο Αλέξανδρος Χρύσης στο βιβλίο του « Ο Μαρξ της εξέγερσης στο κήπο του Επίκουρου».
Καθώς σε μια παρακμασμένη κοινωνία όπως ήταν στην εποχή του Επίκουρου ο λόγος του, ήταν λόγος εξέγερσης από την υπόσταση της πόλης, εξέγερσης υποκειμενικής που συναντάει τα άλλα εξεγερμένα υποκείμενα και δια της φιλίας κτίζει το κήπο της ελευθερίας.
Πρόκειται άραγε για μια ελευθερία άρνησης, για μια «ελευθερία από» και όχι για μια «ελευθερία για». Ήταν μια διαλεκτική της άρνησης, μια διαλεκτική της εξέγερσης και όχι μια διαλεκτική της επανάστασης, όπως πιστεύει με χεγκελιανομαρξιστικό τρόπο και ο Αλέξανδρος Χρύσης;
Ή για μια μορφή διαρκούς και αδιάκοπής καθολικής επανάστασης που θεωρούσε πως η έξοδος από την πόλη ήταν η μόνη επιβεβλημένη κίνηση για περισώσει τις δημοκρατικές αξίες και ταυτόχρονα η οικοδόμηση ενός ανταγωνιστικού καθολικού πολιτισμού, με βάση την ήττα του φόβου, κάθε μορφής φόβου, την γνώση, την χαρά, την αταραξία, την λιτή ζωή, σε συνεργασία και ισότητα με την φύση.
Γράφει χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος: «Δεν πρέπει να εκβιάζουμε την φύση άλλα να την πείθουμε. Και θα την πείθουμε, αν ικανοποιούμε τις αναγκαίες επιθυμίες, και τις φυσικές, εφόσον δεν βλάπτουν, και αποπαίρνουμε με λόγια πικρά τις βλαβερές[43]». Πρόκειται για το δίχως άλλο για μια βαθιά οικολογική σκέψη που άνετα θα συμφωνούσαν μαζί της οι οπαδοί της πιο βαθιάς ριζοσπαστικής οικολογίας.
Μια μορφή αδιάκοπης και διαρκούς καθολικής επανάστασης που τα πιο ριζοσπαστικά της χαρακτηριστικά είναι στο πως αντιμετωπίζει την έννοια της ελευθερίας δια της απόκλισης, σε αντίθεση με τον σιδερένιο ντετερμινισμό του Δημόκριτου και το πώς αντιμετωπίζει τους θεούς. Ας ξεκινήσουμε με το ζήτημα των θεών για να φτάσουμε στην ελευθερία δια της απόκλισης.
Θεοί και θρησκεία
Τίποτε πιο αναληθές από την εικόνα ενός άθεου Επίκουρου, όπως τον συκοφάντησαν οι πολυποίκιλοι εχθροί του. Ο Επίκουρος θεωρεί πως οι θεοί όχι μόνο υπάρχουν αλλά και η γνώση μας για αυτούς είναι ξεκάθαρη, εναργής, όπως συμβαίνει κατά τον Επίκουρο για όλα τα πράγματα και για όλες τις γνώσεις.
Ο Χ. Θεοδωρίδης στο βιβλίο του για τον Επίκουρο σημειώνει πως « Το «εναργής» είναι, όπως ξέρουμε βασικός όρος της Επικουρικής γνωσιοθεωρίας και σημαίνει την άμεση γνώση, ότι πιάνουμε ή νιώθουμε…Για ναχουν οι άνθρωποι την παράσταση του θεού, την κοινή σ΄ όλους έννοια ή πρόληψη του, θα πει πως υπάρχουν θεοί. Κι όπως τα πράγματα έτσι κι οι θεοί φανερώνονται στους ανθρώπους με τα ομοιώματα τους, με τα είδωλα, που ερεθίζουν τις αισθήσεις κι αποτυπώνονται μέσα τους στο ξύπνιο και περισσότερο στο ύπνο.»[44] .
Ακολουθώντας ο φιλόσοφος μια ξεκάθαρα αισθησιοκρατική θεολογική αντίληψη παρέμεινε σε όλη του την ζωή ένας ευσεβής θρησκευόμενος. Όπως γράφει ο Φεστυζίερ: «..Ο ίδιος πίστευε στους θεούς και στα οφέλη της θρησκείας. Ήταν σχολαστικός στην εκτέλεση των παραδοσιακών πράξεων λατρείας…»[45]. Θεωρώντας πως «Οι θεοί θέσπισαν αυτές τις γιορτές για να μας δώσουν ένα μερίδιο στην αιώνια χαρά τους»[46]. Ο «πραγματικά ευσεβής άνθρωπός δεν πλησιάζει τους θεούς για να τους εξευγενίσει ή να ζητήσει χάρη άλλα για να ενωθεί μαζί τους μέσα από το στοχασμό, να ευφρανθεί μαζί τους, κι έτσι να πάρει μια γεύση, στη θνητή του ζωή, από την αιώνια ευτυχία τους;»[47].
Από αυτή την οπτική η θεολογία του Επίκουρου είναι η πρώτη και η τελευταία ολοκληρωμένη φιλοσοφική απόπειρα να αναχθεί σε θεωρία ο ανθρωπολογισμός πολυθεϊσμός των αρχαίων Ελλήνων. Καθώς σε μια πρώτη ανάγνωση ο φιλόσοφος ήταν ένας υποστηριχτής της παλαιάς πολιτικής θρησκείας, της θρησκείας των ανθρωπόμορφων θεών που ήταν συνδεμένοι με την πόλη κράτος. Ενώ εναντιώνονταν τόσο στα λαϊκά πιστεύω, όσο και στην νέα αστρική θρησκεία, που και ο Πλάτων υποστήριζε. Για την τελευταία ο Φεστυζίερ λέει: «..ο Επίκουρος θεωρούσε την αστρική θρησκεία ακόμη πιο επικίνδυνη από τα λαϊκά πιστεύω».[48]Εξαιτίας του ντετερμινισμού της νέας θεολογικής κοσμολογίας. «Σύμφωνα με το θεϊκό νόμο της παλαιας λαϊκης θρησκείας, είχες τουλάχιστον την ελπίδα να καλμάρεις του θεούς ή να πας με τα νερά τους. Τώρα, όμως η ανθρώπινη ψυχή, έλεγαν οι διδασκαλίες, ήταν από την ίδια φύση των αστεριών, αιώνια, όπως εκείνα και υπακούει στους ίδιους με κείνα νόμους»[49] .
Αυτός ο αστρικός ντετερμινισμός έχει ως αποτέλεσμα να χάνεται ολότελα η αυτονομία του υποκειμένου, η αυτοσυνειδησία του υποκειμένου, να χάνεται η ελευθερία του ατόμου. Σε μια εποχή που η θρησκεία της πόλης έχανε όλο και περισσότερο έδαφος, από την πλατωνική «θεϊκή διάνοια που κινεί τους ουρανούς και αυτή η θεϊκή διάνοια είναι ο θεός»,[50] και την Αριστοτελική αντίληψη του «Θείο πρώτο Κινούν».[51]
Ο ένθεος Επίκουρος, παρόλο που συμφωνεί με τον Πλάτωνα για τους θεούς που είναι γεμάτοι κάλλος«Απορρίπτει κάθε ιδέα ενός θεού δημιουργού, ενός θεού που κανονίζει και διευθύνει.»[52]. Οι θεοί του Επίκουρου υπάρχουν σε μακαριότητα και αφθαρσία κάπου στα διάκενα των πολλών κόσμων, δηλαδή στα διάκενα του κόσμου της αναγκαιότητας.
Και αφού ζουν στα διάκενα των κόσμων της αναγκαιότητας, ζουν σε ελευθερία από την αναγκαιότητα. Όπως και Χ. Θεοδωρίδης παρατηρεί: «Οι θεοί με τα αιθέρια σώματα δεν έχουν θέση στο κόσμο μας ούτε μπορούν να μείνουν σε κανένα από τους κόσμους που φκιάνονται και ξαναφκιάνονται γιατί στην φθορά τους θα παρέσερναν και εκείνους μαζί και ο φόβος για την καταστροφή θα τάραζε την ευτυχία τους».[53]
Όπως και ο ίδιος γράφει στις «ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ»: «Το ευτυχισμένο και άφθαρτο ον ούτε έχει – αυτό το ίδιο- ενοχλήματα ούτε και προξενεί σε άλλον∙ έτσι, ούτε οργίζεται με κανέναν ούτε χαρίζεται πουθενά: όλα αυτά ταιριάζουν σε ον αδύνατο»[54] Ζουν δηλαδή δίχως να έχουν έγνοιά για εμάς και τον κόσμο, κατά αυτόν τον τρόπο απορρίπτει κάθε ιδέα θεϊκής πρόνοιας, κάτι που δεν θα αρέσει καθόλου στους χριστιανούς στην συνέχεια και θα τον πολεμήσουν με όλα τα μέσα.
Ο Επίκουρος πιστεύει πως «Οι θεοί δεν φροντίζουν για τον κόσμο, ούτε ανακατώνουνται στις υποθέσεις των ανθρώπων. Ούτε επιτρέπονται να φορτώνουμε στους θεούς τέτοιες φροντίδες, αν δεν θέλουμε να χαλάσουμε την μακαριότητά τους.. Ανενόχλητοι κι αμέριμνοι μακριά από τη γη κι από τα δικά μας τα μαλλιοτραβήγματα χαίρονται την απόλυτη γαλήνη και ευτυχία. Αν οι θεοί πρόσεχαν και εκτελούσαν όσα ζητούν οι άνθρωποι στις προσευχές τους, οι κάτοικοι της γης θα χάνονταν.. επειδή όλοι παρακαλούν για το κακό των άλλων.. »[55].
Από αυτή την οπτική ο Επίκουρος μάλλον θα συμφωνούσε με τον άθεο Σαρτρ: «είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι», με αποτέλεσμα να είμαστε οι επιλογές μας, και κατά συνέπεια είμαστε οι μόνοι υπεύθυνοι για αυτές.
Και αφού οι θεοί δεν καταγίνονται με τα ανθρώπινα πράγματα είναι ανώφελο να τους φοβόμαστε. Επειδή όμως ζουν σε πλήρη μακαριότητα ο Επίκουρος πιστεύει πως οι άνθρωποι πρέπει να τους μιμούνται. Πρέπει να μιμούνται την θεϊκή μακαριότητά τους. Από αυτή την οπτική οι θεοί λειτουργούν ως μια κανονιστική αρχή, σχεδόν καντιανού τύπου, δίχως όμως το απριόρι των αισθήσεων και του λόγου. Αντίθετα λειτουργούν με το παστοριόρι των αισθήσεων και της γνώσης.
Η θεολογική κανονιστιστική αρχή της Επικούρειας μακαριότητας συνεπάγεται την «νηφάλια θεώρηση του κόσμου, απαλλαγή από τα πάθη και τις μάταιες επιθυμίες που ταλανίζουν τους θνητούς, απαλλαγή από το φόβο του θανάτου και από φόβους μεταφυσικούς. Σημαίνει δηλαδή προσπάθεια να ανέλθει η θνητή ανθρώπινη φύση στο επίπεδο της θεϊκής μακαριότητας. Και φυσικά σημαίνει το να θεωρείς ως ασεβείς τις θρησκείες που εμπνέουν τον φόβο του θεού, που εμπλέκουν τον θεό σε εγκόσμιες υποθέσεις προσδίδοντας του ανθρώπινα αισθήματα- εύνοιας, οργής, αγάπης- κι ανθρώπινες ιδέες κι επιδιώξεις, όπως απονομή δικαιοσύνης, η τιμωρία, η πρόνοια η ανταμοιβή..»[56]. Με άλλα λόγια το πρόγραμμα του Επικούρειου κήπου και του ανατρεπτικού διαφωτιστικού προγράμματός του.
Αλήθεια πως μπορούσε να χωρέσει αυτός ο ένθεος επί της ουσίας αθεϊσμός ή πιο κομψά ο βαθιά διαφωτιστικός θεϊσμός στα πλαίσια μιας κοινωνίας που έφερναν τους θεούς στα μέτρα τους ή μετέθεταν την ανθρώπινη βούληση στην βούληση των άστρων και της μοίρας. Ή στην εποχή του χριστιανισμού όπου ο εβραϊκός θεός παίρνει οικουμενικά χαρακτηριστικά, ένας θεός τιμωρός γεμάτος αγάπη και πρόνοια για τα τέκνα του;
Πώς θα χωρούσε στα πλαίσια μιας κοινωνίας όπου θρησκεία και κράτος έφερναν στα μέτρα τους την πιστή, σπέρνοντας φόβους και δεισιδαιμονίες, για να εξυπηρετήσουν τα ιδιοτελή συμφέροντά τους; Αυτονόητο ήταν οι αντιλήψεις του Επίκουρου και των επικούρειων θα πολεμηθούν και αφού νικηθούν μετά από 5 αιώνες θα πέσουν στην λήθη.
Όπως σε κάθε θεολογική δόξα και πίστη, έτσι και στην περίπτωση του Επίκουρου, είναι ολοφάνερο πως ο άνθρωπος και η κοινωνία κάνει την θρησκεία και δεν κάνει η θρησκεία τον άνθρωπο. Πρόκειται δηλαδή για μια αντεστραμμένη συνείδηση του καταπιεσμένου πλάσματος, ο αναστεναγμός του «η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, ακριβώς όπως είναι το πνεύμα χωρίς πνεύμα συνθηκών, είναι το όπιο του λαού»[57].
Αυτό έγραφε ο Κ. Μαρξ στην εισαγωγή της «συμβολής στην κριτική φιλοσοφία του δίκαιου του Χέγκελ», συνεχίζοντας πως «το να καταργήσεις την θρησκεία ως μια απατηλή ευτυχία του λαού σημαίνει ότι απαιτείς την πραγματική ευτυχία. Η απαίτηση να εγκαταλειφτούν οι αυταπάτες για την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων είναι η απαίτηση να εγκαταλειφτεί μια κατάσταση πράγματων που έχει ανάγκες τις αυταπάτες….Η κριτική δεν ξερίζωσε τα φανταστικά άνθη από την αλυσίδα για να φέρει ο άνθρωπος την αστόλιστη άχαρη αλυσίδα, αλλά για ν΄ αποτινάξει την αλυσίδα και να δρέψει τον ζωντανό ανθός»[58]
Παρόλο που και στην περίπτωση της θεολογίας του Επίκουρου, ο Επικούρειος άνθρωπος κάνει την θρησκεία με βάση τις δόξες του, σε αντίθεση με την τότε επικρατούσα θεώρηση, οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη τους θεούς, πάρα μόνο ως παραδείγματα Μακαριότητας.
Ο άνθρωπός δεν καθορίζεται από τα χούγια των θεών, ούτε από την μοίρα των άστρων. Είναι ελεύθερος να ζήσει μεταξύ φίλων στις αυτόνομες ζώνες των «κήπων», μακριά από την εκφυλισμένη εκδοχή της πολιτικής, σε μια ισότιμη σχέση με την φύση.
Από αυτή την οπτική και σε σχέση με την χεγκελιομαρξιστική κριτική στην θρησκεία θα τολμούσαμε να πούμε πως η Επικούρεια θρησκεία/ θεολογία σε μεγάλο βαθμό δεν είναι «…ο απατηλός ήλιος που περιστρέφεται γύρω από τον άνθρωπο όσο καιρό αυτός δεν περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του».[59] Φυσικά επί του πρακτέου δεν μπορούμε να μιλάμε για μια θεσπισμένη θρησκεία/εξουσία, πάρα μόνο για μια θεολογία. Και αυτό είναι ιδιαίτερα καθοριστικό, αναγνωρίζοντας αντίστοιχα τα πρώιμα «χειραφετικά» χαρακτηριστικά και των άλλων θεολογιών προτού ταυτιστούν με τα συμφέροντα μιας κρατικής εξουσίας.
Η θεολογική κριτική του Επίκουρου προς τις επικρατούσες αντιλήψεις της θρησκείας, επιχειρεί να ελευθερώσει τον ζωντανό ανθό από αλυσίδες των φόβων και της δεισιδαιμονίας, βοηθώντας τον άνθρωπο να «δρέψει το ζωντανό ανθό». Και κατά συνέπεια μόνο για όπιο δεν μπορεί να κατηγορηθεί η θεολογία του Επίκουρου.
Η Επικούρεια θεολογία από την άλλη μεριά θα ήταν μια πρώιμη εκδοχή του Ντεϊσμού, όπως ήταν και η άποψη του Ηράκλειτου, αν πίστευε πως ο θεός ή οι θεοί έφτιαξαν τον κόσμο και τον άφησαν στην συνέχεια στην ησυχία του. Μόνο που ο Επίκουρος θεωρεί πως ούτε κατά την δημιουργία του κόσμου υπήρξε θεία πρόνοια και παρέμβαση.
Ο Επίκουρος θεωρεί πως το τίποτε δεν δημιουργείτε από το τίποτε. Ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό την ατομική θεωρία του Δημόκριτου διαφωνεί στην σιδερένια αναγκαιότητα του. Κατά τον Επίκουρο τα «Τα άτομα κινούμενα μέσα στο κενό κατευθυνόμενα εξ αιτίας του βάρους τους, από πάνω προς τα κάτω. Η κίνηση αυτή ωστόσο, παρατήρησε ο Επίκουρος, δεν είναι κάθετη αλλά παρουσιάζει ελαφρά παρέγκλιση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τα άτομα να συγκρούονται μεταξύ τους. Από τις συγκρούσεις που προκαλούνται κατά την παρέγκλιση των ατόμων δημιουργούνται στις περιοχές του κενού χώρου περιδινήσεις, δηλαδή περιστροφικές κινήσεις, από τις οποίες δημιουργούνται τα κοσμικά συστήματα τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους από κενά διαστήματα, τα μετακόσμια. Κατά τον Επίκουρο η απόκλιση αυτή των ατόμων δεν είναι προϊόν κάποιας εξωτερικής αιτίας ή συνέπεια μιας αλλαγής, που σημειώθηκε μέσα στα ίδια τα αποκλίνοντα άτομα, αλλά πρόκειται για μία εντελώς αναίτια εκδήλωση. Βάση δε της τυχαίας συμπεριφοράς των ατόμων ο Επίκουρος επιχείρησε να ερμηνεύσει την ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου. Η αιτία της δημιουργίας του σύμπαντος εν τοιαύτη περιπτώσει δεν είναι μία έξω απ’ αυτό υπερκόσμια δύναμη αλλά η ΠΑΡΕΓΚΛΙΣΗ η οποία δημιουργείται όταν κινούνται στο κενό τα άτομα.»[60]
Όπως σημειώνει ο Κ. Μαρξ στην διδακτορική διατριβή του: « Ο Επίκουρος δέχεται μια τριπλή κίνηση ατόμων στο κενό. Η μια κίνηση είναι πτώση σε ευθεία γραμμή∙ η άλλη προκύπτει, όταν το άτομο αποκλίνει από την ευθεία γραμμή∙ και η τρίτη γεννιέται χάρη στον αποπαλμό των πολλών ατόμων. Ο Δημόκριτος κι ο Επίκουρος δέχονται από κοινού την πρώτη και την Τρίτη κίνηση, ενώ η απόκλιση του ατόμου από την ευθεία γραμμή γίνεται αποδεκτή μόνο από τον δεύτερο σε αντίθεση με το πρώτο».[61]
Ο Επίκουρος και σε αυτό το σημείο βάζει την ελευθερία δια της παράκλισης και όχι την αναγκαιότητα, ως δημιουργό των φυσικών κόσμων. Μια Επικούρεια ελευθερία δια της παρέκκλισης που καθορίζει και την κίνηση των ελεύθερων ανθρώπων μέσα στους Επικούρειους κήπους σε αντίθεση με την αναγκαιότητα της ελληνιστικής κοσμόπολης. Αλλά ας δούμε πιο αναλυτικά την έννοιας της επικούρειας ελευθερίας δια της παρέγκλισης.
Ελευθερία- παρέκκλιση- αναγκαιότητα
Στην φυσική του θεωρία ο Επίκουρος διαχωρίζεται από τον Δημοκρίτειο ντετερμινισμό. «Δέχτηκε την ατομική θεωρία του Δημόκριτου σα μια σωστή περιγραφή της σύστασης και της περιγραφής της ύλης, αλα απόριψε το φιλοσοφικό δόγμα του ντετερμινισμού. Αν και ήταν αμείλιχτος εχθρός του «μύθου».. παρόλα αφτα έφτασε στο σημείο με την περίφημη φράση .. να υποστηρίζει[είναι προτιμότερο να συμορφωθεις με το παραμύθι των θεών, παρά να γίνεις σκλάβος της μοιρολατρίας των φυσικων φιλοσόφων] [62]».
Κατά τον Επίκουρο αυτός ο Δημοκρίτειος ντετερμινισμός θα απέκλειε την δυνατότητα της παραγωγής κόσμων, ενώ θα δημιουργούσε όρια στην ελευθερία της βούλησης. Από αυτή την οπτική Επικούρεια φυσική και ηθική συνδέονται στο ζήτημα της ελευθερίας.
Από την ίδια οπτική ο φιλόσοφος αντιτάσσεται στις θεωρίες περί ειμαρμένης, στις αντιλήψεις για την εξουσία που έχει πάνω μας η μοίρα και η μοιρολατρία. Καθώς όσο εξουσιάζει η μοίρα και η ειμαρμένη ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι λεύθερος. Έτσι συγκρούεται και με τις θεωρίες της ειμαρμένης στους στωικούς, που με την επίφαση του ελληνικού ορθολογισμού, «ξανάφερνε όλες τις δεισιδαιμονίες, άφηνε θέση ακόμη και στην μαντική».[63]
Στην φυσική θεωρία του φιλοσόφου ο κόσμος, το σύμπαν, είναι φτιαγμένο από άτομα και κενό. «Υπάρχει επίσης αυτό που το λέμε κενό και χώρο(«χώραν») κι ανέγγιχτη ουσία(«αναφή φύσιν»). Διαφορετικά δε θα είχαν που να σταθούν τα σώματα και ούτε που να κινηθούν»[64] .
Αυτή η ελεύθερη βούληση των ατόμων να παρεκκλίνουν της ευθύγραμμης πορείας και να συγκρούονται οι Επικούρειοι της ονόμασαν παρέκκλισης. Τα άτομα-αυτά τα ελαχιστότατα κομμάτια της ύλης βρίσκονται σε μια ελεύθερη κίνηση και σε συμπλοκή με άλλα άτομα, με το αποτέλεσμα της συμπλοκής να είναι η δημιουργία πολλαπλών κόσμων. Και αυτό βρίσκεται σε διαφοροποίηση και αντίθεση με την Δημοκρίτεια φυσική που με ντετερμινιστικό τρόπο τα άτομα ακολουθούν μια προδιαγραμμένη πορεία. Στο Δημόκριτο ο κόσμος φτιάχνεται με το κτύπημα που προκαλούσε το τίναγμα και το κτύπημα. Αυτή η εξήγηση δεν ικανοποιούσε τον Επίκουρο που « υποστήριζε πως τ’ άτομα κινιούνται από το βάρος τους…Τα άτομα από το βάρος τους θα έπεφταν κάθετα και παράλληλα, όπως οι στάλες της βροχής και δεν θα συναντιούνταν. Τα άτομα έχουν την ιδιότητα, ενώ πέφτουν, να λοξεύουν ελαφριά από την κάθετη γραμμή κι αυτό τα κάνει να συναντιούνται και να πλέκουνται…».[65]
Ας σημειωθεί πως την ελεύθερη κίνηση των ατόμων την εξασφαλίζει η ιδιότητα της απόκλισης από την ευθεία γραμμή, μια ιδιότητα που έρχεται σε διαφοροποίηση από την αναγκαιότητα και όχι η κίνηση που απορρέει από την κίνηση που προκαλείτε από αυτήν του απόπαλμου, που αντανακλά αντικειμενικά και αναγκαία φαινόμενα. Αν η αντικειμενικότητα και η αναγκαιότητα είναι η συγκεκριμένη παρουσία της ευθείας γραμμής η υποκειμενική ύπαρξη είναι η άρνηση, η απόκλιση από την ευθεία γραμμή.
Αυτή η ιδιότητα των ατόμων είναι η Επικούρεια παρέκκλισης, η αρχή της δημιουργίας, που από όσα γνωρίζουμε δεν αναφέρεται άμεσα στον Επίκουρο, μα στο Λουκρήτιο στο «περί φύσης»[66]. Δια της παρέκκλισης φαίνεται πως στο κόσμο όλα δεν γίνονται κατά ανάγκη, αλλά η αρχή της δημιουργίας είναι η τύχη και η ελευθερία. Διδάσκοντας την τυχαιότητα, την ενδεχομενικότητα, τον φέρνει πιο κοντά, σε σύγχρονες κβαντικές αντιλήψεις.
Φυσικά οι συγκεκριμένες αντιλήψεις του Επίκουρου έχουν πιο πολύ ηθικές και πολιτικές προκείμενες, πάρα φυσικοεπιστημονικές. «Ο Επίκουρος ενδιαφέρονταν περισσότερο για τον μικρόκοσμο, τον Άνθρωπο, παρά για το μακρόκοσμο, την φύση. Ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει την ελεφθερία της βούλησης. Γι ‘ αφτό την ενσωμάτωσε στα ίδια τα θεμέλια του κόσμου… Όπως στο μικρόκοσμο κάθε μορφή κοινωνίας που έχει διάρκεια πρέπει να στηρίζεται στην παρόρμηση για ένωση των ελεφθέρων ανθρώπων, το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στο μακρόκοσμο…Προικίζοντας-το με τη δύναμη της παρέκκλισης-, το έκανε ικανο να ξεφύγει από την κυριαρχία της φυσικης αναγκαιότητας. Έτσι ο ατομισμός που επινόησε ο Δημόκριτος για να αποτελέσει την βάση της φυσικής, προσαρμόστηκε από τον Επίκουρο για να γίνει το θεμέλιο της ηθικής»[67].
Σημειώνει με έμφασή ο Κ. Μαρξ: «Η απόκλιση του ατόμου από την ευθεία γραμμή δεν αποτελεί κάποιον ιδιαίτερο επιμέρους προσδιορισμό που εμφανίζεται τυχαία στην Επικούρεια φυσική. Ο νόμος τον οποίο εκφράζει, διέπει ολόκληρη την Επικούρεια φιλοσοφία, με τρόπο βέβαια- καθώς είναι αυτονόητο-, ώστε ο χαρακτηριστικός προσδιορισμός(Bestimmtheit) της εμφάνισης του να εξαρτιέται από το πεδίο εφαρμογής του. Η αφηρημένη ατομικότητα μπορεί με άλλα λόγια να ενεργοποιήσει την έννοια…το καθαρό Δι’- Εαυτόν- Είναι, την ανεξαρτησία από την άμεσα δεδομένα συγκεκριμένη ύπαρξη(Desain)…»[68]
Ο Επίκουρος για τον νεαρό Κ. Μαρξ είναι έκφραση της αυτοσύνειδης πορεία άρνησης και χειραφέτησης στο επίπεδο της ατομικότητας από τα δεσμά της αντικειμενικής πραγματικότητας. Με εγελιανούς όρους- για μια δι- εαυτόν ελευθερία- που όμως σε αντίθεση με τον Χέγκελ, αρνείται να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα, που στο Χέγκελ, δεν μπορεί πάρα να είναι μια έλλογη πραγματικότητα.
Σύμφωνα και με τον Παναγιώτη Κονδύλη στην εισαγωγή της Ελληνικής έκδοσης της διδακτορικής διατριβής του Κ. Μαρξ άλλα και με τα όσα γράφει ο Αλέξανδρος Χρύσης στο βιβλίο του «Ο Μαρξ της εξέγερσης στο κήπο του Επίκουρου»: Η αριστερή εγελιανή ανάγνωση το απόλυτο εγελιανό πνεύμα απορροφάται από το υποκειμενικό πνεύμα. Υπερασπιζόμενοι τον διαφωτισμό απέναντί στην εξουσία της θρησκείας, οι αριστεροί ριζοσπάστες νεοεγελιανοί: «..ερμήνευσαν και την θεμελιώδη εγελιανή θέση για την ταυτότητα ουσίας και υποκειμένου: αν η ουσία της εγελιανής μεταφυσικής, δηλ. το απόλυτο πνεύμα, συμπίπτει με το υποκειμενικό, αυτό σημαίνει ότι συμπίπτει με την αυτοσυνειδησία, η οποία είναι το υποκείμενο κατεξοχή και μάλιστα ως το δεδομένο, ζωντανό και παλλόμενο υποκείμενο.».[69]
Στο Α. Χρύση το εξεγερμένο υποκείμενο ακολουθεί τα βήματα του Προμηθέα, στοχεύοντας στην Επικούρεια αταραξία. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Προμηθέα και του Σωκράτη ο Α. Χρύσης γράφει: «..Η υποκειμενικότητα εξεγείρεται, διεκδικεί τα δικαιώματά της απέναντι στην αντικειμενική υπόσταση, απέναντι στην εξ-ουσια του θεού και των επίγειων υποτακτικών τους.».[70]
Στον νεαρό Επικούρειο, νεοελεγιανό Μαρξ της διατριβής, η ελευθερία δεν είναι μια κατάσταση πραγμάτων, αλλά μια δυναμική διαδικασία, ένα πεδίο Επικούρειων αποκλίσεων. Η επανάσταση δεν είναι μια στιγμή ή μια στιγμιαία κατάσταση, η επανάσταση είναι η διαδικασία της απελευθέρωσης, είναι η διαδικασία που πραγματώνεται η υποκειμενική αυτοσύνειδη ελευθερία απέναντί στην αναγκαιότητα.
Είναι η έξοδος από την αναγκαιότητα, είναι η εξέγερση του υποκειμένου και όχι η γνώση της αναγκαιότητας πολύ μεταστρέφεται προς την χειραφέτηση. Είναι μια γιορτή, όπως η κομμούνα του Παρισιού, « αυτή η στιγμή της απόκλισης ..των μισθωτών δούλων του Παρισιού…».[71]
Αυτή είναι η ανάγνωση που έκανε ο αριστερός νεοεγελιανός Μαρξ, απέναντι και στον Χέγκελ που ολοκλήρωνε την πορεία του πνεύματος, όχι με την άρνηση, αλλά με την άρνηση της άρνησης δηλαδή με την συμφιλίωση. Η συμφιλίωση έρχεται στο τέλος της πορείας, αφού περάσουμε πρώτα από τον κόσμο των αρνήσεων και της «πονηρίας του πνεύματος».
Η συμφιλίωση όμως προϋποθέτει ένα έλλογο κράτος για να πραγματωθεί η αντικειμενική ελευθερία. Αυτό στην εποχή του Επίκουρου δεν υπήρχε, υπήρχε αντίθετα το κλείσιμο ενός κύκλου εμφάνισης του απόλυτου πνεύματος, με κορύφωση την αρχαία δημοκρατία. Ο κοσμοπολιτισμός των ελληνιστικών αυτοκρατοριών οδηγούσε το πνεύμα να αποσυρθεί από την επιφάνεια και σαν «τυφλοπόντικας» να αρχίσει το υπόγειο σκάψιμο, την στιγμή που η κουκουβάγια πετούσε στο δειλινό.
Η φιλοσοφία του Επικούρου, όπως και των Στωικών ή των σκεπτικιστών ήταν επίσης μια αντικειμενική ιστορία[72], όπως ήταν και αυτή του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα, σε αντίθεση με ότι πιστεύει ο ίδιος ο Χέγκελ.
Μόνο που είναι μια αντικειμενική ιστορία της φιλοσοφίας σε μια εποχή που το αντικείμενο διαχωρίζεται απόλυτα από το υποκείμενο. Με το αντικειμενικό να αντανακλά μια κατάστασης σήψης και παρακμής.
Ο Επίκουρος εκκινώντας από το υποκειμενικό, επιχειρεί να αλλάξει το αντικειμενικό, άρα δεν νομίζω πως μπορούμε να μιλάμε μόνο για μια φιλοσοφία της εξέγερσης της αυτοσυνειδησίας του υποκείμενου, μια εξέγερση που έμεινε στην απελευθέρωση του υποκειμένου από την αναγκαιότητα.
Η Επικούρεια φιλοσοφία ήταν ένας δρόμος συλλογικής εξόδου από τα δεσμά των ελληνιστικών αυτοκρατοριών και των φόβων που προκαλούσε η θρησκεία και η εξουσία της εποχής του. Από αυτή την οπτική ήταν μια διαρκής και αδιάκοπη επαναστατική διαδικασία.
Η αταραξία του κήπου είχε ως στόχο όχι μόνο να περισώσει τις καλύτερες πλευρές του κόσμου που είχε χαθεί, αλλά και να ετοιμάσει μια νέα εποχή που θα έρχονταν και που πραγματικότητα θα συμφιώνονταν με τον λόγο.
Φυσικά όπως και όλες οι φιλοσοφίες και τα φιλοσοφικά ρεύματα είναι προϊόντα της εποχής, είναι ή ήταν η εποχή τους. Όποτε δεν μπορούμε πάρα να τα αντιμετωπίσουμε κάτω από αυτούς τους ιστορικούς προσδιορισμούς και όρια.
Αλλά νομίζω πως ήρθε η ώρα να το κλείνουμε προς το παρόν το θέμα με ένα επίλογο που θα δίνει έμφαση στα όποια σύγχρονα ανατρεπτικά χαρακτηριστικά της Επικούρειας φιλοσοφίας, πιστεύουμε πως υφίστατο. Χαρακτηριστικά που και πιο πάνω περιγράψαμε αλλά στο επίλογο θα δώσουμε ένα πιο ξεκάθαρο τόνο.
Επίλογος
Η αναστοχασμός στην Επικούρεια φιλοσοφική θεώρηση έχει ένα νόημα γιατί η εποχή μας μοιάζει τρομερά με την εποχή του Επίκουρου. Η εποχή μας όπως και η εποχή της Επικούρειας φιλοσοφίας είναι μια μεταβατική εποχή. Κάτι έχει πεθάνει, αλλά το νέο δεν έχει φανεί ακόμη. Με το καθολικό πνεύμα, το πνεύμα της κοινωνικής και ατομικής ελευθερίας, να έχει κρυφτεί στο εαυτό του, με την ελπίδα πως σκάβει σαν το εγελιανό «τυφλοπόντικα».
Και οι δυο ήταν και είναι εποχές που παρά τις τεράστιες τεχνολογικές και τεχνικές δυνατότητες και την παγκοσμιότητα έχουμε μια εποχή μικρών προσδοκιών, και διάλυσης του κοινωνικού, με την κυριαρχία του ατομικού. Ενός ατομικού, κλεισμένου στα στενά όρια που βάζουν οι επικυρίαρχοι, οι ιδεολογίες και οι φόβοι, που με συστηματικό τρόπο καλλιεργούνται.
Ταυτόχρονα έχουμε την αποδόμηση των μορφών πολιτικής συγκρότησής, είτε της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σήμερα, είτε του δημοκρατικού Δήμου τότε. Με την κυριαρχία ιδιωτικών εξουσιαστικών παγκόσμιων κέντρων και συμφερόντων. Είτε με την μορφή των Ελληνιστικών αυτοκρατοριών, είτε με την μορφή των πολυεθνικών του σήμερα και των εξουσιαστικών πολιτικών ολοκληρώσεων τύπου ΕΕ.
Σε μια τέτοια κοινωνία και σε μια τέτοια ψευδοκαθολικότητα ο Επίκουρος δεν ξεκινά από το γενικό, από το καθολικό, αλλά από το ατομικό, αναγνωρίζοντας: α) την δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίσει την πραγματικότητα δια των αισθήσεων του β) και αφού την γνωρίσει να την αλλάξει προς όφελός του, επιτυγχάνοντας την απελευθέρωση των ανθρώπων από τους φόβους και τις δεισιδαιμονίες.
Αν στην εποχή του τέτοιοι φόβοι και δεισιδαιμονίες ήταν απόρροια της θρησκείας, της μοιρολατρίας και της αστρικής θρησκείας των φυσικών φιλοσόφων, σήμερα οι φόβοι προκαλούνται από μια επιστήμη που ‘χει μετατραπεί σε ιδεολογία. Και από κυριαρχία των ΜΜΕ και της κυριαρχίας του θεάματος που δαιμονολογεί σε απίστευτο βαθμό, μια αντικειμενικότητα που με ενάργεια μπορούμε να γνωρίσουμε.
Ακολουθώντας τον Επίκουρου νομίζω πως είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τον κόσμο «κάθ’ αυτό», όσο κι αν αυτός έχει διαστρεβλωθεί από τις πάσης φύσεως εξουσίες. Αν δεν τον γνωρίσουμε δεν μπορούμε να τον αλλάξουμε και να τον καλυτερεύσουμε, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες προς όφελος των ανθρώπων.
Ο Επίκουρος ξεκινά από το επίπεδο ενός ατόμου απελευθερωμένου από τους πάσης φύσεως φόβους, ενός ατόμου που παρεκκλίνει από τις νόρμες τις εξουσίες, ενός ατόμου ελευθέρου και αυτόνομου από τις αναγκαιότητες. Δεν μένει εκεί όμως. Αυτό το απελευθερωμένο άτομο βρίσκει τους όμοιους του, κτίζοντας κοινότητες φιλίας.
Τους περίφημους κήπους που σε αυτούς χωρούσαν όλοι, ανεξάρτητα από τις ταξικές και άλλες διάφορες. Ζώντας εν ειρήνη και ψυχική αταραξία, σε σχετική ισορροπία με την φύση, περιορίζοντας τις υλικές επιθυμίες στις απολύτως απαραίτητες.
Στην σημερινή εποχή σε αντιστοιχία με το Επικούρειο κίνημα θα βρούμε κινήματα πολιτικού αναχωρητισμού, κινήματα από-ανάπτυξης, αναρχοκοινοτισμού. Κινήματα που αποσύρονται από το δημόσιο, κρατικό και ιδιωτικό χώρο για να οικοδομήσουν ένα άλλο δημόσιο, κοινωνικό και στο βάθος του πολιτικό χώρο που το άτομο, η συλλογικότητα και η φύση θα ζουν σε σχετική ισορροπία.
Σε αντίθεση όμως με την πλειοψηφία αυτών των ρευμάτων η φιλοσοφία του Επίκουρου δεν πρεσβεύει μια εσωτερική ή εξωτερική καταπίεση των ατομικών επιθυμιών. Ο Επίκουρος και οι Επικούρειοι πιστεύουν στην ηδονή και στην ελεύθερη βούληση.
Ο περιορισμός των υλικών επιθυμιών στα απολύτως απαραίτητα, αποτελεί μια φιλοσοφική και πρακτική άσκηση ενός ελεύθερου όντος που με αυτόν τον τρόπο επιθυμεί να μοιάσει στην θεϊκή μακαριότητα.
Και ταυτόχρονα αποτελεί μια πνευματική και πρακτική άσκηση ενός ελεύθερου υποκείμενου, που όχι μόνο δεν φοβάται, αλλά και γνωρίζει, άρα μετουσιώνει τον υλικό κόσμο στο βαθμό που πρέπει να τον μετουσιώσει, δίχως να τον καταστρέψει.
Μια στρατευμένη κοινότητα φίλων και συντρόφων που αλλάζουν τον εαυτό τους, τον μικρόκοσμο τους, για να αλλάξουν στην συνέχεια άρδην τον κόσμο. Είναι κοινότητες αντίστασης στο εκφυλισμό, την παρακμή και τον φόβο.
Ναι σήμερα ένα νέο απελευθερωτικό παράδειγμα που θα ξεκινά από το άτομο για να συμπεριλάβει ολόκληρη την κοινωνία, σε μια αταξική κατεύθυνση, δεν μπορεί πάρα να αναστοχάζεται την παρρησία και την τόλμη του Επικούρου και των φίλων του, να τα βάλουν με τις κρατικές, πολιτικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές εξουσίες της εποχής τους.
Μεγάλο και τολμηρό το εγχείρημα τους, αλλά άφησε καρπούς, μπορεί κάποιοι να χάθηκαν, άλλοι να πεταχτήκαν και άλλοι να θάφτηκαν, μετατρεπόμενοι στο αντίθετο τους.
Είναι στο χέρι όσων αγωνίζονται να φτιάξουν ένα καλύτερο κόσμο να τους ανακαλύψουν, αναγνωρίζοντας την φρεσκάδα των απόψεων και των αντιλήψεων και να τους ενσωματώσουν σε μια νέα απελευθερωτική θεώρηση. Από αυτή την οπτική η επανάστασή του Επίκουρου ανήκει στο μέλλον των μελλοντικών απελευθερωτικών κινημάτων και όχι στο παρελθόν τους.
Ιωάννινα 23/6/15
Δημήτρης Αργυρός
[1] Περιλαμβάνεται στο Κ Μαρξ «Διαφορά της δημοκρίτειας και της επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας» σελ 255
[2] Το σχήμα δεν μου ανήκει. Πρόσφατα ο αγαπητός αναπληρωτής καθηγητής στο ΦΠΨ του πανεπιστήμιου Ιωαννίνων Δ. Δρόσος στην βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου Α. Σμίθ «Η θεωρία των ηθικών συναισθημάτων» εκ: Παπαζήσης, μίλησε για τον «δικό του Α. Σμιθ».
[3] Στο βιβλίο του Κ. Μαρξ «Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας» σελ 120
[4] epicureasgarden.blogspot.com/2012/05/18-httpsfrang2.html
[5] J .Brun «Επικουρισμός», σελ: 5
[6] Χ. Θεοδωρίδης «Επίκουρος Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου»
[7] Σελ 85,
[8]Ν. Ψυρούκης «Ο Επίκουρος και η εποχή μας, μια ιστορική τοποθέτηση»
[9] Σελ:, 50, 51
[10] «Διαφορά της δημοκρίτειας και της επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας» σελ 79(απόσπασμα από την Επιστολή xxi του έργου Epistulae morales του Σενέκα)
[11] «Επίκουρος Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου», σελ 219
[12] Σελ 219
[13] Σελ 220
[14] Σελ 219
[15] Σελ 221
[16] Σελ 228
[17] Σελ 229
[18] «Επίκουρος στοχασμοί» σελ: 41
[19] Ζ. Ντελέζ : «Σπινόζα Πρακτική φιλοσοφία» σελ 112
[20] Σελ 115
[21] «Επίκουρος Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου», σελ 234
[22] «Θεωρεί τη διδασκαλία του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, που πίστεψαν στις «εντελέχειες» και τα «πνεύματα», άρα και στις τελεολογικές εξηγήσεις, ανόητες και παιδαριώδεις. Τους κατηγορεί μάλιστα ότι έκαψαν όλα τα βιβλία του Δημόκριτου. Αντίθετα επιδοκιμάζει τους ατομικούς φιλοσόφους, και ιδίως τον Δημόκριτο, τον Επίκουρο, τον Λουκρήτιο, προφανώς γιατί η φιλοσοφία τους αποκλείει τις τελεολογικές εξηγήσεις (επιστολή 56 στον Hugo Boxel)».( http://www.u-topia.gr/issues/61/43)
[23] http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=860%20&Itemid=2
[24] «Επίκουρος Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου», σελ 231
[25] «Επικουρισμός», σελ 209
[26] «Επίκουρος Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου», Σελ 232
[27] Σελ 233
[28] Όπως είναι τοι βιβλίο «Ας αλλάξουμε τον κόσμο δίχως να καταλάβουμε την εξουσία» του Τζον Χόλογουεη, εκ: Σαββάλας.http://www.biblionet.gr/book/106043/Holloway,John,1947-/%CE%91%CF%82%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%BE%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%BF%CE%BD_%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF_%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82_%CE%BD%CE%B1_%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1
[29] «Ο Επίκουρος και η εποχή μας, μια ιστορική τοποθέτηση» σελ 91
[30] Π. Κονδύλης: «Ο Μαρξ και η αρχαία Ελλάδα» σελ 60, 61
[31] https://www.google.gr/#q=hakim+bey+taz&safe=off&tbs=lr:lang_1el&lr=lang_el
[32] Ν. Ψυρούκης «Ο Επίκουρος και η εποχή μας, μια ιστορική τοποθέτηση» σελ 53
[33] «Επίκουρος Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου», σελ 280
[34] Σελ 315-316
[35] Ε. Καντ « Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών»
[36] Ν. Κλάιν «ταξίδια με τον Επίκουρο» σελ: 50
[37] A.J. Festugiere « Ο Επίκουρος και οι θεοί του» σελ: 68, 69
[38] «Επίκουρος στοχασμοί» σελ: 89
[39] Σελ 77
[40] B. Farrington « Το πιστέβω του Επίκουρου» σελ 45 (ακολουθώ την μετάφραση του βιβλίου)
[41] Σελ 45 (ακολουθώ την μετάφραση του βιβλίου)
[42] Σελ 46
[43] «Επίκουρος στοχασμοί» σελ: 77
[44] «Επίκουρος Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου», σελ: 338
[45] « Ο Επίκουρος και οι θεοί του» σελ: 108
[46] Σελ 114
[47] Σελ 115
[48] Σελ: 130
[49] « Το πιστέβω του Επίκουρου» σελ 118 (ακολουθώ την μετάφραση του βιβλίου)
[50] « Ο Επίκουρος και οι θεοί του» σελ: 31
[51] Σελ 32
[52] http://www.epicuros.net/ArticlesALL/2013/12.Dec/KonstantiniaPetrou-2013-10Dec.html
[53] «Επίκουρος Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου», σελ: 341
[54] «Επίκουρος στοχασμοί» σελ: 39
[55] «Επίκουρος Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου», σελ: 339 , 340
[56] « Ο Επίκουρος και οι θεοί του» σελ: 10
[57] Κ. Μαρξ- φ. Ενγκελς « Για την θρησκεία συλλογή κείμενων και έργων» σελ:68
[58] Σελ: 68
[59] Σελ: 68
[60] http://www.epicuros.gr/arthra/a_arthra_aitio.htm
[61] Διαφορά της δημοκρίτειας και της επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας» σελ: 85
[62] « Το πιστέβω του Επίκουρου» σελ 22 (ακολουθώ την μετάφραση του βιβλίου)
[63] «Επίκουρος Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου», σελ 363
[64] σελ: 305
[65] Σελ: 365
[66] «Παρέκκλιση: Εδώ τίθεται ένα πρόβλημα: η θεωρία της παρέκκλισης ανήκει στον Επίκουρο ή αποτελεί προσθήκη ορισμένων μαθητών του. Είναι βέβαιο ότι τα αποσπάσματα του Επίκουρου που διασώθηκαν δεν βρίσκουμε πουθενά ίχνος της θεωρίας αυτής, και ο Διογένης Λαέρτιος επίσης αποσιωπά το θέμα αυτό. Για αυτό και ορισμένοι ιστορικοί του Επικουρισμού είδαν στην θεωρία αυτή μια εισφορά των διάδοχων του Επίκουρου. Σε αυτό το επιχείρημα εξωτερικής κριτικής, προσθέτουν άλλο ένα εσωτερικής κριτικής: η θεωρία αυτή τους φαίνεται όχι μόνο άχρηστη αλλά και παράλογη και αντιφατική προς όλη την Επικούρεια φυσική…[υπάρχουν και άλλοι ιστορικοί που:]βλέπουν την θεωρία της παρέκκλισης μια θεωρία τελείως εναρμονισμένη με την υπόλοιπη φυσική του Επίκουρου…[επικαλούνται] γι’ αυτό την μακρά επικούρεια παράδοση, η οποία δεν αποδίδει ποτέ την θεωρία σε ένα Επικούρειο, αλλά στον ίδιο τον Επίκουρο∙ το σύντομο περιεχόμενο των αποσπασμάτων που έφθασαν στα χέρια μας, σε σύγκριση με τον όγκο του αρχικού του έργου του οποίου ..ήταν δυνατόν να γνωρίζουν ο Κικέρωνας και ο Λουκρήτιος..[ενώ δεν πιστεύουν πως] η θεωρία αυτή δεν καταστρέφει την αρμονία του σύμπαντος»( «Επικουρισμός», σελ59, 60, 61)
[67] « Το πιστέβω του Επίκουρου» σελ 135 (ακολουθώ την μετάφραση του βιβλίου)
[68] Διαφορά της δημοκρίτειας και της επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας» σελ:91
[69] Σελ: 17
[70] Α. Α. Χρύσης « Ο Μαρξ της Εξέγερσης στον κήπο του Επίκουρου» εκ: Γκοβόστης, Αθήνα 2003 σελ: 87, 88
[71] Σελ: 138
[72] Διαφορά της δημοκρίτειας και της επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας» σελ:67
Από:
http://argiros.net/?p=6990
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου