Ετικέτες

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Ο Πολυθεϊσμός και ο Μονοθεϊσμός


ο φαραώ Ακενατών με την οικογένεια του κάτω από τον θεό-Ήλιο





















του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου

Ο Μονοθεϊσμός ενυπήρχε στον Πολυθεϊσμό πίσω από τις τροποποιημένες αναλυτικές μορφές των ιδιοτήτων του Υπέρτατου Όντος. Ο Ήλιος π.χ, ως υπέρτατος θεός αποτέλεσε ίσως το σημαντικότερο σύμβολο του μονοθεϊσμού. Ο Ρώσος λόγιος Sergei Ouvaroff[1] στις σημειώσεις του βιβλίου του, γράφει σχετικά με τους διαφορετικούς τρόπους που ερμηνεύουν το ίδιο μυθολογικό σύστημα, πως σχεδόν πάντα προέρχονται από τις αλλαγές τις οποίες υπέστησαν τα σύμβολα.


«Ο πολυθεϊσμός ήταν κυρίως παραστατικός. Ένας μεγάλος αριθμός θρησκευτικών εθίμων αντιπροσώπευε την ίδια ηθική ή ιστορική έννοια. Συχνά η ίδια υπήρχε σε διαφορετικά μέρη εκφρασμένη με διάφορα σύμβολα. Έτσι βρίσκουμε παντού ίχνη μιας λατρείας αφιερωμένης προς τον ήλιο και πράγματι πολλά σύμβολα αναφέρονται στην πηγή του φωτός και της γονιμότητας, αλλά ο ήλιος δεν ήταν άλλο από το μεγαλύτερο και το αρχαιότερο σύμβολο της θεότητας, δεκτό από όλους τους λαούς, εις τρόπον ώστε, αν αυτά τα σύμβολα και αυτά τα μνημεία υποδηλώνουν κάποτε μια λατρεία που αποδίδεται στον υλικό ήλιο, πολύ συχνότερα είναι μια μαρτυρία ότι η ιδέα της μοναδικότητας και της αϋλότητας του θεού διατηρήθηκε μέσα στον πολυθεϊσμό, ίσως, μάλιστα, παρά τη θέλησή του».

Η μεγάλη ποικιλία των αναπαραστάσεων των πολλών θεοτήτων, που βρέθηκαν στα αιγυπτιακά μνημεία, οδήγησε σε ένα λανθασμένο συμπέρασμα σχετικά με το χαρακτήρα της θρησκείας των αρχαίων αιγυπτίων. Ο μονοθεϊσμός της θρησκείας τους έχει όλα τα γνωρίσματα του φετιχισμού, αλλά οι πολλές θεότητες της Αιγύπτου, σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές, πρέπει να θεωρούνται ως προσδιοριστικές ιδιότητες ή μεσολαβητές του Υπέρτατου Όντος, του Ενός Θεού, του μόνου που αναγνώριζαν και λάτρευαν οι ιερείς και πως οι αναρίθμητοι θεοί του αιγυπτιακού πανθέου δεν είναι τίποτα περισσότερο από εκδηλώσεις του στους διαφορετικούς του ρόλους και αναπαραστάσεις του αιώνιου στοιχείου της θεϊκότητας του στις μορφές των φυσικών προτύπων. Αυτό είναι το νόημα με το οποίο θα πρέπει να προσεγγίζεται η πίστη τους προς τον ήλιο, τη γη, ακόμα και προς κάποια συγκεκριμένα ζώα που ζούσαν στην Αίγυπτο.

ο Άμμων-Ρα
Σχετικά με την θρησκεία της Αιγύπτου πρέπει να αναφερθεί, ότι σε κάθε αλλαγή δυναστείας λάμβανε χώρα μια μονοθεϊστική επανάσταση[2] και το Υπέρτατο Όν πρόβαλλε έντονα πάνω από τον φετιχισμό των άλλων θεοτήτων. Η θρησκεία της αρχαίας Αιγύπτου, που μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι ήταν πολυθεϊστική, στην πραγματικότητα ήταν μονοθεϊστική[3], όπως όλες οι μεγάλες θρησκείες. Στην κορυφή του αιγυπτιακού πανθέου στεκόταν ένας θεός, που ήταν μοναδικός, αθάνατος και αδημιούργητος. Ήταν αόρατος και κρυμμένος μέσα στα απρόσιτα βάθη της ύπαρξής του. Γεννήθηκε από τον εαυτό του πριν την αιωνιότητα και απορρόφησε μέσα του όλα τα θεϊκά χαρακτηριστικά. Οι Αιγύπτιοι ιερείς έλεγαν για εκείνον πως ήταν «Αυτός που προήλθε από τον εαυτό του. Η Αρχή όλης της ζωής, ο Πατέρας των πατέρων, η Μητέρα των μητέρων», ή «Από Εκείνον προέρχεται η ουσία της υπόστασης των άλλων θεών». Δεν ήταν οι άλλοι θεοί που λατρεύονταν, αλλά πίσω από το όνομα της κάθε θεότητας υπήρχε ο κρυμμένος, αόρατος Θεός, Εκείνος ο οποίος δεν είχε ούτε όνομα, ούτε μορφή. Μια μοναδική ιδέα κυριαρχούσε τα πάντα, αυτή του Θεού που είναι ένας και προαιώνιος.

Η Υπέρτατη Αιγυπτιακή Θεότητα, όπως έλεγαν οι διδάσκαλοι αυτής της αρχαίας Θεογονίας, ο δημιουργός του σύμπαντος, ήταν μοναδικός στην ύπαρξη του, αλλά όχι στο πρόσωπό του. Ήταν ένας και ταυτόχρονα ο Πατέρας, η Μητέρα και ο Γιος του Θεού, χωρίς να αποχωρίζεται τη θεϊκή του υπόσταση. Αυτά τα τρία πρόσωπα ήταν «Θεός μέσα στο Θεό» και χωρίς να καταστρέφεται η ενότητα της θεϊκής του φύσης όλα μαζί γεννιόνταν μέσα στην ατέλειωτη τελειότητά του. Ο Πατέρας αντιπροσωπεύει τη δύναμη της δημιουργίας, όταν ο Γιος, που είναι εικόνα του Πατέρα, ισχυροποιεί και εκδηλώνει τις αιώνιες ιδιότητές του. Ο Όσιρις, ο πιο ευσεβής από όλους τους βασιλείς, κατάφερε να εδραιώσει τον μονοθεϊσμό, προσαρμόζοντας τον σε μια πλατειά σκάλα άλλων θεοτήτων. Ήταν αυτός ο ίδιος ο Όσιρις, που παρουσιάζεται πάντα με ανθρώπινη μορφή, που έγινε μετά Θεός και βασίλεψε πάνω στο υπέρτατο δικαστήριο που έκρινε τις ψυχές των νεκρών.

Στην Βαβυλωνία επίσης έγινε προσπάθεια να συγχωνευτούν οι ιδιότητες και τα ονόματα των άλλων θεών στο πρόσωπο του μεγάλου θεού Μαρδούκ. Στην πολυθεϊστική Ινδία, μια υποβόσκουσα αντίληψη για την ύπαρξη μιας υπέρτατης θεότητας, υπήρχε στην πίστη των Βραχμάνων για τον απρόσωπο θεό, τον Brahman, αυτού του κοσμικού «εγώ» με το οποίο θα ήταν ταυτόσημο το ατομικό «εγώ» (atman) του κάθε όντος.  Αυτό το εγώ, που ήταν Ον καθαρό, ταυτιζόταν με το Brahman, αυτή την πεμπτουσία του τελετουργικού λόγου που θεωρείτο ότι ήταν αυτή η ίδια η αρχή του ιερού της θεότητας. Για τους Ζαϊνιστές, αυτό το μόνιμο στοιχείο που εξασφάλιζε το σύνδεσμο μεταξύ των διαφόρων υπάρξεων ήταν η ζωτική αρχή (jiva) που ήταν ξεχωριστή από άτομο σε άτομο. Ο Ιcvara[4] ήταν η ύπαρξη του μοναδικού και προσωπικού θεού, αυτού που λατρευόταν από πολλούς Ινδούς μοναχούς, που πίστευαν ότι θα ενωθούν μαζί του με τη yoga. Ο Βισνού ως συντηρητής βρίσκεται στο κέντρο της Τριμούρτι, κρατώντας σε ισορροπία τα δύο άκρα. (σ. 722, τ. 6ος) και σταδιακά μετατρέπεται σε έναν υπέρτατο θεό. Πρόκειται για έναν Βεδικό μονισμό όπου ο Ράμα είναι η υπέρτατη ενσάρκωση του Βισνού. Μια σύνδεση της Ινδουϊκής και της Μωαμεθανικής θρησκείας σε ένα νέο σχήμα μονοθεϊσμού, επιχειρήθηκε αργότερα υπό την επίδραση του Μωαμεθανισμού, από τον θρησκευτικό αναμορφωτή Καβίρ, που ανεκήρυξε ως μόνο θεό τον Βισνού και τον εαυτό του προφήτη του και πολέμησε αμείλικτα τα είδωλα. Άλλος μεγάλος θρησκευτικός αναμορφωτής του Βισνουϊσμού ήταν ο Σαιτάνυα (1485) που θεωρείτο ως ολοκληρωμένη ενσάρκωση του Κρίσνα.

undefined
Στη 2η π.Χ χιλιετία αρχίζει να εκδηλώνεται μια άλλη θρησκευτική ιδέα για το θείο, μονοθεϊστική στην αντίληψή της, αλλά αρνητική στο θέμα της μορφοποίησής του. Οι Εβραίοι και η θρησκεία τους, ο Ιουδαϊσμός, χωρίς να είναι οι πρώτοι, συνέλαβαν μια αόρατη και άμορφη έννοια της θεότητας. Από μέσα του ξεπήδησαν διαδοχικά ο Χριστιανισμός και ο Μοσουλμανισμός, που διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στην παγκόσμια εξάπλωση της μονοθεϊστικής θρησκευτικής συνείδησης τους επόμενους είκοσι αιώνες[5]. Ο Θεός Γιαχβέ αποκαλύφθηκε στο νεαρό Άβραμ, γιο του Θάρα[6], που είχε αρνηθεί την πατρική ειδωλολατρική θρησκεία και αναζητούσε τον αληθινό θεό. Έγινε ηγέτης μιας μικρής ομάδας νομάδων κτηνοτρόφων, που περιπλανιόταν στην περιοχή της εγγύς ανατολής για την ανεύρεση της γης της Επαγγελίας. Περίπου στα 2000 π.Χ., μετανάστευσαν υπό την αρχηγία του ισχυρού φύλαρχου του Άβραμ του Εβραίου προς τα δυτικά στη γη των Χαναναίων εντεύθεν του Ιορδάνη.

ο Μωυσής
Μετά την έξοδο τους από την Αίγυπτο, επί των διαδόχων του Ραμσή Β΄ το 1500 π.Χ., οι Εβραίοι περιπλανήθηκαν υπό την αρχηγία του Μωϋσή για σαράντα χρόνια, χωρίς να μπορούν να εισβάλουν στην Παλαιστίνη και στην νότιο Συρία. Όπως περιγράφεται στην Π.Δ, οι Εβραίοι λάτρευαν τον Ιεχωβά μαζί και με άλλους θεούς, που σταδιακά όμως μπήκαν στο περιθώριο, εξαιτίας της αποκλειστικής του λατρείας. Αν κάποιος δυσκολεύεται να δεχθεί τη μεταφυσική πλευρά του μονοθεϊσμού των Εβραίων, θα μπορούσε να αρκεστεί στο ότι αυτοί ανακάλυψαν το σημαντικό ρόλο που είχε για την ενότητα της φυλής η πίστη σε ένα μοναδικό, φυλετικό θεό, που δεν είχε καμιά σχέση με αυτούς των άλλων λαών, που στο πλαίσιο των αναμείξεων και των συγχωνεύσεων δανείζονταν ο ένας από τον άλλο τους θεούς τους. Επέβαλαν νέο θρησκευτικό κώδικα βάσει του μονοθεϊσμού των παλαιών αραβικών παραδόσεων του υπέρτατου θεού. Ο «Ιαβέ» (Ιεχωβά=ων, ο κατ΄εξοχήν υπάρχων σε αντίθεση με τους ανύπαρκτους θεούς των άλλων λαών) ανέλαβε αυτούς υπό την προστασία του ως περιούσιο λαό, επέβαλε την αποκλειστικότητα έναντι των άλλων λαών και έγινε εθνικός τους θεός, διασώζοντας ταυτόχρονα και την καθαρή φυλετική τους οντότητα. Υπό το πρίσμα αυτό δόθηκε στον Μωϋσή, από τον ίδιο τον Θεό, το θρησκευτικό σύμβολο της πίστεως του Ιεχωβά «ο Δεκάλογος του Σινά», όπου περιέχονται οι βασικές διατάξεις του νόμου[7].

Η απόλυτη εξουσία του ενός Θεού, που ήταν ο ίδιος Βασιλέας του περιούσιου λαού του, διέπνεε όλο το φάσμα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, θεμελιώνοντας το Εβραϊκό κράτος στη βάση ενός απόλυτου εθνικού-φυλετικού θεοκρατισμού. Αυτή η θρησκευτική αντίληψη των Εβραίων, μαζί με άλλες αιτίες, δημιούργησε αργότερα τη σύγκρουση με τους ελληνογενείς ειδωλολατρικούς λαούς της περιοχής της εγγύς ανατολής, τους Φιλισταίους κ.α. και αποτέλεσε τη βασική αιτία της φυλετικής και θρησκευτικής περιχαράκωσης των Εβραίων έναντι των άλλων εθνών σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. Εξέπεσαν πολλές φορές σε ειδωλολατρεία[8] υπό την επίδραση της φετιχιστικής αντίληψης των γειτόνων τους, αλλά και από το δικό τους ειδωλολατρικό παρελθόν και αυτό υπήρξε αιτία να υποστούν μεγάλα δεινά από την οργή του Γιαχβέ, κυρίως δε από τους Φιλισταίους. Η εθνική αφύπνιση ήρθε με τον Σαούλ, τελευταίο Κριτή, που το 1075 π.Χ θεμελίωσε τον θεσμό της βασιλείας χρισμένος «ελέω Θεού» από τον Σαμουήλ.

Είναι βέβαιο, ότι οι Εβραίοι ή ο Μωϋσής, που ανατράφηκε σύμφωνα με τις αιγυπτιακές πεποιθήσεις, μυήθηκαν στο μυστικό Μονοθεϊσμό των Αιγυπτίων, απορρίπτοντας όμως το στοιχείο της μορφής. Και αυτό εξηγεί, γιατί μόνο έπειτα από την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο, θεμελίωσε ο Μωϋσής για πρώτη φορά το Νόμο που έθεσε τις βάσεις της μονοθεϊστικής Ιουδαϊστικής θρησκείας

Ο Μονοθεϊσμός, ως θρησκευτική αντίληψη ήταν επίσης διαδεδομένος κατά τα χρόνια της αρχαίας Ελλάδας, και εκφράστηκε από πολύ σημαντικές προσωπικότητες και μύστες των Ελευσινίων Μυστηρίων, όπως ο Πλούταρχος, ο Πλάτωνας και ο Παυσανίας και  πολλούς από εκείνους που πρέσβευαν τη θεϊκή αρχή. Είναι μια αντίληψη η οποία βλέπουμε να διαπνέει την διδασκαλία των αρχαίων Μυστηρίων, όπως είναι τα Ελευσίνια, τα Καβείρια, τα Διονυσιακά ή Βακχικά και τα Ορφικά, που όλα τους αποδείκνυαν την προϋπαρξη και την αθανασία της ψυχής. Οι Ορφικοί Ύμνοι π.χ, που αποκαλύπτουν τη διδαχή περί μονοθεϊσμού των Ελευσινίων Μυστηρίων λέγουν, «Είς Ζεύς, είς άδης, είς Ήλιος, είς Διόνυσος, είς Θεός εν πάντεσσι, τι σοι δίχα αγορεύω;». Η μονοθεϊστική αντίληψη εκφράστηκε ακόμα από εξέχοντες φολοσόφους. Ο Ξενοφάνης γράφει, «Εις θεός, εν τε θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος», ενώ ο Ηράκλειτος αναφέρει πως, «εξ των πάντων έν και εξ ενός πάντα» και αλλού ότι, «όλοι οι άνθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα, τον θεϊκό». Ο Εμπεδοκλής (495-435 π.Χ) σε θεολογικό του χωρίο στο «Ποίημα περί Φύσεως», εκφράζει την πίστη σε «μια ιερή ανέκφραστη διάνοια» που αποτελεί συνέχεια της φιλοσοφικής σκέψης του Ξενοφάνη. Συμφωνεί με τον θεϊκό νόμο του Ηράκλειτου και φέρνει το «νόμο» σε ακόμη πιο στενή επαφή με τον κόσμο, ενώ υιοθετεί την  Πυθαγόρεια αντίληψη της  μετεμψύχωσης.


