ΠΈΜΠΤΗ, 26 ΑΠΡΙΛΊΟΥ 2012
Του Θανου Π. Ντοκου*
Η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν αποτελεί μόνο γαλλικό ή ελληνικό φαινόμενο. Με διακυμάνσεις δημοφιλίας, καταγράφεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κοινός παρονομαστής, η ανεργία (ιθαγενών και αλλοδαπών), η εγκληματικότητα, αλλά και η προσπάθεια πιο «ευπρεπών» κομμάτων να αντλήσουν ψήφους. Βεβαίως, το πρόβλημα της (μαζικής) παράνομης μετανάστευσης είναι σοβαρότατο και καμία χώρα -ή πολύ περισσότερο η Ε.Ε.- δεν δικαιούται να διεκδικεί δάφνες για την επιτυχημένη διαχείρισή του. Είναι δε σαφές ότι κάθε χώρα έχει μια πεπερασμένη ικανότητα απορρόφησης του «διαφορετικού» και ότι λόγω της γεωγραφικής θέσης της, αλλά και της οικονομικής κατάστασης, η χώρα μας έχει ξεπεράσει αυτό το όριο.
Προσέξτε όμως τι πετύχαμε στην Ελλάδα: οι μετανάστες συνεχίζουν να έρχονται (για λόγους πέραν των δυνάμεών μας), οι συνθήκες κράτησης παραμένουν άθλιες, το σύστημα εξέτασης αιτήσεων ασύλου δεν λειτουργεί ακόμη αποτελεσματικά, η εγκληματικότητα αυξάνεται (παρά το ότι για προφανείς λόγους παραβλέπουμε την ελληνική συμμετοχή στο φαινόμενο), τα κόμματα της Ακρας Δεξιάς ωφελούνται πολιτικά, οι δε Ευρωπαίοι εταίροι μάς κατηγορούν, με άφθονο φαρισαϊσμό, και για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για πλημμελή φύλαξη των συνόρων μας (παρά το γεγονός ότι τις σχετικές κατηγορίες, π.χ. της Αυστριακής υπουργού Εσωτερικών, αντικρούει η αυστριακής καταγωγής εκπρόσωπος της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, αλλά και στελέχη της FRONTEX), απειλώντας μας με εκδίωξη από τη Συνθήκη Σένγκεν.
Φοβάμαι, όμως, ότι εμείς τους δίδουμε το δικαίωμα με την απραξία μας. Πέραν της διαπιστωμένης απουσίας ολοκληρωμένης μεταναστευτικής πολιτικής, παρατηρείται μια σειρά άλλων αστοχιών και παραλείψεων. Μια στοιχειωδώς ορθολογική προσέγγιση του προβλήματος θα επέβαλε την τάχιστη αξιοποίηση των διατιθέμενων ευρωπαϊκών πόρων για την κατασκευή ή αναβάθμιση κέντρων υποδοχής και υπηρεσιών ασύλου. Αν αυτό είχε ήδη γίνει, θα βελτίωνε τις συνθήκες υποδοχής και κράτησης των παράνομων μεταναστών (ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ιδιαίτερα ταλαιπωρημένα ανθρώπινα όντα· ως έθνος μεταναστών τούς οφείλουμε τουλάχιστον αυτό), θα στερούσε από τους εταίρους μας κάθε ουσιαστική βάση κριτικής, ενώ θα δημιουργούσε και θέσεις εργασίας.
Χρήσιμη, βεβαίως, η κριτική όσον αφορά τα λάθη του παρελθόντος (παρεμπιπτόντως, μήπως θα έπρεπε να αναζητηθούν ευθύνες για όποιον υπέγραψε από ελληνικής πλευράς τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ χωρίς να προβλέψει τις συνέπειες;) αλλά δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Απαιτείται άμεσα ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων: περισσότερα και πιο ανθρώπινα κέντρα υποδοχής και κράτησης, εφαρμογή των κανονισμών περί ασύλου, μεγαλύτερη (στο μέτρο του εφικτού) επαναπροώθηση μεταναστών, «εξόντωση» των δουλεμπόρων με δικαστικά μέσα και, σε συνεργασία με άλλα νοτιοευρωπαϊκά κράτη, μεταφορά της ευθύνης διαχείρισης του προβλήματος εκεί που πραγματικά ανήκει: στην Ε.Ε., που οφείλει να ασκήσει πίεση προς την Τουρκία (που χρησιμοποιεί το θέμα ως μοχλό πίεσης για να εκβιάσει αλλαγές στην ευρωπαϊκή πολιτική βίζας) και, κυρίως, να αλλάξει τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ στην κατεύθυνση της δικαιότερης κατανομής των μεταναστευτικών βαρών μεταξύ των μελών της Ε.Ε.
*Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν αποτελεί μόνο γαλλικό ή ελληνικό φαινόμενο. Με διακυμάνσεις δημοφιλίας, καταγράφεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κοινός παρονομαστής, η ανεργία (ιθαγενών και αλλοδαπών), η εγκληματικότητα, αλλά και η προσπάθεια πιο «ευπρεπών» κομμάτων να αντλήσουν ψήφους. Βεβαίως, το πρόβλημα της (μαζικής) παράνομης μετανάστευσης είναι σοβαρότατο και καμία χώρα -ή πολύ περισσότερο η Ε.Ε.- δεν δικαιούται να διεκδικεί δάφνες για την επιτυχημένη διαχείρισή του. Είναι δε σαφές ότι κάθε χώρα έχει μια πεπερασμένη ικανότητα απορρόφησης του «διαφορετικού» και ότι λόγω της γεωγραφικής θέσης της, αλλά και της οικονομικής κατάστασης, η χώρα μας έχει ξεπεράσει αυτό το όριο.
Προσέξτε όμως τι πετύχαμε στην Ελλάδα: οι μετανάστες συνεχίζουν να έρχονται (για λόγους πέραν των δυνάμεών μας), οι συνθήκες κράτησης παραμένουν άθλιες, το σύστημα εξέτασης αιτήσεων ασύλου δεν λειτουργεί ακόμη αποτελεσματικά, η εγκληματικότητα αυξάνεται (παρά το ότι για προφανείς λόγους παραβλέπουμε την ελληνική συμμετοχή στο φαινόμενο), τα κόμματα της Ακρας Δεξιάς ωφελούνται πολιτικά, οι δε Ευρωπαίοι εταίροι μάς κατηγορούν, με άφθονο φαρισαϊσμό, και για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για πλημμελή φύλαξη των συνόρων μας (παρά το γεγονός ότι τις σχετικές κατηγορίες, π.χ. της Αυστριακής υπουργού Εσωτερικών, αντικρούει η αυστριακής καταγωγής εκπρόσωπος της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, αλλά και στελέχη της FRONTEX), απειλώντας μας με εκδίωξη από τη Συνθήκη Σένγκεν.
Φοβάμαι, όμως, ότι εμείς τους δίδουμε το δικαίωμα με την απραξία μας. Πέραν της διαπιστωμένης απουσίας ολοκληρωμένης μεταναστευτικής πολιτικής, παρατηρείται μια σειρά άλλων αστοχιών και παραλείψεων. Μια στοιχειωδώς ορθολογική προσέγγιση του προβλήματος θα επέβαλε την τάχιστη αξιοποίηση των διατιθέμενων ευρωπαϊκών πόρων για την κατασκευή ή αναβάθμιση κέντρων υποδοχής και υπηρεσιών ασύλου. Αν αυτό είχε ήδη γίνει, θα βελτίωνε τις συνθήκες υποδοχής και κράτησης των παράνομων μεταναστών (ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ιδιαίτερα ταλαιπωρημένα ανθρώπινα όντα· ως έθνος μεταναστών τούς οφείλουμε τουλάχιστον αυτό), θα στερούσε από τους εταίρους μας κάθε ουσιαστική βάση κριτικής, ενώ θα δημιουργούσε και θέσεις εργασίας.
Χρήσιμη, βεβαίως, η κριτική όσον αφορά τα λάθη του παρελθόντος (παρεμπιπτόντως, μήπως θα έπρεπε να αναζητηθούν ευθύνες για όποιον υπέγραψε από ελληνικής πλευράς τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ χωρίς να προβλέψει τις συνέπειες;) αλλά δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Απαιτείται άμεσα ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων: περισσότερα και πιο ανθρώπινα κέντρα υποδοχής και κράτησης, εφαρμογή των κανονισμών περί ασύλου, μεγαλύτερη (στο μέτρο του εφικτού) επαναπροώθηση μεταναστών, «εξόντωση» των δουλεμπόρων με δικαστικά μέσα και, σε συνεργασία με άλλα νοτιοευρωπαϊκά κράτη, μεταφορά της ευθύνης διαχείρισης του προβλήματος εκεί που πραγματικά ανήκει: στην Ε.Ε., που οφείλει να ασκήσει πίεση προς την Τουρκία (που χρησιμοποιεί το θέμα ως μοχλό πίεσης για να εκβιάσει αλλαγές στην ευρωπαϊκή πολιτική βίζας) και, κυρίως, να αλλάξει τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ στην κατεύθυνση της δικαιότερης κατανομής των μεταναστευτικών βαρών μεταξύ των μελών της Ε.Ε.
*Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου