Π.Καρύκας : «Έχιδνα». Το μυστικό όπλο του Χίτλερ !
Οι απέλπιδες καταστάσεις αντιμετωπίζονται με απέλπιδα μέτρα. Αυτή ήταν η φιλοσοφία των Γερμανών σχεδιαστών αεροσκαφών στα τέλη του 1944. Εκείνη την περίοδο ο πόλεμος έκλινε οριστικώς κατά της Γερμανίας. Αυτός ήταν και ο λόγος σχεδιάσεως του Νatter (έχιδνα), ενός μικρού πυραυλοκίνητου αναχαιτιστικού.

Bachem-Ba-349-Natter
Από τις αρχές του 1944 οι συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές καταστεί ουσιαστικά μη αντιμετωπίσιμες από τους χειριστές μαχητικών της Luftwaffe. Για να αναστρέψει την κατάσταση το υπουργείο Αεροπορίας ζήτησε, τον Φεβρουάριο του 1944, με επιστολή του από τις εταιρείες κατασκευής αεροσκαφών της Γερμανίας, να του υποβάλουν προτάσεις για ένα μικρό και ταχύ μαχητικό, η κατασκευή του οποίου θα απαιτούσε τη διάθεση ελαχίστων πρώτων υλών.
Bachem-Ba-349-Natter
Ανάμεσα στους παραλήπτες των επιστολών ήταν και ο Δρ. Έρικ Μπάχεμ, ο κάποτε τεχνικός διευθυντής της εταιρείας Fieseler. Ο Μπάχεμ σχεδίασε ένα φθηνό, μικρό αεροσκάφος το οποίο, εφοδιασμένο με πυραυλοκινητήρα, θα εκτοξευόταν ως πύραυλος. Τα μαχητικά αυτά, «υπεράσπισης σημείου» θα εγκαθίσταντο όπως οι σύγχρονες συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων, επί των κυρίων αξόνων προσέγγισης των εχθρικών βομβαρδιστικών. Θα ήταν επανδρωμένο, αν και ο χειριστής του δεν θα ήταν σε θέση να το ελέγξει, στα πρώτα δευτερόλεπτα της πτήσης, τουλάχιστον.
Bachem-Ba-349-Natter
Ο βαθμός ανόδου θα ελέγχονταν από τον αυτόματο πιλότο του σκάφους. Όταν θα έφτανε σε επιχειρησιακό ύψος-περίπου στις 30.000 πόδια- ο κινητήρας θα είχε εξαντλήσει τα καύσιμα του και ο χειριστής, που θα είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του, θα έθετε εκτός λειτουργίας τον αυτόματο πιλότο και θα ανεμοπορούσε με κατεύθυνση συνάντησης του εχθρικού σχηματισμού βομβαρδιστικών, εναντίον του οποίου είχε εκτοξευθεί. Μόλις βρισκόταν ανάμεσα τους θα εξαπέλυε εναντίον τους τις ρουκέτες που θα μετέφερε και θα απομακρυνόταν, με κατεύθυνση προς τη βάση του. Μόλις πλησίαζε εκεί θα εγκατέλειπε το αεροσκάφος του και , με τη χρήση του αλεξιπτώτου, θα κατέβαινε σώος στο έδαφος, την ώρα που το αεροσκάφος του θα συντριβόταν.
Bachem-Ba-349-Natter
Η όλη υπόθεση, από τη στιγμή της εκτόξευσης ως την εγκατάλειψη του σκάφους, δεν θα διαρκούσε περισσότερο από 3 λεπτά και θα ελάμβανε χώρα κοντά στη βάση εκτόξευσης Το πρώτο Νatter κατασκευάσθηκε τον Οκτώβριο του 1944. Ήταν ένα μικρό μεσοπτέρυγο μονοπλάνο, με μήκος 5,7 μέτρα και εκπέτασμα 3,2 μέτρων. Ήταν κατασκευασμένο σχεδόν εξολοκλήρου από ξύλο. Το αεροσκάφος διέθετε διπλό προωθητικό σύστημα.
Ο κύριος πυραυλοκινητήρας ήταν ένας Walter 109-509 A-2 και αργότερα C 1 , τροφοδοτούμενος με μεικτό καύσιμο υπεροξειδίου του υδρογόνου και μείγματος σε αναλογία 50-50 ένυδρης υδραζίνης και μεθανόλης.
Περίπου 1.320 λιβρών καυσίμου μεταφέρονταν, η καύση των οποίων προσέδιδε στον κινητήρα ώση 3.700 λιβρών (4.400 λιβρών με τον C 1) για 80 δευτερόλεπτα. Η αρχική ώθηση για την απογείωση του προερχόταν από δύο ή τέσσερις πυραύλους στερεών καυσίμων, ο καθένας εκ των οποίων του προσέδιδε ώση 2.200 λιβρών (500 κιλών) για 12 δευτερόλεπτα, αφού κατά τα πρώτα δευτερόλεπτα της εκτόξευσης, ο κύριος πυραυλοκινητήρας δεν απέδιδε το μέγιστο ποσό ώθησης.
Το Natter θα εκτοξευόταν σχεδόν κάθετα από μια απλή εγκατάσταση, η οποία αρχικά αποτελείτο από δύο κάθετα τοποθετημένους στο έδαφος ξύλινους στύλους, ύψους15 μέτρων. Αργότερα υιοθετήθηκε μια πιο μόνιμη εγκατάσταση, ένας «πύργος» εκτόξευσης επί σκυρόδετης βάσης. Ολόκληρη η βάση εκτόξευσης μπορούσε να στραφεί γύρω από τη βάση της ώστε το αεροσκάφους να μπορεί να στραφεί προς κάθε σημείο του ορίζοντα.
Το Νatter άφηνε τον εκτοξευτήρα και επιτάχυνε στα 2,2 g και οι βοηθητικοί πύραυλοι απογείωσης λειτουργούσαν για 12 δευτερόλεπτα.
Ως τότε το σκάφος είχε ανέλθει σε ύψος 1.000 περίπου μέτρων. Τότε ο κύριος πυραυλοκινητήρας απέδιδε πια την πλήρη του ισχύ. Οι κενοί καυσίμων βοηθητικοί πύραυλοι αποκολλούνταν τώρα από το σκάφος και το Νatter συνέχιζε να ανεβαίνει, με ρυθμό επιτάχυνσης 0,7g, μέχρις ότου ανέπτυσσε ταχύτητα 800χλμ. περίπου.
Ο χειριστής αναλάμβανε τότε τον χειρισμό, θέτοντας εκτός λειτουργίας τον αυτόματο πιλότο, ρύθμιζε τη λειτουργία του κινητήρα στο χαμηλότερο σημείο και συνέχιζε την άνοδο ώσπου το σκάφος να ανέλθει στο προγραμματισμένο ύψος πτήσης – το μέγιστο ύψος ανόδου υπολογιζόταν στα 12.000 μέτρα. Από τη στιγμή της ανόδου του σε επιχειρησιακό ύψος πτήσης, ο χειριστής ρύθμιζε ξανά τον κινητήρα ώστε το σκάφος να διατηρεί ταχύτητα πλεύσης 730-750χλμ. Ως τότε βέβαια τα καύσιμα του είχαν σχεδόν εξολοκλήρου εξαντληθεί.
Τώρα ο χειριστής θα άρχιζε να ανεμοπορεί με πορεία προς τον εχθρικό σχηματισμό. Το αεροσκάφους μπορούσε επίσης να φέρει 33 ρουκέτες R-4 Μ, ή 24 ρουκέτες Fohn των 75 χλστ., ή δύο πυροβόλα των 30 χλστ. με 30 βλήματα ανά όπλο.
Μετά την εκτόξευση των ρουκετών ο χειριστής άρχιζε τους ελιγμούς διαφυγής προς την κατεύθυνση της βάσης του.
Θεωρητικά το Νatter αποτελούσε δυνητικά το πλέον εύκαμπτο και άτρωτο όπλο ολοκλήρου του μυστικού γερμανικού οπλοστασίου.
Η υψηλή του ταχύτητα, η οποία σε μεγάλα ύψη ξεπερνούσε τα 1.000 χλμ. το καθιστούσε μη αναχαιτίσιμο.
Περίπου 30 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν. Από αυτά τα 18 χρησιμοποιήθηκαν σε δοκιμές. Τελικά κανένα δεν χρησιμοποιήθηκε σε επιχειρήσεις. Η όλο πρόγραμμα του Natter υπονομεύτηκε από την έλλειψη χρόνου. Η Γερμανία βρισκόταν στα πρόθυρα της ήττας και όλοι το γνώριζαν αυτό. Συνέπεια της βιαστικής σχεδίασης και κατασκευής ήταν το αεροσκάφος να παρουσιάζει πολλά μειονεκτήματα, ακόμα και αν υποτεθεί ότι θα εντασσόταν τελικώς σε υπηρεσία.
Η κατασκευή του Νatter οδήγησε στην κατασκευή του Julia, ενός επίσης επανδρωμένου πυραυλοκίνητου αεροσκάφους, σχεδόν ίδιου τύπου με το Νatter, το οποίο όμως προβλεπόταν να είναι πιο ανθεκτικό για να αντέχει μερικές εκτοξεύσεις και πτώσεις, αντί της μιας χρήσης του Νatter. Σχεδιάστηκε από την Heinkel με την ονομασία He P-1077 και δύο από αυτά ήταν υπό κατασκευή με τη λήξη του πολέμου, αλλά δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.