(Το κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου με τον τίτλο: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ- Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του Πολιτισμού», Β΄ Μέρος ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ,  Κεφ. 1. ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ, (Η διαλεκτική των φυσικών προτύπων και της λογικής), παρ. 1.3 Πολυθεϊσμός-Μονοθεϊσμός)



[1] SER. OUVAROFF «Ελευσίνια Μυστήρια», Εκδ. «Δημιουργία», Αθήνα 1991, σελ. 97. Γ΄ Έκδοση, Paris, 1816
[2] Ο μόνος άνθρωπος που μπόρεσε να τραντάξει περιστασιακά, αν και πρόσκαιρα τα σιδερένια δεσμά της παράδοσης, ήταν ο Φαραώ Αμένωφις η Αμενχοτέπ  ο Δ΄ της 18ης Δυναστείας στην περίοδο του «Νέου Βασιλείου». Ο Αχενατών προχώρησε σε αυτή την θρησκευτική επανάσταση, που καθιέρωνε στην ουσία τον μονοθεϊσμό, από φόβο προς την δύναμη τών ιερέων του Άμωνα οι οποίοι είχαν πετύχει να δημιουργήσουν ένα κράτος μέσα στο κράτος. Αυτή η νέα πίστη δεν απαιτούσε τη χρήση των εικόνων των προηγούμενων θεών και έτσι έσβησε από παντού το όνομα του Άμωνα, έκλεισε τους ναούς του και αποδυνάμωσε τον κλήρο.
[3] ΑBBAS CHALABY: «EGYPT»- BONECHI-1989-Firenze. σ. 19
[4] Ιcvara: «Κύριος», όνομα με το οποίο οι περισσότερες ινδικές αιρέσεις προσδιορίζουν τον υπέρτατο θεό, που νοείται ως ένα πρόσωπο αιώνιο, παντοδύναμο και δημιουργός του σύμπαντος.
[5] Όμως, εν είδος παρένθεσης, θα πρέπει να σημειώσουμε πως σε ότι αφορά τον Χριστιανισμό, εδώ ακριβώς οφείλεται η τεράστια διαφορά του απέναντι στις άλλες δύο μονοθεϊστικές θρησκείες. Ο Χριστιανισμός δεν είναι αφηρημένος και απρόσωπος, αφού στο πρόσωπο του ιδρυτή του Ιησού Χριστού, η έννοια της θεότητας βρήκε και υπόσταση και μορφή. Ο Μουσουλμανισμός από την πλευρά του, στάθηκε στο θέμα αυτό πιστός στην ιουδαϊστική αντίληψη.
[6]  Γεν. ιβ΄, 1-2
[7]  Μια ανάλογη παράδοση για την θεϊκή προέλευση των Νόμων βρίσκουμε στην Κρήτη, όπου οι νόμοι λεγόταν πως δόθηκαν πρώτα στον Ραδάμανθυ και έπειτα στον Μίνωα από τον Δία, ενώ ο νομοθέτης της Σπάρτης Λυκούργος πήγε στους Δελφούς. (Στράβων: Γεωγραφικά I, IV,19
[8] Οι Εβραίοι παρέβηκαν την εντολή της μη κατασκευής ειδώλων αρκετές φορές π.χ, Π.Δ: Έξοδος (Εξ. λβ΄1-4), Μανασσής, (Παρ.Β΄, λγ΄), Αχαάβ και Ιεζάβελ (Βασ. Γ΄, ιη΄).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου